Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Αόρατες Πόλεις







"Αν υπάρχει κόλαση , 
είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, 
η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα , που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί . 
Δυο τρόποι υπάρχουν για να γλιτώσεις απ΄το μαρτύριό της . 
Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς. Δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην τη βλέπεις πια . 
Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και γνώση . 
ψάξε και μάθε ν αναγνωρίζεις ποιος και τι , στη μέση της κόλασης δεν είναι κόλαση. 
Και κάνε τα αυτά να διαρκέσουν . 
Δώσε τους χώρο"
Ο επίλογος ενός παλιού και πολυδιαβασμένου βιβλίου που μάλλον δε θα κουραστώ να διαβάζω ξανά και ξανά ..  Που μιλάει για πόλεις. Πόλεις αόρατες και πόλεις κρυμμένες. Τοπία μνήμης και τόπους επιθυμίας. Κρεμασμένες πάνω απ την άβυσσο, ή βυθισμένες σ΄ ανήλιαγα βάθη, πόλεις αστραφτερές ή  βουβές. Εγκαταλειμμένες ή παραιτημένες.
Πόλεις διττές . Των υπονόμων και των ουρανών "του ποντικού , και του χελιδονιού" .   Που όσο και ν αλλάζουν , ένα μένει ανάλλαχτο.  Το φτερούγισμα , που πάντα  θα προσπαθεί  να ξεφύγει από το τρωκτικό.


Ο Καλβίνο γράφει για πόλεις. Ή για ζωές.  Για το μακρύ ταξίδι μίας σειράς ΄κατακτήσεων΄ , για την ανάγκη και τη γοητεία της γνωριμίας μαζί τους και  για το φόβο που ελλοχεύει στην ίδια την ανάγκη. Πασχίζοντας στο ξένο, στο αλλιώτικο, να βρούμε το οικείο που αναγνωρίζουμε 
κινδυνεύουμε  να ανακαλύπτουμε κάθε φορά  το ξένο μέσα μας .
Ή και το αντίστροφο.  


Σε κάθε αύριο άλλωστε, το χθες μας ξαναβρίσκουμε ..




-----------

Aποσπάσματα του βιβλίου :


Οι πόλεις και η μνήμη. 2. (Η πόλη Ισιδώρα)


Ο άντρας που ιππεύει για μέρες πολλές σε άγρια εδάφη ποθεί να συναντήσει μια πόλη. 

Κάποτε φτάνει στην Ισιδώρα, πόλη όπου τα μέγαρα έχουν κρεμαστές ελικοειδείς κλίμακες καλυμμένες από θαλάσσιους κοχλίες, πόλη όπου κατασκευάζονται με όλους τους κανόνες της τέχνης κιάλια και βιολιά, πόλη όπου όταν ο ξένος είναι αναποφάσιστος ανάμεσα σε δυο γυναίκες συναντάει πάντα μια τρίτη, πόλη όπου οι κοκορομαχίες εκφυλίζονται σε αιματηρούς καβγάδες ανάμεσα σ’ αυτούς που βάζουν στοιχήματα. Όλα αυτά τα πράγματα σκεφτόταν κάθε φορά που ποθούσε μια πόλη. 
Η Ισιδώρα είναι επομένως η πόλη των ονείρων του: με μία μόνο διαφορά. Η ονειρεμένη πόλη τον εμπεριείχε νεαρό. στην Ισιδώρα φτάνει σε προχωρημένη ηλικία. Στην πλατεία είναι το πεζούλι των γέρων που κοιτάζουν τη νεολαία να περνά. βρίσκεται καθισμένος στη σειρά μαζί τους. 

Οι επιθυμίες έχουν ήδη γίνει μνήμες. 








Οι λεπτές πόλεις. 5. (Η πόλη Οκταβία)


Αν θέλετε να με πιστέψετε, καλώς. Τώρα θα σας πω πώς είναι φτιαγμένη η Οκταβία, η πόλη-αράχνη. Υπάρχει ένα βάραθρο ανάμεσα σε δύο απόκρημνα βουνά: η πόλη βρίσκεται στο κενό, δεμένη στις δυο άκρες με σκοινιά και αλυσίδες και πεζογέφυρες. Περπατάς σε ξύλινους δοκούς, προσεκτικά μην πατήσεις στα διάκενα ή γραπώνεσαι απ' τους κόμπους του κανναβόσκοινου. Από κάτω, δεν υπάρχει τίποτα, για εκατοντάδες κι εκατοντάδες μέτρα: μερικά σύννεφα μόνο που τρέχουν. πιο χαμηλά διακρίνεται ο πάτος του βαράθρου.


Η βάση της πόλης είναι ένα δίχτυ που χρησιμεύει ως πέρασμα και ως στήριγμα. Όλα τα υπόλοιπα, αντί να υψώνονται προς τα πάνω, κρέμονται από κάτω: σχοινένιες σκάλες, αιώρες, σπίτια φτιαγμένα σαν σακιά, κρεμαστάρια, μπαλκόνια σα μικρά καράβια, ασκοί νερού, καυστήρες υγραερίου, σούβλες, καλάθια κρεμασμένα σε σπάγκους, αναβατήρες, ντους, εφαλτήρια και κρίκοι για παιχνίδια, τελεφερίκ, λαμπτήρες, γλάστρες με αναρριχώμενα φυτά.

Κρεμασμένη πάνω από την άβυσσο, η ζωή των κατοίκων της Οκταβίας είναι λιγότερο αβέβαιη απ' ό,τι στις άλλες πόλεις. Ξέρουν ότι το δίχτυ δεν θα αντέξει περισσότερο από όσο είναι να αντέξει.





Οι πόλεις και τα σημάδια. 4. (Η πόλη Ιπαθία)

Από όλες τις αλλαγές της γλώσσας που είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει ο ταξιδιώτης στις μακρινές χώρες, καμιά δεν συγκρίνεται με αυτό που τον περιμένει στην πόλη της Ιπαθίας, γιατί δεν αφορά τις λέξεις αλλά τα πράγματα. Μπήκα στην Ιπαθία ένα πρωί, ένας κήπος με μανόλιες καθρεφτιζόταν σε γαλάζιες λιμνοθάλασσες, εγώ άρχισα να τριγυρνώ πίσω από φράχτες σίγουρος πως θα ανακάλυπτα ωραίες και νέες κοπέλες να κάνουν μπάνιο: αλλά στο βάθος του νερού τα καβούρια δάγκωναν τα μάτια των γυναικών, που είχαν αυτοκτονήσει με μια πέτρα δεμένη στο λαιμό, και τα πράσινα από τα φύκια μαλλιά τους.

Ένιωθα αδικημένος και θέλησα να ζητήσω το δίκιο μου στον Σουλτάνο. Ανέβηκα τις σκάλες από πορφυρίτη του παλατιού με τους ψηλότερους τρούλους, διέσχισα έξι αυλές πλακοστρωμένες με μαγιόλικες και στολισμένες με σιντριβάνια. Η μεσαία αίθουσα ήταν κλεισμένη με κάγκελα: οι καταδικασμένοι, με μαύρες αλυσίδες στα πόδια ανέβαζαν βράχους βασάλτη από ένα νταμάρι που βρισκόταν κάτω από τη γη.


Δεν μου έμενε παρά να ρωτήσω τους φιλόσοφους. Μπήκα στη μεγάλη βιβλιοθήκη, χάθηκα ανάμεσα στα ράφια που κατέρρεαν από τις δεμένες περγαμηνές, ακολούθησα την αλφαβητική σειρά χαμένων αλφαβήτων, πάνω και κάτω σε διαδρόμους, σκάλες και γέφυρες. Στην πιο μακρινή αίθουσα, αυτή των παπύρων, σε ένα σύννεφο καπνού, εμφανίστηκαν μπροστά μου τα ζαβλακωμένα μάτια ενός εφήβου, ξαπλωμένου σε μια ψάθα, που δεν ξεκολλούσε τα χείλη του από μια πίπα οπίου.


«Που είναι ο σοφός;» Ο καπνιστής έδειξε πίσω από το παράθυρο. Ήταν ένας κήπος με παιδικά παιχνίδια: την τσούνια, την κούνια, την σβούρα. Ο φιλόσοφος ήταν καθισμένος στη χλόη. Είπε : «τα σημάδια διαμορφώνουν μια γλώσσα, αλλά όχι εκείνη που νομίζεις ότι γνωρίζεις». Κατάλαβα πως έπρεπε να απελευθερωθώ από τις εικόνες που μέχρι εδώ μου προαναγγέλλανε τα πράγματα που έψαχνα: μονάχα τότε θα κατόρθωνα να κατανοήσω τη γλώσσα της Ιπαθίας.


Τώρα μου είναι αρκετό να ακούσω το χλιμίντρισμα των αλόγων και το πλατάγιασμα των μαστιγίων και αμέσως με πιάνει μια ερωτική λαχτάρα: στην Ιπαθία πρέπει να μπεις στους στάβλους και στις σχολές ιππασίας για να δεις ωραίες γυναίκες να ανεβαίνουν στη σέλα με γυμνούς τους μηρούς και μπότες ψηλές ως τις γάμπες τους, και μόλις πλησιάσει ένας ξένος νεαρός, τον ρίχνουν πάνω στα δεμάτια σανού ή άχυρου και τον πιέζουν με τις δυνατές τους ρόγες.


Κι όταν η ψυχή μου δεν θέλει άλλες τροφές και ερεθίσματα πέρα από μουσική, ξέρει ότι θα τη βρει στα νεκροταφεία: οι μουσικοί κρύβονται στους τάφους, από τον ένα λάκκο στον άλλο ακούγονται τρίλιες από φλάουτα, ακόρντα από άρπες.


Βεβαίως θα έρθει και στην Ιπαθία η μέρα που η μόνη μου επιθυμία θα είναι να φύγω. Ξέρω πως δεν θα αναγκαστώ να κατέβω στο λιμάνι αλλά να ανέβω στην πιο ψηλή κορυφή του βράχου και να περιμένω πότε θα περάσει κάποιο καράβι από εκεί πάνω. Θα περάσει όμως ποτέ; Δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς απάτη.




Οι πόλεις και οι νεκροί. 2. (Η πόλη Αδέλμα)


Ποτέ στα ταξίδια μου, δεν είχα φτάσει μέχρι την Αδέλμα. Ήταν δειλινό όταν ξεμπάρκαρα. Ο ναυτικός που στην προβλήτα άρπαξε στον αέρα το σκοινί και το έδεσε στη δέστρα έμοιαζε με κάποιον που είχε κάνει μαζί μου στρατιώτης και που είχε πια πεθάνει. Ήταν η ώρα που αγόραζες ψάρια στη χοντρική. Ένας γέρος φόρτωνε ένα καλάθι με αχινούς πάνω σε ένα κάρο. είχα την εντύπωση πως τον γνώριζα. όταν γύρισα το κεφάλι μου, είχε εξαφανιστεί σε ένα στενοσόκακο, αλλά κατάλαβα πως έμοιαζε με ένα ψαρά που ήταν ήδη γέρος όταν εγώ ήμουν μικρός, δεν ήταν δυνατόν να κυκλοφορεί ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς. Η θέα ενός αρρώστου από πυρετό που καθόταν ζαρωμένος καταγής με μια κουβέρτα στο κεφάλι με τάραξε: λίγες μέρες πριν πεθάνει, ο πατέρας μου είχε κίτρινα μάτια και βρόμικα γένια όπως αυτός ο άγνωστος. Έστρεψα αλλού το βλέμμα μου. δεν τολμούσα πλέον να κοιτάξω κανέναν κατάματα.


Σκέφτηκα: «Αν η Αδέλμα είναι μια πόλη που βλέπω στα όνειρά μου, στην οποία δεν συναντάει κανείς παρά νεκρούς, το όνειρο με φοβίζει. Αν η Αδέλμα είναι μια αληθινή πόλη, που κατοικείται από ζωντανούς, θα είναι αρκετό να συνεχίσω να τους παρατηρώ ώστε οι ομοιότητες να διαλυθούν και να εμφανιστούν άγνωστα πρόσωπα, που όμως κι αυτά μου δημιουργούν άγχος. Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση είναι καλύτερο να πάψω να τους κοιτάζω».

Μια μανάβισσα ζύγιζε ένα κατσαρό λάχανο στο καντάρι και το έβαζε μέσα σε ένα κρεμασμένο από σκοινί καλάθι που μια κοπέλα κατέβαζε από ένα μπαλκόνι. Η κοπέλα ήταν ίδια με μια από το χωριό μου που είχε τρελαθεί από έρωτα και είχε αυτοκτονήσει. Η μανάβισσα σήκωσε το πρόσωπό της: ήταν η γιαγιά μου.

Σκέφτηκα: «στη ζωή φτάνεις σε μια στιγμή στην οποία ανάμεσα στους ανθρώπους που έχεις γνωρίσει, οι νεκροί είναι περισσότεροι από τους ζωντανούς. Και το μυαλό αρνείται να δεχτεί άλλες φυσιογνωμίες, άλλες εκφράσεις: σε όλα τα νέα πρόσωπα που συναντά, αποτυπώνει τα παλιά εκμαγεία, για το καθένα βρίσκει τη μάσκα που του ταιριάζει καλύτερα».


Οι χαμάληδες ανέβαιναν τις σκάλες ο ένας πίσω από τον άλλο, σκυμμένοι κάτω από νταμιτζάνες και βαρέλια. τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα πίσω από τσουβαλένιες κουκούλες. «Τώρα οι κουκούλες θα τραβηχτούν και θα τους αναγνωρίσω», σκεφτόμουνα με ανυπομονησία και με φόβο. Αλλά δεν ξεκολλούσα το βλέμμα μου από πάνω τους. μόλις έστρεφα το βλέμμα μου στο πλήθος που πλημμύριζε εκείνα τα στενοσόκακα, έβλεπα να με αιφνιδιάζουν πρόσωπα αναπάντεχα, που επανεμφανίζονταν από παλιά, που με κοιτούσαν έντονα σαν να ήθελαν να τα αναγνωρίσω, να με αναγνωρίσουν, σαν να με είχαν ήδη αναγνωρίσει. Ίσως κι εγώ, στον καθένα από αυτούς, να θύμιζα κάποιον που ήταν νεκρός. Είχα μόλις φτάσει στην Αδέλμα και ήμουν ήδη ένας από αυτούς, είχα περάσει στη δική τους πλευρά, μπερδεμένος σ’ εκείνον τον κυματισμό ματιών, ρυτίδων, μορφασμών.


Σκέφτηκα: «Ίσως η Αδέλμα να είναι μια πόλη στην οποία φτάνει κανείς όταν πεθαίνει και στην οποία ξαναβρίσκει τα άτομα που είχε γνωρίσει. Αυτό σημαίνει πως έχω πεθάνει κι εγώ». 

Σκέφτηκα επίσης: 
«Σημαίνει ακόμα πως στο υπερπέραν δεν υπάρχει ευτυχία». 





Οι πόλεις και τα μάτια. 1. (Η πόλη Βαλδράδα)


Οι αρχαίοι έχτισαν τη Βαλδράδα στις ακτές μιας λίμνης, με σπίτια γεμάτα βεράντες χτισμένες τη μία πάνω από την άλλη και δρόμους ψηλούς που έχουν στο επίπεδο του νερού τα καγκελωτά τους στηθαία. Έτσι, φτάνοντας, ο επισκέπτης βλέπει δυο πόλεις: μια όρθια πάνω από τη λίμνη και μια αναποδογυρισμένη που καθρεφτίζεται σ’ αυτή. Δεν υπάρχει ή δεν συμβαίνει τίποτα στη μια Βαλδράδα που να μην επαναλαμβάνεται στην άλλη Βαλδράδα, αφού η πόλη χτίστηκε έτσι ώστε το κάθε της σημείο να αντανακλάται στον καθρέφτη της, και η Βαλδράδα του νερού περιλαμβάνει όχι μόνο τις αυλακώσεις και τα ανάγλυφα των προσόψεων που ορθώνονται πάνω από τη λίμνη αλλά και τα εσωτερικά των δωματίων με τις οροφές και τα πατώματα, την προοπτική των διαδρόμων, τους καθρέφτες των ντουλαπιών.


Οι κάτοικοι της Βαλδράδας ξέρουν ότι όλες οι πράξεις τους είναι ταυτόχρονα η ίδια η πράξη και η εικόνα της στον καθρέφτη, που έχει την ιδιαίτερη εκείνη αξιοπρέπεια των εικόνων, και αυτή τους η συνειδητοποίηση τούς απαγορεύει να αφεθούν έστω για μια στιγμή στην τύχη και στη λήθη. Ακόμα και όταν οι εραστές με τα γυμνά τους κορμιά προσπαθούν να δουν ποια στάση θα πάρουν για να αντλήσουν τη μεγαλύτερη ηδονή ο ένας από τον άλλον, ακόμα κι όταν οι δολοφόνοι σπρώχνουν το μαχαίρι στις μαύρες φλέβες του λαιμού κάνοντας να πεταχτεί όσο περισσότερο αίμα μπορούν, καθώς η λάμα γλιστράει όλο και περισσότερο ανάμεσα στους τένοντες, δεν είναι τόσο το ζευγάρωμα ή το σφάξιμο αυτό που τους ενδιαφέρει όσο το ζευγάρωμα ή το σφάξιμο των διαυγών και ψυχρών εικόνων τους στον καθρέφτη.

Ο καθρέφτης άλλοτε μεγαλώνει την αξία των πραγμάτων και άλλοτε την αρνείται. Όσα πράγματα μοιάζουν να αξίζουν πάνω από τον καθρέφτη δεν έχουν πάντα την ίδια αξία στο καθρέφτισμά τους. Οι δύο δίδυμες πόλεις δεν είναι ίδιες, αφού ό,τι υπάρχει και συμβαίνει στη Βαλδράδα δεν είναι συμμετρικό: σε κάθε πρόσωπο, σε κάθε χειρονομία, απαντούν από τον καθρέφτη σημείο προς σημείο ένα αντίστροφο πρόσωπο, μια αντίστροφη χειρονομία. Οι δυο Βαλδράδες ζουν η μία για την άλλη, κοιτάζοντας η μια την άλλη συνεχώς στα μάτια αλλά χωρίς να αγαπιούνται.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου