Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμυθία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμυθία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Μαΐου 2016

Η Γυναίκα με τη Ζυγαριά

Με ύφος περισπούδαστο μαζεύτηκαν οι επαϊοντες και είπαν πως η έγκυος γυναίκα στον πίνακα του Βερμέερ με τη μικρή χρυσή ζυγαριά στο χέρι ήταν τάχα μου μια αλληγορία της ματαιότητας του κόσμου ή της Θείας Αλήθειας και Δικαιοσύνης ή ότι είναι η Παρθένος Μαρία που ζυγίζει τις ψυχές των αγέννητων παιδιών. Άλλοι πάλι είπαν πως ήταν απλώς ένα πορτρέτο της Κατερίνας Βερμέερ, της γυναίκας του καλλιτέχνη, θεωρία που μοιάζει να είναι κοντά στην πραγματικότητα, αφού η Κατερίνα Μπόλνες Βερμέερ γέννησε δεκατέσσερα παιδιά.




Johannes Vermeer, "η γυναίκα με τη ζυγαριά'' 
1662-1663  National Gallery of Art Washington DC


Η αλήθεια ωστόσο φαίνεται να είναι διαφορετική. Ο Γιαν Βερμέερ τον Οκτώβριο του 1661, λίγο μετά τα εικοστά ένατα γενέθλιά του, συνάντησε στο πανηγύρι της Nτελφτ έναν Ισπανό που τον έλεγαν Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ, που είχε μια ουλή πάνω απ’το αριστερό φρύδι κι ήταν ντυμένος στα ολόμαυρα και στο λαιμό του κρεμόταν με χρυσή καδένα ένα μυστήριο κόσμημα, που έδειχνε έναν άνδρα με τόξο στην πλάτη, να αγκαλιάζει απ’ το λαιμό μια έγκυο καμηλοπάρδαλη, η οποία ημιγονατισμένη ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του.  Ο ξένος δε μιλούσε καλά ολλανδικά, στην πραγματικότητα δε μιλούσε καθόλου, μόνο καθόταν στον κορμό ενός δέντρου πάνω σ’ έναν μπόγο από πολύχρωμα υφάσματα και στύλωνε κατά καιρούς το βλέμμα του επίμονα σε δύο σαλτιμπάγκους που ξεφυσούσαν φωτιές κι έκαναν ζογκλερικά κόλπα με επτά μπαλάκια.

Ο Γιαν Βερμέερ είχε πιει πολύ το προηγούμενο βράδυ κι είχε πονοκέφαλο, αποφάσισε λοιπόν να απομακρυνθεί απ’ τη βουή στο κέντρο της πλατείας και πήγε και κάθησε κοντά στον Ισπανό. Αφού αντάλλαξαν κάποιες τυπικές κουβέντες συστάσεως και κάποιες άλλες αδιάφορες για τη συννεφιά που πιθανόν να έφερνε σε λίγο βροχή, οι δυο άντρες βάλθηκαν να μιλούν, και σύντομα ο ζωγράφος ρώτησε τον Ισπανό τι απεικονίζει το κόσμημα που κρεμόταν απ’ το λαιμό του και ποια η ιστορία του. Ο Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ τότε, αφού κατέβασε δυο γουλιές ισπανικό κρασί απ’ τη μποτίλια που είχε δίπλα του, διηγήθηκε στον Γιαν Βερμέερ την ακόλουθη ιστορία:

«Μια φορά ζούσε στη Μαυριτανία ένας πλούσιος γαιοκτήμονας, που είχε δυο γιους και μια κόρη. Όταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος του, αποφάσισε να μοιράσει τα υπάρχοντά του στους δυο του γιους, πιστεύοντας ότι θα φροντίσουν να δώσουν και μια καλή προίκα στη μικρή τους αδερφή, η οποία θα της εξασφάλιζε έναν καλό γάμο και μια πλούσια ζωή. Στο μεγάλο του γιο άφησε το υποστατικό του με τα αμπέλια στα υψίπεδα της Ταγκάτ και στο μικρό πέντε αραβικά άλογα, μια κασέλα με υφάσματα υφασμένα από Βέρβερους, ένα χωραφάκι στο Σάχελ με ακακίες κι ένα μπαομπάμπ στη μέση και δίπλα ένα μικρό σπιτάκι να προστατεύει όταν φυσάνε το χειμώνα οι τροπικοί άνεμοι Χαρματάν, καθώς κι ένα σακούλι χρυσά νομίσματα.

Ο μεγάλος γιος παντρεύτηκε μια καλή γυναίκα κι αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια των αμπελιών, έκανε επτά παιδιά και έζησε μια ήσυχη ζωή, αφού καλοπάντρεψε και τη μικρή αδερφή του μ’ έναν Άραβα χρυσοχόο.

Ο μικρότερος, που τον έλεγαν Χαρούν, πούλησε τέσσερα απ’ τα πέντε άλογά του κι αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο μ’ ένα μπογαλάκι με τα απαραίτητα που μπορούσε να κουβαλήσει το άλογο που κράτησε για τον εαυτό του, με μόνα του όπλα ένα τόξο κι ένα μικρό εγχειρίδιο με ελεφάντινη λαβή, να προστατεύεται από τις επιθέσεις των ληστών και να προσπορίζεται την τροφή του.

Μια μέρα, καθώς περιπλανιόταν στις σαβάνες του νότου είδε ένα αρσενικό λιοντάρι να επιτίθεται σε μια θηλυκή ετοιμόγεννη καμηλοπάρδαλη κι αυθόρμητα το τόξευσε και το σκότωσε. Η καμηλοπάρδαλη πληγωμένη γονάτισε έτοιμη να υποκύψει στα τραύματά της κι ο άντρας έτρεξε και την αγκάλιασε απ’ το λαιμό καθώς έγερνε και πέθαινε, ενώ ταυτόχρονα έδινε ζωή σ’ ένα μικρό θηλυκό με πελώρια μάτια. Το μικρό ήταν καταδικασμένο χωρίς τη μάνα του κι ευάλωτο στις επιθέσεις των θηρίων, όμως ο νέος άρχισε να αγωνιά για την τύχη του κι ούτε που μπορούσε να το αφήσει εκεί μόνο του στις ερημιές κι ούτε αυτό, μικρό όντας κι αδύναμο, μπορούσε να τον ακολουθήσει.

Περάσανε καμπόσες ώρες κάτω από έναν ουρανό μ’ ένα τεράστιο φεγγάρι επάνω του και πέρασε ένα καραβάνι από νομάδες κι ο Χαρούν πλήρωσε δυο χρυσά νομίσματα για μια προβατίνα για να εξασφαλίσει στο καμηλοπαρδαλάκι του γάλα για τον πρώτο καιρό και το βάφτισε Άμπλα, που στη γλώσσα των Αράβων σημαίνει «τέλεια στην όψη».

Όταν η Άμπλα θέριεψε λίγο και δεν είχε πια ανάγκη το γάλα της προβατίνας, ξεκίνησαν ταξίδι προς το Σάχελ, εκεί που ο Χαρούν είχε το χωραφάκι με τις ακακίες, το μεγάλο μπαομπάμπ και το σπιτάκι. Ένα βράδυ με Πανσέληνο κι ύστερα από εξήντα πέντε φεγγάρια που ο Χαρούν και η Άμπλα ζούσαν μαζί, σκαρφάλωσε ο Χαρούν σ’ ένα κλαδί του μπαομπάμπ να θαυμάσει το φεγγάρι και να μπορεί να βλέπει την καμηλοπάρδαλή του στα μάτια –χωρίς ν’ αναγκάζεται να στραβώνει το λαιμό του κοιτάζοντας ψηλά κι ούτε να την υποχρεώνει να ψάχνει εκείνη να συναντήσει το βλέμμα του χαμηλά στη γη. Τότε ξαφνικά ένα ουρί του παραδείσου ακούστηκε να τραγουδά ένα τραγούδι που μιλούσε για την ανταμοιβή των ουρανών στις αγαθές ψυχές που κάνουν το καλό κι έξαφνα η καμηλοπάρδαλη - Άμπλα αναλήφθηκε στους ουρανούς μέσα σ’ ένα δαχτυλίδι φωτιάς και στη θέση της βρέθηκε μια κόρη με μαύρα μάτια και μαλλιά, Άμπλα στο όνομα και τις χάρες κι αυτή, να του δίνει μια γαβάθα ρύζι μοσχομυριστό κι ένα κουπάκι με τσάι γιασεμιού.

Ο Χαρούν την έπιασε απ’ το χέρι κι ακούμπησε εκείνη το κεφάλι της στο λαιμό του κι έσμιξαν πολλές φορές μέσα στο σπιτάκι, αλλά κι απ’ έξω κάτω απ’ τη σκιά του μπαομπάμπ σαν έπεφτε ο ήλιος και σαν ξημέρωνε και σαν εναλλασσόταν με το φεγγάρι που πότε γέμιζε και πότε λίγευγε, μέχρι που ύστερα από οκτώ φεγγάρια βρέθηκε η Άμπλα έγκυος στο σπόρο του Χαρούν και δεν υπήρχε άντρας στη χώρα των Μαυριτανών ή πάνω στη γη πιο ευτυχισμένος απ’ το Χαρούν, που απροσδόκητα γνώρισε τη χαρά του έρωτα, επειδή κάποτε έσωσε μια καμηλοπάρδαλη ετοιμόγεννη από ένα λιοντάρι που ετοιμαζόταν να την καταβροχθίσει.»


Στο σημείο αυτό ο Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ, έκοψε την αφήγησή του και κατέβασε πάνω απ’ το μισό απ’ το κρασί που είχε η μποτίλια του, στυλώνοντας επίμονα το βλέμμα του στους σαλτιμπάγκους της πλατείας που ξεφυσούσαν φωτιές κι έκαναν ζογκλερικά κόλπα με τα επτά μπαλάκια.

Ο Γιαν Βερμέερ ξαφνικά θυμήθηκε πως πεινούσε, αλλά δεν είχε καθόλου όρεξη να δει την πεθερά του. Σκέφτηκε να φάει στην κουζίνα με τους υπηρέτες κι ευγενικά ρώτησε τον ξένο αν ήθελε να τον ακολουθήσει σπίτι του. Εκείνος ένευσε ναι.

Κατευθύνθηκαν στην κουζίνα του σπιτιού της Μαρίας Τινς, της πεθεράς του, όπου ο Βερμέερ ζούσε σώγραμπος και που, ως πολύ πλουσιότερη απ’ τον ίδιο, του υπαγόρευε το καταπώς θα ζήσει με την κόρη της. Η υπηρέτρια σέρβιρε σιωπηλή λάχανο βραστό και λουκάνικα, τυρί, φρέσκο φουρνιστό ψωμί, κόκκινο κρασί της Προβηγκίας και κομπόστα δαμάσκηνα. Ύστερα απ’ το γεύμα, οι δυο άντρες κάθησαν κοντά στη φωτιά της κουζίνας με το κρασί τους κι ο Φερδινάνδο Λούκας, λιγότερο αγριωπός στην όψη, έψαξε στον μπόγο με τα πολύχρωμα υφάσματα που είχε μαζί του, έβγαλε μια μικρή χρυσή ζυγαριά και παρακάλεσε τον Γιαν να τη δεχτεί ως δώρο για τη γενναιδωρία και τη φιλοξενία του.

Ο ζωγράφος στην αρχή αρνήθηκε, λέγοντας πως ένα μικρό χρυσό κομψοτέχνημα ήταν πολύ μεγάλο αντίτιμο για ένα γεύμα με λάχανο, λουκάνικα, ψωμί και λίγο κρασί, όμως ο Ισπανός επέμενε κι ο Βερμέερ δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να δεχτεί για να μην τον προσβάλει.

Με το μικρό ζυγό στο χέρι, γύρισε τότε ο Γιαν Βερμέερ και ρώτησε τον Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ τι απέγινε ο Χαρούν με την Άμπλα κι ο Ισπανός συνέχισε την ιστορία του:

«Σαν πλησίαζε ο καιρός της Άμπλας να γεννήσει κι είχε ετοιμάσει την προίκα του μωρού από υφαντά Βερβέρων, γύρισε και θερμοπαρακάλεσε το Χαρούν να την πάει στα μέρη που γεννήθηκε, τότε που η μάνα της, η καμηλοπάρδαλη, υπέκυψε στα τραύματα απ’ τα νύχια του λιονταριού, και που εκείνος, ο γενναίος και σπλαχνικός άντρας της είχε σκοτώσει για να της χαρίσει εκεινής ζωή.

Ο Χαρούν έπεσε σε βαθειά συλλογή σκεφτόμενος τον κόπο του ταξιδιού για την ετοιμόγεννη γυναίκα, όμως εκείνη τον παρακάλαγε επίμονα μαζί και γλυκά, που δεν κατάφερε πια να της το αρνηθεί. Πήραν μαζί τους και τα μωριουδιακά, μιας κι η ώρα της γέννας πλησίαζε και θα μπορούσε να είναι κάθε στιγμή.

Έφτασαν χωρίς πολλή ταλαιπωρία στις σαβάνες και κατασκήνωσαν κάτω απ’ τον ουρανό, όταν ανέτελλε το φεγγάρι. Αφού ήπιαν το τσάι τους, σφιχταγκαλιάστηκαν και κουλουριάστηκαν στα πολύχρωμα κιλίμια, που μούσκεψαν ξαφνικά, γιατί η Άμπλα γεννούσε. Ο Χαρούν τη φίλησε στο μέτωπο κι έτρεξε έξω απ’τη σκηνή να ανάψει φωτιά και να ζεστάνει νερό απ’ το ασκί που είχαν μαζί τους.

Καθώς η Άμπλα στο έδαφος με τα χέρια της να κρατούν τα γκέμια του αλόγου σφιγγόταν για να βγάλει το παιδί, σκίστηκε το ύφασμα της σκηνής από μια λέαινα που καραδοκούσε να επιτεθεί στην ετοιμόγεννη.

Άρπαξε τότε ο Χαρούν το τόξο του και σημάδεψε τη λέαινα που έτρεξε μακριά, όμως το θηρίο είχε ήδη πληγώσει την Άμπλα στο λαιμό, που καθώς τον έβαφε το αίμα μάκραινε και μάκραινε κι έγινε λαιμός καμηλοπάρδαλης μέσα στη νύχτα κι έγινε η Άμπλα και πάλι καμηλοπάρδαλη, όμοια στην όψη με τη μάνα της κι ο Χαρούν έκλαιγε και θρηνούσε και τη φιλούσε κι ακούμπησε εκείνη το κεφάλι στον ώμο του και ξεψύχησε, την ώρα ακριβώς που έδινε ζωή στο παιδί τους.

Στη μέση της σαβάνας έκλαιγε ο Χαρούν με το μικρό του γιο στην αγκαλιά το χαμό της αγάπης του κι αναθεμάτισε κι αναρωτιόταν ποια κακή μοίρα τον κατάτρεξε κι έχασε ό,τι αγάπησε στον κόσμο περισσότερο.

Και τότε σκίστηκαν και πάλι οι ουρανοί κι ένα ουρί του παραδείσου τραγούδησε ένα τραγούδι για τη δικαιοσύνη των ουρανών στα πλάσματα του κόσμου και για τον πόνο μιας λέαινας που έχασε το σύντροφό της, όταν βγήκε να κυνηγήσει μια καμηλοπάρδαλη για την πεινασμένη αγέλη και αναλήφθηκε τότε το σώμα της Άμπλας στον ουρανό μέσα σε μια πύρινη νεφέλη και στη θέση του έμεινε μια μικρή χρυσή ζυγαριά και μια περγαμηνή στα αραβικά με τη φράση «Τυχερός αυτός που έζησε τη γενναιοδωρία των ουρανών για την αγαθή του προαίρεση, πριν γνωρίσει ότι ο Αλλάχ είναι και δίκαιος»

-Το παιδί του Χαρούν και της Άμπλας είμαι εγώ, Ολλανδέ, που με υιοθέτησε ένα ζεύγος Ισπανών στα τρία μου χρόνια. Ο πατέρας μου έβαλε μετά το θάνατο της μάνας τον αντράδερφό του να του φτιάξει ένα κόσμημα με την Άμπλα κι εκείνον και το φορούσε διαρκώς στο λαιμό του, μέχρι που τον πέρασε στο δικό μου, όταν με έδωσε για υιοθεσία.»

Κάπου εκεί χάνονται οι γραπτές μας πηγές για τη συνέχεια της ιστορίας και για το τι απέγινε ο Φερδινάνδο Λούκας ντελ Σολ, όμως ο Γιαν Βερμέερ έβαλε την έγκυο γυναίκα του να ποζάρει στον καινούργιο του πίνακα κρατώντας στο χέρι τη μικρή χρυσή ζυγαριά του Ισπανού.   


Ελένη Καλλιανέζου "Η Γυναίκα με τη Ζυγαριά" 

http://asteroessa.blogspot.gr/2011/06/blog-post.html





Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Πόνος του Ηρακλή..



Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια βασιλοπούλα. Δεν ήταν ούτε η σταχτοπούτα, ούτε η χιονάτη, ούτε η ωραία κοιμωμένη, αλλά ήταν όσο όμορφες ήταν και οι τρεις μαζί. Και ήταν η μόνη κόρη των γονιών της και η μόνη βασιλοπούλα, που ακόμα και οι πέτρες απ'άκρη σ' άκρη του την ήξεραν. Και η ομορφιά της, τόσο η ορατή της όσο και η αόρατη, αυτή της ιδέας της και μόνο, ήταν τόσο μεγάλη, που μόνο με τον ήλιο που τα σκέπαζε όλα μπορούσε να συγκριθεί. Είχαν όλοι μάλιστα να το λένε για το τραγούδι της και κάθονταν γύρω από το μπαλκόνι της και την άκουγαν μαγεμένοι.

Μια μέρα, ένας γίγαντας περνούσε από εκείνα τα μέρη, την ώρα που η βασιλοπούλα είχε βγει στο μπαλκόνι της απέναντι από τον ήλιο που έπεφτε και χτένιζε τα σγουρά μαλλιά της. Γούρλωσε ο γίγαντας τα μάτια του. Κοίταζε μία την κόρη, μία τον ήλιο και με το λειψό του το μυαλό σκέφτηκε ότι για να μπορεί να συγκριθεί σε λάμψη κάτι με τον ήλιο, θα άξιζε όσο όλοι οι θησαυροί του κόσμου. Σταμάτησε το ταξίδι του ο γίγαντας το λοιπόν, άπλωσε το χέρι και πήρε την κόρη μαζί του. Όταν τον κοίταξε αυτή με τα τρομαγμένα μάτια της, αυτός, όλο σοβαρότητα της είπε: "Εσύ μικρή μου αξίζεις πολλά, σου πρέπει κάποιος να σε προσέχει σαν τα μάτια του. Εγώ τώρα θα σε προσέχω και δε θα σε αφήσω να σε πειράξει κανείς."

Και ερωτεύτηκε η κόρη τον γίγαντα, γιατί τέτοια λόγια δεν της είχε πει ποτέ κανείς. Και ανέβηκε στον ώμο του. Γιατί μπορεί να είχε χαθεί από το βασίλειο, το παιδικό της δωμάτιο, το μπαλκόνι, τους γονείς και τους ανθρώπους γενικότερα, αλλά από τόσο ψηλά δεν είχε δει ποτέ τον ήλιο. Καθόταν λοιπόν και συνήθισε τον ώμο του γίγαντα και όπως πήγαιναν και πήγαιναν και χτένιζε τα μαλλιά της και τραγουδούσε και ήταν τόσο όμορφη που θάμπωνε γίγαντες, ανθρώπους ακόμα και τον ήλιο που από τη λύπη του έπεφτε και χανόταν στον ορίζοντα.

Ο γίγαντας τότε χαμογελούσε για την τόσο πολύτιμη επιλογή του, είχε ωστόσο άλλα σχέδια στο μυαλό του. Όταν έφτασαν στο βασίλειο των γιγάντων, όπου κανείς δεν είχε πατήσει, σταμάτησαν να περπατάνε. Ο γίγαντας γύρισε το κεφάλι του προς τη βασιλοπούλα και της είπε: "Εδώ είναι ο πύργος μου. Εδώ θα είναι το δικό σου σπίτι τώρα και εδώ θα σε βάλω να μη σε πειράζει κανείς". Έβαλε τη βασιλοπούλα στο χέρι του, τη σήκωσε, σκαρφάλωσε πάνω στον ψηλότερο πύργο του κάστρου του και την έβαλε εκεί στο μπαλκόνι... "Εδώ θα είσαι πιο ψηλά από τον ήλιο", της είπε.

Η βασιλοπούλα ήταν ευτυχισμένη για την καλή της μοίρα και χαρούμενη για τον καλό προστάτη της. Έβγαινε τα απογεύματα, άπλωνε τα σγουρά μαλλιά της, κοίταζε τον ήλιο να πέφτει και τραγουδούσε. Και ο καιρός περνούσε και όλο το βασίλειο των γιγάντων, όπου ακούγονταν το τραγούδι της έμαθε γι' αυτήν. Έβλεπε αυτή από το μπαλκόνι της τους γίγαντες που μαζεύονταν για να την ακούσουν, όπως γινόταν και στο παλιό της βασίλειο. Καθόταν αυτή κάθε απόγευμα και τους τραγουδούσε κοιτώντας τον ήλιο.

Όπως είπαμε ο γίγαντας είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του. Κάρφωσε πασσάλους γύρω γύρω από τον πύργο. Δε μπορούσε βέβαια η βασιλοπούλα να δει από τόσο ψηλά την είσοδο του φράχτη και ότι εκεί ο γίγαντας καμαρωτός καμαρωτός, έστεκε και έκοβε εισιτήρια στους άλλους γίγαντες "για να δουν ένα κομμάτι ήλιου που αυτός στα ταξίδια του βρήκε και έφερε στα μέρη τους". Γιατί αυτό είχε στο μυαλό του ο άπληστος από την αρχή όταν της είπε για το πόσα αξίζει. Πλούταινε λοιπόν μέρα τη μέρα από την άγνοιά της κόρης που δε μπορούσε να δει την αλήθεια και χαιρόταν.

Μια μέρα, η κόρη ξύπνησε και βγήκε στο μπαλκόνι του πύργου. Κοίταξε κάτω, βλέπει τον γίγαντα να σκαρφαλώνει. "Ήρθα να σου πω ότι πρέπει να φύγω. Θα κάνω ένα μεγάλο ταξίδι να φέρω προμήθειες για το χειμώνα που έρχεται. Θα είσαι ασφαλής εδώ ψηλά που σε έβαλα. Και θα μπορείς να βλέπεις από ψηλά τον ήλιο", της είπε. Αυτή, έτσι ερωτευμένη όπως ήταν, πείστηκε από τα λόγια του γίγαντα, ότι τάχα μου θα την φροντίσει και είπε ότι θα τον περιμένει. Περνούσαν λοιπόν μέρες και μήνες, αυτή έβγαινε πάντα την ίδια ώρα και χτένιζε τα μαλλιά της που μάκραιναν σγουρά, και έλαμπε όλο και πιο πολύ. Ο προστάτης της την είχε αφήσει μόνη της, ωστόσο ήξερε ότι ακόμα και μόνη της ήταν ασφαλής.

Ο χειμώνας που θα έφερνε και τον γίγαντα πίσω ήρθε μόνος του. Και ένιωσε η βασιλοπούλα φυλακισμένη ανήμπορη και μόνη. Ακόμα και ο ήλιος, που ήταν η πηγή της χαράς και της μέχρι τότε ομορφιάς της, τις περισσότερες φορές που έπεφτε τον έκρυβαν τα σύννεφα. Και ξέχασε σιγά σιγά η κόρη να χτενίζει τα μαλλιά της. Μόνο έβγαινε και τραγουδούσε, μα το τραγούδι της ήταν πια λυπητερό.

Μια μέρα, περνούσε από εκεί ο Ηρακλής, ένας από τους λίγους ανθρώπους που θα τολμούσε να φτάσει σε τόσο τρομερά βασίλεια, από αυτούς που οι άνθρωποι λένε ή ήρωες ή τρελούς. Βλέπει στον φράχτη του πύργου την επιγραφή:

"ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΙ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΕΦΕΡΑ ΚΑΤΕΥΘΕΙΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ. ΔΩΣΤΕ ΕΝΑ ΧΡΥΣΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΛΑΥΣΕΤΕ ΤΟ ΘΕΑΜΑ".

Κοίταξε μέσα στο φράχτη, τον ψηλό πύργο, όπου φαινόταν ότι είχε περάσει καιρός για να πατήσει. Δίνει μια ο Ηρακλής με το ρόπαλό του και σπάει τη μεγάλη πέτρα που έκλεινε την είσοδο. Φτάνει στον πύργο, πιάνει τη σιδερένια πόρτα και τη λυγίζει. Ανέβαινε τις τεράστιες ατέλειωτες σκάλες και περίμενε να δει κανένα απόκοσμο θέαμα από αυτά που είχε συναντήσει στα ταξίδια του. Φτάνει στο τέρμα, ανοίγει την πόρτα και τι να δει; Η κόρη με τα μακριά σγουρά μαλλιά ετοιμαζόταν με τη χτένα στο χέρι να βγει στο μπαλκόνι. Γυρνά και η κόρη και τρομάζει. "Ποιος είσαι εσύ; Πώς έφτασες εδώ;", του είπε. "Εγώ είμαι ο Ηρακλής. Μα εσύ δεν είσαι ένα κομμάτι του ήλιου, είσαι ο ήλιος ολάκερος!", της είπε αυτός. Και του είπε η κόρη ολόκληρη την ιστορία της, που την είχε κάνει τραγούδι ατελείωτο και λυπητερό.

Άκουσε ο Ηρακλής, και της λέει: "Έλα μαζί μου, θα σε πάρω να φύγουμε, δεν είναι αυτό μέρος για ένα πλάσμα σαν κι εσένα."

Και πριν τελειώσει καλά καλά τη φράση του, η κόρη του λέει: "Δεν έρχομαι εγώ μαζί σου. Με τα ίδια λόγια με πήρε από τους ανθρώπους ο γίγαντας και με έφερε εδώ. Εγώ όμως δε ζήτησα τίποτα από κανέναν. Το μόνο που θέλω είναι να χτενίζομαι και να βλέπω τον ήλιο. Εσύ σε ποιο πύργο θα με βάλεις; Και πώς ξέρω εγώ ότι δε θα με αφήσεις πάλι μόνη μου; Εσύ είσαι σαν κι αυτόν, σε τόσα μέρη γυρνάς και ποιος ξέρει ποιο φονικό ή συμφέρον θα καθορίσει κι εσένα τη μοίρα σου και θα σε χάσω."

Και της λέει ο Ηρακλής: "Σε κανέναν πύργο δε σου πρέπει εσένα να σε βάζουν ήλιε μου. Και ανέβηκα τόσο ψηλά για να σε βρω, όχι για να σε ξανακλείσω. Κανένα πλάσμα, άνθρωπος, γίγαντας, ακόμα και θεός δε μπορεί να καθορίσει τη μοίρα των άλλων. Και αν με ρωτάς, μόνη θέση που σου πρέπει εσένα είναι εκεί ψηλά στον ήλιο. 

Αλλά εσύ είσαι αυτή που θα την αποφασίσεις. Κι αν είπα αυτά τα λόγια, τα είπα γιατί ξέρω πολύ καλά και να είσαι μόνος ακόμα και αν σε δοξάζουν καθώς και πώς είναι να σου καθορίζουν άλλοι τη μοίρα σου. Ξέρω πολύ καλά ότι και στις δύο περιπτώσεις μένεις μόνος. Κι εγώ τι νομίζεις; Σαν είναι πέτρα την εσπώ, σίδερο το λυγίζω, μα την παντέρμη αμοναξιά δεν την ενταγιαντίζω."

Γιατί αυτή ήταν η διαφορά του από το γίγαντα. Ο μόνος νόμος στον οποίο υπάκουε δεν ήταν η τάξη των πραγμάτων όπως αυτός την ήθελε και τον συνέφερε, αλλά η ελευθερία των πραγμάτων να καθορίζουν την τάξη τους. Έτσι αγαπούσε ο Ηρακλής τον κόσμο, πιο πολύ και από τον εαυτό του.
                          

                                                ~~~~~~~~~~~~~~~~~
                                                 
Μπορεί λένε σαν τρελός να ερωτεύτηκε την κόρη και να λαχταρούσε να ακούει όπου κι αν βρισκόταν το τραγούδι της. Ωστόσο δεν της το είπε, μόνο την πήρε και την κατέβασε από τον πύργο και από εκείνο το μακρινό βασίλειο. Και τότε λένε ότι αυτή, που πολλά είχε μάθει μέσα σε λίγες ώρες, αποφάσισε να ενώσουν τις μοίρες τους. Άλλοι πάλι λένε ότι με το που κατέβηκε από τον πύργο ευχήθηκε αυτή να ανέβει για πάντα στον ήλιο, για να μπορεί να τον ακολουθεί στα ταξίδια του και να του τραγουδά και σε αυτόν τον κόσμο και στον επόμενο.

Αυτή λένε είναι η ευλογία των τρελών αυτού του κόσμου αυτός και ο πόνος τους: Όλον τον κόσμο μπορούν να γυρίσουν ανάποδα γι' αυτούς που αγαπούν και μόνο η μοναξιά είναι αυτή που μπορεί να τους ρίξει κάτω. 



Πηγή


Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα


Μεσάνυχτα. Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ’ άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές, παραμυθένιοες ζωγραφιές. Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα.

Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα. Το πρώτο το ‘λεγαν Αυγερινό, τα’ άλλο Αστραφτερή και το τρίτο το τελευταίο, που ‘χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ’ όλα τ’ άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το ‘λεγαν «Καμάρι τ’ Ουρανού».

Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ’ απλόχωρα ουράνια χαρωπές.

Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ’ Ουρανού με τ’ αδέλφια του αντάμα. Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά. Πεθύμησε σ’ άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει. Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας.

- Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή.
- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.

Μα το ‘χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ’ Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ’ ένα σάλτο ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες.

Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ’ ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα.

Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ’ Ουρανού στη Γή!



Όταν συνήλθε απ’ την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του. Είχε βυθιστεί σ’ ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του. Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.

- Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη.
- Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
- Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
- Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
- Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν’ αναστηθώ, εδώ, σ’ ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω…

Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.

Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ’ αργοθρόισμα ακουγόταν.

Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της:

Έψαχνες να με βρείς;
Έτσι θαρρώ!

Είχε σκήψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της. Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν. Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή, που ‘γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ’ τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη.

Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη, μ’ μ’ ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους. Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα.

Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ’ το λιβάδι, και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι. Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα’ ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει!

Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη… Βαθιά την αγαπούσε. Κι εκείνη το ίδιο άραγε; Αν καμωνόταν; Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε; Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν; Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της; Πως θα σιγουρευόταν; Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; Πως;

Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο.
- Μ’ αγαπά, μουρμούρισε όπως τ’ άφηνε να πέσει.

Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
- Δεν μ’ αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
- Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.

Μα μες στη μέθη του τα’ αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να ‘ναι την αλήθεια, δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία.
- Μ’ αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
- Δε μ’ αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.

Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.
- Γιατί; ψιθύριζε τ’ άδολο ανθάκι λαβωμένο.

Μα τ’ αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο.
- Μ’ αγαπά!
- Δε μ’ αγαπά!

Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ’ αστέρι.
- Μ’ αγαπά! φώναξε χαρούμενο.

Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω.

Σταμάτησε, σκέφτηκε. Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω.

Ύστερα, τίποτ’ άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά.

Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει. Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν’ ανασαίνει χρυσαφένιο φως.

Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός. Άδικα τ’ αναζητούσε η Αστραφτερή.. γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ’ Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί;

***** ***** ***** ***** *****

Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ’ της ανατολής τ’ ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ’ απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο, πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα…


Ευγένιος Τριβιζάς 

[από το "Αντικλείδι"

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Το άγνωστο λουλούδι



Zούσε κάποτε στὸν κό­σμο ἕ­να μι­κρὸ λου­λού­δι. 
Κα­νεὶς δὲν γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε στὴ γῆ. Εἶ­χε με­γα­λώ­σει μο­νά­χο του, σ’ ἕ­να ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Οἱ ἀ­γε­λά­δες καὶ οἱ κα­τσί­κες δὲν σύ­χνα­ζαν ἐ­κεῖ, καὶ τὰ παι­διὰ ἀ­πὸ τὴν κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νι­έ­ρων πο­τέ τους δὲν ἔ­παι­ζαν στὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο. Στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο κα­νέ­να χορ­τά­ρι δὲν φύ­τρω­νε· μό­νο με­ρι­κὲς ξε­χα­σμέ­νες, γκρί­ζες πέ­τρες ἦ­ταν σπαρ­μέ­νες ἐ­κεῖ, κι ἀ­νά­με­σά τους ἕ­νας ξε­ρὸς καὶ ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νος πη­λός. Μο­νά­χα ὁ ἄ­νε­μος σερ­γι­ά­νι­ζε στὸ ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Σὰν ἕ­νας γε­ρο-σπο­ρέ­ας, κου­βα­λοῦ­σε σπό­ρους καὶ τοὺς ἔ­σπερ­νε παν­τοῦ – τό­σο στὸ μαῦ­ρο, νο­τι­σμέ­νο χῶ­μα, ὅ­σο καὶ στὸ γυ­μνὸ καὶ πε­τρῶ­δες ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Στὸ μαῦ­ρο καὶ εὔ­φο­ρο χῶ­μα οἱ σπό­ροι ἔ­δι­ναν λου­λού­δια καὶ χορ­τά­ρια, ὅ­μως στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λὸ πέ­θαι­ναν. 

Μιὰ φο­ρὰ ἔ­πε­σε ἀ­πὸ τὸν ἀ­έ­ρα ἕ­νας μι­κρὸς σπό­ρος, βρί­σκον­τας προ­στα­σί­α μέ­σα σ’ ἕ­ναν μι­κρὸ λάκ­κο, ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ τὸν πη­λό. 
Τὸ σπο­ρά­κι αὐ­τὸ βα­σα­νί­στη­κε γιὰ πο­λύ, κι ἔ­πει­τα μού­σκε­ψε μέ­σα στὴν πά­χνη, ἄ­νοι­ξε στὰ δύ­ο, ἀ­φέ­θη­καν ἀ­πὸ μέ­σα του λε­πτὲς τρι­χοῦ­λες ἀ­πὸ ρί­ζες, καὶ μ΄ αὐ­τὲς τρύ­πη­σε τὴν πέ­τρα καὶ τὸν πη­λὸ καὶ ἄρ­χι­σε ν’ ἀ­να­πτύσ­σε­ται.

 Ἔ­τσι ἄρ­χι­σε νὰ ζεῖ στὸν κό­σμο τὸ μι­κρὸ ἐ­κεῖ­νο λου­λού­δι. Δὲν εἶ­χε τί­πο­τα γιὰ νὰ τρα­φεῖ στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λό. Οἱ στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς, ποὺ ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό, ἔ­φτα­ναν στὴν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ ἐ­δά­φους, δί­χως νὰ εἰ­σχω­ρή­σουν μέ­χρι τὶς ρί­ζες του, ὅ­μως τὸ λου­λού­δι ζοῦ­σε καὶ με­γά­λω­νε καὶ γι­νό­ταν σι­γὰ-σι­γὰ ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ ψη­λό. Τὸ λου­λου­δά­κι ὕ­ψω­νε τὰ φύλ­λα του ἐ­νάν­τια στὸν ἄ­νε­μο, καὶ ὁ ἄ­νε­μος κό­πα­ζε δί­πλα του. Ἀ­πὸ τὸν ἄ­νε­μο ἔ­πε­φταν στὸν πη­λὸ κόκ­κοι σκό­νης, κου­βα­λη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸ φύ­ση­μά του, μα­ζὶ μὲ εὔ­φο­ρο, μαῦ­ρο χῶ­μα. Σ’ ἐ­κεί­νους τοὺς κόκ­κους σκό­νης ὑ­πῆρ­χε τρο­φὴ γιὰ τὸ λου­λού­δι, ὡ­στό­σο οἱ κόκ­κοι ἦ­ταν ξε­ροί. Τὸ λου­λού­δι, γιὰ νὰ τοὺς μου­σκέ­ψει, ἔ­στη­νε καρ­τέ­ρι ὅ­λη τὴ νύ­χτα στὴ δρο­σιὰ καὶ τὴ μά­ζευε, στα­γό­να-στα­γό­να, στὰ φύλ­λα του. Καὶ ὅ­ταν τὰ φύλ­λα βά­ραι­ναν ἀ­πὸ τὴ δρο­σιά, τὸ λου­λού­δι τὰ χα­μή­λω­νε καὶ ἡ δρο­σιὰ ἔ­πε­φτε κά­τω, νο­τί­ζον­τας τοὺς μαύ­ρους κόκ­κους τῆς σκό­νης, τοὺς φερ­μέ­νους ἀ­πὸ τὸν ἄ­νε­μο, δι­α­βρώ­νον­τας μα­ζὶ καὶ τὸν ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νο πη­λό. 
Τὴν ἡ­μέ­ρα τὸ λου­λού­δι ἔ­στη­νε ἐ­νέ­δρα στὸν ἄ­νε­μο καὶ τὸ βρά­δυ στὴ δρο­σιά. Μο­χθοῦ­σε νυ­χθη­με­ρὸν γιὰ νὰ ζή­σει καὶ νὰ μὴν πε­θά­νει. Ἀ­νά­στη­σε με­γά­λα τα φύλ­λα του, ὥ­στε νὰ μπο­ροῦν νὰ συγ­κρα­τοῦν τὸν ἄ­νε­μο καὶ νὰ συλ­λέ­γουν τὴ δρο­σιά. Ὅ­μως ἦ­ταν δύ­σκο­λο γιὰ τὸ λου­λού­δι νὰ τρέ­φε­ται μό­νο ἀ­πὸ τοὺς κόκ­κους τῆς σκό­νης, ποὺ ἔ­πε­φταν μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ ἀ­νέ­μου, κι ἀ­κό­μα νὰ μα­ζεύ­ει γι’ αὐ­τοὺς τὴ δρο­σιά. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ἔ­πρε­πε νὰ ζή­σει, καὶ ὑ­περ­νι­κοῦ­σε μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς ὑ­πο­μο­νῆς τὸν πό­νο του ἀ­πὸ τὴν πεί­να καὶ τὴν κού­ρα­ση. 
Τὸ λου­λού­δι μό­νο μιὰ φο­ρὰ στὴ διά­ρκεια τοῦ εἰ­κο­σι­τε­τρα­ώ­ρου χαι­ρό­ταν: ὅ­ταν ἡ πρώ­τη ἀ­κτί­να τοῦ πρω­ι­νοῦ ἥ­λιου ἄγ­γι­ζε τὰ ἀ­πο­κα­μω­μέ­να φύλ­λα του. 
Ἐ­ὰν ὅ­μως ὁ ἄ­νε­μος ἔ­κα­νε πο­λὺ και­ρὸ νὰ ἐ­πι­σκε­φθεῖ τὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, τό­τε τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι αἰ­σθα­νό­ταν ἄ­σχη­μα, καὶ δὲν τοῦ ἀρ­κοῦ­σαν οἱ δυ­νά­μεις του γιὰ νὰ ζή­σει καὶ νὰ με­γα­λώ­σει. 
Ὅ­μως τὸ λου­λού­δι δὲν ἤ­θε­λε νὰ ζεῖ μέ­σα στὴ λύ­πη. 
Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν τὰ πράγ­μα­τα γιὰ ‘κεῖ­νο γί­νον­ταν ὁ­λό­τε­λα θλι­βε­ρά, λα­γο­κοι­μό­ταν. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, πά­σχι­ζε συ­νε­χῶς ν’ ἀ­να­πτυ­χθεῖ, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν οἱ ρί­ζες του τρα­γά­νι­ζαν τὶς γυ­μνὲς πέ­τρες καὶ τὸν ξε­ρὸ πη­λό. Ὅ­ταν συ­νέ­βαι­νε αὐ­τό, τὰ φύλ­λα του δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τρα­φοῦν κα­νο­νι­κὰ καὶ κι­τρί­νι­ζαν: ἕ­να νευ­ρά­κι τους γι­νό­ταν μπλά­βο, ἕ­να ἄλ­λο κόκ­κι­νο, κά­ποι­ο τρί­το ἔ­παιρ­νε ἕ­να γα­λά­ζιο ἢ χρυ­σα­φὶ χρῶ­μα. Κι ὅ­λα αὐ­τὰ ἐ­πει­δὴ ἔ­λει­πε ἀ­π’ τὸ λου­λού­δι ἡ τρο­φή, καὶ τὸ μαρ­τύ­ριό του ἐκ­δη­λω­νό­ταν στὰ φύλ­λα μὲ δι­ά­φο­ρα χρώ­μα­τα. Τὸ ἴ­διο τὸ λου­λού­δι, ὡ­στό­σο, δὲν τὸ γνώ­ρι­ζε αὐ­τό: βλέ­πε­τε, ἦ­ταν τυ­φλὸ καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του· νὰ δεῖ πῶς στ’ ἀ­λή­θεια ἦ­ταν. 

Στὰ μέ­σα τοῦ κα­λο­και­ριοῦ ἡ στε­φά­νη τοῦ λου­λου­διοῦ ἄν­θι­σε. 
Μέ­χρι τό­τε ἔ­μοια­ζε μὲ χορ­τα­ρά­κι, ἐ­νῶ τώ­ρα εἶ­χε γί­νει πραγ­μα­τι­κὸ λου­λού­δι. Ἡ στε­φά­νη ἀ­πο­τε­λοῦν­ταν ἀ­πὸ πέ­τα­λα ποὺ εἶ­χαν ἕ­να ἁ­πλό, φω­τει­νὸ χρῶ­μα, δια­υγὲς καὶ ἔν­το­νο, ὅ­πως τὸ χρῶ­μα ἑ­νὸς ἀ­στε­ριοῦ. Καί, ὅ­πως ἕ­να ἀ­στέ­ρι, τὸ λου­λού­δι λαμ­πύ­ρι­ζε μὲ ζω­η­ρὴ φλό­γα καὶ ἦ­ταν ὁ­ρα­τὸ ἀ­κό­μα καὶ στὴ σκο­τει­νὴ νύ­χτα. Ὅ­ταν ὁ ἄ­νε­μος ἐρ­χό­ταν στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, ἄγ­γι­ζε πάν­το­τε τὸ λου­λού­δι καὶ ἔ­παιρ­νε μα­ζί του τὸ ἄ­ρω­μά του. 
Καὶ νά ποὺ ἕ­να πρω­ι­νὸ ἔ­φτα­σε δί­πλα σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ οἰ­κό­πε­δο ἕ­να κο­ρι­τσά­κι, ἡ Ντά­σα. 
Ζοῦ­σε μὲ τὶς φι­λε­νά­δες της στὴν κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νιέ­ρων, καὶ ἐ­κεῖ­νο τὸ πρω­ὶ ξύ­πνη­σε ἔ­χον­τας ἐ­πι­θυ­μή­σει τὴ μη­τέ­ρα της. Τῆς εἶ­χε γρά­ψει ἕ­να γράμ­μα καὶ τὸ πή­γαι­νε στὸν σταθ­μό, γιὰ νὰ φύ­γει ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πιὸ γρή­γο­ρα. Στὸν δρό­μο ἡ Ντά­σα φι­λοῦ­σε τὸν φά­κε­λο μὲ τὸ γράμ­μα καὶ τὸν ζή­λευ­ε ποὺ αὐ­τὸς θὰ ἔ­βλε­πε τὴ μη­τέ­ρα της νω­ρί­τε­ρα ἀ­π’ ὅ,τι ἐ­κεί­νη. Στὴν ἄ­κρη τοῦ ἔ­ρη­μου οἰ­κο­πέ­δου ἡ Ντά­σα αἰ­σθάν­θη­κε μιὰν εὐ­ω­διά. Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ ὁ­λό­γυ­ρα. Κα­νέ­να λου­λού­δι δὲν ὑ­πῆρ­χε κον­τά, μό­νο λί­γο χορ­τα­ρά­κι εἶ­χε φυ­τρώ­σει στὸ μο­νο­πά­τι καὶ τὸ οἰ­κό­πε­δο ἦ­ταν τε­λεί­ως γυ­μνό. Ὅ­μως ὁ ἀ­έ­ρας ἔ­πνε­ε ἀ­πὸ τὸ οἰ­κό­πε­δο με­τα­φέ­ρον­τας ἀ­πὸ ‘κεῖ μιὰν ἀ­νά­λα­φρη μυ­ρω­διά, σὰν φω­νὴ ποὺ προ­σκα­λοῦ­σε, τὴ φω­νὴ μιᾶς ἄ­ση­μης καὶ ἄ­γνω­στης ζω­ῆς. Ἡ Ντά­σα θυ­μή­θη­κε ἕ­να πα­ρα­μύ­θι, ποὺ τῆς εἶ­χε δι­η­γη­θεῖ ἐ­δῶ καὶ και­ρὸ ἡ μη­τέ­ρα της. Τῆς εἶ­χε μι­λή­σει γιὰ ἕ­να τρι­αν­τά­φυλ­λο, ποὺ συ­νε­χῶς θλι­βό­ταν γιὰ τὴ μη­τέ­ρα του, ὅ­μως δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κλά­ψει καὶ μό­νο μὲ τὴν εὐ­ω­διὰ περ­νοῦ­σε ἡ θλί­ψη του. «Ἴ­σως ἐ­κεῖ­νο τὸ λου­λού­δι νὰ ἐ­πι­θυ­μεῖ στὸ πα­ρα­μύ­θι τὴ μη­τέ­ρα του, ὅ­πως ἐ­γώ», σκέ­φτη­κε ἡ Ντά­σα. 
Πῆ­γε στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο καὶ ἀν­τί­κρι­σε, κον­τὰ σὲ μιὰ πέ­τρα, ἐ­κεῖ­νο τὸ λου­λου­δά­κι. Ἡ Ντά­σα πο­τὲ ὣς τώ­ρα δὲν εἶ­χε δεῖ πα­ρό­μοι­ο λου­λού­δι – οὔ­τε σὲ χω­ρά­φι, οὔ­τε στὸ δά­σος, οὔ­τε στὶς εἰ­κό­νες τῶν βι­βλί­ων, οὔ­τε στὸν Βο­τα­νι­κὸ Κῆ­πο, που­θε­νά. Κά­θι­σε στὸ χῶ­μα, δί­πλα στὸ λου­λού­δι, καὶ τὸ ρώ­τη­σε:
 — Για­τί εἶ­σαι ἔ­τσι;
 — Δὲν ξέ­ρω, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι. 
— Καὶ για­τί δὲν μοιά­ζεις μὲ τ’ ἄλ­λα λου­λού­δια; 

Τὸ λου­λού­δι καὶ πά­λι δὲν ἤ­ξε­ρε τί νὰ πεῖ. Ὅ­μως ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ἄ­κου­γε ἀ­πὸ τό­σο κον­τὰ τὴ φω­νὴ ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που, ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ κά­ποι­ος τὸ κοι­τοῦ­σε, καὶ γι’ αὐ­τὸ δὲν ἤ­θε­λε νὰ προ­σβά­λει τὴν Ντά­σα μὲ τὴ σι­ω­πή του. 
— Δι­ό­τι περ­νά­ω δύ­σκο­λα, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι. 
— Καὶ πῶς σὲ λέ­νε; ρώ­τη­σε ἡ Ντά­σα. 
— Κα­νεὶς δὲν μὲ φω­νά­ζει μὲ κά­ποι­ο ὄ­νο­μα, εἶ­πε τὸ λου­λου­δά­κι, ζῶ μο­νά­χο μου. 

Ἡ Ντά­σα κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρά το ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο. 
— Ἐ­δῶ ἔ­χει πέ­τρες, ἐ­δῶ ἔ­χει πη­λό! εἶ­πε. – Πῶς καὶ ζεῖς μο­να­χό σου, πῶς φύ­τρω­σες μέ­σα ἀ­πὸ τὸν πη­λὸ καὶ δὲν πέ­θα­νες, ἔ­τσι μι­κρὸ ποὺ εἶ­σαι; 
— Δὲν ξέ­ρω, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι. 

Ἡ Ντά­σα ἔ­σκυ­ψε στὸ λου­λού­δι καὶ τὸ φί­λη­σε στὸ φεγ­γε­ρό του κε­φα­λά­κι. Τὴν ἑ­πο­μέ­νη, ὅ­λοι οἱ πι­ο­νιέ­ροι ἦρ­θαν νὰ ἐ­πι­σκε­φθοῦν τὸ λου­λου­δά­κι. Τοὺς εἶ­χε φέ­ρει ἡ Ντά­σα. Πο­λὺ πρὶν φτά­σουν στὸ οἰ­κό­πε­δο, τοὺς πρό­στα­ξε νὰ πά­ρουν μιὰν εἰ­σπνο­ὴ καὶ τοὺς εἶ­πε:
 —Ἀ­κοῦ­τε πό­σο ὄ­μορ­φα μυ­ρί­ζει;* Ἔ­τσι ἀ­να­σαί­νει αὐ­τό. 
Οἱ πι­ο­νι­έ­ροι στέ­κον­ταν γιὰ πο­λὺ ὥ­ρα γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ λου­λου­δά­κι καὶ τὸ κα­μά­ρω­ναν, σὰν νά ’­ταν ἥ­ρω­ας. Ἔ­πει­τα, ἔ­φε­ραν ἕ­να γύ­ρο ὅ­λο το ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, τὸ μέ­τρη­σαν μὲ τὰ βή­μα­τά τους καὶ ὑ­πο­λό­γι­σαν πό­σα κα­ρό­τσια κο­πριὰ καὶ τέ­φρα ἔ­πρε­πε νὰ φέ­ρουν γιὰ νὰ λι­πά­νουν τὸν ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νο πη­λό. Ἤ­θε­λαν νὰ γί­νει τὸ χῶ­μα στὸ οἰ­κό­πε­δο γό­νι­μο. Τό­τε καὶ τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι, μὲ τὸ ἄ­γνω­στο ὄ­νο­μα, θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­να­παυ­θεῖ, καὶ ἀ­πὸ τοὺς σπό­ρους του θὰ με­γά­λω­ναν, δί­χως νὰ χα­θοῦν, πα­νέ­μορ­φα παι­διά, τὰ πιὸ κα­λὰ λου­λού­δια, ποὺ θὰ ἔ­λαμ­παν ἀ­πὸ φῶς καὶ ποὺ ὅ­μοι­ά τους δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χαν που­θε­νά. 
Ἐ­πὶ τέσ­σε­ρις ἡ­μέ­ρες δού­λευ­αν οἱ πι­ο­νι­έ­ροι, λι­παί­νον­τας τὸ χῶ­μα στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο. Ἔ­πει­τα, μό­λις τε­λεί­ω­σαν, ξε­κί­νη­σαν τὸ τα­ξί­δι τους γιὰ ἄλ­λους ἀ­γρούς, γιὰ ἄλ­λα δά­ση, καὶ πλέ­ον στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο δεν ξαναφάνηκαν Μό­νο ἡ Ντά­σα ἦρ­θε μιὰ φο­ρά, γιὰ ν’ ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σει τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι. Τὸ κα­λο­καί­ρι ἔ­φτα­νε ἤ­δη πρὸς τὸ τέ­λος του καὶ οἱ πι­ο­νι­έ­ροι ἔ­πρε­πε ν’ ἀ­να­χω­ρή­σουν γιὰ τὰ σπί­τια τους. Ὅ­πως καὶ ἔ­γι­νε 



Τὸ ἑ­πό­με­νο κα­λο­καί­ρι ἡ Ντά­σα ἦρ­θε πά­λι στὴν ἴ­δια κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νι­έ­ρων. Κα­θ’ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τοῦ μα­κροῦ χει­μώ­να, θυ­μό­ταν τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι μὲ τὸ ἄ­γνω­στο ὄ­νο­μα. Καὶ πῆ­γε ἀ­μέ­σως στὸ οἰ­κό­πε­δο νὰ τὸ ἐ­πι­σκε­φθεῖ. Ἡ Ντά­σα εἶ­δε ὅ­τι τὸ οἰ­κό­πε­δο εἶ­χε τώ­ρα ἀλ­λά­ξει: τώ­ρα ἦ­ταν κα­λυμ­μέ­νο μὲ χορ­τά­ρι καὶ λου­λού­δια, κι ἀ­πὸ πά­νω του πε­τοῦ­σαν που­λιὰ καὶ πε­τα­λοῦ­δες. Ἀ­πὸ τὰ λου­λού­δια ἀ­να­δι­δό­ταν μιὰ εὐ­ω­διά, ὅ­μοι­α μ’ ἐ­κεί­νη τοῦ μι­κροῦ λου­λου­διοῦ-βι­ο­πα­λαι­στῆ. Ὡ­στό­σο, τὸ περ­σι­νὸ λου­λού­δι, αὐ­τὸ ποὺ ζοῦ­σε ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λό, δὲν ὑ­πῆρ­χε πιά. Πέ­θα­νε μᾶλ­λον τὸ πε­ρα­σμέ­νο φθι­νό­πω­ρο. Τὰ και­νούρ­για λου­λού­δια ἦ­ταν ἐ­πί­σης ὄ­μορ­φα, λι­γό­τε­ρο ὄ­μορ­φα ὅ­μως ἀ­π’ ὅ,τι ἐ­κεῖ­νο, τὸ πρῶ­το λου­λού­δι. 
Ἡ Ντά­σα ἔ­πε­σε σὲ θλί­ψη, ἐ­πει­δὴ δὲν ὑ­πῆρ­χε πλέ­ον τὸ ἀλ­λο­τι­νὸ λου­λού­δι. 

Ἐ­νῶ εἶ­χε πά­ρει τὸν δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, ξαφ­νι­κὰ στα­μά­τη­σε. 
Ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ὸ πέ­τρες, φύ­τρω­νε στρι­μωγ­μέ­νο ἕ­να νέ­ο λου­λού­δι – ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­λιό, μό­νο ἐ­λα­φρῶς κα­λύ­τε­ρο καὶ ἀ­κό­μα πιὸ ὄ­μορ­φο. Τὸ λου­λού­δι τοῦ­το με­γά­λω­νε ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες, ποὺ τοῦ δυ­σκό­λευ­αν τὴ ζω­ή. Ἦ­ταν ζω­η­ρὸ καὶ καρ­τε­ρι­κό, ὅ­πως ὁ πα­τέ­ρας του, καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο δυ­να­τὸ ἀ­π’ τὸν πα­τέ­ρα του, ἐ­πει­δὴ ζοῦ­σε στὶς πέ­τρες. 
Στὴν Ντά­σα φά­νη­κε ὅ­τι τὸ λου­λού­δι τεν­τω­νό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος της, ὅ­τι τὴν κα­λοῦ­σε κον­τά του μὲ τὴ σι­ω­πη­λὴ φω­νὴ τῆς εὐ­ω­διᾶς του. 

Αντρέι Πλατόνοφ, 1950 


* Ση­μεί­ω­ση τοῦ με­τα­φρα­στῆ: Ἐ­δῶ ὁ Πλα­τό­νωφ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴν ἔκ­φρα­ση ποὺ ἀ­παν­τᾶ στὴν Κρή­τη καὶ σὲ ὁ­ρι­σμέ­να ἄλ­λα μέ­ρη τῆς Ἑλ­λά­δας, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α τὴ μυ­ρω­διὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ τὴν ἀ­κού­σει.


Πη­γή: bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com 
και Πηγή της Πηγής 
Некоммерческая электронная библиотека «I­m­W­e­r­d­en». 





Ἀν­τρέ­ι Πλα­τό­νωφ (Андрей Платонов) (Βο­ρό­νι­εζ, 28 Αὐ­γού­στου 1899 – Μό­σχα, 5 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1951). 

Ρῶ­σος καὶ Σο­βι­ε­τι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πλέ­ον πρω­τό­τυ­πους σὲ ὕ­φος καὶ γλώσ­σα λο­γο­τέ­χνες κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ πρώ­του μι­σοῦ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Τὸ πραγ­μα­τι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Ἀν­τρέ­ι Πλα­τό­νο­βιτς Κλι­μιέν­τωφ. Ἀ­πὸ τὰ πιὸ γνω­στά του ἔρ­γα εἶ­ναι τὸ «Τσε­βεν­γκούρ» καὶ ὁ «Λάκ­κος». Τὸ λο­γο­τε­χνι­κό του ἰ­δί­ω­μα, ἕ­νας συν­δυα­σμὸς χρι­στι­α­νι­κοῦ συμ­βο­λι­σμοῦ, γλώσ­σας τῶν χω­ρι­κῶν, φι­λο­σο­φι­κοῦ λό­γου καὶ πο­λι­τι­κῆς ὁ­ρο­λο­γί­ας, δη­μι­ουρ­γεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ ἀ­κα­τα­νό­η­του καί, συ­νο­δευ­ό­με­νο ἀ­πὸ τὴ χρή­ση φαν­τα­στι­κῶν στοι­χεί­ων στὴ συγ­γρα­φι­κὴ πλο­κή, μοιά­ζει σχε­δὸν ἀ­με­τά­φρα­στο σὲ ἄλ­λη γλώσ­σα. Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, οἱ με­τα­φρα­στὲς τοῦ Πλα­τό­νωφ ἀ­πο­λο­γοῦν­ται συ­νή­θως καὶ ζη­τοῦν συγ­γνώ­μη στὶς εἰ­σα­γω­γὲς τῶν με­τα­φρά­σε­ών τους, ἕ­νε­κα τοῦ πα­ρά­ξε­νου τρό­που ποὺ μοιά­ζει νὰ ἀ­πο­δί­δε­ται τὸ ρω­σι­κὸ πρω­τό­τυ­πο στὴ γλώσ­σα-στό­χο.
Τὴ γλώσ­σα τοῦ Πλα­τό­νωφ, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, θε­ω­ρεῖ­ται μο­να­δι­κὴ στὴ ρω­σι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­χουν γρα­φτεῖ ἀ­κό­μα καὶ μα­θη­μα­τι­κὲς πραγ­μα­τεῖ­ες, τὴν παί­νε­σαν, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, ὁ Μπρόν­τσκι καὶ ὁ Σολ­ζε­νί­τσιν. 
Σύμ­φω­να μὲ μαρ­τυ­ρί­ες τῆς γυ­ναί­κας τοῦ Πλα­τό­νωφ, τὸ «Ἄ­γνω­στο λου­λού­δι» γρά­φτη­κε τὸ 1950, ἕ­ναν χρό­νο πρὶν ἀ­πὸ τὸν θά­να­τό του ἀ­πὸ φυ­μα­τί­ω­ση, ὅ­ταν ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἦ­ταν ἤ­δη ἄρ­ρω­στος. Γί­νε­ται εὔ­κο­λα κα­τα­νο­η­τό, ἂν λη­φθοῦν μά­λι­στα ὑ­πό­ψη οἱ πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κὲς συν­θῆ­κες καὶ ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς πε­ρί­γυ­ρος μέ­σα στὸν ὁ­ποῖ­ο δη­μι­ούρ­γη­σε γε­νι­κό­τε­ρα ὁ Πλα­τό­νωφ, ὅ­τι τὸ «Ἄ­γνω­στο λου­λού­δι» ξε­περ­νᾶ τὰ ὅ­ρια τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ. 
Ὁ Πλα­τό­νωφ, ὅ­πως πολ­λοὶ ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς τῆς ἐ­πο­χῆς του, ἔ­ζη­σε μιὰ τρα­γι­κὴ ζω­ή, μπαί­νον­τας στὸ στό­χα­στρο τῶν Μυ­στι­κῶν Ὑ­πη­ρε­σι­ῶν τοῦ Στά­λιν (σύλ­λη­ψη καὶ ἐ­ξο­ρί­α τοῦ γιοῦ του, ἄρ­νη­ση δη­μο­σί­ευ­σης τῶν ἔρ­γων του, χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς τοῦ ἰ­δί­ου ὡς ἀν­τε­πα­να­στά­τη κ.λπ.­). Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, ὁ ἱ­στο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κὸς πε­ρί­γυ­ρος δύ­να­ται, ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως, νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει τὸ προ­σφο­ρό­τε­ρο πε­δί­ο ἀ­νά­λυ­σης σὲ σχέ­ση μὲ τὸ ἔρ­γο του. Θὰ ἦ­ταν ὡ­στό­σο λά­θος ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀ­νά­λυ­ση νὰ πε­ρι­ο­ρι­στεῖ ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μέ­σα σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο πλαί­σιο.
 Ὁ σχο­λια­σμὸς τοῦ Μπρόν­τσκι ἐ­πὶ τοῦ θέ­μα­τος εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός: 
«Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με σο­βα­ρὰ γιὰ τὸν Πλα­τό­νωφ στὰ πλαί­σια τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ πε­ρί­γυ­ρου, εἶ­ναι ὅ­τι ἔ­γρα­ψε στὴ γλώσ­σα τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης οὐ­το­πί­ας (οἰ­κο­δό­μη­ση τοῦ σο­σι­α­λι­σμοῦ στὴ Ρω­σί­α), στὴ γλώσ­σα τῆς ἐ­πο­χῆς του· κα­μιὰ ἄλ­λη μορ­φὴ τοῦ Εἶ­ναι δὲν κα­θο­ρί­ζει τὴ συ­νεί­δη­ση μὲ τὸν τρό­πο ποὺ τὸ κά­νει ἡ γλώσ­σα. Ἀλ­λά, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν πλει­ο­νό­τη­τα τῶν συγ­χρό­νων του, τοῦ Μπάμ­πελ, τοῦ Πιλ­νιάκ, τοῦ Ὀ­λέ­σια, τοῦ Ζα­μιά­τιν, τοῦ Μπουλ­γκά­κωφ, τοῦ Ζό­σεν­κο, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν, ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο, μὲ τὴν στυλιστικὴ γαστρονομία, δηλαδὴ ἔπαιζαν μὲ τὴ γλώσσα ὁ καθένας τὸ δικό του παιχνίδι (πράγμα ποὺ ἐντέλει εἶναι ἡ φόρμα τοῦ σκιτσογραφήματος), ὁ Πλατόνωφ ὑποτάχθηκε στὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς του, διακρίνοντας σ’ αὐτὴν ἐκείνη τὴν ἄβυσσο τὴν ὁποία, ἀφοῦ κοίταξε μία καὶ μοναδικὴ φορά, δὲν μπόρεσε ποτὲ στὴ συνέχεια νὰ ξαναγυρίσει στὴ λογοτεχνικὴ ἐπιφάνεια καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν πονηρὴ πλοκή, τὶς ἐξεζητημένες τυπογραφικὲς φόρμες καὶ τὶς στυλιστικὲς περιπλοκές.» 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρω­σι­κά: Γι­ῶρ­γος Χα­βου­τσᾶς (Πει­ραι­ᾶς, 1965). 

Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ με­τά­φρα­ση. 
Δη­μο­σί­ευ­σε τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Ἡ φοι­νι­κιά (Γα­βρι­η­λί­δης, 2005). 
Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ πε­ζο­γρά­φη­μα Τα­ξί­δι στὴν Ἀρ­με­νί­α, τοῦ Ὄ­σιπ Μαν­τελ­στάμ (Ἴν­δι­κτος, 2007). 

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

''Η ομορφιά που γεννιόταν και πέθαινε απαρατήρητη και ...


'' ... και που παρ΄ όλα αυτά, ποτέ δεν το ΄βαλε κάτω " 


ένα 'παραμύθι΄ του Αργύρη Χιόνη .. 



Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα μικρό μαύρο σποράκι παπαρούνας, που ζούσε στριμωγμένο, μαζί με τ’ άλλα αδέρφια του, μες στην κοιλιά της μάνας του.
Μια μέρα του καλοκαιριού, η μάνα τους, αφού έχασε και το τελευταίο κόκκινο πέταλο της, πέθανε ήσυχα, όπως ήσυχα είχε ζήσει όλη τη ζωή της. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η κοιλιά της, ξεραμένη απ’ τον ήλιο, έσκασε, κι από μέσα της τινάχτηκαν τα ελάχιστα μαύρα σποράκια κι έπεσαν στο χώμα. Το χώμα, όπως ξέρετε, το καλοκαίρι είναι στεγνό και σκληρό και τα σποράκια δεν μπορούσαν να χωθούνε μέσα του και να μείνουν εκεί, όλα μαζί, στο μέρος που γεννήθηκαν. Έτσι, ο πρώτος άνεμος που πέρασε από ‘κει τα πήρε και τα σκόρπισε, άλλα μέσα σε σταροχώραφα, άλλα μέσα σε κήπους, άλλα σε ξέφωτα δασών κι άλλα επάνω στις πλαγιές των λόφων. Ένα απ’ αυτά, το σποράκι αυτής της ιστορίας, ήταν πιο μικροκαμωμένο από τ’ άλλα, πιο ελαφρύ, κι έτσι ο αέρας το κουβάλησε μακριά, πολύ μακριά από την εξοχή, στη μεγάλη γκρίζα πολιτεία. Σαν έφτασε όμως εκεί δεν ήξερε που να το αποθέσει, γιατί στη γκρίζα πολιτεία το χώμα είχε πια χαθεί. Παντού δεν έβλεπες άλλο από τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο. Μάταια έψαχνε ο άνεμος να βρει λιγάκι χώμα ν’ αποθέσει το μικρό σποράκι, έτσι που να μπορέσει το άμοιρο κι αυτό να ρίξει ρίζες κάποτε και να βλαστήσει. Κι επειδή είχε φτάσει η ώρα του, του ανέμου, να πεθάνει και δεν προλάβαινε ή να το πάει το σποράκι πιο μακριά ή να το φέρει, εκεί απ’ όπου το ‘χε πάρει, έψαχνε απελπισμένα να βρει μια γλάστρα σε μπαλκόνι ή σε παράθυρο. Τίποτε όμως. Γλάστρες δεν είχε στην πολιτεία, παρά μόνο, όπως είπαμε, τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο, τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο. Τότε, ο άνεμος, που δεν άντεχε άλλο, ξεψύχησε κι άφησε το σποράκι να πέσει στο πεζοδρόμιο μιας μεγάλης λεωφόρου.
Το πεζοδρόμιο ήταν πλακόστρωτο, και το σποράκι βρέθηκε στην ένωση από δύο μεγάλες πλάκες, που, για καλή του τύχη δεν ήταν καλά κολλημένες μεταξύ τους, κι έτσι μπόρεσε να χωθεί μες στη χαραματιά που ‘χασκε ανάμεσα τους και να κρυφτεί. Εκεί μέσα ένιωθε ξαφνικά μιαν ασφάλεια περίεργη και μια ζέστα, σαν κάτι να το αγκάλιαζε, να το νανούριζε γλυκά. Κι όσο κι αν σας φανεί παράξενο, αυτό το κάτι ήταν χώμα. Θαμμένο εκεί, κάτω από τις κρύες γκρίζες πλάκες, ήταν ακόμη ζωντανό, ζεστό, και τώρα χαιρότανε και γιόρταζε που ‘χε ξανά στην αγκαλιά του ένα σποράκι, κι ας ήταν και μικρό.





Το καλοκαίρι τέλειωσε, τέλειωσε το φθινόπωρο, τέλειωσε κι ο χειμώνας κι ήρθε η άνοιξη, και το σποράκι, που κοιμότανε βαθιά μήνες και μήνες τώρα, ξύπνησε ξαφνικά από μια φαγούρα κι ένα φούσκωμα κι ανακάλυψε μ’ έκπληξη και κάποιον τρόμο πως το κορμάκι του ήταν τώρα μεγαλύτερο απ’ ό,τι όταν το πήρε ο ύπνος.
Τις μέρες που ακολούθησαν, το φούσκωμα συνέχισε κι ο τρόμος του μεγάλωσε, γιατί το δέρμα του άρχισε να σκίζεται, κι εκεί που πριν είχε μονάχα μια ολοστρόγγυλη κοιλίτσα άρχισε τώρα να βγάζει κάτι κλωστούλες σαν ποδαράκια, που χώνονταν μέσα στο χώμα, κι έναν κιτρινοπράσινο, μυτερό πραγματάκι στο κεφαλάκι, που ορθωνόταν προς τα πάνω κι αγωνιζόταν να βγει από τη χαραμάδα στο φως.
Ο τρόμος του όμως δεν κράτησε πολύ, γιατί θυμήθηκε κάτι ιστορίες που είχε ακούσει, όταν ήταν ακόμη στην κοιλιά της μάνας του, πως δηλαδή ειν’ έτσι τα σποράκια που γίνονται παπαρούνες. Αφέθηκε λοιπόν να μεγαλώσει, θρεμμένο απ’ το φιλόξενο χώμα, ώσπου ένα πρωί, θαρρώ πώς ήταν Μάης, μια παπαρούνα κατακόκκινη άνοιξε τα πέταλα της εκεί, στις πλάκες του πεζοδρομίου της μεγάλης λεωφόρου.

Antoine Josse




Φανταστείτε, αλήθεια, ένα τέτοιο λουλούδι, τόσο κόκκινο, τόσο γεμάτο αίμα, τόσο γεμάτο φως, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου της γκρίζας πολιτείας, που ‘ναι φτιαγμένη από τσιμέντο, άσφαλτο και σίδερο. Φανταστείτε μια παπαρούνα στο πεζοδρόμιο της οδού Σταδίου. Κάτι τέτοιο. Σίγουρα, θα σκεφτόσαστε 

πως εκείνο τ’ ανοιξιάτικο πρωτινό έγινε κάτι σας επανάσταση στην πόλη, πως η συγκοινωνία σταμάτησε, πως τα γκρίζα κτίρια άδειασαν κι οι άνθρωποι έτρεξαν κατά χιλιάδες να μαζευτούνε γύρω απ’ την παπαρούνα, με το στόμα ανοιχτό μια πήχη, με τα μάτια βουρκωμένα απ’ τη χαρά για το θαύμα, πως οι πίσω που δεν βλέπανε, φώναζαν στους μπρος «στην άκρη, να δούμε, κι εμείς», πως χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία για την αποκατάσταση της τάξης, που τελικά δεν αποκαταστάθηκε, γιατί ακόμα και οι κρανοφόροι, όταν πλησίασαν, ανοίξανε κι αυτοί μια πήχη στόμα, και τα κλομπς τους πέσαν απ’ τα χέρια και βγάλανε τα κράνη τους, γιατί δεν χώραγαν πια τα κεφάλια τους, πως οι γυναίκες, μη βλέποντας τους άντρες να γυρίζουνε το μεσημέρι σπίτι, αφήσαν το φαί να ψήνεται και πεταχτήκανε να δούνε τι συμβαίνει και μείνανε κι αυτές εκεί, ξεχνώντας τα φαγιά να καίγονται επάνω στη φωτιά…
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε. 

Οι άνθρωποι της πολιτείας ήταν κι αυτοί από τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο και στο μέρος της καρδιάς είχανε μια πλαστική σακούλα. Περνούσανε, λοιπόν, πλάι απ’ την παπαρούνα, σαν να μην είχε τίποτα συμβεί, γιατί, όσο κι αν φαίνεται τρελό, οι άνθρωποι της πολιτείας κοιτούσαν μα δεν βλέπανε.

Παράξενο πράγμα όμως, ενώ όλοι τους βαδίζαν στα τυφλά, κανένας δεν την πάτησε, λες κι είχε σηκωθεί επάνω της αόρατο περίφραγμα, για να την προστατέψει απ’ όλες αυτές τις στρατιές πελμάτων που την απειλούσαν με ισοπέδωση κι έτσι να συνεχίσει να υπάρχει η ομορφιά στη μέση της ασκήμιας, κι ας ήταν αόρατη, μια που κανένας δεν την έβλεπε, κι ας μην ήτανε παρηγοριά για κανέναν, μια που κανένας δεν την αποζητούσε.
Έτσι προφυλαγμένη, έζησε τις μέρες της ζωής της και, όταν ήρθε η ώρα της, πέσανε κι αυτηνής τα πεταλά της, κι αργότερα από την ξερή κοιλιά της πήδησαν πάνω στο πεζοδρόμιο τα μαύρα ελάχιστα παιδιά της, κι ένας αέρας, ανακατεμένος με εξατμίσεις αυτοκινήτων, ήρθε και τα σάρωσε από ‘κει και τα ‘σπειρε πάνω στην άσφαλτο, και με την πρώτη βροχή τελειώσαν όλα μες στους υπονόμους. Όλα, εκτός από ένα, το πιο μικρό, το πιο ελαφρύ, που ο αέρας το ‘φερε και τ’ άφησε στη στέγη ενός σπιτιού, που ‘χαν ξεχάσει να το γκρεμίσουν κι είχε ακόμα κεραμίδια. Εκεί, στα κεραμίδια ανάμεσα, σε μια γωνιά που ‘χε μαζέψει σκόνη μπόλικη και μούσκλα απ’ τη βροχή, κούρνιασε το σποράκι και, την άλλη άνοιξη, φύτρωσε κι έδωσε μια παπαρούνα κατακόκκινη, που έζησε κι αυτή και πέθανε ωραία κι αγνοημένη.


Η ιστορία θα ‘πρεπε να τελειώνει εδώ, γιατί που αλλού θα μπορούσε να πάει το επόμενο σποράκι;

 Ε, λοιπόν, δεν είναι έτσι, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ (κι ίσως να μην τελειώνει και ποτέ) γιατί, την άλλη άνοιξη, μια παπαρούνα άνθισε επάνω σ’ ένα συννεφάκι…


Επιμύθιο Ι: Αν δεν σηκώνετε, πότε πότε, το βλέμμα σας στον ουρανό, υπάρχει κίνδυνος να χάσετε θαύματα που συμβαίνουν εκεί πάνω.
Επιμύθιο ΙΙ: Αν περπατάτε κοιτώντας συνέχεια  ψηλά, υπάρχει κίνδυνος να πατήσετε κάποια παπαρούνα που θάλλει στο πεζοδρόμιό σας.



Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012





Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή αράχνη, που για πρώτη φορά θα έφευγε μακριά απ” τη μαμά της.
Η μικρή αράχνη στάθηκε βουρκωμένη μπροστά στη μητέρα της.
Έπρεπε να φύγει και να ζήσει μόνη της πια. Είχε μάθει να υφαίνει τον ιστό της.
Η μητέρα την είχε προετοιμάσει.
-Έτσι είναι η μοίρα μας. Να ζούμε μόνες. Θα σ΄αγαπώ και θα μου λείπεις.
Καλή τύχη κόρη μου!
Η Πηνελόπη δε μίλησε. Γύρισε την πλάτη και χάθηκε στο δάσος.

Περιπλανήθηκε όλο το πρωί και τέλος, κουρασμένη, ανέβηκε τον κορμό μιας απιδιάς, πήγε στ” ανατολικά κλαδιά της, διάλεξε ένα φύλλο και πλησίασε.
-Καλησπέρα, όμορφο φύλλο. Μήπως μπορώ να φτιάξω εδώ το αργαστηράκι μου και να ζούμε μαζί;
-Καλησπέρα, καλησπέρα, με μεγάλη μου χαρά! Όμως πρέπει να σου πω πως τον Οκτώβρη θα πέσω στο χώμα και τότε;
-Μέχρι τότε βλέπουμε, είπε η Πηνελόπη με τρυφερότητα.


Τις επόμενες μέρες ύφαινε τον περίτεχνο ιστό της με τις μεταξένιες κλωστές.
Η ζωή τους κυλούσε όμορφα.
Η άνοιξη και το καλοκαιράκι διάβηκαν χαρούμενα.
Τον Οκτώβρη όμως τα φύλλα άρχισαν να πέφτουν.
-Ήρθε η ώρα μου Πηνελόπη, είπε λυπημένα το φύλλο.
Βλέπεις; Κιτρινίζει η άκρη μου, πρέπει να φύγεις.
-Όχι, είπε, δε θα σ” αφήσω να πέσεις.
Και με το νήμα της άρχισε να δένει σφιχτά το κοτσανάκι του φύλλου στο κλαδί.
Όλη τη μέρα έκανε αυτή τη δουλειά.
-Ααα, τώρα νιώθω καλύτερα, είπε το φύλλο, έλα όμως να ξεκουραστείς και αύριο συνεχίζεις.
Η Πηνελόπη έδεσε με δυο κόμπους το νήμα, τραβήχτηκε στη χούφτα του φύλλου και αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένα.
Το χάραμα όμως, πέρασε ένας αέρας και τα πήρε και τα δύο.




Και το φύλλο έπεσε, αλλά δεν ήταν μόνο.
Και η Πηνελόπη έπεσε, αλλά δεν ήταν μόνη. 

Γιατί ο αέρας τους πήρε μαζί.
Μαζί. 

Και τώρα δε φοβόντουσαν. 
Ούτε λυπόντουσαν, γιατί ήταν μαζί.


Κάποια πράγματα δε μπορείς να τα αποφύγεις, μπορείς όμως να τα δεις διαφορετικά…
και τότε δε θα ναι ποτέ ξανά τα ίδια!

Λουδοβίκος των Ανωγείων

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Μια φορά κι έναν καιρό ..





Μια φορά κι έναν καιρό...



                                  





Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν ....


στη μέση ενός χωματόδρομου, τότε πού υπήρχανε ακόμα χωματόδρομοι, ζούσε μια πέτρα.
Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε ήξερε πότε γεννήθηκε.
Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια, που ξεχνούν την ηλικία τους. Πολλές απ' αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά.
Μια πέτρα όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία, μπορεί να είναι ασήμαντη.
Ή, για να το πω καλύτερα,
όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες, εκτός από εκείνες που γινήκανε αγάλματα ή ναοί
ή άπο εκείνες που τις λεν λίθους, πολύτιμους
και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο.

H δική μας πέτρα
ήταν εντελώς ασήμαντη-
δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς.
Μικρή κι ασουλούπωτη, δεν ήταν ούτε στρογγυλή ούτε τετράγωνη ούτε μακρόστενη.
Το χρώμα της, ξέθωρο γκρίζο, την έκανε ακόμα πιο ασήμαντη, γιατί κι ο δρόμος είχε το ίδιο χρώμα και με δυσκολία την ξεχώριζες.

Η ασημαντότητα της αυτή είχε βέβαια και τα καλά της.
Ένα απ' αυτά το 'παμε κιόλας: κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την κλοτσήσει.
Εν' άλλο ήταν ότι κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε με τη βαριά του να την κομματιάσει ή να τη μεταφέρει έξω απ' το δρόμο, γιατί, έτσι μικρή που ήτανε, τόπο δεν έπιανε κι ο δρόμος έμενε ελεύθερος.

Ζούσε, λοιπόν, ειρηνικά την πέτρινη ζωή της,
που ήταν βέβαια λίγο μονότονη, αλλά αυτό κα θόλου δεν την ενοχλούσε, γιατί, αφού δεν ήξερε τί δεν είναι μονοτονία, δεν ήξερε ούτε τί είναι.

Μια μέρα όμως έμαθε.


Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα,
εν' αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη,
τη μάζεψε απ' το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα, ψηλά και μακριά.

Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του.....
πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν' αλλάξει τη ζωή της πέτρας.

Δίχως να το ξέρει.. 

της έδειξε πως δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πώς μπορούσε και να πετάξει, 

κι ακόμη πώς ο δρόμος 
δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του, και μάλιστα όχι το πιο ωραίο, 

γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμα της, βρέθηκε μέσα σ' έναν κήπο.



Ο κήπος αυτός, τώρα, αν και δεν ήτανε καθόλου μαγεμένος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κήπους των παραμυθιών, ήταν χαρά των ματιών να τον βλέπεις. Και τί δεν ήταν φυτεμένο εκεί!

Κρεμμύδια και ντομάτες και φασολάκια πράσινα κι αγγούρια, αλλά και λουλούδια, πολλά λουλούδια και διάφορα, γαρίφαλα και τριαντάφυλλα (τριαντάφυλλα και εκατόφυλλα) και κρίνα και βιολέτες και ντάλιες και γεράνια, πολλά γεράνια. Άσε πια τα μυριστικά, βασιλικούς και δυόσμους κι αρμπαρόριζες και δεντρολιβανιές και μαντζουράνες. Μ' άλλα λόγια, ό κήπος ήταν κήπος κι όχι ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπως εκείνοι οι κήποι με το κουρεμένο σύρριζα γρασίδι.

Φανταστείτε τώρα το ξάφνιασμα της πετρούλας,
πρώτα απ' το ταξίδι της στον αέρα κι ύστερα απ' τον καινούργιο αυτόν κόσμο, πού τόσο ξαφνικά ανακάλυψε.
Όσο για το πέσιμο της, αυτό δεν είχε διόλου άσχημες συνέπειες,
γιατί,
όπως οι πέτρες δεν έχουν ούτε χέρια ούτε πόδια ούτε κεφάλι, δεν κινδυνεύουνε να σπάσουν τίποτε πέφτοντας στο χώμα, όταν μάλιστα αυτό είναι το αφράτο χώμα ενός κήπου.

Το μεγάλο ξάφνιασμα της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ' τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα πού απλωνόταν από κάτω της.
Απ' τη στιγμή πού βρέθηκε στο χώμα και μετά, μπορούσε να βλέπει μόνο ό,τι βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριφαλιά και δυο ρίζες βασιλικό. Σιγά σιγά όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, πού ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξη τους. Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους μέ τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, πού βγάζαν πότε πότε το κεφάλι έξω απ' τις τρύπες τους για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φώς, τα μερμήγκια, πού σκαρφάλωναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας
τεράστια ψίχουλα, κάτι περίεργα μυγιάγγιχτα ζουζούνια, πού, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια ...;

Η πετρούλα πέρασ' εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι,
και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια,
ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, πού έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδίας της, ότι είχε αρχίσει ν' αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική πού ήτανε, ν' αποκτά μια πρασινωπή,
όλο υγεία όψη.

Η χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ.


Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι...
από κείνα πού ή γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν' αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουνε στον ουρανό σαν χρυσορρόδινα συννεφάκια,
ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ' τον αγώνα ενός μερμηγκιού πού προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι,
ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα. ..
Πριν καταλάβει καλά καλά τί της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει «μπα, μια πέτρα!)), βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και, περνώντας πάνω απ' τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο,
απ' τον όποιο νόμιζε πώς είχε φύγει πια

για πάντα....


Καταλαβαίνετε τώρα την απελπισία της μετά από τόση ομορφιά πού είχε ζήσει, να ξαναβρεθεί στη μέση της ίδιας της παλιάς, μονότονης ασκήμιας ...;

Στην αρχή ήθελε να πεθάνει και προσευχόταν να περάσει από πάνω της ό τροχός κανενός οδοστρωτήρα και να την κάνει σκόνη.
Αργότερα, όταν της πέρασε ή πρώτη, μεγάλη πίκρα,
άρχισε να ονειρεύεται ότι θα ξαναπερνούσε από κει ό μικρός πρίγκιπας, ο πιτσιρίκος με τη σφεντόνα,
κι ότι θα την ξαναπέταγε μες στον παράδεισο της.

Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ό μικρός πρίγκιπας, πού στο μεταξύ έγινε ένας μεγάλος μπακάλης, ποτέ δεν ξαναπέρασε από κει. 

Η πέτρα, βέβαια,
πού δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια,
ποτέ δεν έπαψε,
κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της,
ακόμη και τώρα πού βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου ...
κι ο παράδεισος της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία. 


                                ***            ***              ***              ***                   ***


Επιμύθιο I: Καλύτερα ν' αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.  

Επιμύθιο II: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.  
Αργύρης Χιόνης..

 




Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

''Το όνειρο του μικρού ποντικούλη''



Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος που δε γνωρίζει  το Ονειρο του μικρού ποντικούλη 
όπως τόσο όμορφα το αποτύπωσε ο Ε.Τριβιζάς 


Μα , 
μ αρέσει να  ονειρεύομαι μαζί του ..
ν αποζητώ  αυτό το άγγιγμα, 
αυτήν , 
την " κάποια μέρα .. " 


Καλές γιορτές εύχομαι
σε όλους .. 
σε όλα μας τα όνειρα ..   






"Ήταν κάποτε ένας ποντικούλης που το λέγανε Τρωκτικούλη.
Ο Τρωκτικούλης ο ποντικούλης κάθε φορά που έβλεπε τα αστεράκια στον ουρανό, ήθελε να τα αγγίξει.

Παππού - έλεγε στον παππού του - σήκωσέ με σε παρακαλώ στα χέρια σου για να αγγίξω ένα αστεράκι. 
- Δεν γίνεται αυτό που ζητάς εγγονάκι μου απαντούσε ο παππούς του.
Τα αστεράκια είναι πάρα πολύ ψηλά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τα αγγίξει κανείς.

- Μα γιατί είναι τόσο ψηλά παππού;

- Είναι τόσο ψηλά για να μην τα αγγίζουνε τα ποντικάκια και λερώνεται η ασημόσκονή τους.

- Εγώ όμως παππού μια μέρα, να το δεις, θα αγγίξω ένα αστεράκι. Αλλά προτού το αγγίξω, θα πλύνω καλά- καλά τα χεράκια μου για να μην λερώσω την ασημόσκονη του.

Και τι δεν έκανε ο Τρωκτικούλης για να αγγίξει ένα αστεράκι. Έπαιρνε φόρα και πηδούσε με όλη του την δύναμη όσο πιο ψηλά μπορούσε. Σκαρφάλωνε σε σκουπόξυλα. Σκαρφάλωνε σε τηλεγραφόξυλα. Σκαρφάλωνε σε κεραίες τηλεόρασης. Σκαρφάλωνε σε καμπαναριά. Τίποτα όμως. Όσο και να προσπαθούσε δεν κατάφερνε να αγγίξει ένα αστεράκι.

- Ίσως είχε δίκιο ο παπούλης σκεφτόταν - Ίσως να μην αγγίξω ποτέ στην ζωή μου αστεράκι. Αλλά πάλι, το θέλω τόσο πολύ, που -ποιος ξέρει- ίσως κάποια μέρα να τα καταφέρω.

- Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι μήνες ώσπου ένα Χριστουγεννιάτικο βράδυ βγήκε ο Τρωκτικούλης από την ποντικότρυπα του και τι να δει; Ένα στολισμένο έλατο στην μέση του σαλονιού και στην κορφή του ελάτου ένα ασημένιο αστεράκι.

Ο Τρωκτικούλης, έτριψε τα μάτια του σαστισμένος, έκανε πέντε τούμπες από τη χαρά του, έκανε μπροστά, έκανε πίσω και έτρεξε στην ποντικοφωλιά του.

- Παππού! παππού! Έλα να δεις! ένα δέντρο φύτρωσε στη μέση του σαλονιού και στην κορυφή του έχει ένα αστεράκι.

- Είσαι σίγουρος εγγονάκι μου.

- Άμα σου λέω παππού! Θα το αγγίξω. Δεν μου ξεφεύγει! θα το αγγίξω.

Έτσι λοιπόν ο τρωκτικούλης έπλυνε τα χέρια του και για καλό και για κακό σαπούνισε τα ποδαράκια του και τα μουστάκια του και την ουρίτσα του και άρχισε να σκαρφαλώνει στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε.

Εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ξύλινο στρατιωτάκι. Φορούσε φανταχτερή στολή και στην μέση του είχε ζωσμένο ένα σπαθί.

- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το στρατιωτάκι - Για πού το'βαλες;

- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι

- Αστεράκι; Τι νόημα έχει να αγγίξεις ένα αστεράκι; - είπε το στρατιωτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ καλύτερο.

- Δηλαδή;

- Να γίνεις και συ στρατιώτης - Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί στη βάση του δέντρου; Εκεί μέσα βρίσκονται άλλα δώδεκα στρατιωτάκια. Θα κάνουμε ένα στρατό και θα κατακτήσουμε όλο το σπίτι, θα κυριεύσουμε το μπάνιο. Θα λεηλατήσουμε την κουζίνα και ποιος ξέρει; Μπορεί να βρούμε κανέναν άλλο στρατό και να τον κατατροπώσουμε. Μετά θα κατακτήσουμε και τον υπόλοιπο κόσμο. Θα είσαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι θα σε τρέμουνε.

- Δεν θέλω να είμαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι να με τρέμουνε.

- Τι θέλεις;

- Να αγγίξω ένα αστεράκι.

Έτσι ο Τρωκτικούλης συνέχισε να σκαρφαλώνει.

Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε -σκαρφάλωνε κι εκεί που σκαρφάλωνε, συνάντησε μια κουκλίτσα. Ήταν η πιο όμορφη κουκλίτσα που είχε δει ποτέ του. Είχε ολόξανθα μαλλιά και γαλάζια φουστίτσα.

- Γεια σου ποντικάκι - του είπε η κουκλίτσα - για πού τόβαλες;

- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Και τι θα καταλάβεις να αγγίξεις ένα αστεράκι; είπε η κουκλίτσα - Ενώ αν αγγίξεις εμένα, αν με αγκαλιάσεις, αν με φιλήσεις, αν με αγαπήσεις - ποιος ξέρει - μπορεί να σε αγαπήσω κι εγώ. Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το ροζ περιτύλιγμα και την βυσσινιά κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται ένα πανέμορφο κουκλόσπιτο, με λουλουδένια ταπετσαρία στη κρεβατοκάμαρα και μικρούλικα σερβίτσια στην τραπεζαρία. Θα ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι και θα σου τηγανίζω κάθε μέρα τυροπιτάκια και την Κυριακή θα πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.

- Δεν θέλω να ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι ούτε να μου τηγανίζεις κάθε μέρα τυροπιτάκια ούτε την Κυριακή να πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.

- Τι θέλεις;

- Να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Καλά. Κάνε του κεφαλιού σου να δούμε τι θα καταλάβεις, είπε η κουκλίτσα.

Έτσι το ποντικάκι συνέχισε να σκαρφαλώνει.

- Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε και εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ναυτάκι.

- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το ναυτάκι - Για πού το' βαλες;

- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Αστεράκι; Ποιος ο λόγος να αγγίξεις ένα αστεράκι; Γιατί να χάνεις τον πολύτιμο χρόνο σου με αστεράκια; -είπε το ναυτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ -πολύ - πολύ μα πάρα πολύ καλύτερο.

- Τι;

- Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το θαλασσί περιτύλιγμα και την μπλε κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται μια μπουκάλα που έχει μέσα ένα καραβάκι. Θα σπάσουμε την μπουκάλα, θα κλέψουμε το καραβάκι θα πάμε στο πιο κοντινό ρυάκι και θα σαλπάρουμε. Έχω εδώ στην τσέπη ένα χάρτη θησαυρών. Θα βγούμε στον ωκεανό και θα βρούμε τον θησαυρό. Εκατό ροζ ρουμπίνια μεγάλα σαν καρύδια και χίλια πράσινα σμαράγδια μεγάλα σαν αμύγδαλα. θα είσαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου, όλοι θα σου κάνουν υποκλίσεις και θα ζεις σε ένα τυριόροφο σπίτι.

- Δεν θέλω να είμαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου ούτε όλοι να μου κάνουν υποκλίσεις ούτε να ζω σε ένα τυριόροφο σπίτι, είπε το ποντικάκι.

- Τι θέλεις;

- Να αγγίξω ένα αστεράκι - Πως το λένε ρε παιδιά; - Θέλω να αγγίξω ένα αστεράκι. Ένα αστεράκι. Δεν θέλω ούτε να γίνω δοξασμένος στρατιώτης ποντικός, ούτε να μου τηγανίζουν τυροπιτάκια, ούτε, ούτε να μου κάνουν υποκλίσεις. Ένα αστεράκι θέλω ν' αγγίξω κι εγώ. Πως το λένε; Ένα αστεράκι.

- Καλά ντε μη φωνάζεις. Εσύ θα το μετανιώσεις... είπε το ναυτάκι

Έτσι το ποντικάκι συνέχισε ν' ανεβαίνει, να ανεβαίνει να ανεβαίνει, ώσπου έφτασε στην κορυφή του ελάτου.
Εκεί αντίκρισε το πιο όμορφο αστεράκι που είχε δει ποτέ του Φεγγοβολούσε και το έλουζε σε μια μαλαματένια λάμψη. Το ποντικάκι άπλωσε δειλά -δειλά το χεράκι του που το είχε πλύνει οχτώ φορές και τ άγγιξε. Το αστεράκι λες και ανάσανε. Έγινε ακόμα πιο ασημένιο, πιο ζεστό, πιο λαμπερό. Λες και το αγκάλιασε η φεγγοβολιά του, λες και το χάιδεψαν απαλά οι φωτεινές αχτίνες του με την πιο γλυκιά θαλπωρή που μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Το ποντικάκι αισθάνθηκε τόσο μα τόσο ευτυχισμένο. Τα μουστάκια του έτρεμαν. Τα ποδαράκια του έτρεμαν. Η ουρίτσα του έτρεμε. Έτρεμε ολόκληρο από τη χαρά του. Έτρεμε τόσο πολύ που έχασε την ισορροπία του, έπεσε από το δέντρο και βρέθηκε ανάσκελα στο παχύ χαλί.

Μόλις σηκώθηκε έτρεξε αμέσως στην ποντικότρυπα για να πει τα νέα στον παππού του.

- Παππού... παππού... Το άγγιξα.

- Ποιο άγγιξες εγγονάκι μου;

- Το αστεράκι! Το άγγιξα το αστεράκι!

- Μπράβο εγγονάκι μου - καμάρωσε ο παππούς. Είσαι το πρώτο ποντικάκι στην οικογένειά μας που αγγίζει αστεράκι. -Θα χουμε να το λέμε...

Μετά το ποντικάκι βγήκε από την ποντικότρυπα και έτρεξε γρήγορα-γρήγορα να δει πάλι το αστεράκι που είχε αγγίξει.

Αλλά στο μεταξύ είχε γίνει μια βλάβη του ηλεκτρικού και το αστεράκι είχε σβήσει.

- Φαίνεται ότι θα γύρισε πάλι ξανά στον ουρανό! σκέφτηκε το ποντικάκι.

Φόρεσε το παλτουδάκι του βγήκε στον κήπο και σήκωσε τα μάτια του ψηλά.

Χιλιάδες, μυριάδες αστέρια στραφτάλιζαν στο απέραντο στερέωμα...

Το ποντικάκι τα αγκάλιασε όλα με το βλέμμα του.

- Ποιο άραγε να είναι αυτό που άγγιξα; αναρωτήθηκε.

Τώρα όμως που είχε αγγίξει ένα αστεράκι ένοιωθε μια μεγάλη αυτοπεποίθηση.

- Υπάρχουν χιλιάδες ακόμα αστεράκια για να αγγίξω - σκέφτηκε.
- Αλλά αφού τα κατάφερα μια φορά, σίγουρα θα τα ξανακαταφέρω... Θα τ' αγγίξω όλα...

Κι εκεί ανάμεσα στα χιλιάδες αστέρια ένα μικρό αστεράκι τρεμόσβηνε λες και του'κλεινε το μάτι, λες και το έλεγε.

- Ναι μικρό μου ποντικάκι... 

Κάποια μέρα ....
θα τ'αγγίξεις όλα...