Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Φραντς Κάφκα: Τρομαγμένος από τη ζωή



 Δεν υπάρχει αμφιβολία πως την προφητική του δύναμι αντλούσε ο Κάφκα από τρεις παράγοντες: τον εβραϊσμό του, την απέραντη ευαισθησία που έδειχνε στον ανθρώπινο πόνο και τελικά την αρρώστιά του. Πέθανε στις 3 Ιουνίου 1924 από φυματίωσι του λάρυγγος στο σανατόριο Κίρλιγκ κοντά στην Βιέννη. Είχε ζήσει ακριβώς σαράντα χρόνια και ένδεκα μήνες. Από τη νέα αυτή ζωή ελάχιστες μέρες ήταν ελεύθερες από τον φόβο της Αποκαλύψεως που ετάραζε την ύπαρξί του.






Η εποχή του, κουρασμένη κι’ αυτή από τα δεινά της, δεν τον είχε προσέξει. Τον ανεκάλυψαν μετά τον τελευταίο πόλεμο οι συμπατριώτες του οι Τσεχοεβραίοι. Ο Μαξ Μπροντ τον έκανε έργο ζωής, τα οράματα του Κάφκα για την κατάντια του ανθρώπου, για τον πόλεμο και τον φασισμό, τον μετέβαλαν σε αναγνωρισμένο πια προφήτη. Έκτοτε δημιουργήθηκε ένα είδος λατρείας Κάφκα. Τον μετέφρασαν σε πολλές γλώσσες, τον διάβασαν, τον κατάλαβαν ή νόμισαν ότι δεν τον καταλαβαίνουν. Ο Φραντς Κάφκα έχει προωθηθή στο διεθνές προσκήνιο της συζητήσεως, του εκδοτικού ενδιαφέροντος, έχει γίνει μόδα. Αγαπάτε τον Κάφκα;



Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα η Πράγα, η πατρίδα του, έβαλε μπροστά μια μεγάλη έκθεσι γύρω από τη ζωή και το έργο του προφήτη-συγγραφέα της. Έχει σκοπό να τη δείξη σ’ όλον τον κόσμο, αρχίζοντας από τη Βιέννη. 
Είδαμε την έκθεσι αυτή, κι’ όταν εγκαταλείψαμε το ανάκτορο Πάλφυ, όπου διωργανώθηκε, είχαμε το αίσθημα ότι φεύγαμε από την αίθουσα της «Δίκης» του Κάφκα. Σκοτεινά τα πάντα, γεμάτα μαύρη απόγνωσι — καμμιά ακτίνα ελπίδας. Και ο Κάφκα ο ίδιος και η έκθεσίς του είχαν ρουφήξει σαν ξερή γης όλη την άρνησι όχι μόνο της εποχής τους αλλά και της ζωής γενικά. 
Η έκθεσις και η ζωή του ήταν ένα μωσαϊκό της Αποκαλύψεως και κάθε ψηφίδα του ένα κομματάκι φρίκη, ανθρώπινη βαρβαρότητα, απελπισία.

 Βγήκαμε στο δρόμο και αναπνέοντας τα καυσαέρια της μεγαλούπολης νομίζαμε ότι αναπνέομε τον καθαρό αέρα των… ηπειρωτικών βουνών. Είμαστε ευχαριστημένοι ότι είχαμε φύγει. Όπως είναι ευχαριστημένοι και οι άνθρωποι του Κάφκα που αλλάζουν κουβέντα και πεζοδρόμιο όταν συναντούν την Ευθύνη για το μέλλον μας, άγρια και απαιτητική.

Το βάρος της εκθέσεως Κάφκα στη Βιέννη —την ωργάνωσε ο Αυστροτσεχοσλοβακικός Σύνδεσμος— το κρατάνε οι ιστορικές φωτογραφίες από τη ζωή και το περιβάλλον του Κάφκα, καθώς και ντοκουμέντα της υπαλληλικής του σταδιοδρομίας, χειρόγραφα των έργων του και αυτόγραφες επιστολές του. Στα γραψίματά του με τις πολλές διαγραφές αναγνωρίζουμε καθαρά τον αγώνα ενός ανθρώπου που πάλευε με δυο ξένες γλώσσες, τη γερμανική και την τσεχική, χωρίς να κατέχη όμως και τη μητρική του, που θα έπρεπε να είναι η εβραϊκή.

 Γεννήθηκε στην Πράγα από μικροαστούς Εβραίους που προσπαθούσαν να σπάσουν τα τείχη του γκέτο και να ενσωματωθούν στην τσεχική κοινωνία. Ο πατέρας του ήταν ένας δυναμικός μικρο-καταστηματάρχης, ένας καλός οικογενειάρχης, αλλά ξένος προς τις αναζητήσεις του παιδιού του. Τον άφησε στη μοίρα του λοιπόν, κι’ έτσι ήρθε η αποξένωσις ανάμεσά τους, που την εκφράζει έντονα ο Κάφκα στα γράμματά του.







Στο δίπλωμα της νομικής που πήρε ο Κάφκα, και που αναγράφονται όλα τα μαθήματα που παρακολούθησεν, αναγνωρίζομε το ζωηρό του ενδιαφέρον και για ζητήματα της τέχνης και της λογοτεχνίας. 
Παρακολουθούσε σπουδαίους καθηγητές στο αρχαιότερο αυτό γερμανόγλωσσο Πανεπιστήμιο της Πράγας. Ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο του θείου του, πρωτοδοκιμάζει τη βιοπάλη στους δικαστηριακούς διαδρόμους, για να καταλήξη στον πιο εξασφαλισμένο λιμένα μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Ο τομέας που αναλαμβάνει είναι η ασφάλεια εργατικών ατυχημάτων. Βλέπομε στην έκθεσι διάφορες μελέτες του πάνω στο θέμα και τρομάζομε αναδρομικά από την ανία που θα του προκαλούσε. Καθημερινά η απασχόλησις μιας τόσο ευαίσθητης φύσης με τέτοια θέματα. Ο φόβος της επιβιώσεως όμως τον έκανε, φαίνεται, καλό υπάλληλο, αν κρίνομε από τις υψηλές θέσεις στις οποίες προωθήθηκε με την υπαλληλική του ευσυνειδησία. Οι μελέτες του στην ασφαλιστική εταιρεία δείχνουν και μια γερή κριτική του όλου κοινωνικού μηχανισμού. Στα τσέχικα αυτά χειρόγραφα του «ασφαλιστή» Κάφκα βρίσκομε τη θετική βάσι για την παράλογη πλευρά του λογοτεχνικού του έργου.





Στην αρχή του αιώνα τον συναντούμε στον κύκλο της τσεχοεβραϊκής εκείνης ιντελλιγκέντσιας που αποτελούσε την πλευρά της γερμανόγλωσσης λογοτεχνίας της Πράγας. Στο καφενείο «Άρκο» συχνάζουν ο Βέρφελ, ο Μαξ Μπροντ, ο Όσκαρ Μπράουν, ο Ρούντολφ Φουξ, ο Φέλιξ Μπάουμ. Ό,τι εκλεκτότερο έχει να επιδείξη η «Χρυσή πόλις», καύχημα των Τσέχων, εστία σφοδρών εθνικιστικών αγώνων για τους Αψβούργους, κρυφή φιλοδοξία των Γερμανών. 
Τα ντοκουμέντα της εκθέσεως της Βιέννης μάς δίνουν ανάγλυφη την εποχή αυτή της Πράγας του Κάφκα. Οι αμφιβολίες του ότι όλα μπορεί να είναι και ανεπανόρθωτα χαλασμένα μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, τον φέρνουν σ’ επαφή με τους αναρχικούς και τη φιλοσοφία του Εγέλου και του Φίχτε. 
Γνωρίζει, μιλάει, χτυπιέται καθημερινά με μαθηματικούς, με φυσικούς, με φιλοσόφους, με τον ίδιο τον Αϊνστάιν. 

Μέχρι την ημέρα —είμαστε στο 1912— που αισθάνεται κάτι σαν μια ελπίδα να σαλεύη μέσα του. Αρραβωνιάζεται τη Φελίτσια Μπάουερ. Η αρχή του πολέμου τον πετάει και πάλι στην απελπισία. Απαντά με τη νουβέλλα «Σ’ ένα λόχο τιμωρημένων», διαλύει τον αρραβώνα κι’ αρχίζει να εργάζεται στη «Δίκη». Το 1918 κουρνιάζει στο λαρύγγι του κι’ η φυματίωσις. 

Γνωρίζει τότε την Τσέχα δημοσιογράφο Μιλένα Γιέζενσκα. Είναι η γυναίκα της ζωής του, αυτή που θα του κλείση τρυφερά τα μάτια στο σανατόριο κοντά στη Βιέννη, στις 3 Ιουνίου 1924. Τρεις μέρες αργότερα θα του γράψη η Μιλένα και τη νεκρολογία που τυπώθηκε τσέχικα στην εφημερίδα «Ναρόντνι Λίστυ». Είναι κατά τη γνώμη μου το συνταρακτικώτερο ντοκουμέντο της εκθέσεως. 

Γράφει η Μιλένα ανάμεσα σ’ άλλα για τον πεθαμένο φίλο της:


«Τον γνώριζαν λίγοι άνθρωποι, γιατί ήταν μονόλυκος, γεμάτος γνώσεις, τρομαγμένος από τη ζωή. Χρόνια πολλά ήταν άρρωστος από φυματίωσι, και μολονότι προσπαθούσε να τη θεραπεύση, την έθρεψε ωστόσο συνειδητά με τις σκέψεις του. Έλεγε: Όταν η ψυχή και η καρδιά δεν μπορούν πια να κρατήσουν το βάρος, αναλαμβάνει τη μισή επιβάρυνσι ο πνεύμονας, για να υπάρχη κάποια αναλογία στην κατανομή. Η αρρώστια τού είχε προσδώσει μια θαυμαστή ευαισθησία, και του είχε ακονίσει τον διανοητισμό του κατά τρόπο σχεδόν φρικτό. Ήταν ντροπαλός, φοβισμένος, ήπιος και αγαθός — αλλά τα βιβλία που έγραφε ήσαν ανηλεή και προκαλούσαν πόνο.
Έβλεπε τη ζωή γεμάτη αόρατους δαίμονες που αρπάζουν και εξοντώνουν έναν απροστάτευτο άνθρωπο. Ήταν πολύ προφητικός, πολύ σοφός για να μπορέση να ζη, πολύ αδύνατος για να αγωνισθή, αδύνατος όπως οι ευγενικοί, ωραίοι άνθρωποι που δεν ρίχνονται στον αγώνα από φόβο μήπως δεν τους καταλάβουν, μήπως τους φερθούν άφιλα, γιατί φοβούνται τα ψέματα των διανοουμένων και ξέρουν εκ των προτέρων ότι είναι αδύναμοι και νικιούνται τελικά έτσι που να ντροπιάζουν τον νικητή».





«Τον είχε τρομάξει η ζωή». Στη φράσι αυτή βρίσκεται το κλειδί για την κατανόησι της ζωής και του έργου του Κάφκα. Η έκθεσις της Βιέννης με τις φωτογραφίες και τα ντοκουμέντα της μας τόδωσε το κλειδί αυτό στο χέρι.

        ----   ------     -------


*Κείμενο για τον αποβιώσαντα πριν από έναν ακριβώς αιώνα Φραντς ΚάφκαΦραντς Κάφκα, που έφερε την υπογραφή «Π. Πόντιος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 2 Αυγούστου 1964.


Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

''Αντίο κι αποχαιρετισµός''


Μα φυσικά και θα 'φευγε. ∆εν υπήρξε τίποτ' άλλο να κάνει. Η ώρα περνούσε, το ρολόι έτρεχε ακράτητο, και είν' αλήθεια, ο δρόµος που θα 'παιρνε ήταν πολύ µακρύς. 
Η βαλίτσα του ήταν έτοιµη, τα παπούτσια του γυαλισµένα, τα µαλλιά του χτενισµένα. 
Είχε πλύνει προσεχτικά τ' αφτιά του, και το µόνο που του απόµενε ήταν να κατεβεί τις σκάλες, να βγει απ' την εξώπορτα και να πάρει το δρόµο κατά πάνω, προς στο µικρό σταθµό της πόλης, όπου το τραίνο θα σταµατούσε µόνο γι' αυτόν. 
Έπειτα, το Φόξ Χίλλ, αυτή η µικρή πολιτεία του Ιλλινόις, θα χανόταν βαθιά στο παρελθόν του. Και θα συνέχιζε αυτός, ίσως για την Αιόβα, ίσως για το Κάνσας, ίσως ακόµα και για την Καλιφόρνια. Έvα µικρό παιδί, δώδεκα µόλις χρόνων, µ' ένα πιστοποιητικό γεννήσεως στη βαλίτσα του για να δείχνει πως είχε γεννηθεί σαραντατρία χρόνια πριν.

«Γουίλλι!» φώναξε κάποια φωνή από κάτω, απ' τις σκάλες.
«Ναι!» απάντησε αυτός και σήκωσε τη βαλίτσα του. Μές στον καθρέφτη του γραφείου του είδε ένα πρόσωπο καµωµένο από µαγιάτικα σπερδούκλια κι από µήλα απριλιάτικα, κι απ' το ζεστό το γάλα κάποιου καλοκαιριάτικου πρωινού. Κι εκεί, σ' αυτό το πρόσωπο, βρισκόταν όπως πάντα το βλέµµα του αγγέλου και της αθλιότητας, που δε θα άλλαζε ποτέ, όσα χρόνια θα βάσταγε η ζωή του.

«Πέρασε η ώρα!» φώναζε η γυναίκα από κάτω.
«Είµαι έτοιµος!» και κατέβηκε τα σκαλιά, χαµογελώντας. Στο σαλόνι κάθονταν η Άννα και ο Στηβ µε πεντακάθαρα ρούχα.
«Να 'µαι λοιπόν!» φώναξε ο Γουίλλι στην πόρτα του σαλονιού.

Η Άννα κοίταζε σα να 'ταν έτοιµη να κλάψει: «Θεέ µου, δεν είναι δυνατό να µας εγκαταλείψεις Γουίλλι».
«Τα στόµατα του κόσµου...» είπε ήρεµα ο Γουίλλι, «άνοιξαν γι' άλλη µια φορά, 
Έζησα εδώ µαζί σας τρία χρόνια. Μα όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να µιλάνε, ξέρω πως είναι ώρα να φορέσω τα παπούτσια µου και ν' αγοράσω ένα εισιτήριο για το τραίνο».
«Είναι τόσο παράξενα όλα.. ∆εν καταλαβαίνω. Τόσο ξαφνικά!» είπε η Άννα: 
«Γουίλλι, θα µάς λείψεις πολύ».
«Θα σας γράφω κάθε Χριστούγεννα. Βοηθείστε µε! Εσείς να µη µου γράφετε καθόλου».
«Ήταν... ήταν µεγάλη χαρά και ικανοποίηση», είπε ο Στήβ, καθισµένος εκεί, µιλώντας µε δυσκολία: «Είναι κρίµα που έπρεπε να τελειώσει όλο αυτό. Είναι κρίµα που αναγκάστηκες να µας µιλήσεις για τον εαυτό σου. Κρίµα και πάλι κρίµα να µην µπορείς να µείνεις».

«Είστε οι πιο σπουδαίοι γονείς που είχα ποτέ», είπε ο Γουίλλι, τέσσερα πόδια ύψος, µε άτριχα µάγουλα και το φως του ήλιου στο πρόσωπο του.

Έπειτα απ' αυτό η Άννα άφησε το κλάµα της να ξεσπάσει. «Γουίλλι, Γουίλλι». 
Και κάθισε, κι έδειχνε πως ήθελε µ' όλη της την καρδιά να τον κρατήσει, µα που φοβόταν πια να το κάνει. Τον κοίταζε µε σπαραγµό και κατάπληξη, και τα χέρια της άδεια, µην ξέροντας πως να του φερθεί.

«∆εν είναι εύκολο να φύγω», είπε ο Γoυίλλι: «Θα συνηθίσετε. Θέλετε να µείνω. Αλλά δεν ωφελεί. Προσπάθησα να το κάνω µια φορά, όταν οι άνθρωποι είχαν αρχίσει πια να υποψιάζονται. «Ανήκουστο! Φοβερό!» λέγαν οι άνθρωποι: «Κι όλα αυτά τα χρόνια να παίζει µε τ' αθώα παιδιά µας», έλεγαν, «και µεις να µην το µυριστούµε! Φοβερό!» είπαν. 
Και τελικά αναγκάστηκα να φύγω από την πόλη κάποια νύχτα. ∆εν είναι εύκολο. Ξέρετε πολύ καλά πόσο σάς αγαπώ και τους δυό. Σάς ευχαριστώ για τα τρία υπέροχα χρόνια που µου χαρίσατε».
Προχώρησαν όλοι προς την εξώπορτα: «Γουίλλι, πού θα πας;»
«∆εν ξέρω. Όπου µε βγάλει η άκρη. Αρχίζω να ταξιδεύω κι όταν βρίσκω µια πόλη όµορφη και πράσινη, κατεβαίνω».
«Θα ξανάρθεις άραγε ποτέ;»
«Ναι», είπε σοβαρά µε την ψιλή του φωνούλα: 
«Σε είκοσι χρόνια πάνω κάτω, όταν αρχίσει να φαίνεται στο πρόσωπο µου. Όταν γίνει αυτό, θα κάνω µια µεγάλη µεγάλη βόλτα, και θα επισκεφτώ όλες τις µητέρες και τους πατέρες που πέρασαν απ' τη ζωή µου».

Στέκονταν τώρα στη δροσερή καλοκαιρινή βεράντα, ανήµποροι να προφέρουν τα τελευταία λόγια. Ο Στήβ κοίταζε επίµονα την κορυφή µιας λεύκας: «Με πόσους άλλους έµεινες ως τώρα Γουίλλι; Πόσοι σε υιοθέτησαν;»

Ο Γουίλλι υπολόγισε µέσα του, µε φανερή ευδιαθεσία: «Έµεινα θαρρώ σε πέντε πόλεις, κοντά σε πέντε αντρόγυνα, και πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που άρχισα την περιπλάνηση µου».
«Ώστε δεν µπορούµε να σε κρατήσουµε», είπε ο Στήβ: «Ας είναι. Τουλάχιστον είχα κοντά µου ένα για τριανταέξη µήνες. Είναι καλύτερο αυτό, παρά να µην είχα κανένα».
«Και τώρα...» είπε ο Γουίλλι και φίλησε γρήγορα την Άννα.
 Άρπαξε τη βαλίτσα του, και πήρε ν' ανεβαίνει τα δρόµο µέσα στο πράσινο µεσηµεριάτικο φώς, κάτω απ' τα δέντρα, ένα πολύ µικρό παιδί πραγµατικά, που δε γύρισε πίσω του να κοιτάξει, παρά έτρεχε µε βήµα σταθερό.

Έπαιζαν τα παιδιά στο διαµαντένιο πράσινο πάρκο τη στιγµή πού περνούσε ο Γουίλλι. Στάθηκε για λίγο στη σκιά της βελανιδιάς, και τα κοίταζε που πετούσαν ψηλά, µέσα στη χλιαρή καλοκαιρινή ατµόσφαιρα την κάτασπρη σαν από χιόνι µπάλα του µπαίηζ µπώλ, είδε και τη σκιά της µπάλας να πετάει πάνω από το γρασίδι σα µαύρο πουλί, είδε τα χέρια τους ν' ανοίγουν αδηφάγα σα στόµατα για ν' αρπάξουν κείνο το ευκίνητο κοµµάτι καλοκαιριού, που τώρα φάνταζε σαν πράξη σπουδαία να το πιάσεις στα χέρια σου. Οι φωνές των παιδιών χαλούσαν τον κόσµο. Η µπάλα κατέβηκε από ψηλά κι έπεσε πάνω στο γρασίδι, στον Γουίλλι κοντά.

Ξεπρόβαλλε τώρα κάτω απ' τις σκιές των δέντρων κουβαλώντας την µπάλα προς τα µπρος, και συλλογίστηκε τα τελευταία τρία χρόνια που πέρασε εδώ, και συλλογίστηκε τα πέντε πριν απ΄ αυτά, κι όλα τ' άλλα πιο πριν, ως τη χρονιά που ήταν πραγµατικά έντεκα χρονών, και δώδεκα και δεκατέσσερα, κι άκουγε τις φωνές να λένε:
 «Τι συµβαίνει κυρία µου µε τον Γουίλλι;» 
«Κυρία Β., δε µεγαλώνει λοιπόν ο Γουίλλι;«
 «Γουίλλι, βλέπω καπνίζεις πούρα τελευταίως!» 
Οι ήχοι αυτοί έσβηναν µες στο καλοκαιριάτικο φως και το χρώµα. Κι η φωνή της µητέρας του: «Ο Γουίλλι κλείνει σήµερα τα είκοσιένα!» Και χιλιάδες φωνές που έλεγαν: «Να ξανάρθεις γιέ µου. Όταν κλείσεις τα δεκαπέντε, να ξανάρθεις. Ίσως τότε να σου βρούµε και καµιά δουλειά».

Στήλωσε τα µάτια του στην µπάλα που κρατούσε µε τα τρεµάµενα χέρια του, σάµπως να 'ταν η ίδια η ζωή του, µια ατελεύτητη σφαίρα από χρόνια, που γύριζε κι όλο γύριζε κι ολο γύριζε, µα πάντα σχεδόν που οδηγούσε προς τα πίσω, στη µέρα που γιόρταζε τα δώδεκα χρόνια του. Άκουσε τα παιδιά που έρχονταν τρέχοντας προς το µέρος του. 
Ένιωσε ότι του έκρυβαν τον ήλιο, κι ότι µεγάλωσαν στο µεταξύ έτσι που τόνε κύκλωναν απ' όλες τις µεριές.

«Γουίλλι! Πού πας;» και κλωτσούσαν τη βαλίτσα του.

Πόσο ψηλοί του φάνηκαν µπρος στον ήλιο! Τους τελευταίους µήνες, φαίνεται πως ο ήλιος πέρασε ένα χέρι πάνω απ' τα κεφάλια τους, τους έγνεψε, κι ήτανε σα να χύθηκε στο πρόσωπο τους µέταλλο ζεστό. Ήταν χρυσές, ψιλόλιγνες καραµέλες, που τους τραβούσε ψηλά στον ουρανό µια πελώρια έλξη, παιδιά στα δεκατρία, στα δεκατέσσερα, που κοίταζαν από ψηλά τον Γουίλλι, χαµογελώντας, µα που ωστόσο είχαν αρχίσει να τον αγνοούν. Αυτό είχε αρχίσει τέσσερις µήνες πριν.

«∆ιαλέξτε τις πλευρές! Ποιος θέλει τον Γουίλλι;»
«Ά, ο Γουίλλι είναι µικρός. ∆εν παίζουµε µε νιάνιαρα».

Κι έτρεχαν µπρος του, τον άφηναν, τραβηγµένοι απ' το φεγγάρι κι απ' τον ήλιο κι από τις εποχές που άλλαζαν, φύλλα και άνεµος, κι αυτός να 'ναι δώδεκα χρονών, και να µην είναι πια ένας απ' αυτούς. Κι οι άλλες φωνές να ξαναρχίζουν πάνω στο παλιό, φοβερά οικείο, και παγερό ρεφραίν: 
«Στήβ, θα 'κανες καλά να του αρχίσεις βιταµίνες του παιδιού». 
«Άννα, είστε κοντοί λοιπόν στο σόι σας;» 

Κι η παγερή γροθιά να µαλάζει και πάλι την καρδιά σου, και να ξέρει ότι οι ρίζες θα 'πρεπε να ξαναβγούν στο φως έπειτ' από τόσα όµορφα χρόνια µε τους «ανθρώπους».

«Γουίλλι, πού πας;»

Ο Γουίλλι τίναξε το κεφάλι του. Βρέθηκε πάλι κυκλωµένος απ' τα πανύψηλα σαν πύργους παιδιά που συνωστίζονταν γύρω του ρίχνοντας θεόρατη τη σκιά τους, γίγαντες θαρρείς που έσκυβαν να πιουν νερό από κάποια δροσοπηγή.

«Φεύγω για λίγες µέρες... Πηγαίνω να δω ένα ξάδερφο µου...»

«Ά!» Υπήρχε κάποια µέρα, πριν ένα χρόνο, που θα τους ένοιαζε πραγµατικά πάρα πολύ. Μα τώρα, υπήρχε µόνο περιέργεια για τη βαλίτσα του, η γοητεία που ασκούσαν πάνω τους τραίνα και ταξίδια κι απόµακροι τόποι.

«Τι θα λέγατε για ένα διπλό στα γρήγορα;» είπε ο Γουίλλι.
Φάνηκαν αναποφάσιστοι για µια στιγµή, αλλά µετά, µιας και το καλούσε η περίσταση, δέχτηκαν. Τότε, ο Γουίλλι πετούσε τη σάκα του και ξανοιγόταν τρέχοντας στο γρασίδι. 
Η άσπρη µπάλα του µπέηζ µπώλ τιναζότανε στον ήλιο, ψηλά, πέρα απ' τις ηλιοκαµένες κι άσπρες φιγούρες τους, στο µακρινό λιβάδι, και ξανά ψηλά στον ήλιο, χυµώντας µπροστά, όµοια καθώς η ζωή που έρχεται και φεύγει µ' ένα απαρέκκλητο σχέδιο. 
Πότε εδώ, πότε εκεί! 
Ο κύριος και η κυρία Ρόµπερτ Χάνλον, Κρήκ Μπέντ, στα 1932, το πρώτο ζευγάρι, το πρώτο αντρόγυνο, η πρώτη χρονιά! 
Πότε εδώ, πότε εκεί! Χένρυ και Άλις Μπόλτς, Αιόβα, στα 1935! 
Κι η µπάλα του µπέηζ µπώλ να πετάει. Οι Σµίθ, οι Ήτονς, οι Ρόµπινσονς! 1939! 1945! Ο σύζυγος κι η σύζυγος, ο σύζυγος κι η σύζυγος, δίχως παιδιά, δίχως παιδιά, δίχως παιδιά! 
Ένα χτύπηµα σε τούτη την πόρτα, ένα χτύπηµα σε κείνη.
«Με συγχωρείτε. Τ' όνοµα µου είναι Γουίλλιαµ. ∆εν ξέρω αν...»
«Θές ένα σάντουιτς; Πέρασε µέσα, κάθισε. Από που έρχεσαι, παιδί µου;»
Το σάντουιτς, το ψηλό ποτήρι µε το κρύο γάλα, το χαµόγελο, η συγκατάνευση, η άνετη αβίαστη κουβέντα...
«Ταξίδευες παιδί µου; Από που το 'σκασες;»
«∆εν το 'σκασα από πουθενά».
«Μήπως είσαι ορφανό παιδί µου;»
Κι άλλο ποτήρι γάλα.

«Εµείς αγαπούσαµε πάντοτε τα παιδιά. Πάντοτε θέλαµε ένα παιδί. Μα δεν το καταφέραµε ποτέ. Ποτέ δε µάθαµε γιατί. Θα 'ταν από κείνα τα γνωστά... Τι να πεις! Βραδιάζει παιδί µου. ∆ε νοµίζεις πως θα 'πρεπε τώρα να γυρίσεις σπίτι;»
«∆εν έχω σπίτι».
«Ένα παιδί σαν εσένα; Αστειεύεσαι βέβαια. Η µητέρα σου θ' ανησυχεί».
«∆εν έχω σπίτι, ούτε γονείς στον κόσµο... ∆εν ξέρω αν... αν θα µπορούσα να κοιµηθώ εδώ απόψε».
«Τι να σου πω παιδί µου... δεν ξέρω... Ποτέ δε σκεφτήκαµε να...» έλεγε ο σύζυγος.
«Έχουµε κοτόπουλο γι' απόψε», έλεγε η σύζυγος: «Είµαστε τρεις. Μας φτάνει και µας περισσεύει...»


Και τα χρόνια να κυλούν, να πετούν και να φεύγουν, οι φωνές, τα πρόσωπα, κι οι άνθρωποι, κι η ίδια πάντα πρώτη συνοµιλία. 
Η φωνή της Έµιλυ Ρόµπινσον, καθιστή καθώς ήταν στην κουνιστή πολυθρόνα της, στο σκοτάδι της καλοκαιριάτικης νύχτας, την τελευταία εκείνη νύχτα που έµενε µαζί της, τη νύχτα που ανακάλυψε το µυστικό του, που του είπε:
«Κοιτάζω τα προσωπάκια των παιδιών και συλλογιέµαι. Κι ορισµένες φορές σκέφτοµαι, τι ντροπή, τι θλίψη να κοπούν κάποια µέρα όλ' αυτά τα λουλούδια, να σβήσουν κάποια στιγµή όλες αυτές οι ζωηρές φωτιές. Τι ντροπή όλ' αυτά τα παιδιά που βλέπεις στο σχολείο, που τα βλέπεις να τρέχουν στους δρόµους, τι ντροπή να πρέπει να ψηλώνουν και ν' ασκηµαίνουν, να γεµίζουν ρυτίδες και ν' ασπρίζουν ή να φαλακραίνουν και, τέλος, να µην αποµένει απ' αυτά τίποτ' άλλο από 'να σακί γεµάτο κόκαλα, µια ανάσα ασθµατική, και να πεθαίνουν και να θάβονται. Όταν τ' ακούω να γελούν, δεν µπορώ να πιστέψω ότι θ' ακολουθήσουν ποτέ τον ίδιο δρόµο µε µένα, ότι θα φτάσουν εδώ που είµαι εγώ. Κι ωστόσο, α υτ ό το δρόµο ακολουθούν! 
Θυµάµαι πάντα το ποίηµα του Γουέρντσγουερθ: 
«Οταν δια µιας είδα ένα πλήθος, Ένα πλήθος από χρυσούς άσφόδελους, Πλάι στη λίµνη, κάτω απ' τα δέντρα, Να φτερουγίζουν και να χορεύουν κάτω απ' τα δέντρα»

Να τι σκέφτοµαι για τα παιδιά, όσο σκληρά κι αν είναι καµιά φορά, όσο πρόστυχα όπως ξέρω πως µπορεί να 'ναι, µα που δε δείχνουν ακόµα την προστυχιά γύρω απ' τα µάτια τους, 
ή   µ έ σ α στα µάτια τους, που δεν τα 'χει ακόµα κυριέψει η κούραση. 
Είναι τόσο παράφορα για τα καθετί, τόσο ζωηρά! 
Αυτό είναι που δε βρίσκω στους ηλικιωµένους, η παραφορά, η ζωηράδα πού στέρεψε, η δροσιά που χάθηκε, κι απόµεινε η ζωή τους ένα ξεραµένο ρυάκι. Μ' αρέσει κάθε µέρα να κοιτάζω το σχολείο που σχολάει. Είναι σάµπως να πετάει κανείς έξω στο δρόµο ένα µπουκέτο λουλούδια. Τι νιώθεις άραγε Γουίλλι; Τι νιώθεις που θα µείνεις παιδί σ' όλη σου τη ζωή, για πάντα; Πού θα µοιάζεις µ' ασηµένιο φύλλο, µε δυόσµο; Είσαι άραγε ευτυχισµένος; Είσαι τόσο ευτυχισµένος όσο δείχνεις;»

Η µπάλα ήρθε σφυρίζοντας από το γαλάζιο ουρανό, χτύπησε το χέρι του σαν ένα µεγάλο κίτρινο έντοµο. Την έκλεισε στην αγκαλιά του σα να 'θελε να τη νανουρίσει, κι άκουσε τη µνήµη του να λέει:
«∆ούλεψα µ' ό,τι µπορούσα. Όταν πέθαναν οι δικοί µου, και ανακάλυψα πως δε θα µπορούσα πουθενά να βρω δουλειά σα µεγάλος, άρχισα να γυρνώ στα πανηγύρια. Ζητούσα δουλειά σε καρναβάλια, µα εκείνοι γελούσαν. "Παιδί µου", έλεγαν, "εσύ δεν είσαι νάνος. Ακόµα κι αν είσαι πάντως, µοιάζεις µε µικρό παιδί! Εµείς ζητάµε νάνους που να 'χουν το πρόσωπο του νάνου. Λυπάµαι, παιδί µου, λυπάµαι". 
Έτσι, έφυγα απ' το σπίτι και ξεκίνησα: τι ήµουν; Ήµουν ένα παιδί. Έµοιαζα µε παιδί, µιλούσα σαν παιδί. Μπορούσα λοιπόν να συνεχίσω να είµαι. Ήταν ανώφελο να το καταπολεµήσω. Ήταν ανώφελο να κλαίω και να χτυπιέµαι. Μα τι µπορούσα να κάνω; Ποια δουλειά να βρώ; Που θα µε δέχονταν; 
Κι όταν µια µέρα είδα κείνο τον άνθρωπο στο εστιατόριο να κοιτάζει τις φωτογραφίες που του 'δειχνε κάποιος άλλος τις φωτογραφίες των παιδιών του, "Μακάρι να 'χα κι εγώ παιδιά", είχε πει. "Μακάρι να 'χα παιδιά". Και κουνούσε διαρκώς το κεφάλι του. Εγώ καθόµουν λίγο πιο εκεί, τρώγοντας ένα λουκάνικο. Κι άξαφνα πάγωσα! Από κείνη ακριβώς τη στιγµή κατάλαβα τι θα 'ταν από δω και πέρα η ζωή µου. Επιτέλους, είχα βρει δουλειά. Υπήρχε δουλειά και για µένα. 

Θα έκανα ευτυχισµένους ανθρώπους µοναχικούς, ανθρώπους έρηµους.
 Θα µουνα διαρκώς απασχοληµένος. Θα το 'ριχνα στο παιχνίδι. Παιχνίδι διαρκώς, παιχνίδι για πάντα. Το 'ξερα. Έπρεπε πάντα να παίζω. Και πότε πότε να πηγαίνω σε θελήµατα. Μπορεί καµιά φορά να χρειαζόταν να κλαδέψω κανένα περιβόλι. ∆εν ήταν δύσκολη δουλειά. Κάθε άλλο. Όλο κι όλο που θα 'χα να κάνω, ήταν να γίνω κάποιας µητέρας γιος, η περηφάνια κάποιου πατέρα. Στράφηκα προς τον άνθρωπο που 'χε µιλήσει πιο πριν. «Συγνώµη», είπα. Και του χαµογέλασα...

«Μα Γουίλλι», του 'χε πει παλιά, πολύ παλιά, η κυρία Έµιλυ, «δεν ένιωσες ποτέ µονάχος;
∆ε λαχτάρησες ποτέ πράγµατα που λαχταρούν οι µεγάλοι;»
«Αυτό το καταπολέµησα µοναχός µου», είπε ο Γουίλλι. 
«Είµαι παιδί, ένα µικρό παιδί. Αυτό είπα στον εαυτό µου. Θα πρέπει να ζώ στον κόσµο που ζει κι ένα παιδί, θα πρέπει να διαβάζω παιδικά βιβλία, να παίζω παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά, ν' αποκοπώ απ' οτιδήποτε άλλο. ∆εν µπορώ να 'µαι και τα δυο. Άρχισα να 'µαι ένα µονάχα πράγµα: νέος! Παιδί! Κι έπαιξα µ' αυτό τον τρόπο. Ω, δεν ήταν εύκολο. Υπήρχαν φορές που...»

Μα δε συνέχισε. Βυθίστηκε στη σιωπή.

«Κι η οικογένεια που σε έπαιρνε κοντά της; ∆ε µάθαινε ποτέ;»
«Όχι. Αν τους το 'λεγα θα καταστρέφονταν όλα. Τους έλεγα πως είµαι ένας δραπέτης. Τους άφηνα να ελέγξουν κάθε επίσηµη πληροφορία, ν' απευθύνονται στην αστυνοµία. Έπειτα, µιας και δεν ήµουν καταχωρηµένος πουθενά, τους έβαζα την ιδέα να µε υιοθετήσουν. Κι αυτό ήταν το καλύτερο, αρκεί µονάχα να µην το µάντευαν ποτέ. Μα έπειτα, έπειτα από τρία, πέντε χρόνια, το µάντευαν. Όλο και κάποιος ταξιδιώτης θα περνούσε. Ταξιδιώτης η... κάποιος που θα µ' είχε δει στα καρναβάλια. Τέλειωναν όλα τότε. Έπρεπε πάντα να τελειώνουν».

«Αραγε είσαι ευτυχισµένος; Νιώθεις καµιά χαρά που έµεινες παιδί σαράντα τόσα χρόνια;»
«Αυτά έχει η ζωή. Έτσι δε λένε; Κι όταν κάνεις ευτυχισµένους άλλους ανθρώπους, τότε είσαι κι εσύ σχεδόν ευτυχισµένος. Αυτή τη δουλειά έπρεπε να κάνω και την κάνω. 
Πάντως, σε λίγα χρόνια, θα µπω στο δεύτερο στάδιο της παιδικής µου ηλικίας. Όλοι οι πυρετοί θα µε αφήσουν, κι όλα εκείνα που δεν κατόρθωσα να πραγµατοποιήσω. Τα πιο πολλά µου όνειρα... Ίσως τότε να µπορέσω να ξεκουραστώ και να παίξω το ρόλο ως το τέλος».

Έριξε την µπάλα για τελευταία φορά και βγήκε απ' την ονειροπόληση. 
Έπειτα έτρεξε να πάρει τη βαλίτσα του. Τόµ, Μπίλ, Τζαίηµυ, Μπόµπ, Σάµ... µουρµούριζαν τα χείλη του τα ονόµατα τους. Και κείνα στέκονταν αµήχανα και τον κοιτούσαν καθώς τους έσφιγγε τα χέρια,

«Τι είν' αυτά Γουίλλι; Στο κάτω κάτω δε φεύγεις για την Κίνα η το Τιµπουκτού. Έτσι δεν είναι;»
«Έτσι δεν είναι;» Ο Γουίλλι δε σάλευε.
«Άντε λοιπόν. Θα σε δούµε την άλλη βδοµάδα!»
«Αντίο...»


Και πήρε το δρόµο ακόµα µια φορά, κρατώντας τη βαλίτσα του στο χέρι, κοιτάζοντας τα δέντρα, κι έφευγε, αφήνοντας πίσω του εκείνα τα παιδιά κι εκείνο το δρόµο όπου είχε ζήσει, και καθώς έστριβε σε µια γωνιά άκουσε το τραίνο να σφυρίζει. 
Έτρεξε κατά κει.
Το τελευταίο πράγµα που είδε και άκουσε ήταν µια άσπρη µπάλα που τιναζόταν ψηλά, στο ύψος της στέγης, και ξαναγύριζε, πίσω µπρος, πίσω και µπρος, και δυο φωνές που χαλούσαν τον κόσµο καθώς η µπάλα τιναζόταν πότε ψηλά, πότε στα πλάγια, πότε µπροστά για να χυθεί στον ουρανό, κι ήταν σα δυό φωνές πουλιών που πετούσαν και χάνονταν στο µακρινό νότο.

Ξηµέρωνε. 
Η γεύση της οµίχλης, η µυρωδιά του κρύου σίδερου µε τη χαλύβδινη οσµή που γέµιζε το τραίνο, µια νύχτα ολόκληρη να ταξιδεύει και το κορµί του να τραντάζεται, και τα κόκαλα του να πονούν, κι η γεύση του ήλιου πέρα απ' τον ορίζοντα, τον ξύπνησαν, κι είδε από ψηλά τη θέα µιας µικροσκοπικής πολιτείας πού σηκωνόταν κείνη την ώρα απ' τον ύπνο. Φώτα που πλησίαζαν, φωνές ψιθυριστές που µιλούσαν, κι ένα κόκκινο σινιάλο που κουνιότανε πίσω µπρος, πίσω µπρος µέσα στην παγερή ατµόσφαιρα. Υπήρχε εκείνη η σιγή του ύπνου όπου οι ήχοι αποκτούν µια διαύγεια και αναδύονται γυµνοί, µοναχικοί και σκληροί. Ένας χαµάλης περνούσε εκεί κοντά, µια σκιά µες στις σκιές.
«Κύριε!» είπε ο Γουίλλι.
Ο χαµάλης κοντοστάθηκε.
«Ποια πόλη είν' αυτή;» ψιθύρισε το παιδί στο σκοτάδι.
«Η Βάλλεϋβιλ».
«Πόσους κατοίκους έχει;»
«∆έκα χιλιάδες. Γιατί ρωτάς; Εδώ θα κατεβείς;»
«Φαντάζει πράσινη...» είπε ο Γουίλλι και κοίταξε έξω την πόλη, στο κρύο πρωινό, ώρα πολλή: «Φαντάζει όµορφη και ήσυχη», είπε τέλος.
«Παιδί µου», είπε ο χαµάλης, «ξέρεις π ο υ   πάς;»
«Εδώ ερχόµουν...» είπε ο Γουίλλι, και σηκώθηκε ήσυχα µέσα στο ήρεµο και παγερό πρωινό που µύριζε σίδερο, µέσα στη σκοτεινιά του τραίνου, µ' ένα ανεπαίσθητο θρόισµα.
«Ελπίζω να ξέρεις τι σου γίνεται», είπε ο χαµάλης.
«Μάλιστα κύριε», είπε ο Γουίλλι: «Ξέρω τι µου γίνεται». 

Και κατέβηκε. Χώθηκε στη σκοτεινή πλευρά της αίθουσας, διέσχισε το διάδροµο και βγήκε στο παγερό ξηµέρωµα που ήταν τυλιγµένο σε µιαν αχλύ  από καπνό και ατµό. Πίσω του, ερχόταν ο χαµάλης κουβαλώντας τη βαλίτσα του. Στάθηκε. Κοίταξε πρώτα το χαµάλη, κι έπειτα το µαύρο, χαλύβδινο περίγραµµα του τραίνου στα λιγοστά άστρα που απόµεναν.
Το τραίνο έβγαλε ένα τεράστιο βρυχηθµό, σα θρήνο.
Οι χαµάληδες φώναζαν σ' όλο το µήκος της γραµµής, τα βαγόνια ξεκόλλησαν, κι ο δικός του χαµάλης έσκυβε και χαµογελούσε στο παιδί, σε κείνο το µικρό αγόρι, το µικρό αγόρι εκεί κάτω µε τη µεγάλη βαλίτσα, που του φώναζε ακριβώς τη στιγµή που ξανασφύριζε το τραίνο.
«Τι;» φώναζε ο χαµάλης, κι έκανε χωνί το χέρι του στο αφτί του.
«Θέλω να µου ευχηθείς καλή τύχη!» φώναζε ο Γουίλλι.
«Την καλύτερη παιδί µου», φώναζε κι ο χαµάλης σκύβοντας, κι όλο χαµογελώντας: «Την καλύτερη αγόρι µου!»
«Ευχαριστώ!» είπε ο Γουίλλι µες στον τεράστιο σαµατά  του τραίνου, µες στον ατµό και το θόρυβο.

Κοίταζε το τραίνο ως τη στιγµή που χάθηκε τελείως απ' τα µάτια του. ∆ε σάλεψε καθόλου όσην ώρα κυλούσε τα βαγόνια του για να βγει απ' το σταθµό. Στεκόταν ήσυχο, ένα µικρό δωδεκάχρονο παιδί, πάνω στην παλιά ξύλινη αποβάθρα, και µόνο έπειτα από τρία ολόκληρα λεπτά στράφηκε επιτέλους για ν' αντικρίσει τους άδειους δρόµους από κάτω.

Τότε, κι eνώ ξεπρόβαλλε ο ήλιος, άρχισε να περπατάει γρήγορα, προς την καινούργια πόλη, πολύ γρήγορα σα να 'θελε να ζεσταθεί.


Ρέι Μπράντμπερι 1920-2012




RAY BRADBURY
To ∆ του ∆ιαστήµατος
Τίτλος πρωτοτύπου: S is for Space
Μετάφραση από τα αγγλικά:  ΦΩΝΤΑΣ ΚΟΝ∆ΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΑντιΚοσµοι 

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Τίποτα δεν ξέρεις


(Thomas Bernhard, 1931-1989)



Τίποτα δεν ξέρεις, αδελφέ μου, για τη νύχτα,
τίποτα γι' αυτόν τον πόνο που μ' έχει εξαντλήσει,
όπως κι η ποίηση που κουβαλούσε την ψυχή μου,
τίποτα για τ' απογεύματα, για τους αμέτρητους καθρέφτες,
που θα με πετάξουνε στην άβυσσο.

Τίποτα δεν ξέρεις, αδελφέ μου, για τη νύχτα,
που έπρεπε να διασχίσω σαν να 'ταν ποταμός,
με ψυχές από πολύ καιρό θαλασσοπνιγμένες,
και δεν ξέρεις τίποτα για τα μαγικά τα λόγια,
που μου έδειξε ανάμεσα στα ξερόκλαδα η σελήνη,
σαν φρούτο ανοιξιάτικο.

Τίποτα δεν ξέρεις, αδελφέ μου, για τη νύχτα,
που μ' έσυρε στον τάφο του πατέρα,
που μ' έσυρε μέσα σε δάση πιο μεγάλα από τη γη,
που μ' έμαθε να βλέπω τη δύση, την ανατολή
στ' άγνωστα σκοτάδια της κάθε μέρας.

Τίποτα δεν ξέρεις, αδελφέ μου, για τη νύχτα,
για την ταραχή που ξύνει τους σοβάδες,
τίποτα για τον Σαίξπηρ και το στιλπνό κρανίο,
που σαν πέτρα σκονισμένη
κατρακύλησε με χάχανα στις άσπρες παραλίες
μέσα από πολέμους και σαπίλα.


Τίποτα δεν ξέρεις, αδελφέ μου, για τη νύχτα,
γιατί ο ύπνος σου διέτρεξε τα κατάκοπα κλαδιά
αυτού του φθινοπώρου, τον άνεμο που έπλυνε τα πόδια σου σαν χιόνι.  




Τόμας Μπέρνχαρντ

μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης






περισσότερες πληροφορίες εδώ 

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

"...και Ιουλιέτα " από τον Άκη Δήμου






Κι αν ο έρωτας είναι ο έρωτας που χάθηκε, 

πώς θα βρούµε τον έρωτα; 

Αντόνιο Πόρτσια, Φωνές, µτφ. Ε.Χ.Γονατάς. 







( Μια γυναίκα. Εσωτερικό παλιάς κατοικίας. 
Νύχτα καλοκαιριού)





∆εν θα σηκωθώ, συγχωρήστε µε. Έχω ξεχάσει πώς είναι να υποδέχεσαι κάποιον. Τις κινήσεις που κάνει, τα λόγια που λέει κανείς σε µια τέτοια περίπτωση. Οι επισκέψεις έχουν χάσει πια κάθε ενδιαφέρον για µένα. Μου θυμίζουν, απλώς, πως είμαι μόνη για μιαν ακόμα  νύχτα. ∆εν περιµένω τίποτα απ’ τους άλλους. ∆ική τους πλάνη αν αυτοί ακόµα προσδοκούν κάτι από µένα. Μην το πάρετε προσωπικά αυτό, σας παρακαλώ. Μόνο έτσι µπορώ να σας φερθώ: σα να µην είστε εσείς εδώ. Ή σα να είστε – πράγµα που, βέβαια, για µένα είναι το ίδιο. (παύση)
 Με θεωρείτε αγενή; Στριφνή; Ιδιόρρυθµη; Ω, δε µε νοιάζει, σας βεβαιώ καθόλου δε με νοιάζει. ∆εν έχω πλέον περηφάνια για να πληγωθεί από τις κρίσεις σας, δεν έχω πρόσωπο που να επιθυµώ να το διατηρήσω µακριά απ’ τη σκιά µιας κακής εντύπωσης. Αυτά ταιριάζουν σε γυναίκες µαθηµένες να ζουν µέσα στον κόσµο. Με σύζυγο, παιδιά και συγγενείς…µε φίλους, θαυµαστές και εραστές ακόµα, γιατί όχι; Στις γυναίκες που αξιώθηκαν το μεγαλείο της μετριότητας, τα εύσημα της τάξης και της νοικοκυροσύνης, που είπαν παλάτι το φτηνό κατάλυμα της παχύσαρκης ζωής τους κι είναι οι κουτές φιλοφρονήσεις του περίγυρου το αλάτι που νοστιμίζει την περιττή τους ύπαρξη. Για µια γυναίκα όμως που ζει αντίθετα απ’ αυτά, ποια σημασία μπορούν να έχουν τα επίθετα ενός ξένου; Προστατέψτε λοιπόν, τον εαυτό σας από την περιφρόνησή µου και µην παρασυρθείτε σε χαρακτηρισμούς. Κρατήστε τα συμπεράσματά σας για σας. Αλλιώς, µόνο να µε κάνετε να ευθυμήσω θα καταφέρετε, χωρίς, ωστόσο, να µε δείτε να γελώ. Πάει καιρός που ξέμαθα το γέλιο. 



∆εν κάνει μια περίεργη ζέστη απόψε; Σα να διαλύεται ο αέρας, σα να λιώνει. Κι αυτή η θαμπή μυρωδιά εδώ γύρω…Αν φέρατε λουλούδια, αφήστε τα κάπου δίπλα σας. Και να τα πάρετε μαζί σας φεύγοντας. Θα πρέπει να μη με ξέρετε καθόλου αν ήρθατε ως εδώ μ΄ ένα μπουκέτο δροσερά κυκλάμινα. Με απωθεί κάθε αβρή χειρονομία. Κάθε διάθεση φιλοφρονητική εκ μέρους κάποιου µε αφήνει το ίδιο αδιάφορη όσο η αλλαγή των εποχών στον έξω κόσμο. Ένα χέρι που κρατά µια ανθοδέσµη και µου την προτείνει, µου φαίνεται σα να περιγελά το ισόβιο πένθος µου. Εκτός εάν πρόκειται για τα φρέσκα εκείνα βλαστάρια που προορίζονται να στολίζουν τους Επιτάφιους. Και αν µου τα προσφέρετε σεμνά, υπονοώντας πως ταιριάζουν ιδανικά στον στοργικό µου τάφο. Αν είναι έτσι, µπορείτε να τα τοποθετήσετε εσείς στο µέρος που νοµίζετε κατάλληλο. Κι αφήστε εκεί για να σαπίσουν.
Εδώ αρχίζουν τα βουνά. Πίσω απ’ τ’ αμπέλια που παγώνουν στο κελάρι. Είναι φορές που νοιώθω να μη µε κρατούν τα βήματά µου, πνιγμένα καθώς είναι στο κρασί, κάθε που κατεβαίνω εκεί κάτω κι επιστρέφω ύστερα εδώ µ’ ένα καινούργιο μπουκάλι κάτω απ’ τη μασχάλη µου…Συνήθισα να πίνω. Πιο λίγο στην αρχή, µε τον καιρό όλο και πιο συχνά γεμίζω το ποτήρι µου. Μ’ αρέσει το κρασί…το χρώµα, η µυρωδιά του, οι εικόνες πάνω στο γυαλί που σµίγουν µε τα µάτια µου – τόσο πολύ σ’ άλλους καιρούς αφοσιωµένα µόνο σε µια εικόνα. Μεθάω όλο και πιο δύσκολα, εύκολα όµως ακόµα ξεγελιέµαι. Ακούω µακρινές φωνές, ποδοβολητά αλόγων, ακούω τους δρόµους ν’ αγκαλιάζουν άλλους δρόµους…βήµατα ταξιδεύουν ως εδώ, περνάνε µέσα από τα δάση, διασχίζουνε τον κέδρο και τον έβενο, παραµερίζουνε τους βάτους και τ’ αγκάθια…Στέκονται στην εξώθυρα, σωπαίνουν, ακούγεται µονάχα ο τριγµός της πέτρας καθώς λιώνει κάτω από τη µπότα τους. Για µια στιγµή σα ν’ αλλάζει η ζωή µου, σα να πετάω µε ορµή, να ξανανιώνω, καινούργιους φίλους βάζω µε το νου µου, µια αµαρτία διπλωµένη µπρος στην πόρτα µου περιµένει να ενδώσω. (παύση) 

Ύστερα τίποτα. Σιωπή. 


Ξαναγυρνά το σπίτι στα θεμέλια…σαν ηττημένο, τόσο πολύ που πόθησε να φύγει. (μικρή παύση) Τι φανταστήκατε; Το χάος είναι εύκολο. Μια φρέσκια μονοκοντυλιά κρατάει δεμένους τους τοίχους, σβησμένη η κάθε πόρτα, η στέγη διάπλατα ανοιχτή…(παύση) Ό,τι έμεινε δικό µου πια δε βλέπεται. Το χάλασαν τα τρωκτικά µας χάδια. Από τότε, τίποτα δεν είναι ικανό να µε προστατέψει.
Κρυώνουν τα πόδια µου. Θα βάλω τις παντόφλες µου, σας πειράζει; Να θυμηθώ μονάχα πού τις έχω. Και πού πρέπει να πατήσω μετά για να ξαναγυρίσω εδώ. Έχω ξεχάσει να κινούμαι μες στο σπίτι. Εκτός απ’ αυτή τη φιλική γωνιά, το υπόλοιπο µου φαίνεται ξένο, σαν άλλοι να το κατοικούν κι εγώ να τους παραστέκω παρατηρώντας σιωπηλή τις κινήσεις τους.(παύση)
Είναι φορές που θέλω όσο τίποτ’ άλλο να περπατήσω τα δωµάτια όπως άλλοτε. Θέλω να προλάβω πριν τη νύχτα, την ώρα εκείνη που µαραίνεται το φως στη βεράντα, την ωραιότερη ώρα της ηµέρας. Θέλω να ξαναδώ τα έπιπλα ν’ αχνίζουνε στο πέρασμά µου, ν’ ακούσω το θρόισµα µιας κουρτίνας, το πάτωµα να τρίζει απ’ τη χαρά του, τη σονατίνα μιας γυάλινης φρουτιέρας, τον ψίθυρο του βραστήρα στην κουζίνα…Όπως τότε: έμενα ώρες κλεισμένη στο σπίτι µα δε µ’ ένοιαζε. Μια περιπέτεια κάθε µου σεργιάνι, µια εκδροµή µ’ απρόοπτα συμβάντα. Ποτέ δεν ήξερα τι κρύβεται και πού κι ας είχα χίλιες φορές τις κάµαρες γυρίσει – προνόμιο των κοριτσιών η άγνοια άλλοτε.(παύση)
Να ξέρατε πώς έχω επιθυµήσει αυτό το σπίτι, πόσο τρελά νοσταλγώ τη συντροφιά του, τους ίσκιους στα παράθυρα, τις ανταύγειες της λάµπας στα ταβάνια.(παύση) «Αγόρασα ένα σπίτι της αγάπης / µα δεν το κατέχω / µ’ αγόρασαν µα δε µε χαίρεται ο αγοραστής µου». (παύση)
Κάποτε, λέω στον εαυτό µου, πρέπει πια να σηκωθείς. Να ξαναπάς να δεις και να μυρίσεις. Μα αισθάνομαι αριά, ανίκανη και για την παραμικρή μετακίνηση. Μένω, λοιπόν, εδώ, σ’ αυτά τα λίγα τετραγωνικά που μπορώ ακόµα και ορίζω. Κι όλα τ’ ανακαλύπτω εδώ γύρω, εδώ τα φέρνω. Φαντάζοµαι πως ανεβοκατεβαίνω τη σκάλα, επινοώ καινούργια παιχνίδια κάτω απ’ τις καμάρες των διαδρόµων, η πολυθρόνα µου αυτή γίνεται δέκα διαφορετικές καρέκλες, εννιά πρόσωπα στρέφονται ευγενικά προς το µέρος µου, σηκώνονται, µε περιµένουν να καθίσω, ν’ αρχίσει πια εκείνο το δείπνο που χρόνια πριν σταµάτησε στη µέση. (παύση) Ξαπλώνω το κεφάλι µου στη ράχη της µπερζέρας κι ονειρεύοµαι…Ένα δεντράκι φυτρώνει µέσα απ’ τα µωσαϊκά. Το αγκαλιάζω, το φιλώ βαθιά στο στόµα, τα χείλη µου τα καίνε οι χυµοί του, πιάνω βελόνα και κλωστή να του ράψω ένα φράχτη κι ύστερα χίλια δυο πουλιά µες στα κλαδιά του. Ξυπνώ κάθε πρωί κάτω απ’ τον ίσκιο του, τρέµοντας ελαφρά, σαν από τον παλιό µου εκείνον έρωτα. 

Ελάτε κοντά µου, εδώ, πάνω απ’ τον ώµο µου…Κοιτάξτε µε προσοχή. Τα βλέπετε τα περιβόλια; Άδεια, το χώµα τους στεγνό, κίτρινο σαν το σάλιο των εντόµων. Βλέπετε στην άκρη τους τη βροχή που παραµονεύει; Ακίνητη γριά, κοκαλωµένη. Σφύριγµα κεραυνού έχει ν’ ακούσει χρόνια…Μη στέκεστε έτσι! Φύγετε από κει! 
Κανείς δεν ξέρει πότε θα χτυπήσει ο Θεός. 
........


Ήτανε κάποτε εκεί µια καρυδιά. Όµορφο δέντρο, ζωηρό, παρηγοριά µου. Κάθε που εκείνος έφευγε, έτρεχα να κρυφτώ µες στακλαδιά της. Έστρωνε τη σκιά της να καθίσω. Τα φύλλα της µου κάνανε χαρές. Άλλον ήλιο απ’ τα µάτια του δεν άφηναν να µε πιάσει. Ερχότανε πουλιά περαστικά, µε κοίταζαν στα µάτια µ’ εµπιστοσύνη, σα να µε πιστεύανε. Νόµιζα θα κρατήσει χρόνια εκείνο το κελάηδισµα. Έσκαβα µε τα δάχτυλα το χώµα, έβρισκα βαθιά τις φρέσκες ρίζες του δέντρου και του µιλούσα. Όσα κρατούσα κλειδωµένα στο στόµα µου κάθε που µ’ έπαιρνε στην αγκαλιά του, τα ψιθύριζα εκεί κι όταν συναντιόµαστε ξανά, ήξερα ότι όλα τα είχε ακούσει. ∆εν ξαφνιαζόµουν καθόλου που µου έφερνε µια απάντηση σε µια ερώτηση που ποτέ δεν του πήγα. 

................







Αυτό είναι έρωτας: να προλαβαίνεις τα λόγια. Λέξη καµία να µην αφήνεις να λερώσει τα χείλη σου κι όλα ν’ ακούγονται γλυκά σα µιληµένα.(παύση) Μόνο µ’ εκείνον ξέχναγα όλες µου τις λέξεις: τα πορφυρά επίθετα, τα σαρκοβόρα ρήµατα, τους συναινετικούς συνδέσµους, τα βλοσυρά επιρρήµατα…Μακριά απ’ την κυριαρχία της γλώσσας πόσο γλυκά ανάδευε το σώµα µου! 
Πόσο καθαρά άκουγα το κελάρυσµα του 
αίµατός µου, η ανάσα µου πώς λίκνιζε τον κόσµο!(µικρή παύση)Εσείς θα πρέπει να µιλάτε όµορφα. Φαίνεστε έξυπνος πολύ…και µορφωµένος. Στοιχηµατίζω πως θα χαίρεται κανείς να σας ακούει. Και τι ωραία που θα είναι ραµµένη η σκέψη στην κουβέντα σας! Τι ταιριαστά, µε πόση χάρη κι ευγλωττία θα υπερασπίζεστε τη ζωή σας από τους κακόβουλους συνοµιλητές, απ’ τους ανέντιµους συµπαίχτες σας!
...........

Ερωτευτήκατε, άραγε, ποτέ;…
Γνωρίζατε, αλήθεια, τον Ρωµαίο; 

..................


Γυρίστε λίγο να σας δω. Κοιτάξτε µε κι εσείς. Όσο σας µιλώ τόσο αισθάνοµαι να κερδίζετε την εµπιστοσύνη µου. Ω, ελάτε λοιπόν, µην κοκκινίζετε!...
Μπορείτε να καπνίσετε, αν θέλετε. Είναι ευεργετικό ένα τσιγάρο όταν δεν έχει κανείς άλλον τρόπο να νικήσει µια πάνοπλη στιγµή, καλή, κακή, δεν έχει σηµασία. (µικρή παύση) Συνήθως αφήνω το πορτάκι της αυλής ανοιχτό αλλά κανείς δεν έρχεται. Ίσως να φταίει που γνωρίζουν όλοι πόσο πολύ αντιπαθώ τις επισκέψεις, ίσως πάλι να έπαψε ο κόσµος να µε βρίσκει ενδιαφέρουσα. Έτσι κι αλλιώς, τι θα µπορούσε να ωφεληθεί κανείς από µένα; 
Μόνο µια µνήµη αίµατος µπορώ ν’ ανακαλέσω, υπάρχει όµως κανείς που να θέλει να θυµάται κάτι τέτοιο; ................

Πάντοτε έρηµη η αυλή µου εδώ και χρόνια. Απάτητη. Μόνο ένα αυλάκι τόσο δα κυλάει κουρασµένο, κόκκινο και λεπτό σαν την κλωστή του αίµατος στον κρόταφο ενός άντρα δολοφονηµένου απ’ το ίδιο το ευγενικό του χέρι. 
Γι’ αυτό το αίµα σας µιλούσα προ ολίγου…
Όχι, όχι, δεν ήθελε κακό, µονάχα ν’ αποδείξει πόσο βαθιά και τελεσίδικη µπορεί να είναι µια βιαστική, τυχαία χειραψία, ένα άγγιγµα φευγαλέο στο µέσα µέρος της παλάµης κι ύστερα το φιλί, εκεί, στην κόψη του λαιµού, στο στήθος ή στον ώµο. 

(µεγάλη παύση) 





Αναρωτηθήκατε άραγε ποτέ τι ακριβώς ερωτευόµαστε σ’ έναν άλλο άνθρωπο; 
Σας έχει απασχολήσει αυτό το αίνιγµα; 
Τι είναι εκείνο πάνω του που συνεγείρει τις στρατιές των εφησυχασµένων µας αισθήσεων και µας ρίχνει άοπλους σε µια µάχη εκ των προτέρων χαµένη; Σε ποιο σηµείο βρίσκεται η δύναµη του άλλου, εκείνη η δύναµη που µας ωθεί ολόγυµνους στο ναρκοπέδιο µιας άγνωστης ως χθες 
αγκαλιάς; Εµπρός, λοιπόν, στραφείτε µε προσοχή στο παρελθόν σας και προσπαθήστε να θυµηθείτε, αν, βέβαια, έχετε µια τέτοια άξια ανάµνηση: τι σχήµα είχε το στιλέτο που σας πλήγωσε κάποτε θανάσιµα; 
Ήταν υγρό σαν ένα βλέµµα θαλασσί, στέρεο σαν περπάτηµα ή αέρινο, όπως το σχήµα των χεριών που κλείνουν σ’ ένα χάδι βαθύ ως µέσα στις ρίζες;…

Ματαιοπονείτε. Ποτέ σας δεν θα βρείτε µιαν απάντηση. Όποιος προσπάθησε να εξηγήσει τον έρωτα δεν υπήρξε ποτέ του ερωτευµένος. Μόνο µια εκκωφαντική σιωπή ταιριάζει στην απόλυτη φύση ενός τέτοιου δώρου. Μια σιωπή σπαρµένη µε τ’ ανείπωτα του σύµπαντος που ανθίζουν µόνο µια στιγµή: όσο κρατάει ένα σµίξιµο ιδρωµένο. 

Θυµάµαι τώρα…



Πριν να τον δω τον γνώριζα καλά, ως την παραµικρή λεπτοµέρεια, µέχρι τον κόµπο της µπέρτας και το µικρό εκείνο κυκλάµινο στην αγκράφα της ζώνης του – σηµάδι κοριτσίστικο, υπαινιγµός µιας τρυφερότητας που έφτανε για να καταλάβει κανείς ότι το ξίφος δεν ήταν άλλο από µια γελοία σύµβαση που ήθελε πολεµιστές όλα τ’ αγόρια της γενιάς του, µια µάσκα ανίκανη να κρύψει µια ψυχή ευαίσθητη και νωχελική. 

Τον θαύµαζα µυστικά, τον αγαπούσα σιωπηλά, πάντοτε υπολόγιζα σ’ αυτόν, σ’ ένα του βλέµµα ενθαρρυντικό στρεφόµουν για να συνεχίσω να ζω προστατευµένη, µε σκεπασµένη τη φωνή, µ’ ολόκληρο το σώµα µου. 
Όταν ένα απόγευµα µου τον σύστησαν, επιτέλους, στα σκαλιά της πλατείας, άλλο δε βρήκα για να πω παρά µονάχα «βιάζοµαι, οι φίλοι µου µισούν να περιµένουν»…κι έφυγα µε λυµένη την εσάρπα µου. 
Αργότερα έµαθα τι όµορφα που χόρευε στο κέντρο της φωτιάς, µε πόση ακρίβεια, µε πόση τέχνη και σπάνια προσήλωση στην πράξη του, βύθιζε τα µαχαίρια στο λαιµό του: χωρίς µια στάλα αίµα να χυθεί, χωρίς να πάψει ούτε στιγµή να τραγουδάει…

Αν δεν ήταν αυτός άντρας για µένα, τότε ποιος; 

.............

Μέρες µετά, ζούσα µες στο χορό του. Τον σκεφτόµουν επίµονα, εντατικά, µε κατοικούσανε ολόκληρη τα μάτια του. Του αφιερωνόµουν νοερά, όπως εκείνοι οι πιστοί που λατρεύουν έναν Άγιο κι όπου κι αν βρίσκονται, όπου κι αν πηγαίνουν, περιφέρουν εντός τους την εικόνα του προσδοκώντας να φανερωθεί, διψώντας για το θαύµα. Μ’ έκαιγε η σκέψη του, ο ύπνος µου γέµιζε νερά, χανόµουν στο βυθό του. Με µάγευε αυτή µου η αφοσίωση. Μπέρδευα τις κινήσεις µου, το σάλιο µου µαλάκωνε, γλιστρούσαν οι κουβέντες µου υγρές, σκόρπιζαν πριν προλάβω να µιλήσω. Τριγυρνούσα στο σπίτι αδιάφορη στα φλύαρα βλέµµατα των υπηρετών που σχολίαζαν µ’ αυτόν τους τον τρόπο την απουσία οποιουδήποτε λόγου να βρίσκοµαι συνεχώς ανάµεσα στα πόδια τους. Τα µαλλιά µου µπλέκονταν στα έπιπλα όπως τα κέρατα του ελαφιού στα κλαδιά των θάµνων. Μέτραγα την ανάσα µου κι απορούσα: τόσο λίγη που ήταν πώς γινόταν και ζούσα ακόµη;…Άνεµοι τρυφεροί µε ταξιδεύανε, µε κάθιζαν στα γόνατα κι ύστερα, πάνω µου περνώντας, µε κουρσεύανε. Τον έφερνα κοντά µου, πλάι µου, τον κρατούσα µέσα µου µε µια τυφλή ορµή, µια δύναµη αντρική, αταίριαστη στο φύλο µου. Έφτανε µια στιγµή να τον σκεφτώ και σα να κέρδιζα ύψος όµως όχι ανεβαίνοντας, πετώντας ναι, µα κατευθείαν αγκαλιάζοντας το χώµα. Μ’ έβρισκε η παραµάνα αναίσθητη στο πάτωµα, ξέπνοη. Όταν συνερχόµουν, παραδινόµουν σε µια ατέλειωτη ρέµβη. Ήµουνα µόνη µου ξανά κι ήµουνα δυο αγκαλιασµένοι σφιχτά µέσα στο αίµα µου. Μυρµήγκιαζαν οι φλέβες µου και στο κορµί µου άνθιζε ένας δροσερός πυρετός που έκανε τα πόδια µου να τρέµουν, να συνηθίζουν δρόµους που µακραίνανε. ∆άκρυζα αυθόρµητα κοιτώντας τους αγρούς να πρασινίζουν, κάρπιζε η γη µου σαν καρδιά από παράφορη χαρά βαλαντωµένη. Ήταν ο χρόνος φίλος µου, οι ώρες µε φροντίζαν, γεφύρια µου ‘χτιζε το φως του σκοταδιού τα µέρη να περάσω. Καθόµουν στο παράθυρο, κεντούσα, ίδια οµίχλη διάφανη, ίδια χελιδονάκι. Έραβα κόκκινες καρδιές στις µαξιλαροθήκες, στρίφωνα την παλιά µου πουκαµίσα, θύµωνα που µε χώραγε, σα να µην είχα ποτέ µου µεγαλώσει.
............... 




Ερχόταν καλοκαίρι. Κατέβαινα να γνέσω στο πηγάδι, µπλεκόταν το φεγγάρι στην ανέµη µου, αστέρια πέφταν στα νερά και η κλωστή µου γέµιζε µπουµπούκια. Μια πένθιµη χαρά µε κατοικούσε. Και µ’ αναστάτωνε βαριά, σα να µηνούσε έναν χαµό λυτρωτικό, µια νύχτα φόνου.(παύση) Ήρθε από τότε τέσσερις φορές. 
Με παραφύλαγε και µ’ έβρισκε πάντοτε µόνη…

«Άµποτε να ‘χα κρατήσει τους τύπους /
 άµποτε, άµποτε ν’ αρνιόµουνα τα λόγια µου». 


Ο φόβος, Κύριε, είναι ένας δρόµος κλειστός για τον έρωτα. Ένα τραχύ µονοπάτι γεµάτο µε φιδοφωλιές και βρώµικα χορτάρια. Στο τέρµα του φαντάζει απρόσιτο το χλοερό αλωνάκι της αγάπης. Μα µόνο έτσι πολεµάς γι’ αυτό που νιώθεις: περπατώντας αυτόν τον δρόµο, µατώνοντας τα πόδια στα χαλίκια του, 
παραµερίζοντας µε τους αγκώνες τα σαρκοβόρα αναρριχητικά που γλείφουν λαίµαργα το δέρµα σου, κοιτώντας πάντοτε µπροστά, κοιτώντας µέσα σου, εκεί όπου παφλάζει η επιθυµία που σε οδηγεί, που ο 
πόθος ξεδιπλώνει τον βαθύ του ουρανό, εκεί που η καρδιά χτυπάει µόνη της και µια φωτιά ανάβει µεσοπέλαγα.

.............................






Ερωτεύοµαι θα πει Πηγαίνω. 
Προχωρώ. 
∆ιασχίζω και ∆ιασχίζοµαι. 
Και Ξεµακραίνω. 
Για ν’ αγγίξω 
κάποτε τον πάµφωτο προορισµό που αξιώθηκα. 
Θα πει Φτάνω. 
Ξυπόλητη, λουσµένη στον ιδρώτα, κατάκοπη, γδαρµένη, δίχως νύχια, δίχως δόντια, µε βλέφαρα καµένα, πρησµένα γόνατα, µε χέρια τρυπηµένα και τη φωνή τριµµένη πάνω στις συλλαβές του σαγαπώ…

Έστω κι έτσι, µόνο έτσι Φτάνω. 

Γιατί ο έρωτας, Κύριε, άλλο δεν είναι από µια δυνατότητα. Ένα Μπορώ. Να γνωρίζω και να αγνοώ µαζί. 
Να εγκληµατώ και να ‘µαι η µόνη αθώα.
Να παραλύω στην πιθανότητα της αποκάλυψης κι αυτός ο φόβος - ο Φόβος, Κύριε - να µε δυναµώνει.

. . . 


Μόνο οι γενναίοι αγαπούν, να το θυµάστε. Οι άλλοι απλώς ξεγελούν τα όνειρα. 

Εγώ ήµουνα στους πρώτους.

. . . 



Στο διάβολο, λοιπόν, ο κόσµος, οι φωνές, οι έχθρες των γονιών κι οι συµβουλές της παραµάνας. Στο διάβολο οι απειλές και οι κατάρες, τα λεπίδια στο βλέµµα του πατέρα, ο τρόµος που κροτάλιζε στα τακούνια της µάνας µου, οι γέροι στα καφενεία που ανοίγανε την τράπουλα γελώντας µοχθηρά όταν περνούσα, οι γυναίκες κλεισµένες στα σπίτια τους που οληµερίς υφαίνανε θανάτους, το αίµα που άκουγα κιόλας να βοά στ’ αυτιά µου. 
Ολόκληρη µια επιθυµία ζούσα. Κι ας ρηµάξει η Βερόνα, ας αφανιστεί, πατρίδα άλλη απ’ το µπαλκόνι της κάµαράς µου δεν υπήρχε για µένα, ο µόνος τόπος που αναγνώριζα γενέθλιο ήταν εκείνο το καγκελόφραχτο µπαλκόνι. 

Πλησιάστε, θέλω να σας δείξω κάτι. 
Βλέπετε αυτή τη δέσµη τα χειρόγραφα; Αν έρθετε λίγο πιο κοντά θα µπερδευτείτε µέσα στα πυκνά συµπλέγµατα των λέξεων, η αντανάκλαση µιας σκοτεινής καλλιγραφίας θα θαµπώσει το βλέµµα σας κι ας έχει ξεραθεί το µελάνι, ας έχει λιώσει τόσο που θα πρέπει να καταβάλετε πολύ κόπο όχι για να τα διαβάσετε φυσικά – δε θα µπορούσα να φανταστώ τίποτα πιο ανόσιο απ’ αυτό –απλώς µόνο να διακρίνετε τα ίχνη µιας σχεδόν αόρατης γραφής. (µικρή παύση) 
Κρατήστε τα για λίγο. 

Είναι σελίδες µαλακές στην αφή, λεπτές σαν ένα ζευγάρι αντρικές µεταξωτές κάλτσες, ιδανικές για τρυφερά κοριτσίστικα δάχτυλα συνηθισµένα να πληγώνονται ελαφρά όχι µονάχα από την αιχµή της βελόνας στο κέντηµα µα κι από ένα «σε λατρεύω» που έγειρε απ’ τον πόθο στο χαρτί. Είναι τα γράµµατα που πήρα από κείνον. Με χίλιες προφυλάξεις, µε χίλιους τρόπους τόσο ευφυείς που θα έκαναν ακόµη και τον πιο ραδιούργο συνωµότη του κράτους να ντραπεί για τις δικές του αθώες κι επιπόλαιες µεθόδους. Άλλη περιουσία απ’ αυτά τα χαρτιά δεν κατέχω. Μόνο τα λόγια που ποτέ του δεν ξεστόµισε. Αν µίλαγε ένα χάδι, αν ένα βλέµµα ήξερε να πει, εδώ θα βρίσκατε γραµµένη τη φωνή τους. 

Μα ευτυχώς ο στεναγµός καµιά γραµµατική δεν γνωρίζει κι αυτό τον κάνει να ηχεί τόσο πολύτιµος…

∆εν τα έχω ξαναδιαβάσει από τότε, συχνά όµως τα παίρνω στα χέρια µου, τα ξεφυλλίζω µε ηδονή, βάζω όλη µου τη δύναµη να ξεγλιστρήσω ανάµεσα απ’ τις φράσεις δίχως να κοπώ. Άλλοτε πάλι, αφήνοµαι και µε την άκρη του µατιού διαβάζω «πόσο σαγαπώ», «χαρά µου», «µείνε»…Η κάθε συλλαβή γεννάει καινούργια δάκρυα.


. . .

∆ε βρίσκω πια κανένα νόηµα σε µια τέτοια απασχόληση. Μόνο έναν πόνο ωφέλιµο που µου θυµίζει ότι χρωστάω ακόµα στα µαχαίρια. Και µια ανάµνηση θανάτου που έρχεται. (µικρή παύση) 

Ποτέ µου δεν απάντησα σ’ αυτά του τα γράµµατα. ∆υσκολευόµουν πάντα µε τις λέξεις, ήµουν σαν από πείσµα ανορθόγραφη, µε µια δικιά µου εντελώς ορθογραφία που απολάµβανα γράφοντας στο ηµερολόγιό µου, ντρεπόµουν όµως µήπως φανεί αστεία ή παράξενη στα µάτια ενός ξένου αναγνώστη. 
Ο άνθρωπος που µου τα έφερνε δεν είχε να πάρει τίποτα από µένα. Μόνο µια χούφτα γιασεµιά, ένα ζευγάρι κοραλλένια σκουλαρίκια, µία µικρή ακατοίκητη κυψέλη ή µία τόση δα κόκκινη πέτρα – ενθύµιο και δύναµη από το µοναστήρι του Αγίου Σεβαστιανού που προστατεύει τα ζευγάρια στον πρώτο τους 
δρόµο: µε τέτοια ήσυχα δώρα απαντούσα στις δίκοπες λέξεις που µου έστελνε.
. . . 


Τώρα του γράφω χίλια δυο, χωρίς ν’ αγγίζω τα χαρτιά και τους κονδυλοφόρους. Του τα µιλάω µε την πιο βαθιά φωνή µου, την πιο ακριβή, την πιο κρυστάλλινη φωνή, που µες στα όνειρα ριγάς σαν την ακούσεις. Είναι η φωνή που ακούνε οι πεθαµένοι. 
Μετά, ήρθαν τ’ άλλα, τα παλιά, θα είστε γνώστης. ∆εν έµεινε κανείς να µην τα µάθει. Φρόντισαν βέβαια οι τελάληδες γι’ αυτό, µερίµνησαν να διαδοθούν ταβερνιαραίοι, υπηρέτες, αµαξάδες, φλυάρησε κι εκείνος ο ιερέας, κι οι φιλενάδες µου ακόµα, καλύτερες εκείνες δεν τις κάνω.(παύση)

Τεχνάσµατα δαιµονικά, αλλεπάλληλες δοκιµές, πρόβες για να πετύχει ο θάνατός µας. Εκείνος τα κατάφερε στο τέλος. Εγώ απέτυχα…πιο λίγη πάντα, πιο µικρή, πιο καταδικασµένη, δεµένη πάνω στη ζωή σα γυναίκα που ήµουν. 
. . .

Τώρα που σκέφτοµαι πιο ψύχραιµα τα περασµένα, λέω πως έτσι έπρεπε να γίνει. Πάντοτε πρέπει να µένει κάποιος στο τέλος, και µετά το τέλος ακόµη να µένει όρθιος, εκεί, να υποδέχεται τη φρίκη, να πονάει, να µατώνει και να ξεσκίζεται, να ταΐζει στο στόµα το πιο µαύρο λιοντάρι, να απελπίζεται και να µη λυτρώνεται ποτέ, 
κάποιος πρέπει πάντα να µένει πίσω, ακρωτηριασµένος, ανάπηρος, κοµµατιασµένος, να δοξάζει έναν άδοξο έρωτα και µε την ιαχή της ήττας λιωµένη στα χείλη του να σωριάζεται άδειος, ένας σωρός από σκουριά, ένα κατάρτι σάπιο, αταξίδευτο, καρφωµένο στην άµµο σαν σταυρός. 
. . . 




∆ε θέλω να µιλώ γι’ αυτά. 
Παρασύρθηκα. Νύχτωσε κιόλας. Βασιλικό φεγγάρι έχει απόψε. Αγαπάτε το φεγγάρι; 
Εγώ πολύ. Ω, αν ξέρατε να δείτε!...Κρατάω κρυµµένο ένα τοπίο µες στο νου µου. Άκακη φύση, που τα χρόνια δεν την κάψανε.Φρέσκα, ευωδιαστά νερά κι οι φλέβες κάθε πέτρας ανθισµένες. Υπάρχει πάντα ένα φεγγάρι βαρύ και περήφανο εκεί. Φαντάζοµαι πολλές φορές πως πηγαίνω. Είναι µια Τρίτη, µέρα έρηµη σαν όλες. Περνώ ανάµεσα απ’ τους κήπους, τ’ αυτοκρατορικά παγώνια ραµφίζουν τις µπιγκόνιες, στις φυλλωσιές µικρά πουλιά τινάζουν από τα φτερά τους τ’ αποµεινάρια µιας πρόσφατης βροχής, πουλιά µικρά και µαλακά σαν διλήµµατα προορισµένα να µείνουν εσαεί αναπάντητα. Όσο προχωρώ, το τοπίο αποµακρύνεται – µια απρόσιτη γεωγραφία ανυπότακτη στα βήµατά µου. Ποτέ δε φτάνω. Γυρίζω πάλι εδώ, στην ίδια ανάγλυφη έρηµο…Βλέπετε πως αλλάζουν χρώµα οι σκιές αυτή την ώρα; 
(παύση) 

«Έλα καλή µου νύχτα: έλα µου µε αγάπη / νύχτα µαυρόφρυδη, έλα µου µε τον Ρωµαίο / 
κι όταν πεθάνει πάρτον, σκόρπα τον αστράκια /και τόσο τ’ ουρανού την όψη θα λαµπρύνει / 
που όλος ο κόσµος θα ερωτευτεί τη νύχτα / 
και πια δε θα λατρεύει τον λαµπρόφωτο ήλιο.»



Όταν ήµουν οκτώ χρονών, ένα απόγευµα Κυριακής, µε πήραν οι γονείς µου στον περίπατο. Το σπίτι µας ήταν ψηλά και για να φτάσουµε στο κέντρο της πόλης έπρεπε να διασχίσουµε µια απόσταση ικανή, καθόλου αµελητέα. Ξεκινήσαµε νωρίς, δε θα ‘χε βγει καλά – καλά το µεσηµέρι, όταν ο αµαξάς διέταξε τα άλογα να τρέξουν. Τα σύννεφα ήταν χαµηλά, η κοιλιά τους ακούµπαγε σχεδόν την κορυφή της καρότσας, αλλά δεν ήταν για βροχή, ήτανε Μάιος, ο µήνας των κορυδαλλών και της νυφίτσας. Σε µια στροφή του δρόµου, κοιτάζοντας τυχαία έξω απ’ το παράθυρο της άµαξας, το βλέµµα µου σκάλωσε σ’ ένα άλλο παράθυρο ενός πέτρινου σπιτιού, µε ελάχιστη περικοκλάδα στους καφετιούς του τοίχους. Μια γυναίκα ζύµωνε. Ήταν µια εύσαρκη, µεσόκοπη γυναίκα, µε στήθος πλούσιο και µπράτσα στιβαρά, γυµνά µέχρι πάνω στους ώµους. Τα µαλλιά της σφιχτά κρατηµένα γύρω απ’ το κεφάλι της, µόνο χαµηλά στον αυχένα ελευθερώνονταν. Σπίθες ιδρώτα ανάβανε και σβήνανε στο µέτωπο και στο λαιµό της, σκουπιζόταν µε την ανάστροφη της παλάµης και συνέχιζε το ζύµωµα. Ξαφνικά, είδα έναν άντρα να έρχεται κοντά της, πλησίασε πίσω της αθόρυβα, δίχως εκείνη να τον πάρει είδηση. Την έσφιξε πάνω του γερά και της έσκασε ένα φιλί στη ρίζα του λαιµού της, ένα ζεστό, ιδρωµένο, αλήτικο φιλί. Άρχισε η 
γυναίκα να γελά, γύρισε, τον αγκάλιασε, στα χέρια της αχνίζανε οι σβόλοι απ’ το ζυµάρι. Θα πρέπει να φιλήθηκαν ξανά, πολλές φορές εκείνη την ηµέρα. Τότε δεν ήξερα τίποτα για κείνο που είχα δει κι αναστάτωσή µου πνίγηκε µετά στη λεµονάδα που ήπια στην πλατεία. Σήµερα όµως…

Αν ξέρατε πόσες φορές δεν πόθησα να ήµουν εκείνη η ανώνυµη γυναίκα! Με το ζυµάρι, το φιλί και τον ιδρώτα της! Με την ολέθρια κι ευλογηµένη τύχη της! 

. . . 

Αναρωτιέµαι: είναι ένας τέτοιος πόθος ασεβής; ∆εν είναι ύβρις ν’ απιστώ στο εξαίσιο χάος που αξιώθηκα να ζήσω; 
Έχω προβλέψει µια χαραµάδα κάτω από κάθε πόρτα. Μια γρίλια µένει πάντα ανοιχτή στο παράθυρο για να κρατάνε λίγο φως τα βράδια που ξεχνώ να περιµένω. Μπαίνει µια χαµηλή σκιά, κουλουριάζεται στα πόδια µου, στις γάµπες µου ζεσταίνει τα χεράκια της, τη νιώθω να κρυώνει, θέλω να σηκωθώ, «ήλιο!»…να προστάξω θυµωµένη µε τις δούλες που αργούν ν’ ανάψουνε τη λάµπα. 
∆εν κάνω τίποτα. Στέκοµαι ακίνητη κοιτώντας τη σκιά να λιγοστεύει. Βαραίνει η ανάσα της, η τελευταία της κουβέντα είναι πικρή, σα γράµµα που αναγγέλλει κάποιο τέλος. Πριν ξηµερώσει, έχει προλάβει να καεί βγάζοντας µια σιγανή, θεσπέσια φλόγα, όλο άρωµα.

(παύση) 



Είµαι εγώ. Μακρινή. 
Λυπηµένη. Ελάχιστη. Είµαι η σκόνη που ‘χει πνίξει το µπαλκόνι. Το σαλιγκάρι που κοιµήθηκε στη γλάστρα του. Οι πιο σκισµένεςκάλτσες µου. Τα χρυσαφένια πέδιλά µου που κοπήκανε. Η µέντα και η µαστίχα που ξεράθηκαν. Το λερωµένο µάρµαρο στην πόρτα της εισόδου. Ο σκληρός σπόρος της λεβάντας που δεν κάρπισε. Το ρόπτρο στην πόρτα – µια µικρή, σκουριασµένη γροθιά. Είµαι η οσµή των αγοριών κάθε που αναπολούν την άλωσή τους. 
Γιατί είµαι πρώτα από κείνα αλωµένη. 

. . . 

Κανένα παραµύθι πια για µένα. 


Μη µε κοιτάζετε έτσι. Το ξέρω πως µεγάλωσα. Το είπα και στο χρόνο: ας µε κάνει ό,τι θέλει. Ας ασελγήσει πάνω µου, ας µε συνθλίψει. ∆εν περιµένω ανταπόδοση καµιά για τις παλιές µου καλοσύνες.

. . . 

Υπάρχουν στιγµές που δεν τον σκέφτοµαι καθόλου κι είναι αυτό µια νίκη µου περίλαµπρη, µε κόπο συγκρατώ κραυγές θριάµβου. Όσο βαθιά κι αν είναι ξεριζώνονται τα στίγµατα της µνήµης. Είναι σοφή η ξενιτιά, σοφή και γενναιόδωρη, όπως δεν ήτανε ποτέ καµιά πατρίδα.

(παύση)

Έτσι ήµουν πάντα: έφηβη στη χαρά, γριά στη λύπη. Ασήµαντες, τυχαίες ηλικίες. Τίποτα πια δε µε πληγώνει. Κι η ανάσα µου υπάρχει έτσι, γιατί το θέλησα να µοιάσω του οποιουδήποτε ανθρώπου. Ούτε έχω τίποτα να µοιράσω µε κείνο το καλοκαίρι που ήµασταν. Μπορώ, λοιπόν, να τον φέρνω στο µυαλό µου χωρίς το φόβο να πνιγώ ή να βουλιάξω στα φύκια. Ξαναγίνοµαι τρυφερή, στα µάγουλά µου απλώνεται η συγχώρεση…Ας µην έζησα, λέω. Ας µην έζησα. Μου αρκεί να βλέπω απ’ το παράθυρο, πέρα µακριά, τα βουνά ν’ αναπαύονται ήσυχα σαν την αγκαλιά των εραστών στον µοιρασµένο τους ύπνο, όταν τα σώµατα στεγνώνουν και τα χείλη µουδιασµένα σαλεύουν ελάχιστα. 

. . . 


Βάζω µε το νου µου µια βόλτα…Ανεβαίνω την πλαγιά, οι κυνηγοί µε χαιρετούν βγάζοντας το κασκέτο τους…σκύβω και τρώω απ’ τη χούφτα τους, αφήνοµαι να πλανηθώ σα να µην ξέρω…η δροσερή χλόη µου χαϊδεύει τις πατούσες, αγκάθια δεν υπάρχουν πουθενά κι όλες οι παγίδες είναι αθώες. Από µακριά, βλέπω την πέτρινη καµινάδα του σπιτιού µου να τραβάει όλο το φως καταπάνω της µ’ έναν βαθύ, πνιχτό λυγµό που µοιάζει µε το γέλιο µου την ώρα που σφαδάζω στο χώµα µε χυµένα τα σπλάχνα, κοιτάζοντας κατάµατα την κάνη του όπλου τους που καπνίζει. 
. . . 

Άλλες στιγµές, νοµίζω πως µπορώ να σηκώσω το σκοτάδι µε το ένα µου χέρι. Να το κρατήσω απαλά και µετά µια, δυο, τρεις βόλτες να το φέρω γύρω απ’ το λαιµό µου σαν τα µαργαριτάρια των δεκάξι µου χρόνων. Ή σαν θηλιά. ......

Βγαίνω για λίγο στο κατώφλι, συλλογίζοµαι: γδαρµένα πάθη, γέλια αλλοτινά, γουλιές φαρµάκι που λερώσανε οριστικά το νυφικό µου ρούχο. Προπάντων µια αγάπη που τέλειωσε στα λόγια. Ρωτάω πάντα σιωπηλά χωρίς να καταδέχοµαι καµιά απάντηση. Μάταιος κόπος να προσπαθείς να ξεκλειδώσεις την άβυσσο. Βουρκώνω άθελά µου. Κρίµα να πάει η νιότη µας χαµένη! Μα δεν αντέχω άλλο να λυπάµαι. Ό,τι φυτρώνει µέσα µας, φυτρώνει για να µαραθεί…σαν τα κρινάκια του αγρού, σαν ανεµώνη. Νόµος της φύσης, της ζωής – έτσι δε λένε; Πάντα στο τέλος µια φωτιά κυκλώνει το αίµα. Μέχρι που πήζει η θάλασσα στα χέρια µας κι είναι η αλµύρα των φιλιών σκέτο φαρµάκι. (παύση) 

Κάθοµαι στο κατώφλι ως αργά. Ένα άλογο περνάει από µπροστά µου. Έχει δεµένο στο λαιµό του τον Ρωµαίο και καλπάζει σέρνοντας έναν κατακόκκινο ουρανό. 
«Χαίρε!», φωνάζω και µετά «Καλό σου θάνατο!».
(παύση) 

Τρέµω γι’ αυτά που θα ‘ρθουν, τα λιγότερα. «Αξιοπρέπεια!», διατάζει η καταγωγή µου, «ψηλά το κεφάλι, ψηλά τη λύπη σου, ψηλά!»
Το κλάµα έρχεται πάντοτε στην ώρα του. 

Κρατάει λίγο. 
Ύστερα, ξαναµπαίνω στο σπίτι. (µεγάλη παύση)



Ναυαγισµένη είµαι. Και σαπίζω. Σ’ έναν βυθό που κόσµο σας τον λέτε. Όµως ακόµα ξεγελιέµαι µε τ’ αρώµατα. Βάφω µενεξεδιά τα νύχια των ποδιών µου, αλλάζω κρόσσια στην εσάρπα µου, ράβω τα γάντια µου…Περνώ τη νύχτα µου κρυφά απ’ τους καθρέφτες. Κάθε πρωί, βρέχω τα βλέφαρά µου µε ροδόνερο – πρέπει κανείς να ξέρει να κρατάει τα όνειρά του στη ζωή. Όπως και να ξεδοντιάζει τους εφιάλτες. (παύση) 

Το µέλλον, λέω, είναι µια κατασκότεινη σπηλιά. 
Βρίσκοµαι ήδη µέσα της. Μην το νοµίσετε αυτό υπερβολή. ∆είτε τα χέρια µου: τρύπια απ’ τα βράχια κι απ’ τις ριπές των κυµάτων. Αρκετά µε τις θάλασσες, το ταξίδι µου πάει. 
Ας γλυκαίνουν τους άλλους οι έρωτες. Εγώ διπλώθηκα στα δυο. Κι ακόµα δε µπορώ να χωρέσω. 
Σας στενοχώρησα, το βλέπω. Ελάτε, µη λυπάστε. Τουλάχιστον όχι για µένα. Υπάρχει τόσος έρωτας γύρω σας και µέσα σας που και η ελάχιστη θλίψη για τη δική µου ερηµιά είναι µια ανώφελη σπατάλη. Φυλάξτε τα δάκρυά σας, θα τ’ αναζητήσετε αργά ή γρήγορα. Τότε θυµηθείτε µε για λίγο. Και κλάψτε µόνος σας µετά. Όχι για τη δική µου ορφάνια, µα για τον δικό σας ανεκτίµητο καηµό.(παύση)

Αν είχε αστέρια απόψε, θα πήγαινα µια βόλτα στη λίµνη µε την άµαξα ή µε τη µηχανή του γιού του επιστάτη. Ίσως τον συναντήσατε καθώς ερχόσασταν, είναι ένα όµορφο, λίγο θαµπό αγόρι, όλο χέρια. Θα ήθελα πολύ να βυθίσω τα πόδια µου στην άµµο, να µείνω ώρα έτσι, παρατηρώντας τους κωπηλάτες να λάµνουν ιδρωµένοι. 
Έχετε δει ποτέ νυχτερινή κωπηλασία; Θα σας µάγευε η κίνηση των κουπιών, η αυστηρή τους συµµετρία καθώς λογχίζουν τα νερά σκάβοντας ασηµένιες λακκούβες στην ήρεµη επιφάνεια της λίµνης. Θα επέστρεφα προτού χαράξει, θα τίναζα την άµµο απ’ τα πόδια µου, το πάτωµα θα γέµιζε απ’ την ξανθή της σκόνη. ∆εν θα βιαζόµουν καθόλου να καθαρίσω. Θα την άφηνα εκεί, να τρίζει ελαφρά κάθε φορά που θα πατούσα πάνω της ξυπόλητη…Θα την άφηνα να µου θυµίζει τότε που…εκεί, στη λίµνη, ένα βράδυ…εγώ, µε τ’ όνοµά µου ολόκληρο, ολόκληρο τα’ όνοµά µου µέσα στο άλλο όνοµα, µέσα σ’ εκείνο το θάµβος…µε όλα µου τα µάτια και τα χέρια και µε την καρδιά µου όλη να µε καταπίνει…µ’ όλη µου τη ζωή σ’ ένα βράδυ, προτού ο θάνατος…προτού εγώ µισή, καλέ µου, κι από µισή πιο λίγη, προτού µόνη µου και τίποτα, τίποτα πια…κανένας, κανένας πουθενά…πουθενά µέσα µου κανείς…µέχρι κι εγώ να λείπω απ’ το κορµί µου…


Να µην ξανάρθετε εδώ. Μ’ αναστατώνει κάθε ξένη παρουσία. 



Όποτε µιλώ, σα να σκάβω το ίδιο µου το σώµα, σα να βυθίζοµαι στη σάρκα µου κι όταν ξαναβρίσκω τον κόσµο γύρω µου είµαι άδεια, ρηµαγµένη και άοπλη, µ’ όλα µου τα µέλη κατεστραµµένα, µε κλονισµένες τις αισθήσεις, δίχως όψη. ∆ε σας ζητώ παρά να µε ξεχάσετε. 
. . . 

Φύγετε, σας παρακαλώ! ∆ε µε λυπάστε; Θα δύσουνε τα χρώµατα, θα ξηµερώσει αέρας, τις µέρες µου θα διώξει που λυπήθηκα. 
Με φύλλα δυόσµου θα στολίσει την ανάσα µου. Θα έρθει µια νύχτα µόνιµη, προσωπική µου νύχτα, όλη δικιά µου, µακριά από άγρια µεσηµέρια κι ενοχλητικά ηλιοβασιλέµατα. ∆ε θα µε γδέρνει πια η απουσία. Θα είµαι µια καλή γριά, στις αναµνήσεις µου θα χαίρεται µια άλλη. Θα ‘χω φιλιώσει µε τον ίσκιο σου, δεν θα τον πολεµώ που µου κρατάει κρυµµένο το κορµί σου. Θα ζεις κι εσύ µαζί µου, εδώ, όπως άλλοτε τόσες φορές ονειρευτήκαµε. Θα έχουµε πια γιατρευτεί από εκείνον το θάνατο. Θα κάθεσαι κοντά µου, ξαπλωµένος στα πόδια µου, µικρό πουλί, αναµνηστικό µιας νεκρής από αιώνες ηλικίας. Θα µου τραγουδάς σαν άνθρωπος: αιθέρια ψέµατα, απίστευτες αλήθειες. Ξελογιασµένα θα υπόσχεσαι σµιξίµατα. Θα ξεκουµπώνεις τα φτερά σου να ελαφρύνεις, τα φώτα θα ραµφίζεις να µη µας δει κανείς, δεν είµαστε εµείς για τους ανθρώπους. Ύστερα θα κουρνιάζεις στο κρεβάτι µου. Θα σου φέρνω νερό, ζεστό καφέ, τριµµένα παξιµάδια. Τινάζοντας τις στάχτες απ’ τα µάτια µου, θα σε κοιτώ που θα γελάς. Θα σ’ αγκαλιάζω και θα φεύγει ο µαύρος χρόνος τροµαγµένος. 


Κάποιος να ποτίσει τ αγάλματα απόψε ... 


Έχει τόση φωτιά εκεί έξω…Και οι βροχές –το νιώθω – θ’ αργήσουνε πολύ να επιστρέψουν. 




Ιούλιος 1994 








"Ρωμαίος και Ιουλιέτα"  του Auguste Rodin







Σηµείωση: τα εντός εισαγωγικών 
αποσπάσµατα προέρχονται από το έργο 

«Ρωµαίος και Ιουλιέττα» 

του Ουίλλιαµ Σαίξπηρ, 
σε µετάφραση Βασίλη Ρώτα.








Το 1975, 
ο Ισπανός υπερρεαλιστής Salvador Dali απεικονίζει σε μια εξαιρετικά περιορισμένη έκδοση  το "Ρωμαίος και Ιουλιέτα" , 
που δημοσιεύθηκε από την Rizzoli and Rizzoli σε 999 αριθμημένα αντίτυπα με τις 10 λιθογραφίες  σε σκληρό χαρτί και 99 σελίδες κειμένου δεμένα σ ένα  κόκκινο μεταξωτό slipcase .