Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Πωλούνται πάτρια ..


ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΠΆΤΡΙΑ (τέλη 18ου αιώνα)


Οι Φράγκοι κουνούσαν τα χέρια πάνω κάτω στις τσέπες τους (όπως συχνά κάνουν οι στερημένοι φαντάροι), κάνοντας τα πολλά τάλερα που είχαν εκεί να κουδουνίζουν. Έπαιρναν μια βαθιά αμφίσημη ανάσα κι έλεγαν:
«Δεν έχετε χρήματα;... Εντάξει, την καταλαβαίνουμε πολύ καλά την κατάστασή σας… Είστε πτωχοί, πλην όμως τίμιοι, και αυτό είναι κάτι που σας ανεβάζει στα μάτια μας… Όποιος δεν έχει τάλερα στην τσέπη του, πουλάει κάτι και τη γεμίζει. Πουλήστε μας κάτι από εκείνα που έχετε παντού και με το παραπάνω και δεν πρόκειται ποτέ να σας λείψουν. Πουλήστε μας τα αγκωνάρια με τα τσίτσιδα σχήματα επάνω, πουλήστε μας τα κλαδεμένα σας αγάλματα, πουλήστε μας εκείνη τη μαρμάρινη γυναίκα που έχει φτερά αλλά δεν μπορεί να πετάξει… Εδώ ο καλός παλιατζής! Όοολα τα παλιά αγοράζωωω…»
Του Ρωμιού μην του πεις γι’ αρπαχτές και νταλαβέρια! Να τα πάρει κάποτε και να καθαρίσει για το υπόλοιπο της ζωής του! Του βρήκες το κουμπί. Του πήρες την ψυχή. Ειδικά άμα νομίζει ότι σου πουλάει κούκο γι’ αηδόνι. Και ήταν στ’ αλήθεια κούκος γι’ αηδόνι το να πουλάει εκείνους τους θεόρατους παλαιούς, που, όπου κι αν έσκαβε για να ανοίξει πηγάδι, τους έβγαζε δέκα δέκα και δεν είχε πού να τους πετάξει… Κάποιους τους εντοίχιζε στις εκκλησίες του, κάποιους έχτιζε αριστερά στην κεντρική πόρτα του σπιτιού του, κάποιους άφηνε ανάσκελα ανάμεσα στα ανθισμένα χαμομήλια, να βγαίνουν πάνω τους σεργιάνι τα σαλιγκάρια και να ζεσταίνουν το κρύο αίμα τους οι σαύρες, αλλά αυτοί δεν είχαν τελειωμό. Γκαστρωμένη η γη μας με πελεκημένα μάρμαρα.
«Τα μεταφορικά δικά σου, εντάξει», έλεγε στον κοκκινολαίμη Φράγκο και του έσφιγγε το χέρι.
Κάποιοι το σκέφτονταν και αλλιώς.
«Ας τα πάρουν», έλεγαν. «Να τα βάλουν στα σαλόνια τους, να τα βλέπουν κάθε μέρα και να θυμούνται, έστω στα λόγια, ότι κάτι μας χρωστάνε. Καλύτερα να μας μελετάνε ψεύτικα παρά να μη μας μελετάνε καθόλου. Άμα πάψουν να μας μελετάνε, πάει, χαθήκαμε! Ας τα πάρουν. Εμείς έχουμε να φάνε και οι κότες…»
Και τα έπαιρναν οι ξένοι. Γέμιζαν τις αυλές τους, τα σαλόνια τους, τις εισόδους των εξοχικών τους, τις πλατείες τους, τους δρόμους τους, τα πάρκα τους, τα παλάτια τους, τα μουσεία τους και τα χαρτιά τους με θραύσματα Ελλάδας, που γίνονταν αμέσως μικρές Ελλάδες. Γιατί, κάτι φορές, η Ελλάδα μοιάζει με εκείνες τις διάφανες μέδουσες του Αιγαίου, με τα πανέμορφα ανάποδα λειριά. Αν τους κόψεις ένα κομμάτι και το ρίξεις και πάλι στη θάλασσα, εκείνο σε λίγο θα γίνει μια κανονική μέδουσα. Έτσι και η Ελλάδα. Παίρνεις ένα κομμάτι σπασμένο μάρμαρο από το χώμα της, το φυτεύεις αλλού, το ποτίζεις κι ένα πρωί βλέπεις να φυτρώνει άγαλμα ολόκληρο και αστραφτερό.
Κι επειδή, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι, ουδείς προφήτης στον τόπο του, το φ α ι ν ό μ ε ν ο ετούτο παρατηρείται παντού αλλού εκτός από την ίδια την Ελλάδα. Ίσως επειδή η μέδουσα που κομματιάστηκε ήταν θηρίο πράγμα, παμμέγιστη, σαραντάπηχη, κι έβγαλε αμέτρητες μικρές μεδουσούλες. Τόσες πολλές, που τους λείπε ο ζωτικός χώρος να κολυμπήσουν και να πάρουν ανάσα. Σκάβεις πηγάδι, σκάβεις μετρό, σκάβεις να θάψεις τον πατέρα σου και πέφτεις πάνω στα θραύσματα εκείνης της θεόρατης Ελλάδας. Σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο. Που να απλώσουν τη ριζούλα τους και να φυτρώσουν;
Με άλλα λόγια, ευτυχώς που βρίσκονται κι ετούτοι οι αιρετικοί του πάπα και της Διαμαρτυρίας, που τα αγοράζουν στα κουτουρού, και μάλιστα με την οκά. Και εμάς μας ξαλαφρώνουν και τον εαυτό τους ωφελούν – βάζουν στα κονάκια τους και κάτι το ωραίον. 
Έχωναν το χέρι στην τσέπη, έβγαζαν μια χούφτα τάλερα να δεις ότι το χρήμα το φυσάνε, ξεχώριζαν δύο και τα έχωναν στη δική μας τσέπη. Και πάνω που πήγαινες να πεις ‘‘άντε! και σε καλή μεριά’’, να σου ο Τούρκος.
«Τι γίνεται εδώ, μωρέ, πίσω από την πλάτη της εξουσίας;» και το δεξί του τα χαϊδεύει τη φούντα του γιαταγανιού του.
«Τίποτα αφέντη… Να, κάτι μάρμαρα έδωσα στον κουτόφραγκο από δω, να ξεβρομίσει ο τόπος».
«Και ποιος σου έδωσε εσένα το ελεύθερο να πουλάς στον κουτόφραγκο λιθάρια από τη γη που το ισλάμ κατέκτησε πατώντας επί πτωμάτων;»
Εδώ ο δικός μας άρχιζε να τα μασάει:
«Νόμισα, αφέντη, ότι, μιας που τα φτιάξανε οι παππούδες μου προ αμνημονεύτων ετών, είναι κ λ η ρ ο ν ο μ ι κ ώ δ ι κ α ί ω δικά μου… Σας τα ρούχα του μακαρίτη, που όταν πεθάνει μένουν στους συγγενείς του… Στα μέρη τα δικά μας το ’χουμε για κακό να φοράμε τα ρούχα των πεθαμένων, πάει γρουσουζιά. Τους βάζουμε φωτιά και τα καίμε… Και τώρα που βρήκαμε κορόιδα, που μας πλερώνουν κι από πάνω για να μας πάρουν το βάρος της φωτιάς από την πλάτη, να αφήσουμε αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη;»
«Άλλο πράγμα τα ρούχα», έλεγε σοφά ο Τούρκος, αλλά πού να σηκώσει το χέρι από το γιαταγάνι. «Τα ρούχα κουβαλάνε τη μυρωδιά του πεθαμένου πάνω τους, γι’ αυτό και δεν τα θέλει κανείς. Εδώ, όμως, μιλάμε για ετούτα τα σκαλιστά αγκωνάρια. Άλλο το ρούχο και άλλο το λιθάρι…»
«Μα και τα λιθάρια, αφέντη, κουβαλάνε τη μυρωδιά των παλαιών πάνω τους. Και όχι μόνο τη μυρωδιά, αλλά και τα σουσούμια της ψυχής τους, και τη φάτσα τους, και την πόζα τους, γιατί τα φτιάχνανε κατ’ εικόνα και ομοίωση…»
«Άμα μυρίζουνε νεκρίλα τόσο πολύ, τότε γιατί έχουνε τέτοια ζήτηση στα φραγκοπάζαρα, που έρχονται από του διαόλου τη μάνα οι έμποροί τους και τα παζαρεύουν;» φρύαζε ο Τούρκος, μισόβγαζε το γιαταγάνι από το θηκάρι του, ύστερα το μετάνιωνε και το ξανάφηνε στη θέση του.
Άπλωνε το χέρι στην τσέπη σου κι έπαιρνε τα δύο τάλερα. Τα δάγκωνε, να δει αν το ασήμι ήταν καθαρό, κι ύστερα τα έχωνε στη δική του απύθμενη τσέπη. Έβαζε ύστερα το χέρι του στο τσεπάκι του γιλέκου του, έβγαζε ένα άσπρο τόσο δα, που ούτε καφέ δεν πίνεις με δαύτο, και σου έλεγε:
«Να, για τον κόπο σου. Κοψομεσιάστηκες να σκάβεις, βλέπω…»
Ύστερα διπλάρωνε τον φράγκο με την παλάμη ανοιχτή:
«Θα σου χρειαστουν επίσημα κιτάπια, για να τα βγάλεις έξω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ετούτα τα φορτία. Άδεια εξαγωγής, βίζα, χαρτί από το Εμπορικό Επιμελητήριο, χαρτόσημα, υγειονομικός έλεγχος, εγγυητικές επιστολές… Θα σου βγει η πίστη ανάποδη μέχρι να τα βγάλεις. Σκάσε δύο τάλερα ακόμη και θα καθαρίσω εγώ για σένα μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες, παρακάμπτοντας όλη τη γραφειοκρατία…»
Ήθελε δεν ήθελε ο Φράγκος, του τα έσκαγε.
«Μα, αφέντη, εσύ γιατί τα πουλάς;» έκανε προσπάθειες να ξεκαταπιεί τη γλώσσα του ο ομογενής μας. «Με τα λόγια που μας είπες, νομίσαμε ότι δεν πρέπει…»
«Δεν πρέπει για σας» απαντούσε ο Τούρκος, πατώντας στη ράχη μας για να καβαλικέψει το άλογό του. «Για μένα δεν υπάρχει τέτοια απαγορευτική διάταξη. Στο κάτω κάτω της γραφής – δικά μου είναι για να με νοιάξει και να κάτσω να το σκεφτώ;»
Έδινε μια στο άλογό του κι έφευγε, κοντοστεκόταν και ξαναμιλούσε:
«Σα δε ντρέπεσαι, μωρέ, να ρωτάς εσύ, που για δύο τάλερα θα πούλαγες και το βρακί της μάνας σου ακόμη… Εγώ τα δικά μου τα φυλάω».
Ξανάδινε μια στο άλογό του κι έφευγε, με τα τέσσερα τάλερα να κουδουνίζουν στην τσέπη του.
Κι εμείς μέναμε μόνο με το ένα άσπρο. Ε, από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα. Μικροποσό, όμως, ξεφτίλα. Για ένα άσπρο, ολόκληρος κ ο ύ ρ ο ς, χαμογελαστός, σκερτσόζος, με όλα τα σέα και τα μέα του… Θα μου πεις ότι του λείπανε τα αχαμνά. Αλλά ακόμη και ευνουχισμένο, είναι ντροπή να τον πουλήσεις για ένα άσπρο… Και όμως, για ένα άσπρο τους πουλήσαμε τους κούρους και τις κόρες μας. Που δε φτάνει ούτε για να πιεις έναν καφέ. Ίσως επειδή τους έχουμε πολλούς, να είμαστε άνθρωποι του σκόντου. Σ’ αυτό δε μοιάζουμε με τους Τούρκους, που όντως τα φυλάνε τα δικά τους. Και όχι μόνο τα δικά τους, αλλά κι εκείνα που αρπάξανε μες στης νυκτός τη σιγαλιά. Βλέπε Δερύνεια… Βλέπε Ίμια… Είναι που έχουν κοψοχρονίτικο σόι μέσα στον καιρό. Δεν είναι σαν κι εμάς, που από καιρό και αρχαία έχουμε να φάν' κι οι κότες…

Πάνος Σταθόγιαννης
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα ‘‘Ο ΩΡΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΘΗΡΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΗΣ’’, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, 1998.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου