ENANTION (1987)
*Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ΄ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο «υπείροχον έμμεναι άλλων», που μας άφησαν οι αρχαίοι.
*Είμαι εναντίον των βραβείων, γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου -και κάποτε θα πρέπει να απαλλαγούμε από την συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά -και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας.
*Είμαι εναντίον των χρηματικών επιχορηγήσεων. Σιχαίνομαι τους φτωχοπρόδρομους που απλώνουν το χέρι τους για παραδάκι. Οι χορηγίες μεγαλώνουν την μανία μας για διακρίσεις και τη δίψα μας για λεφτά· ξεπουλάνε την ατομική ανεξαρτησία μας.
*Είμαι εναντίον των λογοτεχνικών συντάξεων. Προτιμώ να πεθάνω στην ψάθα, παρά να αρμέγω το υπουργείο -κι ας με άρμεξε το κράτος μια ολόκληρη ζωή. Γιατί να με ταΐζει το Δημόσιο επειδή έγραψα μερικά ποιήματα; Και γιατί να αφήσω το Κράτος να χωθεί ακόμη περισσότερο στη ζωή μου;
*Είμαι εναντίον των σχέσεων με το κράτος και βρίσκομαι σε διαρκή αντιδικία μαζί του. Ποτέ μου δεν πάτησα σε υπουργείο και το καυχιέμαι. Η μόνη μου εξάρτηση από το κράτος είναι η εφορεία, που με γδέρνει.
*Είμαι εναντίον των εφημερίδων. Χαντακώνουν αξίες, ανεβάζουν μηδαμινότητες, προβάλλουν ημετέρους, αποσιωπούν τους απροσκύνητους. Όλα τα μαγειρεύουν, όπως αυτές θέλουν. Δεξιές, αριστερές, κεντρώες -όλες το ίδιο σκατό.
*Είμαι εναντίον των κλικών. Προωθούν τους δικούς τους· τους άλλους, όλους τους θάβουν. Όποιοι δεν τους παραδέχονται, καρατομούνται. Κυριαρχούν οι γλύφτηδες και οι τζουτζέδες. Δεν έχω καμμιά αμφιβολία πως το μέλλον ανήκει στα σκουπίδια.
*Είμαι εναντίον των κουλτουριάρηδων. Όλα τ’ αμφισβήτησαν, εκτός από τις τρίχες τους. Τους έχω μάθει για καλά. Xαλνούν τον κόσμο με την κριτική τους. Όλους τους βγάζουν σκάρτους και πουλημένους. Και μόλις πάρουν το πτυχίο, αμέσως διορίζονται στα υπουργεία· από παντού βυζαίνουν και ο ιδεαλισμός τους ξεφουσκώνει μέσ’ στα βολέματα του κατεστημένου.
*Είμαι εναντίον κάθε ιδεολογίας, σε οποιαδήποτε απόχρωση και αν μας την πασέρνουν. Όσο πιο γοητευτικές και προοδευτικές είναι οι ιδέες, τόσο πιο τιποτένια ανθρωπάκια μπορεί να κρύβονται από πίσω τους. Όσο πιο όμορφα τα λόγια τους, τόσο πιο ύποπτα τα έργα τους. Όσο πιο υψηλοί οι στόχοι, τόσο πιο άνοστοι οι στίχοι.
*Είμαι, προπάντων, εναντίον κάθε ατομικής φιλοδοξίας, που καθημερινά μας οδηγεί σε μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς. Αν σήμερα κυριαρχούν παραγοντίσκοι και τσανάκια, δεν φταίει μόνο το κωλοχανείο· φταίνε και οι δικές μας παραχωρήσεις και αδυναμίες. Αν πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή, φταίμε και εμείς που πετάμε το τσιγάρο μας στον δρόμο. Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, μήπως δεν φταίει και η δική μας σκαρταδούρα;…
"Περιοδικό ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ, αρ. 1, Ιανουάριος – Απρίλιος 1979
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Αμετανόητος αιρετικός, σπαρακτικός και παράφορα ευαίσθητος, οξύς παρατηρητής και σχολιαστής του βίου και των έργων των ανθρώπων, ασυμβίβαστος και αναπάντεχος προβοκάτορας, ο ποιητής της Θεσσαλονίκης Ντίνος Χριστιανόπουλος, που οι λέξεις του τάραζαν και μετακινούσαν, αποχαιρέτησε σε ηλικία 89 ετών τη ζωή
Λάτρης του ανθρώπου και βαθύς αισθηματίας, που έγραψε για την ένταση της ζωής και του οργασμού της ανθρώπινης σάρκας, αλλά και της ερωτικής στέρησης, όπως έλεγε, δεν προσπέρασε ποτέ την απόγνωση, τον πόνο και τα βάσανα και αρθρώνοντας το δικό του, προσωπικό ιδίωμα, δεν δίστασε να μας ταρακουνήσει λέγοντας: «Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;».
Ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός, ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ασχολήθηκε με μια ευρεία γκάμα που ξεκινούσε από φιλολογικές εργασίες και βιβλιογραφίες για τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία και έφτανε έως μελέτες για ζωγράφους και ρεμπέτες.
Γεννημένος στις 21 Μαρτίου του 1931 στη Θεσσαλονίκη, την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ ταυτιζόμενος απόλυτα μαζί της, όπως ο Πεσόα τη Λισσαβώνα του, γιος προσφύγων από την ανατολική Θράκη, φοίτησε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και πήρε πτυχίο στον Τομέα Κλασικών Σπουδών. Κατόπιν εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης από το 1958 έως το 1965 και στη συνέχεια ως επιμελητής εκδόσεων.
Το 1958 ίδρυσε και διηύθυνε το περιοδικό "Διαγώνιος", που κυκλοφόρησε ώς το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις, καθώς και τον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις Διαγωνίου. Είναι η εποχή που αναδεικνύει και στηρίζει νέους πεζογράφους και ποιητές δημιουργώντας τον "κύκλο των λογοτεχνών της Διαγωνίου".
Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων», το 1950, διακρίνεται για το προσωπικό ύφος της και για τις δημιουργικές επιρροές από τον Καβάφη και τον Έλιοτ, ενώ στις επόμενες εμφανίσεις του εκφράζεται καθαρά το κυρίαρχο θέμα της ποίησής του μέσα από το ερωτικό πάθος και τη μοναξιά.
Πολλά από τα ποιήματά του, όπως αυτά της σειράς «Ο αλλήθωρος», εμπεριέχουν το στοιχείο της κοινωνικής κριτικής και σχολιογραφίας.
Κατά καιρούς κυνηγήθηκε πολύ από το κοινωνικό κατεστημένο της εποχής, όταν κατά τη διάρκεια της χούντας αρνήθηκε να παραλάβει βραβείο για ένα έργο του.
Αρνητής των βραβείων
Ήταν το 2011 όταν τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του, το οποίο ωστόσο αρνήθηκε να παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του "Εναντίον" από το 1979,
Τον Ιούνιο του 2011 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο τμήμα Φιλολογίας.
Εκτός από ποιητής ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υπήρξε λαογράφος, συλλέκτης, μελετητής και ερμηνευτής ρεμπέτικων τραγουδιών, τα οποία δεν δίσταζε να πει πως τραγουδάει από νταλκά.
Είχε ασχοληθεί με το έργο του Σολωμού, του Στρατή Δούκα, του Καβάφη, του Καββαδία, ενώ είχε μελετήσει και το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη εκδίδοντας έργα για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Στον τοίχο του ισόγειου σπιτιού του στην οδό Σκεπαστού στις Σαράντα Εκκλησιές, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια, η εικόνα του Καβάφη γειτνίαζε με αυτή του Τσιτσάνη, πάνω από το γραφείο του, καταδεικνύοντας τα πάθη και τις μεγάλες αγάπες του ποιητή.
«Πάντα μου άρεσαν οι λέξεις»
Έχοντας αποσυρθεί τα τελευταία χρόνια και χωρίς να γράφει, καταβεβλημένος από απανωτά προβλήματα υγείας, δώρισε το αρχείο του, αποτελούμενο από ημερολόγια, κείμενα αλληλογραφίας, χειρόγραφα, αποκόμματα συνεντεύξεων και ηχογραφήσειςκ, στις οποίες ερμηνεύει ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια με την κομπανία «Παρέα του Τσιτσάνη», στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ.
Ο ίδιος συνήθιζε να λέει αναφερόμενος στην ποίηση πως «είναι απίθανο μυστήριο αυτό της ποίησης... Εμένα πάντα μου άρεσαν - μου αρέσουν πολύ οι λέξεις... Δεν μπορώ όμως να διεισδύσω σ’ αυτό το μυστήριο που λέγεται ποίηση... Μπορεί όμως η ποίηση να αναστείλει πολέμους, να δώσει λύση σ' αυτή την κρίση που βιώνουμε; Δεν νομίζω...».
Δεν έκρυβε τη δυσφορία του για τους νέους ομότεχνους λέγοντας πως «η εποχή σιγά - σιγά χειροτερεύει. Ήδη οι νεότεροι ποιητές εμένα προσωπικά δεν με ικανοποιούν. Κάτι έχει χαλάσει παντού, σε όλα. Έχει χαλάσει η ίδια η ουσία της ζωής μας. Δεν υπάρχει πλέον ατομική έκφραση που να σε πείθει... Λόγια παρμένα από τα σλόγκαν των εφημερίδων. Ο καθένας γράφει ό,τι μπορείς να φανταστείς με την πεποίθηση πως εκφράζει τον εαυτό του, ενώ δεν εκφράζει παρά μόνο την ηλιθιότητα ή τη μετριότητά του... Τη μετριότητα της ζωής που βιώνει».
Τα υπόλοιπα στοιχεία από εδώ