Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Vincent van Gogh



Ήταν τέλη Ιουλίου όταν έφυγε από τη ζωή. 

Είχε μια δύσκολη ζωή -συνήθως έτσι συμβαίνει με τις… ζωές. Ίσως η δική του να ήταν έτσι, γιατί κάποτε ως νέος είχε τολμήσει ν’ αναρωτηθεί «Σε τι θα μπορούσα να είμαι χρήσιμος σ’ αυτόν τον κόσμο;» 

Διαβάστε το παρακάτω σημείωμα ακούγοντας συγχρόνως ένα απ’ τα ωραιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ κι είναι αφιερωμένο σε κείνον ( “Vincent” του Don McLean,1971, γνωστό κι ως “Starry Starry Night”, λόγω του πρώτου στίχου του και κυρίως λόγω του διάσημου έργου «Έναστρη Νύχτα» του Vincent Van Gogh).  








Δεν ξέρω αν κάποτε οι άνθρωποι καταλάβουν τον Βίνσεντ. 
Ίσως και να τον καταλαβαίνουν.
Δεν ξέρω.




 They would not listen

they did not know how

perhaps they’ll listen now.




Στα μάτια των άλλων ο Βίνσεντ ήταν άσχημος.

Δεν είχε όμορφα μάτια, όμορφη μύτη, καλοβαλμένη όψη, δεν είχε την ευκολία της εξωστρέφειας.  

Καμία γυναίκα δεν τον ερωτευόταν. Κι εκείνος αποζητούσε αγάπη. Ερωτευόταν παράφορα. Απελπισμένα.




Στα μάτια των άλλων ο Βίνσεντ ήταν περίεργος.


Δεν ασκούσε τη γοητεία των άλλων ζωγράφων.
Κανένα μοντέλο δεν πόζαρε για εκείνον. Αναγκαζόταν να κοιτά τον εαυτό του στον καθρέφτη για να μπορεί να εξελιχθεί ως ζωγράφος στις προσωπογραφίες. 

Κι όμως. οι πρώτοι σκοτεινοί πίνακες δίνουν αμέσως τη θέση τους στο φως. 

Ο Βίνσεντ βρίσκει το φως μέσα από τη δημιουργία.





Στα μάτια των άλλων ο Βίνσεντ ήταν αλαφροΐσκιωτος.


Πώς αλλιώς να εξηγήσουν το γεγονός πως ένας πανέξυπνος, νεαρός, με έφεση στις ξένες γλώσσες και ικανότητα στο εμπόριο, που ανέβαινε εύκολα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας στην εταιρία του, θα τα παράταγε όλα για να κάνει αγαθοεργίες, να προσφέρει ακόμα και τη ζωή του σε φτωχούς ανθρώπους. Γιατί να κατεβαίνει στις στοές μαζί με τους ανθρακωρύχους, γιατί να μοιράζεται όλα του τα υπάρχοντα με εκείνους, γιατί να φροντίζει άρρωστους ανθρώπους, γιατί αυτή η αυτοθυσία; Γιατί να περιθάλπει μια άγνωστη πόρνη με το παιδί της; Ούτε οι κληρικοί δεν καταλάβαιναν τον Βίνσεντ. Η οργανωμένη εκκλησία δεν ήθελε κάποιον που δεν όριζε απολύτως. 
Γρήγορα τον απομάκρυναν. Τον έβαλαν στη θέση του. 
Στο περιθώριο.  
Όση αγάπη αδυνατούσε να του χαρίσει ο κόσμος , άλλη τόση αποζητούσε να χαρίσει εκείνος.

For they could not love you
But still your love was true.


Στα μάτια των άλλων ήταν τρελός. 
Αυτή η εξήγηση ήταν για όλους αρκετή. Ένας τρελός. 
Όταν πονά η ψυχή ενός ανθρώπου – όπως μπορεί να πονά το χέρι, το πόδι ή το κεφάλι του- τότε οι άλλοι τον απορρίπτουν.
Είναι τρελός.
Μα ο άπληστος, που συνειδητά χρησιμοποιεί την ισχύ και την εξουσία του σε βάρος άλλων ανθρώπων δεν είναι τρελός. Είναι πετυχημένος. Εκείνος που αρρωστημένα ποθεί την εξουσία, την επιβολή, τον πόνο των άλλων, δεν είναι τρελός .Είναι δυνατός.


 Σ’ έναν τέτοιον κόσμο έτυχε να βρεθεί ο Βίνσεντ και κάθε Βίνσεντ που γεννήθηκε και πέθανε σ’ αυτόν τον πλανήτη.

But I could have told you,Vincent
this world was never
meant for one
as beautiful as you.


Στα μάτια των άλλων μόνο οι σκοτεινές γωνίες ήταν εμφανείς. 

Ακόμα και σήμερα είναι εύκολο το σχόλιο. «Ήταν τρελός, γι αυτό ζωγράφιζε έτσι». «Αυτός δεν ήταν που έκοψε το αυτί του;», χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς την υπόλοιπη ιστορία του. 
Ακόμα και το τέλος του Βίνσεντ ήταν ακριβώς όπως θα το περίμεναν όλοι όσοι είναι ευχαριστημένοι από μια απλή κατανοητή ιστορία: Ένας τρελός αυτοκτονεί. Για πολλά χρόνια όλοι θεωρούσαν πως ο Βίνσεντ είχε αυτοπυροβοληθεί, μην αντέχοντας τη θλίψη της μοναξιάς και την απόρριψης, παρόλο που τα τελευταία έργα του ήταν χαρούμενα. Σήμερα, ιστορικοί κι ερευνητές οδηγούνται βάσει στοιχείων σ’ ένα εντελώς διαφορετικό συμπέρασμα:
Ο Βίνσεντ δεν αυτοκτόνησε, αλλά δέχτηκε την σφαίρα από απόσταση. Είναι πιθανό να τον πυροβόλησε ένας 16χρονος από εκείνη την ομάδα εφήβων που τον πείραζαν όταν ζωγράφιζε, αλλά τους άφηνε, γιατί αποζητούσε έστω και λίγη παρέα. Ίσως να έγινε κατά λάθος, κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως ο Βίνσεντ, ενώ ψυχορραγούσε, ζήτησε να μην κατηγορηθεί κανείς για τον θάνατό του. 
Ακόμα και στο τέλος, μόλις στα 37 του χρόνια, είχε αποφασίσει να προστατέψει κάποιον άνθρωπο.





Στα μάτια των άλλων  ο Βίνσεντ είναι πια μόνο λεφτά, πολλά λεφτά. 
Γιατί τα μάτια των άλλων κοιτάζουν εκεί που κοιτάζουν οι πολλοί. Και στον Βίνσεντ σήμερα βλέπουν τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Δημοπρασίες, Ακριβά Έργα Τέχνης, Μουσεία και Καθωσπρέπει Αναλυτές που θαυμάζουν εκ των υστέρων την ιδιοφυία ενός ανθρώπου για τον οποίο κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ενώ ζούσε.




Στα μάτια των άλλων ήταν μια ακόμα νύχτα.

Μια νύχτα που θα δινε τη θέση της στη μέρα κι εκείνη με τη σειρά της στη νύχτα και ξανά στη μέρα. Μια διαδικαστική εναλλαγή φωτός και σκότους, αδιάφορη, όσο αδιάφορη και μηχανική καταντά και η ζωή που κουβαλούν.

Μα, στα μάτια του Βίνσεντ ήταν η Έναστρη Νύχτα. Ήταν όλη η κίνηση του σύμπαντος. Ήταν όλη η αλήθεια μιας νύχτας, ενός κόσμου.




Στα μάτια των άλλων η ζωή παραμένει ακατανόητη.
Δεν καταλαβαίνουν ούτε τις μέρες, ούτε τις νύχτες.
Και ίσως να μην καταλάβουν ποτέ.

They would not listen
they’re not list’ning still
perhaps they never will.
                                                                 (Vincent Van Gogh, 1853-1890)


Πέτρος Κουμπλής Αύγουστος 2012





~~~~











Η ειλικρίνεια και η ευαισθησία του Βίνσεντ Βαν Γκογκ δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τη συντηρητική οικογένειά του. Αγαπούσε με πάθος και αδυνατούσε να ακολουθήσει τις τυπικότητες και τους «καθωσπρεπισμούς» της κοινωνίας. Όσο ζούσε ήταν ένας ασήμαντος ζωγράφος και αυτοκτόνησε απογοητευμένος, σε ηλικία 37 ετών. Γεννήθηκε στην Ολλανδία στις 30 Μαρτίου του 1853 και ήταν ο μεγαλύτερος από τα οκτώ αδέλφια του. Η υπηρέτρια της οικογένειας τον περιέγραψε ως «ένα περίεργο, απόμακρο παιδί που έμοιαζε πιο πολύ με γέρο άντρα». Ήταν σαν ξένος μέσα στην οικογένειά του, παραμελημένος από τους γονείς και τα αδέρφια του. Ο μοναδικός άνθρωπος που κατάφερε να συνδεθεί ψυχολογικά ήταν ο αδερφός του, Θίο, στον οποίο βασίστηκε οικονομικά όλη του τη ζωή. Σε ηλικία 16 ετών βρήκε δουλειά ως έμπορος τέχνης, αλλά η καριέρα του ως πωλητής ήταν πολύ σύντομη. Η ειλικρίνειά του δεν του επέτρεπε να πει ανακρίβειες ή ψέματα για να κάνει μια πώληση και συνήθως κατέληγε να δίνει την αφιλτράριστη άποψή του για το έργο.





Έγραψε στην αδερφή του, Γουιλελμίνα: «Οι γκαλερί είναι υποχείρια όσων έχουν τα χρήματα. Μόλις το ένα δέκατο όλων των αγοραπωλησιών έχουν σχέση με την πραγματική τέχνη»





Απέτυχε σε όλες τις δουλειές που προσπάθησε να κάνει και σε ηλικία 24 ετών, αναγκάστηκε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του και να σπουδάσει θεολογία σε μια κατώτερη σχολή που τον δέχθηκε, ώστε να γίνει κληρικός. Έγινε κήρυκας σε ένα χωριό ανθρακωρύχων στο Βέλγιο, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας. Ήταν τέτοια η συμπόνοια του για τους φτωχούς ανθρακωρύχους, που τους έδινε τα ρούχα και τα τρόφιμα τα οποία του έστελνε η οικογένεια του. 

Οι κακουχίες των χωρικών του φαίνονταν άδικες. 

Τότε αρχίζει να ζωγραφίζει πίνακες με κοινωνικό περιεχόμενο και σταδιακά η πίστη του στο Θεό εξασθένησε. 
Για ακόμα μία φορά, ο Βαν Γκογκ εγκατέλειψε μία δουλειά που δεν ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία του και επέστρεψε στους γονείς του, με το ηθικό πεσμένο 

Ο παράνομος έρωτας 
Την ίδια περίοδο, οι γονείς του φιλοξενούσαν την πρώτη ξαδέρφη του Κι Βος, που δεν είχε γνωρίσει ξανά ο Βαν Γκογκ. Ο ζωγράφος την ερωτεύτηκε και με τη συνηθισμένη ειλικρίνειά του, της εξέφρασε τα συναισθήματά του. Η κοπέλα όχι μόνο δεν τα ανταπέδωσε, αλλά συγκλονίστηκε από την ανηθικότητα του ξαδέρφου της, που τόλμησε να έχει ερωτικά συναισθήματα για μία τόσο κοντινή συγγενή του. Παρά την απόρριψη της Βος, ο Βαν Γκογκ δεν το έβαλε κάτω και την επισκέφτηκε πολλές φορές στο σπίτι της. 
Ο πατέρας της έλεγε πάντα ότι η Βος έλειπε απ’ το σπίτι, αλλά ο Βαν Γκογκ ήταν πεπεισμένος ότι του έλεγε ψέματα. Γι’ αυτό μία μέρα έσπρωξε δυνατά την πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Όσο κι αν τον απειλούσαν, αρνούνταν να φύγει. Μες στην απελπισία του, ο Βαν Γκογκ έβαλε το χέρι του πάνω από ένα αναμμένο κερί και ζήτησε να μιλήσει στην Βος για όσο άντεχε τον πόνο. 
Ο πατέρας της Βος απλώς έσβησε το κερί. 

Η δραματική χειρονομία του ζωγράφου δεν ωφέλησε πουθενά. Η αγαπημένη του Κι Βος δεν έγινε ποτέ δική του. 
Όταν έμαθε και ο πατέρας του για τον αδιανόητο έρωτα, τον έδιωξε απ’ το σπίτι. 

Ο Βαν Γκογκ δεν πτοήθηκε. Η επόμενη αγαπημένη του ήταν μία πάμφτωχη πόρνη, η Σιέν, που είχε σοβαρά προβλήματα υγείας. Ο Βαν Γκογκ τη φιλοξενούσε σπίτι του και τη συντηρούσε με τα ελάχιστα χρήματα που του έδινε ο αδερφός του, Θίο. 
Η κατατρεγμένη Σιέν, όπως και οι φτωχοί ανθρακωρύχοι, συγκίνησε τον Βαν Γκογκ που δημιούργησε ένα πίνακα προς τιμήν της, με τίτλο «Λύπη»





Το κομμένο αυτί 

Σε ηλικία 27 ετών παρακολούθησε μαθήματα τα οποία σύντομα έληξαν αφού ή τσακώνονταν με τους καθηγητές ή τον απέβαλλαν. 
Το 1888, ο Βαν Γκογκ μετακόμισε στην πόλη Αρλ της Νότιας Γαλλίας και αφιερώθηκε στη ζωγραφική. 

Συγκατοικούσε με έναν άλλο ζωγράφο, τον Πολ Γκογκέν, με τον οποίο ο Βαν Γκογκ ανέπτυξε πολύ στενή φιλία. Οι δύο άντρες περνούσαν κάθε μέρα μαζί και η περίοδος ήταν μία από τις ευτυχέστερες της ζωής του Βαν Γκογκ. 

Όμως ο Γκογκέν δεν συμμεριζόταν τη χαρά του φίλου του. Το Δεκέμβριο του 1888 αποφάσισε να μετακομίσει, γιατί δεν άντεχε άλλο τις παραξενιές του. Στις 23 Δεκεμβρίου, ανακοίνωσε την απόφασή του στον Βαν Γκογκ και έφυγε απ’ το σπίτι για τη βραδινή του βόλτα. Ο Βαν Γκογκ τον ακολούθησε μες στο σκοτάδι, κουβαλώντας ένα ξυράφι. Ο Γκογκέν τον είδε, αλλά δεν αντέδρασε και ο Βαν Γκογκ επέστρεψε στο σπίτι. 
Ο Βαν Γκογκ ήταν μόνος στο σπίτι γιατί ο Γκογκέν αποφάσισε να περάσει τη νύχτα σε ξενοδοχείο, μέχρι να ηρεμήσει ο φίλος του. 
Όμως όσο περνούσαν οι ώρες,η οργή του ζωγράφου φούντωνε. 
Ξαφνικά άρπαξε το ξυράφι και έκοψε ένα κομμάτι απ’ το αριστερό του αυτί. Το τύλιξε με μία πετσέτα, πήγε στον τοπικό οίκο ανοχής και το δώρισε στην αγαπημένη του πόρνη..Την επόμενη μέρα, ο Γκογκέν γύρισε στο σπίτι και βρήκε τον Βαν Γκογκ ξαπλωμένο στο κρεβάτι, μες στα αίματα. Κάλεσε την αστυνομία, η οποία εξακρίβωσε ότι ο Βαν Γκογκ ήταν ζωντανός. 
Ο Γκογκέν μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε, πριν προλάβει να ξυπνήσει ο τραυματίας. Ο Βαν Γκογκ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και αφού ανάρρωσε, κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο με τη θέλησή του. Βρισκόταν σε έξαρση και έφτασε σε σημείο να ζωγραφίζει ένα πίνακα κάθε μέρα. 
Βγήκε μετά από δύο χρόνια, χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει την ψυχολογική ισορροπία που ζητούσε.  



Στις αρχές Ιουλίου του 1890, έστειλε γράμμα στον αδερφό του: «Νιώθω… αποτυχημένος. Αυτό είναι όλο. Νιώθω ότι αυτό είναι το πεπρωμένο μου και το αποδέχομαι. Δεν θα αλλάξει ποτέ».

Στις 27 του μήνα, ο Βαν Γκογκ αυτοπυροβολήθηκε, αλλά δεν πέθανε ακαριαία. Περπάτησε μέχρι το σπίτι του, όπου τον περιποιήθηκαν δύο γιατροί, οι οποίοι δεν κατάφεραν να του προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια. Ο Βαν Γκογκ αργοπέθαινε, όμως πρόλαβε να έρθει να τον δει ο αδερφός του, Θιο, που ήταν βαριά άρρωστος με πνευμονία. Άφησε την τελευταία του πνοή στης 29 Ιουλίου του 1890 και έξι μήνες μετά πέθανε και ο αδερφός του, ο οποίος ήταν πια ένας καταξιωμένος έμπορος τέχνης

Τα τελευταία λόγια που είπε στον αδερφό του ήταν: «Η θλίψη θα κρατήσει για πάντα». Είναι μία από τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που αναγνωρίστηκαν μετά το θάνατό τους. Το 1901 έγινε έκθεση στο Παρίσι και μέχρι το 1915 τα έργα του ήταν περιζήτητα. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στην ιστορία της τέχνης. 



Τα τοπία που ζωγράφισε με την ιδιαίτερη τεχνική και τα ζωντανά χρώματα είναι σημείο αναφοράς. Συνολικά ζωγράφισε πάνω από 800 πίνακες,που η σημερινή τους αξία είναι μυθική. Όσο ζούσε όμως, πούλησε μόλις ένα πίνακα!



Χρίστος Βασιλόπουλος






"Και μοναδικός μου στόχος στη ζωή είναι να ζωγραφίζω και να σχεδιάζω όσο περισσότερο κι όσο καλύτερα μπορώ. Έπειτα, στο τέλος της ζωής μου, ελπίζω να φύγω κοιτάζοντας πίσω μου με αγάπη και τύψεις γεμάτες στοργή, σκεπτόμενος:
Ω ! τι θα μπορούσα να έχω ζωγραφίσει ακόμη.."
V.v. Gogh
(επιστολή 338
19 Νοεμβρίου 1883)







"Ας με συγχωρήσει ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ
Που δεν μπόρεσα να τον βοηθήσω,


Που δεν του “στρωσα χαλί απο χορτάρι
Κάτω απ τα πόδια του, στο δρόμο τον καμένο,

Που δεν του “λυσα τα κορδόνια
στα λασπωμένα αγροτικά του παπούτσια,

Που στη ζέστη δεν του “δωσα νερό να ξεδιψάσει,
Που δεν εμπόδισα τον άρρωστο ν” αυτοκτονήσει.

Στέκω εγώ και πάνω μου κρεμιέται
Το κυπαρίσσι γυρισμένο σαν τη φλόγα,
Αυτό το κίτρινο και βαθύ γαλάζιο
Χωρίς αυτά εγώ δεν θα γινόμουν.

Θα πρόδιδα τα λόγια μου
Αν ξεφορτωνόμουν το ξένο βάρος.

Κι η αγριάδα του η αγγελική
Που συγγενεύει με τους στίχους μου
Σας οδηγεί μεσ΄ απ΄ την κόρη του ματιού του
Εκεί όπου αναπνέει τ” αστέρια ο Βαν Γκογκ."


Από τη συλλογή ποιημάτων του Ταρκόφσκι

"Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας" 
[εκδόσεις Ελεγεία, 2007]
Μετάφραση: Χρήστος Κολτούκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου