Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Νερωμένο κρασί




, τι κι᾿ ν εχε τόχασε, γυνακα, βιός, παιδιά του·
τίποτε δ
ν τ᾿ πόμεινε στερν παρηγοριά.
Πέταξ
᾿ ννοια π τ νο κι᾿ λπίδ᾿ π᾿ τν καρδιά του
κι
πομον μαρμάρωσε στ στήθη του βαριά.

πως τ λείψανα περνον, περνάει ργ καιρός του
κα
ζε δίχως δύστυχος ν ξέρει τ γιατί.
Μ
ς στν ταβέρνα λημερς μ τ ποτήρι μπρός του
το
κάκου κε νώφελα τ λησμονι ζητε.

«Καταραμένε κάπελα κα
κλέφτη ταβερνιάρη,
τί τ
νερώνεις τ κρασί, κα πίνω π᾿ τ ξανθό,
κα
πίνω κι᾿ π᾿ τ κόκκινο κι᾿ π τ γιοματάρι
κι
᾿ π τ σσμα τ τραχύ, πίνω κα δ μεθ;

Δ
ν ρθα γι ξεφάντωμα, μήτε γι πανηγύρι,
ρθα ν βρ τ λησμονι στ θάνατο κοντά!»
Κι
᾿ κάπελας γεμίζοντας κα πάλι τ ποτήρι
μ
θλιβερ περίγελο στ λόγια του παντ:

«Τί φταίω
γ ν τ δάκρυα πο πελπισμένος χύνεις
πέφτουν μ
ς στ ποτήρι σου, σταλαγματις θολές,
κα
τ νερώνουν τ κρασ κι᾿ δύνατο τ πίνεις;
Τί φταίω
γ κι᾿ ν δ μεθς, τί φταίω γ κι᾿ ν κλας;»
Ιωάννης Πολέμης

(μεταγενέστερος τίτλος ποιήματος: Παραδειγματικόν, συλλογή: Τ
 παλι βιολί)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου