Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Το Ιμάτζικον







Ο Ντάντορ έγειρε πίσω στο ζεστό μετάξι του καναπέ και τεντώθηκε νωχελικά. Ύστερα, άφησε τα μάτια του να περιπλανηθούν στο ψηλό ταβάνι του παλατιού του και μετά να χαμηλώσουνε στην όμορφη ξανθιά που ‘τανε γονατισμένη στα πόδια του. Η ξανθιά τελείωνε τη φροντίδα του άψογου πεντικιούρ του, ενώ η φιλήδονη καστανομάλλα με τους χυτούς γοφούς και τα σαρκώδη ολοκόκκινα χείλη έσκυβε να του ρίξει άλλη μια ρόγα σταφυλιού στο στόμα.

O Nτάντορ περιεργάστηκε τη ξανθιά, που τ’ όνομά της ήτανε Σέσιλι κι αναλογίστηκε τις άλλες υπηρεσίες που του ‘χε προσφέρει στη διάρκεια της νύχτας. Ήτανε καλή… πολύ καλή. Αλλά σήμερα την έβρισκε βαρετή, όπως βαρετή έβρισκε και τη καστανομάλλα -πως τη λέγαν αυτή αλήθεια;- όπως βαρετές έβρισκε και τις χυμώδεις δίδυμες κοκκινομάλλες, όπως…

Ο Ντάντορ χασμουρήθηκε. Μα γιατί, Θεέ μου, ήταν όλες τους τόσον εκνευριστικά ερωτιάρες και τόσο πρόθυμες να του ικανοποιήσουνε το κάθε κέφι και καπρίτσιο;
Θα ‘λεγε κανείς, σκέφτηκε με μια πικρόχολη γκριμάτσα, ότι όλες ήτανε δημιουργήματα της φαντασίας του. Ή μάλλον – και μόνο που δε γέλασε στη σκέψη-, σα να ‘τανε δημιουργήματα της μεγαλύτερης απ’ όλες τις εφευρέσεις του ανθρώπου, του Ιμάτζικον .
-«Ορίστε, δεν είναι ωραία;» έκανε η Σέσιλι και τραβήχτηκε πίσω για να θαυμάσει με καμάρι τη δουλειά της. Ο Ντάντορ ένιωσε γελοίος. Ύστερα, η Σέσιλι τον έκανε να νιώσει ακόμα πιο γελοίος, όταν έσκυψε και φίλησε με τα φλογερά κόκκινα χείλη της το δεξί του πόδι.
 «Ω Ντάντορ! δεν ξέρεις πόσο σε λατρεύω!» του ψιθύρισε.

Εκείνος αντιστάθηκε στον πειρασμό να δώσει μια γερή κλοτσιά με το φρεσκοπεριποιημένο πόδι του, στα ολοστρόγγυλα και προκλητικά της πισινά. Συγκρατήθηκε όμως, γιατί ακόμη και σε κάτι τέτοιες στιγμές, όταν η ζωή με τούτες τις γυναίκες άρχιζε να του φαίνεται εξωπραγματική, προσπαθούσε να ‘ναι όσο μπορούσε πιο ευγενικός μαζί τους. Ακόμα κι όταν η λατρεία κι αγάπη τους απειλούσαν να τον πεθάνουν από βαρεμάρα, προσπαθούσε να ‘ναι καλός κι ευγενικός.
Έτσι, αντί να κλωτσήσει τη Σέσιλι, προτίμησε να χασμουρηθεί. Το αποτέλεσμα ήτανε σχεδόν το ίδιο. Τα γαλανά μάτια της ανοίξανε διάπλατα από φόβο. Ακόμα κι η καστανομάλλα σήκωσε τα πελώρια μάτια της από το σταφύλι που κρατούσε και τα χείλη της αρχίσανε να τρεμουλιάζουν.
-«Δε.. δε σκοπεύεις να μας εγκαταλείψεις, ε;» ψέλλισε μ’ αγωνία η Σέσιλι. Ο Ντάντορ χασμουρήθηκε πάλι και της χάιδεψε αφηρημένα το κεφάλι.
-«Μονάχα για λίγο, αγαπούλα».

-«Ω Ντάντορ!» έσκουξε η καστανομάλλα. «Δε μας αγαπάς»;
-«Ντάντορ μη μας αφήνεις, σε παρακαλώ», έκανε η ξανθιά ικετευτικά. «Θα κάναμε το παν για να σε κάνουμε ευτυχισμένο».
-«Το ξέρω», τη διαβεβαίωσε, στέκοντας όρθιος και τεντώνοντας το κορμί του. «Είστε κι οι δυο πολύ γλυκιές. Αλλά κατά κάποιο τρόπο νιώθω μέσα μου να με τραβά…»
-«Μείνε σε παρακαλώ», τον παρακάλεσε η καστανομάλλα, πέφτοντας στα πόδια του. «Θα κάνουμε ένα ωραίο πάρτι με σαμπάνιες. Θα σου προσφέρουμε ό,τι ποθεί η ψυχή σου. Θα πάμε να φωνάξουμε και τις άλλες κοπέλες… Θα χορέψω για χάρη σου…»
-«Λυπάμαι Δάφνη», την έκοψε, έχοντας θυμηθεί τελικά τ’ όνομά της, «αλλά κορίτσια, αρχίσατε να μου φαίνεστε εξωπραγματικές κι όταν συμβαίνει αυτό, είμαι αναγκασμένος να φύγω».
-«Μα…» -η Σέσιλι έκλαιγε τώρα με τέτοια αναφιλητά που με δυσκολία έβγαζε τις λέξεις, «όταν μας αφήνεις… είναι σχε… σχεδόν… σα να … μας γυρίζεις … το διακόπτη».
Τα λόγια της τον μελαγχολήσανε κάπως, γιατί από μιαν άποψη ήταν αλήθεια. Όταν έφευγε ήτανε σχεδόν σα να τις έσβηνε, γυρίζοντας ένα διακόπτη. Αλλά, αλήθεια ή όχι, δε μπορούσε να κάνει τίποτα, γιατί η έλξη που ένιωθε να τον τραβά σε κείνο τον άλλο κόσμο ήταν ακατανίκητη.
Έριξε μια τελευταία ματιά στην απίστευτη χλιδή του τεράστιου παλατιού του, στην ομορφιά των γυναικών και στον ζεστό ήλιο που χυνόταν μες από τα παράθυρα. Ύστερα από λίγο, όλ’ αυτά είχανε χαθεί…






Το πρώτο πράγμα που άκουσε βγαίνοντας από το Ιμάτζικον, ήτανε το ουρλιαχτό του ανέμου. Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήτανε το φοβερό κρύο.
Το επόμενο που του χτύπησε τ’ αφτιά, ήταν η τραχιά φωνή της γυναίκας του. «Ώστε δέησες επιτέλους να ‘βγεις από δαύτο, αχαΐρευτε;» του φώναξε. «Καιρός ήτανε, χαραμοφάη, μισή μερίδα άντρα!»
Είχε στ’ αλήθεια επιστρέψει στον Νεστρόντ, στη πιο παγωμένη κόλαση που ο άνθρωπος είχε αποικίσει στο σύμπαν. Κατ’ επανάληψη ο Ντάντορ είχε πάρει απόφαση να μη ξαναγυρίσει ποτέ εκεί. Αλλά ξαναγύριζε… πίσω στον Νεστρόντ και στη γυναίκα του, τη Νόνα.

«Αρκετό καιρόν έλειψες, αναίσθητε!» βρυχήθηκε η Νόνα. Ήτανε μια πελώρια κοκαλιάρα, με λιγδιάρικα μαλλιά που κρέμονταν σα μαύροι σπάγκοι. Το πρόσωπό της ήτανε φαρδύ και πλακουτσό, με στενά χείλη και στραβά, κιτρινισμένα δόντια.
Θεέ μου, είναι κακάσχημη, συλλογίστηκε αυτός, κοιτάζοντάς τη. Δίπλα της η Σέσιλι κι οι άλλες, ήτανε Θεές.
-«Και καλά έκανες που γύρισες, γιατί οι παγόλυκοι έχουν αρχίσει να ξεθαρρεύουνε και χρειαζόμαστε παγωμένη τύρφη για τη φωτιά, και…»


Ο Ντάντορ στεκόταν ασάλευτος εκεί, ακούγοντας το ατέλειωτο κατεβατό από τις αγγαρείες που του ‘χε ετοιμάσει η γυναίκα του. Μα, αναρωτήθηκε από μέσα του, γιατί δε φώναζε κάποιον από τους αγαπητικούς της, από τα ορυχεία να τις κάνουν; Ήξερε δίχως να χρειάζεται να του το πούν, πως οι εραστές της μπαινοβγαίνανε συνέχεια εκεί, όταν εκείνος «απουσίαζε». Η Νόνα ήτανε τόσον άπιστη όσο κι ασκημομούρα. Κι εφόσον αναλογούσαν είκοσι άντρες για κάθε γυναίκα σε τούτο τον πλανήτη, της δίνονταν άφθονες ευκαιρίες να τον κερατώνει.
-«…κι ο στάβλος χρειάζεται νέα στέγη», τελείωσε η γυναίκα του. Μη παίρνοντας άμεση απάντηση, κόλλησε απειλητικά το πρόσωπό της στο δικό του. «Μ’ άκουσες τι σου είπα; Αυτές οι δουλειές πρέπει να γίνουν!»
-«Σ’ άκουσα», αναστέναξε καρτερικά ο Ντάντορ.
-«Τότε τι στέκεσαι σα κόπανος; Κάτσε να περιδρομιάσεις το πρωινό σου και μετά τράβα έξω να δουλέψεις».
Το πρωινό ήταν ένα χοντρό, σιτεμένο κομμάτι χοιρινό, όλο ξίγκι κι ένα πιάτο χλιαρός χυλός. Του κάθισε στο λαιμό, αλλά τελικά κατάφερε να το πάει κάτω. Ύστερα φόρεσε τη θερμοφόρμα και τις γούνες του και κίνησε για τη πόρτα.
-«Ξέχασες ζωντόβολο!» του φώναξε η γυναίκα του, παίρνοντας μια προστατευτική μάσκα προσώπου από τα συμπράγκαλα που γεμίζανε το τραπέζι και πετώντας τη προς το μέρος του: «Θες να ξυλιάσει η μύτη σου και να σου πέσει»;


Ο Ντάντορ φόρεσε τη μάσκα του γοργά για να κρύψει την οργή από το πρόσωπό του. Ύστερα άνοιξε τη πόρτα και βγήκε έξω. Ο άνεμος τον χαστούκισε στο πρόσωπο, στέλνοντας ένα χαλάζι από παγοκρύσταλλα στη μάσκα του. Ο Νεστρόντ! Θεέ μου, γιατί στον Νεστρόντ; Ατενίζοντας το παγερό τοπίο, αναλογίστηκε με λαχτάρα τη σχετική ζεστασιά της καλύβας του.
Η σκέψη του πέταξε στον μαύρο θαλαμίσκο του Ιμάτζικον. Στεκόταν στη μόνη λεύτερη γωνιά της καλύβας κι ήταν ο μοναδικός δρόμος διαφυγής πίσω προς…
Αλλά όχι, δε μπορούσε να γυρίσει τόσο σύντομα. Τον περίμεναν τόσες και τόσες δουλειές εδώ. Έτσι με το τσεκούρι στον ώμο, άρχισε να βαδίζει στη παγωμένη ερημιά του αρχαίου βάλτου απ’ όπου προμηθευόντανε τη παγωμένη τύρφη που χρησιμοποιούσαν για καύσιμο.

 Όλο το πρωί, με τον άνεμο να λυσσομανά γύρω του και το φοβερό κρύο να κάνει μαρτύριο τη κάθε του ανάσα, έκοβε και στοίβαζε κομμάτια παγωμένης τύρφης. Κάποια στιγμή, ο ξεπλυμένος κίτρινος ήλιος έσκασε μύτη φευγαλέα πίσω από τα σύννεφα των παγοκρυστάλλων. Ο Ντάντορ κοίταξε κι είδε πως ήτανε σχεδόν πάνω από το κεφάλι του. Καιρός να γυρίσει. Έδεσε μια μεγάλη στοίβα από τις πλάκες της τύρφης, τις ζαλώθηκε στον ώμο και πήρε το δρόμο της επιστροφής, προς τις ελεεινές καλύβες του οικισμού του Νεστρόντ.
Η Νόνα του πέταξε μπροστά του ένα μπολ με νερουλή σούπα κι ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί, αποκαλώντας το γεύμα. Ο Ντάντορ το ‘φαγε αμίλητος και μετά τράβηξε για το πίσω μέρος της καλύβας για να περάσει το απόγευμα σκάβοντας το νέο βόθρο.
Το σκάψιμο έκανε τη πρωινή δουλειά να μοιάζει με κούρα ανάπαυσης. Το χώμα ήτανε παγωμένο σα πέτρα από τη μέρα που ο Νεστρόντ πρωτάρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον αδύναμον ήλιο του. Ώσπου να σουρουπώσει, η ράχη, η μέση και τα πόδια του πονούσαν αβάσταχτα. Αν και δεν είχε προχωρήσει ούτε μισό μέτρο, ο ερχομός της νύχτας τον υποχρέωσε να σταματήσει τη δουλειά. Επέστρεψε ξεθεωμένος στη καλύβα με μια μονάχα σκέψη στο μυαλό του… να κοιμηθεί.

Το ουρλιαχτό που τον έκανε να τιναχτεί από τον πρώτο ανήσυχον ύπνο, του φαινόταν να ‘ρχεται από τα βάθη της ίδιας της κόλασης.
-«Τι… τι ήταν αυτό;» μουρμούρισε νυσταγμένα.
-«Οι παγόλυκοι, ηλίθιε! Τι άλλο;» γρύλισε η Νόνα από δίπλα του. «Λιμπίζονται τα ζωντανά μας και προσπαθούν να μπούνε στο στάβλο! ‘Αντε έξω να τους σταματήσεις!»
Ο Ντάντορ σηκώθηκε μουδιασμένος κι άρχισε να ντύνεται, ενώ κι άλλο ένα δαιμονικό ουρλιαχτό έσκισε τη νύχτα απ’ έξω. ‘Απλωσε το χέρι για το ντουφέκι λέιζερ, όταν η Νόνα γκάρισε πάλι.
-«‘Αντε, παρ’ τα πόδια σου! Αυτά τα θηρία μπορούν να κομματιάσουν τους κορμούς στο τοίχο του στάβλου σα να ‘ταν σπιρτόξυλα».
Ο Ντάντορ στάθηκε έξω από τη πόρτα με το φακό στο ‘να χέρι και το τουφέκι στ’ άλλο. Είδε τους παγόλυκους σχεδόν αμέσως. Ήτανε δυο φοβερά εξάποδα τέρατα. Το ένα τους στεκόταν στα τέσσερα πίσω πόδια του και με τα πελώρια σαγόνια του έκοβε κομμάτια ολάκερα από τον τοίχο του στάβλου. Μπορούσε ν’ ακούσει τα τρομαγμένα μουγκανητά των αγελάδων από μέσα.
‘Αρχισε να βαδίζει με δυσκολία στο χιόνι προς το θηρίο. Εκείνο τον άκουσε και γύρισε τα φλογερά κόκκινα μάτια του, προς το μέρος του. Για μια στιγμή συνέχισε να κομματιάζει τα ξύλα του τοίχου, αλλά μετά γύρισε κι όρμησε με μεγάλα σάλτα καταπάνω του. Αιφνιδιασμένος ο Ντάντορ δεν πρόλαβε να πετάξει το φακό και να σηκώσει τ’ όπλο σε θέση βολής. Έτσι αναγκάστηκε να ρίξει από το ύψος της μέσης κι η ακτίνα πέτυχε το τέρας στον ώμο.

Δεν έφτανε τούτο για να το σταματήσει. Ο Ντάντορ παραμέρισε σβέλτα καθώς το πελώριο πλάσμα περνούσε από δίπλα του και μετά του διέλυσε το κεφάλι. Το ακέφαλο κουφάρι γλίστρησε τσουλιστά στο χιόνι σκορπίζοντας αίμα παντού και τότε λίγο έλειψε να χάσει κι ο ίδιος τη ζωή του. Αυτό γιατί για κλάσματα δευτερολέπτου, είχε ξεχάσει πως το πλάσμα είχε και σύντροφο.
Το θυμήθηκε μονάχα όταν το θηρίο τον χτύπησε από πίσω και τον έστειλε να σωριαστεί φαρδύς-πλατύς στην παγωμένη γη. Την άλλη στιγμή το τερατώδες πλάσμα βρισκόταν από πάνω του. Ο Ντάντορ ούρλιαξε νιώθοντας ένα νύχι ν’ αποσπά κομμάτια από τη σάρκα του μηρού του, ενώ τα πελώρια σαγόνια ζύγωσαν προς τον λαιμό του. Ο φακός είχε γλιστρήσει από το χέρι του, αλλά το τουφέκι εξακολουθούσε να κρέμεται με το λουρί από τον ώμο του. Το δάχτυλό του βρήκε τη σκανδάλη και τη τράβηξε με την ισχύ του στο φούλ. Η ακτίνα λέιζερ διάλυσε το ένα πόδι του παγόλυκου από το γλουτό και κάτω και το πλάσμα έπεσε πέρα νεκρό καθώς το ‘βρισκε και μια δεύτερη. Ύστερα ο Ντάντορ ένιωσε το σκοτάδι να τον τυλίγει.



Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια του, είδε πως ήτανε ξαπλωμένος στο τραπέζι της καλύβας. Η Νόνα κι ένας άγνωστος σκύβαν από πάνω του.
-«Ωραία τα κατάφερες και πετσοκόφτηκες τούτη τη φορά!» γρύλισε η Νόνα μόλις είδε ν’ ανοίγει τα μάτια του.
-«Το πόδι χρειάζεται ακρωτηριασμό», είπε ο ξένος.
-«Είσαι γιατρός;» ρώτησε ο Ντάντορ με βραχνό ψίθυρο.
-«Ο μοναδικός που θα βρεις από δω ως τον ‘Αλφα Του Κενταύρου» αποκρίθηκε ο άλλος.
-«Ο πόνος είν’ αβάσταχτος… δε μπορείς να μου δώσεις τίποτα για τον πόνο»;
-«Σου ‘δωσα ήδη τη τελευταία μου μορφίνη. Πίσω στη Γη μπορεί να σώζαμε το πόδι σου, αλλά εδώ…» έκανε μιαν αόριστη κίνηση ανημποριάς.

Ο Ντάντορ ένιωθε το σκισμένο πόδι του σα να ‘ταν βουτηγμένο σε λιωμένο σίδερο. Έκανε μορφασμό πόνου και μετά είδε το αχνό χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη της Νόνα, καθώς έλεγε «Δίχως μορφίνη ή άλλο παυσίπονο, το κόψιμο του ποδιού μου θα πονά σα μαρτύριο της κόλασης, ε γιατρέ»;
-«Έχω φέρει ουίσκι στο αμάξι μου», αποκρίθηκε ο γιατρός. «Θα πάω να το φέρω».

Όταν απομακρύνθηκε ο γιατρός, η Νόνα έσκυψε πάνω του και τον κοίταξε στα μάτια:
«Θα βλαστημήσεις την ώρα που γεννήθηκες, κούκλε μου. Θα σε πονέσει όσο με πονούσες κι εσύ κάθε φορά που ‘φευγες και με παράταγες έτσι. Κάθε φορά που χωνόσουνα σε κείνο το μαύρο σου κουτί».
-«Όχι, Νόνα, όχι! Δεν πονούσες! Εσύ δεν…» σκόπευε να πει πως αυτή δεν είχε καν την ικανότητα να πονά. Αλλά συγκρατήθηκε, γιατί δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ήταν αλήθεια.
-«Μ’ ένα πόδι μονάχα δε θα μπορείς να φτάσεις από μόνος σου σε κείνο το καταραμένο το μηχάνημα», του είπε μοχθηρά. «Έτσι θα μένεις πάντοτε δω και θα ‘σαι καλός μαζί μου».
-«Νόνα! Όχι! Δεν καταλαβαίνεις!» ο Ντάντορ άρχισε να την ικετεύει, αλλά κείνη την ώρα ξαναγύρισε ο γιατρός μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι στη μαύρη τσάντα του.
-«Έλα, ρούφα το γρήγορα», είπε, δίνοντάς του το μπουκάλι. Το ‘πιε σχεδόν μονορούφι. Αλλά το ουίσκι δεν τον βοήθησε και πολύ. Ο γιατρός έκοβε και πριόνιζε. Ο Ντάντορ ήτανε σίγουρος πως το κρανίο του θ’ άνοιγε στα δυο από τα ουρλιαχτά του και μόνο. Ήταν στιγμές που αναρωτιόταν γιατί οι κατάρες του δεν έσπαζαν τα λουριά που τον κρατούσαν ακίνητο ή δεν έκαναν επιτόπου στάχτη και τους δυο βασανιστές του.
-«Νομίζω τελειώσαμε» είπε κάποια στιγμή ο γιατρός, καθώς ο αβάσταχτος πόνος έσυρε πάλι ανελέητα τον Ντάντορ από τα βάθη της λιποθυμίας του. «Μένει μοναχά να καυτηριάσουμε τη πληγή, αλλιώς θα πεθάνει από αιμορραγία. Βλέπεις δεν έχω και τίποτα καλύτερο από τη φωτιά για δαύτο. Έλα να με βοηθήσεις να πυρώσω τούτη τη μασιά, γυναίκα».

Ο Ντάντορ συνήλθε εντελώς προλαβαίνοντας τη ματιά που του ‘ριξε η Νόνα πάνω από τον ώμο της, πριν κοιτάξει με μίσος προς το Ιμάτζικον. Ήτανε σα να το ‘λεγε καθαρά: «Ανήκεις σε μένα τώρα… σε μένα και μόνο. Τέρμα τα ξεπορτίσματα σου με δαύτο».
Δε μπορεί να του το ‘κανε τούτο! Ήταν αδύνατο! Γιατί του συμπεριφερόταν έτσι; αναρωτήθηκε ο Ντάντορ μέσα από τη θολούρα της μορφίνης, του αλκοόλ και του πόνου. Αλλά δε μπορούσε να βρει καμιά απάντηση.

Ενώ η γυναίκα του κι ο γιατρός απομακρύνονταν για να ετοιμάσουν το σίδερο που θα καυτηρίαζαν το απομεινάρι του ποδιού του, το μαύρο, στενόμακρο σα φέρετρο, κουτί του Ιμάτζικον γέμισε τα μάτια και το μυαλό του. Αν ο πόνος δεν ήτανε τόσον αβάσταχτος και πέρα από κάθε λογική, ίσως να μην έβρισκε το κουράγιο να κυλήσει από το τραπέζι στο πάτωμα και ν’ αρχίσει να σέρνεται προς τον μαύρο θαλαμίσκο, αφήνοντας πίσω του μια γραμμήν αίματος. Ο μαύρος θαλαμίσκος… Κατά κάποιο τρόπο το ‘ξερε πως αντιπροσώπευε την ανακούφιση από τον πόνο, μια υπόσχεση ενός έσχατου καταφυγίου.
Κατάφερε να τον φτάσει χωρίς να τον πάρουν είδηση και με μιαν υπέρτατη προσπάθεια, μπόρεσε ν’ ανασηκωθεί αρκετά για να πιέσει τη παλάμη του στο κατάλληλο σημείο. Ο αισθητήρας της συσκευής που ήταν το μοναδικό εμπόδιο ανάμεσα σε τούτο και σε κείνο το άλλο σύμπαν, αναγνώρισε αμέσως τη ταυτότητά του και του άνοιξε.
Περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός, ο Ντάντορ σωριάστηκε μέσα στο Ιμάτζικον κι η πόρτα έκλεισε αθόρυβα πίσω του.





-«Ω, Ντάντορ! Ντάντορ καλέ μου!» φώναξε χαρούμενα η Σέσιλι μόλις τον είδε, αγκαλιάζοντάς τον με τα βελούδινα, ζεστά χέρια της.
-«Αγαπούλη, ξαναγύρισες!» του ψιθύρισε χαδιάρικα η Δάφνη.
-«Είμαστε τόσον ευτυχισμένες που σε ξαναβλέπουμε!» γουργούρισε σιγανά κι η κοκκινομάλλα Τέρρι.
-«Είμαστε τόσον ευτυχισμένες που σε ξαναβλέπουμε!» επανάλαβε κι η δίδυμη αδερφή της, η Τζέρρι.
-«Κι εγώ είμαι ο ευτυχέστερος απ’ όλους!» τις διαβεβαίωσε ο Ντάντορ κοιτάζοντας κάτω στο πόδι του… στο εντελώς ανέπαφο και γερό πόδι του. Δεν ένιωθε τον παραμικρό πόνο τώρα. «Δόξα τω Θεώ!» μουρμούρισε «Δόξα τω Θεώ !Ξαναγύρισα!»
Το Ιμάτζικον είχε κάνει καλά τη δουλειά του ! Την είχε κάνει τέλεια, για μιαν ακόμη φορά! Τον είχε μεταφέρει πέρα σ’ ένα κόσμο φαντασίας και μετά τον είχε φέρει πάλι πίσω, στη πραγματικότητα… στην υπέροχη, τη θεσπέσια πραγματικότητα!

Ο Ντάντορ ανακάθισε και κοίταξε ολόγυρα στο ζεστό, θαυμάσιο κόσμο του. Ήταν ο κόσμος της Γης του 22300 μ.Χ., ο κόσμος εκατό χρόνια μετά τον Λοιμό. Η επιδημία του είχε χτυπήσει εκλεκτικά στα αρσενικά γονίδια, μειώνοτας τον αντρικό πληθυσμό σε λίγες χιλάδες άτομα, κάνοντας έτσι τον κάθε άντρα, επίκεντρο λατρείας και πάθους, ενός χαρεμιού γυναικών. Πολλοί απο τους επιζήσαντες άντρες δεν είχαν καταφέρει ν’ αντέξουν το στρες. Μια ζωή όπου ήταν αντικείμενα λατρείας ενός πλήθους γυναικών, μια ζωή όπου τα πάντα ήτανε δικά τους, είχε αποδειχτεί αφόρητη γι’ αυτούς.

Μετά είχε έρθει το Ιμάτζικον, μια εφεύρεση που ‘φτιαχνε όποιο κόσμο επιθυμούσε ο καθένας, έναν κόσμο που φαινόταν απόλυτα πραγματικός. Μερικοί άντρες είχαν χρησιμοποιήσει το Ιμάτζικον για να πλάσουν ακόμα πιο εξωτικούς και θαυμαστούς κόσμους από εκείνον όπου ζούσαν, αλλ’ αυτό ήταν απλώς μια πιο χορταστική μερίδα από το ίδιο φαγητό. Το αποτέλεσμα ήτανε να νιώθουν πιο ανικανοποίητοι από ποτέ.
Ο Ντάτορ όμως είχε φερθεί πολύ φρόνιμα. Με το δικό του Ιμάτζικον είχε δημιουργήσει έναν ολότελα διαφορετικό κόσμο… έναν κόσμο παγωνιάς και τρόμου που λέγεται Νεστρόντ. Ο Ντάντορ είχε συνειδητοποιήσει μια μεγάλη αλήθεια:
Τι αξίζει ο ουρανός δίχως κάτι να τον συγκρίνεις; Δίχως μια γεύση Κόλασης από καιρό σε καιρό , πώς θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει τον Παράδεισο;


Τζωρτζ Χένρυ Σμιθ   (  1922-1996)
Smith Henry George
"In The Imagicon" (1966) 
  σε μτφ  Γιώργου Μπαλάνου
από την Ανθολογία Ε.Φ.  "Ιστορίες από άλλες πραγματικότητες" 

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

«Η τροφή σου να είναι το φάρμακό σου και το φάρμακό σου να είναι η τροφή σου»


Η τροφή που προσλαμβάνουμε μπορεί να είναι είτε το ασφαλέστερο και δραστικότερο φάρμακο είτε ένα αργό δηλητήριο. Ασφαλώς, η τροφή ασκεί την ευεργετική της επίδραση στον οργανισμό πολύ πιο αργά συγκριτικά με τα συμβατικά φάρμακα. Βέβαια, τελικά αποδεικνύεται πολύ πιο αποτελεσματική από αυτά. Η σωστή διατροφή εξουδετερώνει τα αίτια της ασθένειας, ενώ τα συμβατικά φάρμακα απλώς απομακρύνουν τα συμπτώματα.
«Η τροφή σου να είναι το φάρμακό σου και το φάρμακό σου να είναι η τροφή σου», έλεγε ο Ιπποκράτης (460-377 π.Χ.), ο οποίος είχε παρακολουθήσει χιλιάδες ασθενείς και είχε διατηρήσει λεπτομερή αρχεία για πολλούς από αυτούς. Τα αρχεία αποκαλύπτουν ότι η φυσική προσέγγιση που ακολουθούσε παρήγε τόσο επιτυχίες όσο και αποτυχίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις κατέφευγε σε χειρουργικές επεμβάσεις και σε μη τοξικά βότανα. Εντούτοις, αυτό εφαρμοζόταν μόνο σε επείγοντα περιστατικά. Προτού συστήσει οποιαδήποτε θεραπευτική αγωγή, ο Ιπποκράτης πρώτα εξέταζε τη ζωή και την ψυχολογία του ασθενή.
Από εκείνη την εποχή και μέχρι τις μέρες μας, έχουν εμφανιστεί εκατοντάδες δυτικοί θεραπευτές που εφάρμοζαν αφάρμακες αγωγές και είχαν ανάλογα ή και καλύτερα αποτελέσματα από τον Ιπποκράτη. Και στην Ανατολή, ο ονομαστός Κίτρινος Αυτοκράτορας καθώς και πολλοί άλλοι θεραπευτές κατέφευγαν σε φυσικές θεραπείες επί χιλιάδες χρόνια, τουλάχιστον από την πέμπτη προ Χριστού χιλιετηρίδα.
Η χημειοθεραπεία και οι χειρουργικές επεμβάσεις –δηλαδή οι μέθοδοι με τις οποίες ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αντικαταστήσει τις φυσικές θεραπείες– είναι ακόμα σε εμβρυϊκό στάδιο. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που έχουν ως στόχο την αντιμετώπιση συνήθων προβλημάτων υγείας ή ακόμα και την πρόληψη, αποτελούν σχετικά καινούρια πρακτική. Εφαρμόζονται εδώ και μερικές δεκαετίες, με αναξιόπιστα ποσοστά επιτυχίας. Παρά την αλματώδη πρόοδο που έχει σημειωθεί στους τομείς των χειρουργικών επεμβάσεων και της χημειοθεραπείας τα τελευταία χρόνια, το προσδόκιμο όριο ζωής στον δυτικό κόσμο έχει αυξηθεί μόλις κατά τέσσερα χρόνια, ενώ τα ποσοστά θνησιμότητας από καρκίνο, καρδιαγγειακά νοσήματα και άλλες εκφυλιστικές παθήσεις έχουν αυξηθεί ανησυχητικά.
Ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έχει αποσύρει πολλά συνθετικά σκευάσματα εξαιτίας των πολυάριθμων παρενεργειών τους. Η θαλιδομίδη είναι απλώς το πιο διαβόητο από αυτά. Από την άλλη, η πενικιλίνη, η διγοξίνη και η ασπιρίνη αποτελούν παραδείγματα ασφαλών και αποτελεσματικών φαρμάκων, τα οποία προέρχονται από φυσικές πηγές. Μολαταύτα, επειδή ακόμα και αυτά τα φάρμακα περιέχουν μακράν πιο αυξημένη συγκέντρωση της δραστικής ουσίας, συγκριτικά με τα ενεργά συστατικά που ανευρίσκονται στα τρόφιμα ή τα βότανα, δρουν ταχύτερα και μπορεί να προκαλέσουν παρενέργειες. Επίσης, είναι ευκολότερο να γίνει κατάχρησή τους.
Μια από τις βασικότερες παρενέργειες των φαρμάκων είναι η επίδρασή τους στην ανθρώπινη ψυχολογία. Δυστυχώς, η χρήση φαρμάκων ευνοεί την απάθεια και την ανευθυνότητα όσον αφορά τη φροντίδα της προσωπικής υγείας. Πλέον ο άνθρωπος δεν αισθάνεται υπεύθυνος για τις παθήσεις που πλήττουν το σώμα του. Ρίχνουμε όλο το φταίξιμο στα μικρόβια, στον καιρό, στους πολιτικούς ή στην οργή ενός άδικου Θεού – και προκειμένου να γίνουμε καλά, μας συνιστούν μια θαυματουργή θεραπεία με τη μορφή χαπιού. Ο γιατρός σπάνια παροτρύνει τον ασθενή να εξετάσει όλες τις πτυχές της ζωής του προκειμένου να εντοπίσει την πηγή του στρες ή τις διατροφικές συνήθειες που προκάλεσαν τα προβλήματά του.
Θεωρούμε ότι το σώμα μας είναι μια μηχανή, την οποία μπορεί να επισκευάσει μόνο ένας έμπειρος μηχανικός. Προσκομίζουμε το σώμα μας στο νοσοκομείο όπως πηγαίνουμε το αυτοκίνητό μας για επισκευή στο συνεργείο. Είναι, όμως, το σώμα μας μια άψυχη μηχανή που φθείρεται με το χρόνο; Όντως χρειαζόμαστε την παρέμβαση ενός τρίτου προκειμένου να απαλλαγούμε από ένα κρυολόγημα, έναν πονοκέφαλο ή ακόμα και από ένα σοβαρότερο πρόβλημα;

Το σώμα αυτοθεραπεύεται

Όλοι γνωρίζουμε ότι το σώμα πυροδοτεί αμέσως διεργασίες επούλωσης σε περιπτώσεις εκδορών και κοψιμάτων. Και εφόσον λάβουμε τις κατάλληλες προφυλάξεις, έπειτα από λίγες ημέρες δεν υπάρχει ίχνος τραύματος. Άραγε θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε αυτή τη φαινομενικά απλή αλλά ουσιαστικά ιδιαίτερα περίπλοκη ανταπόκριση του οργανισμού σε σοβαρότερα προβλήματα όπως η παχυσαρκία, η καρδιοπάθεια, ο διαβήτης ή ο καρκίνος;
Το γεγονός ότι ορισμένοι καρκινοπαθείς δεν θεραπεύονται αποκλειστικά μέσω της διατροφής δεν απαξιώνει ούτε την ύπαρξη μηχανισμών αυτοθεραπείας του οργανισμού ούτε τις φυσικές θεραπείες. Το μόνο που απαξιώνεται είναι η διατροφή που ακολούθησε ο ασθενής. 
Τόσο η πρόληψη όσο και η θεραπεία του καρκίνου μέσω της διατροφής προϋποθέτουν δίαιτα πλούσια σε αντικαρκινικές τροφές και τρόφιμα υψηλής ποιότητας. Προφανώς, δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι η διατροφή που προκαλεί τον καρκίνο, θα τον θεραπεύσει! Και παρά τα χιλιάδες περιστατικά και τα ολοένα αυξανόμενα στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή την αλήθεια για τη διατροφή, ο δυτικός άνθρωπος εξακολουθεί να μην έχει πίστη στην αυτοθεραπευτική του δύναμη. Κι εσείς ακόμα μπορεί να μην την εμπιστεύεστε. Ωστόσο, γιατί ο ανθρώπινος οργανισμός –η επιτομή της εξέλιξης στη Γη– αυτοθεραπεύεται με λιγότερη επιτυχία απ’ ό,τι τα κουνέλια και οι πάπιες; Μπορείτε να μου βρείτε ένα είδος, εκτός από τον άνθρωπο, που δεν αυτοθεραπεύεται όταν αρρωσταίνει; Πρέπει να θυμόμαστε ότι τα ζώα ακολουθούν ανελλιπώς τα πανίσχυρα ένστικτά τους. Ο πολιτισμός μας έχει καταστείλει τη λιγοστή διαίσθηση και τα ένστικτα που διέθετε κάποτε ο άνθρωπος. Έχουμε απευαισθητοποιηθεί. Αβοήθητοι πλέον, παραδίδουμε το σώμα μας στους «ειδικούς».
Το σώμα μας αυτοθεραπεύεται, εφόσον του δοθεί η δυνατότητα να αναπαυθεί, να ασκηθεί και να λάβει τα ανάλογα θρεπτικά στοιχεία. Κάθε δευτερόλεπτο που είμαστε ζωντανοί, στο εσωτερικό του οργανισμού μας στέλνονται χιλιάδες μηνύματα, προκειμένου να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η ισορροπία του. Αν καπνίζετε ένα πακέτο τσιγάρα την ημέρα, ο οργανισμός θα εκκρίνει μεγάλες ποσότητες βλέννας στους πνεύμονες, προκειμένου να τους προστατέψει από τον καπνό. Δυστυχώς αυτό το έκτακτο μέτρο υπονομεύει τη λειτουργία των πνευμόνων και το σύστημα διαβίβασης του οξυγόνου. Έτσι, ο καπνιστής αργοπεθαίνει.
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγαν οι Δρ Lapage και Δρ Midler, η οποία δημοσιεύτηκε στο έγκριτο περιοδικό Cancer Re- search, οι πρωτεϊνικές δίαιτες υπερφορτώνουν με πρωτεΐνη το αίμα και τους ιστούς. Έπειτα, το λεμφικό σύστημα προσπαθεί να αποβάλει το πλεόνασμα. Αν όμως το φορτίο είναι υπέρμετρο για το λεμφικό σύστημα, σχηματίζονται πρωτεϊνικοί όγκοι, οι οποίοι «σφραγίζονται» προκειμένου να προστατευθεί ο υπόλοιπος οργανισμός από το περιεχόμενό τους. Όπως απέδειξε ο νομπελίστας Δρ Otto Warburg, αν η παροχή οξυγόνου μειωθεί έστω και κατά 30%, αυτά τα εγκλωβισμένα κύτταρα μπορεί να γίνουν καρκινικά. Ο Δρ Warburg διαπίστωσε ότι, σε αντίθεση με τα φυσιολογικά κύτταρα, τα κακοήθη κύτταρα δεν χρειάζονται οξυγόνο για να αναπαραχθούν. Κατά μία έννοια, καταναλώνουν άχρηστα μεταβολικά  προϊόντα, αποσοβώντας την τοξίκωση εξαιτίας του πρωτεϊνικού πλεονάσματος. Μολαταύτα, ο οργανισμός απειλείται από ένα ανεξέλεγκτο, ενδεχομένως θανατηφόρο καρκίνωμα.
Επί αιώνες, οι θεραπευτές που εφαρμόζουν αφάρμακες αγωγές βασίζονται εξ ολοκλήρου στις αυτοθεραπευτικές δυνάμεις του οργανισμού. Παρατηρώντας τα ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον –την ενίοτε θαυμαστή ανάρρωσή τους από ατυχήματα, δηλητηρίαση ή λιμό– αυτοί οι θεραπευτές έμαθαν την αξία της νηστείας και της ανάπαυσης. Κάποια ζώα ακολουθούν μια μη αυστηρή νηστεία και ασκούνται εντατικά, ενώ άλλα προτιμούν περισσότερη ανάπαυση και μπόλικη χλόη. Σε όλες τις περιπτώσεις, η θεραπευτική αγωγή των ζώων αποτελείται αποκλειστικά από ανάπαυση, τροφή και άσκηση. Γιατί λοιπόν αυτοί οι παράγοντες να μην μπορούν να αποκαταστήσουν την ανθρώπινη υγεία; Η κοινή λογική, η εμπειρία και οι προσωπικές ιστορίες χιλιάδων ανθρώπων μάς λένε ότι είναι απόλυτα εφικτό. Ας δούμε ένα παράδειγμα αφάρμακης αυτοΐασης.

Η περίπτωση της Ίντι Μέι Ουνσμπέργκερ

Η κυρία Ίντι Μέι Ουνσμπέργκερ και ο σύζυγός της Αρν επισκέφθηκαν το Ιπποκράτειο Ινστιτούτο Υγείας το 1973, επειδή οι συμβατικές αντικαρκινικές θεραπείες δεν τη βοηθούσαν. Είχε μάθει πρόσφατα ότι έπασχε από καρκίνο του μαστού.
 Ένας χειρουργός της είχε πει: «Δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία για τον καρκίνο. Δεν είμαστε σε θέση να σου πούμε ότι θα γίνεις καλά. Το μόνο που μπορούμε να σου πούμε είναι ότι έχεις 80% πιθανότητες να ζήσεις ένα χρόνο και μέγιστο προσδόκιμο όριο ζωής τα πέντε έτη». 
Η Ίντι υποβλήθηκε σε μαστεκτομή, κατά την οποία φαινομενικά αφαιρέθηκαν όλοι οι καρκινικοί ιστοί. Ωστόσο, ο καρκίνος εξαπλώθηκε σύντομα και σε άλλα μέρη του σώματος. Απογοητευμένη και μπερδεμένη, η Ίντι και ο σύζυγός της αναζητούσαν βοήθεια από παντού.
 Γνώρισαν μια γυναίκα ονόματι Γουίν Ντέιβις, της οποίας ο γιος είχε πεθάνει από καρκίνο στα είκοσι ένα του χρόνια. Τη συμβούλεψε να σπεύσει αμέσως στη Βοστόνη, προκειμένου να επισκεφθεί το Ιπποκράτειο Ινστιτούτο Υγείας. Της είπε ότι εκεί υπήρχε ένα ενδεχόμενο να διδαχθεί μεθόδους αυτοθεραπείας του καρκίνου. Έπειτα από λίγες ημέρες, το ζεύγος Ουνσμπέργκερ έφυγε αεροπορικώς για τη Βοστόνη.
Όταν τους υποδέχτηκα, ήταν και οι δύο φοβισμένοι. 
Προφανώς είχαν αμφιβολίες για το κατά πόσο είχαν πράξει σωστά. Ωστόσο, έπειτα από δύο εβδομάδες, ο φόβος και οι αμφιβολίες παρήλθαν και η Ίντι κατάλαβε ότι θα έβγαινε νικήτρια από αυτή τη μάχη. Ύστερα από δύο χρόνια σχεδόν απαρέγκλιτης τήρησης της δίαιτας, η Ίντι είχε θεραπευτεί από τον καρκίνο. Αφηγείται την ιστορία της στο βιβλίο How I Conquered Cancer Naturally (Eydie Mae Hunsberger & Chris Loeffler, Harvest House Publishers).
Η ιστορία της Ίντι από μόνη της δεν επαρκεί ως επιστημονική απόδειξη.
 Ωστόσο, η δική της εμπειρία αλλά και τα βιώματα πολλών άλλων ανθρώπων μάς έδειξαν ότι η Δίαιτα του Ιπποκράτη αποτοξινώνει και δυναμώνει τον οργανισμό, ιδίως όταν συνδυάζεται με ανάπαυση και άσκηση. Ένας δυνατός, καθαρός οργανισμός είναι σε θέση να προστατευτεί αποδοτικότερα από τους αναρίθμητους μικροοργανισμούς, το στρες και τους καρκινογόνους παράγοντες στους οποίους είμαστε εκτεθειμένοι σε καθημερινή βάση.
Κλείνουμε αυτό το κεφάλαιο όπως το ανοίξαμε, δηλαδή με έναν αφορισμό του Ιπποκράτη: 
«Η φύση είναι αυτή που θεραπεύει. Ο γιατρός απλώς υποβοηθά το έργο της φύσης».



 Απόσπασμα από το βιβλίο της Ann Wigmore “Η Δίαιτα του Ιπποκράτη με συνταγές υγείας” από τις Εκδόσεις Διόπτρα


Ann Wigmore
Η δρ Ανν Γουίγκμορ ίδρυσε το 1963 στη Βοστόνη των Ηνωμένων Πολιτειών το Ιπποκράτειο Ινστιτούτο Υγείας.
Στο φιλανθρωπικό, μη κερδοσκοπικό Ινστιτούτο της μελέτησε τη θεραπευτική δύναμη των ζωντανών (αμαγείρευτων) τροφών και της χλωροφύλλης από σιταρόχορτο, καθώς και τη σημασία της διατροφής για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της σωματικής και ψυχικής υγείας.
Η δρ Ανν Γουίγκμορ μοιράστηκε τις γνώσεις της με χιλιάδες ανθρώπους που φοίτησαν και θεραπεύτηκαν στο Ινστιτούτο της, αλλά και μέσω των βιβλίων της που πούλησαν περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα παγκοσμίως. Έδωσε διαλέξεις, έκανε σεμινάρια σε περισσότερες από 20 χώρες και δίδαξε σε διάφορα κολέγια μαζί με τον διάσημο καρδιολόγο Paul Dudley White.
To 1971, το ίδρυμα των Βραβείων Νόμπελ και η Ακαδημία Επιστημών της Φινλανδίας τίμησαν τη δρα Ανν Γουίγκμορ με αναγνώριση της δουλειάς της στον τομέα της Νεότητας, συγχαίροντάς την για τις προσπάθειές της στην αναγέννηση των ανθρώπινων κυττάρων και ιστών. Τιμητικές διακρίσεις της απονεμήθηκαν επίσης από την Ολλανδική Ακαδημία Επιστημών και από άλλα ιδρύματα.