Μα
φυσικά και θα 'φευγε. ∆εν υπήρξε τίποτ' άλλο να κάνει. Η ώρα περνούσε, το ρολόι
έτρεχε ακράτητο, και είν' αλήθεια, ο δρόµος που θα 'παιρνε ήταν πολύ µακρύς.
Η
βαλίτσα του ήταν έτοιµη, τα παπούτσια του γυαλισµένα, τα µαλλιά του χτενισµένα.
Είχε πλύνει προσεχτικά τ' αφτιά του, και το µόνο που του απόµενε ήταν να
κατεβεί τις σκάλες, να βγει απ' την εξώπορτα και να πάρει το δρόµο κατά πάνω,
προς στο µικρό σταθµό της πόλης, όπου το τραίνο θα σταµατούσε µόνο γι' αυτόν.
Έπειτα, το Φόξ Χίλλ, αυτή η µικρή πολιτεία του Ιλλινόις, θα χανόταν βαθιά στο
παρελθόν του. Και θα συνέχιζε αυτός, ίσως για την Αιόβα, ίσως για το Κάνσας,
ίσως ακόµα και για την Καλιφόρνια. Έvα µικρό παιδί, δώδεκα µόλις χρόνων, µ' ένα
πιστοποιητικό γεννήσεως στη βαλίτσα του για να δείχνει πως είχε γεννηθεί
σαραντατρία χρόνια πριν.
«Γουίλλι!»
φώναξε κάποια φωνή από κάτω, απ' τις σκάλες.
«Ναι!»
απάντησε αυτός και σήκωσε τη βαλίτσα του. Μές στον καθρέφτη του γραφείου του
είδε ένα πρόσωπο καµωµένο από µαγιάτικα σπερδούκλια κι από µήλα απριλιάτικα, κι
απ' το ζεστό το γάλα κάποιου καλοκαιριάτικου
πρωινού. Κι εκεί, σ' αυτό το πρόσωπο, βρισκόταν όπως πάντα το βλέµµα του
αγγέλου και της αθλιότητας, που δε θα άλλαζε ποτέ, όσα χρόνια θα βάσταγε η ζωή
του.
«Πέρασε
η ώρα!» φώναζε η γυναίκα από κάτω.
«Είµαι
έτοιµος!» και κατέβηκε τα σκαλιά, χαµογελώντας. Στο σαλόνι κάθονταν η Άννα και
ο Στηβ µε πεντακάθαρα ρούχα.
«Να
'µαι λοιπόν!» φώναξε ο Γουίλλι στην πόρτα του σαλονιού.
Η
Άννα κοίταζε σα να 'ταν έτοιµη να κλάψει: «Θεέ µου, δεν είναι δυνατό να µας
εγκαταλείψεις Γουίλλι».
«Τα
στόµατα του κόσµου...» είπε ήρεµα ο Γουίλλι, «άνοιξαν γι' άλλη µια φορά,
Έζησα
εδώ µαζί σας τρία χρόνια. Μα όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να µιλάνε, ξέρω πως
είναι ώρα να φορέσω τα παπούτσια µου και ν' αγοράσω ένα εισιτήριο για το
τραίνο».
«Είναι
τόσο παράξενα όλα.. ∆εν καταλαβαίνω. Τόσο ξαφνικά!» είπε η Άννα:
«Γουίλλι, θα
µάς λείψεις πολύ».
«Θα
σας γράφω κάθε Χριστούγεννα. Βοηθείστε µε! Εσείς να µη µου γράφετε καθόλου».
«Ήταν...
ήταν µεγάλη χαρά και ικανοποίηση», είπε ο Στήβ, καθισµένος εκεί, µιλώντας µε
δυσκολία: «Είναι κρίµα που έπρεπε να τελειώσει όλο αυτό. Είναι κρίµα που
αναγκάστηκες να µας µιλήσεις για τον εαυτό σου. Κρίµα και πάλι κρίµα να µην
µπορείς να µείνεις».
«Είστε
οι πιο σπουδαίοι γονείς που είχα ποτέ», είπε ο Γουίλλι, τέσσερα πόδια ύψος, µε
άτριχα µάγουλα και το φως του ήλιου στο πρόσωπο του.
Έπειτα
απ' αυτό η Άννα άφησε το κλάµα της να ξεσπάσει. «Γουίλλι, Γουίλλι».
Και κάθισε,
κι έδειχνε πως ήθελε µ' όλη της την καρδιά να τον κρατήσει, µα που φοβόταν πια
να το κάνει. Τον κοίταζε µε σπαραγµό και κατάπληξη, και τα χέρια της άδεια, µην
ξέροντας πως να του φερθεί.
«∆εν
είναι εύκολο να φύγω», είπε ο Γoυίλλι: «Θα συνηθίσετε. Θέλετε να µείνω. Αλλά
δεν ωφελεί. Προσπάθησα να το κάνω µια φορά, όταν οι άνθρωποι είχαν αρχίσει πια
να υποψιάζονται. «Ανήκουστο! Φοβερό!» λέγαν οι άνθρωποι: «Κι όλα αυτά τα χρόνια
να παίζει µε τ' αθώα παιδιά
µας», έλεγαν, «και µεις να µην το µυριστούµε! Φοβερό!» είπαν.
Και τελικά
αναγκάστηκα να φύγω από την πόλη κάποια νύχτα. ∆εν είναι εύκολο. Ξέρετε πολύ
καλά πόσο σάς αγαπώ και τους δυό. Σάς ευχαριστώ για τα τρία υπέροχα χρόνια που
µου χαρίσατε».
Προχώρησαν
όλοι προς την εξώπορτα: «Γουίλλι, πού θα πας;»
«∆εν
ξέρω. Όπου µε βγάλει η άκρη. Αρχίζω να ταξιδεύω κι όταν βρίσκω
µια πόλη όµορφη και πράσινη, κατεβαίνω».
«Θα
ξανάρθεις άραγε ποτέ;»
«Ναι»,
είπε σοβαρά µε την ψιλή του φωνούλα:
«Σε είκοσι χρόνια πάνω κάτω, όταν αρχίσει
να φαίνεται στο πρόσωπο µου. Όταν γίνει αυτό, θα κάνω µια µεγάλη µεγάλη βόλτα,
και θα επισκεφτώ όλες τις µητέρες και τους πατέρες που πέρασαν απ' τη ζωή µου».
Στέκονταν
τώρα στη δροσερή καλοκαιρινή βεράντα, ανήµποροι να προφέρουν τα τελευταία
λόγια. Ο Στήβ κοίταζε επίµονα την κορυφή µιας λεύκας: «Με πόσους άλλους έµεινες
ως τώρα Γουίλλι; Πόσοι σε υιοθέτησαν;»
Ο
Γουίλλι υπολόγισε µέσα του, µε φανερή ευδιαθεσία: «Έµεινα θαρρώ σε πέντε
πόλεις, κοντά σε πέντε αντρόγυνα, και πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που άρχισα
την περιπλάνηση µου».
«Ώστε
δεν µπορούµε να σε κρατήσουµε», είπε ο Στήβ: «Ας είναι. Τουλάχιστον είχα κοντά
µου ένα για τριανταέξη µήνες. Είναι καλύτερο αυτό, παρά να µην είχα κανένα».
«Και
τώρα...» είπε ο Γουίλλι και φίλησε γρήγορα την Άννα.
Άρπαξε τη βαλίτσα του, και
πήρε ν' ανεβαίνει τα δρόµο µέσα στο πράσινο µεσηµεριάτικο φώς, κάτω απ' τα
δέντρα, ένα πολύ µικρό παιδί πραγµατικά, που δε γύρισε πίσω του να κοιτάξει,
παρά έτρεχε µε βήµα σταθερό.
Έπαιζαν
τα παιδιά στο διαµαντένιο πράσινο πάρκο τη στιγµή πού περνούσε ο Γουίλλι.
Στάθηκε για λίγο στη σκιά της βελανιδιάς, και τα κοίταζε που πετούσαν ψηλά,
µέσα στη χλιαρή καλοκαιρινή ατµόσφαιρα την κάτασπρη σαν από χιόνι µπάλα του
µπαίηζ µπώλ, είδε και τη σκιά της µπάλας να πετάει πάνω από το γρασίδι σα µαύρο
πουλί, είδε τα χέρια τους ν' ανοίγουν αδηφάγα σα στόµατα για ν' αρπάξουν κείνο
το ευκίνητο κοµµάτι καλοκαιριού, που τώρα φάνταζε σαν πράξη σπουδαία να το
πιάσεις στα χέρια σου. Οι φωνές των παιδιών χαλούσαν τον κόσµο. Η µπάλα
κατέβηκε από ψηλά κι έπεσε πάνω στο γρασίδι, στον Γουίλλι κοντά.
Ξεπρόβαλλε
τώρα κάτω απ' τις σκιές των δέντρων κουβαλώντας την µπάλα προς τα µπρος, και
συλλογίστηκε τα τελευταία τρία χρόνια που πέρασε εδώ, και συλλογίστηκε τα πέντε
πριν απ΄ αυτά, κι όλα τ' άλλα πιο πριν, ως τη χρονιά που ήταν πραγµατικά
έντεκα χρονών, και δώδεκα και δεκατέσσερα, κι άκουγε τις φωνές να λένε:
«Τι
συµβαίνει κυρία µου µε τον Γουίλλι;»
«Κυρία Β., δε µεγαλώνει λοιπόν ο Γουίλλι;«
«Γουίλλι, βλέπω καπνίζεις πούρα τελευταίως!»
Οι ήχοι αυτοί έσβηναν µες στο
καλοκαιριάτικο φως και το χρώµα. Κι η φωνή της µητέρας του: «Ο Γουίλλι κλείνει
σήµερα τα είκοσιένα!» Και χιλιάδες φωνές που έλεγαν: «Να ξανάρθεις γιέ µου.
Όταν κλείσεις τα δεκαπέντε, να ξανάρθεις. Ίσως τότε να σου βρούµε και καµιά
δουλειά».
Στήλωσε
τα µάτια του στην µπάλα που κρατούσε µε τα τρεµάµενα χέρια του, σάµπως να 'ταν
η ίδια η ζωή του, µια ατελεύτητη σφαίρα από χρόνια, που γύριζε κι όλο γύριζε κι
ολο γύριζε, µα πάντα σχεδόν που οδηγούσε προς τα πίσω, στη µέρα που γιόρταζε τα
δώδεκα χρόνια του. Άκουσε τα παιδιά που έρχονταν τρέχοντας προς το µέρος του.
Ένιωσε ότι του έκρυβαν τον ήλιο, κι ότι µεγάλωσαν στο µεταξύ έτσι που τόνε
κύκλωναν απ' όλες τις µεριές.
«Γουίλλι!
Πού πας;» και κλωτσούσαν τη βαλίτσα του.
Πόσο
ψηλοί του φάνηκαν µπρος στον ήλιο! Τους τελευταίους µήνες, φαίνεται πως ο ήλιος
πέρασε ένα χέρι πάνω απ' τα κεφάλια τους, τους έγνεψε, κι ήτανε σα να χύθηκε
στο πρόσωπο τους µέταλλο ζεστό. Ήταν χρυσές, ψιλόλιγνες καραµέλες, που τους
τραβούσε ψηλά στον ουρανό µια πελώρια έλξη, παιδιά στα δεκατρία, στα
δεκατέσσερα, που κοίταζαν από ψηλά τον Γουίλλι, χαµογελώντας, µα που ωστόσο
είχαν αρχίσει να τον αγνοούν. Αυτό είχε αρχίσει τέσσερις µήνες πριν.
«∆ιαλέξτε
τις πλευρές! Ποιος θέλει τον Γουίλλι;»
«Ά,
ο Γουίλλι είναι µικρός. ∆εν παίζουµε µε νιάνιαρα».
Κι
έτρεχαν µπρος του, τον άφηναν, τραβηγµένοι απ' το φεγγάρι κι απ' τον ήλιο κι
από τις εποχές που άλλαζαν, φύλλα και άνεµος, κι αυτός να 'ναι δώδεκα χρονών,
και να µην είναι πια ένας απ' αυτούς. Κι οι άλλες φωνές να ξαναρχίζουν πάνω στο
παλιό, φοβερά οικείο, και παγερό ρεφραίν:
«Στήβ, θα 'κανες καλά να του αρχίσεις
βιταµίνες του παιδιού».
«Άννα, είστε κοντοί λοιπόν στο σόι σας;»
Κι η παγερή
γροθιά να µαλάζει και πάλι την καρδιά σου, και να ξέρει ότι οι ρίζες θα 'πρεπε να
ξαναβγούν στο φως έπειτ' από τόσα όµορφα χρόνια µε τους «ανθρώπους».
«Γουίλλι,
πού πας;»
Ο
Γουίλλι τίναξε το κεφάλι του. Βρέθηκε πάλι κυκλωµένος απ' τα πανύψηλα σαν
πύργους παιδιά που συνωστίζονταν γύρω του ρίχνοντας θεόρατη τη σκιά τους,
γίγαντες θαρρείς που έσκυβαν να πιουν νερό από κάποια δροσοπηγή.
«Φεύγω
για λίγες µέρες... Πηγαίνω να δω ένα ξάδερφο µου...»
«Ά!»
Υπήρχε κάποια µέρα, πριν ένα χρόνο, που θα τους ένοιαζε πραγµατικά πάρα πολύ.
Μα τώρα, υπήρχε µόνο περιέργεια για τη βαλίτσα του, η γοητεία που ασκούσαν πάνω
τους τραίνα και ταξίδια κι απόµακροι τόποι.
«Τι
θα λέγατε για ένα διπλό στα γρήγορα;» είπε ο Γουίλλι.
Φάνηκαν
αναποφάσιστοι για µια στιγµή, αλλά µετά, µιας και το καλούσε η περίσταση,
δέχτηκαν. Τότε, ο Γουίλλι πετούσε τη σάκα του και ξανοιγόταν τρέχοντας στο
γρασίδι.
Η άσπρη µπάλα του µπέηζ µπώλ τιναζότανε
στον ήλιο, ψηλά, πέρα απ' τις ηλιοκαµένες κι άσπρες φιγούρες τους, στο µακρινό
λιβάδι, και ξανά ψηλά στον ήλιο, χυµώντας µπροστά, όµοια καθώς η ζωή που
έρχεται και φεύγει µ' ένα απαρέκκλητο σχέδιο.
Πότε εδώ, πότε εκεί!
Ο κύριος και
η κυρία Ρόµπερτ Χάνλον, Κρήκ Μπέντ, στα 1932, το πρώτο ζευγάρι, το πρώτο
αντρόγυνο, η πρώτη χρονιά!
Πότε εδώ, πότε εκεί! Χένρυ και Άλις Μπόλτς, Αιόβα,
στα 1935!
Κι η µπάλα του µπέηζ µπώλ να πετάει. Οι Σµίθ, οι Ήτονς, οι
Ρόµπινσονς! 1939! 1945! Ο σύζυγος κι η σύζυγος, ο σύζυγος κι η σύζυγος, δίχως
παιδιά, δίχως παιδιά, δίχως παιδιά!
Ένα χτύπηµα σε τούτη την πόρτα, ένα χτύπηµα
σε κείνη.
«Με
συγχωρείτε. Τ' όνοµα µου είναι Γουίλλιαµ. ∆εν ξέρω αν...»
«Θές
ένα σάντουιτς; Πέρασε µέσα, κάθισε. Από που έρχεσαι, παιδί µου;»
Το
σάντουιτς, το ψηλό ποτήρι µε το κρύο γάλα, το χαµόγελο, η συγκατάνευση, η άνετη
αβίαστη κουβέντα...
«Ταξίδευες
παιδί µου; Από που το 'σκασες;»
«∆εν
το 'σκασα από πουθενά».
«Μήπως
είσαι ορφανό παιδί µου;»
Κι
άλλο ποτήρι γάλα.
«Εµείς
αγαπούσαµε πάντοτε τα παιδιά. Πάντοτε θέλαµε ένα παιδί. Μα δεν το καταφέραµε
ποτέ. Ποτέ δε µάθαµε γιατί. Θα 'ταν από κείνα τα γνωστά... Τι να πεις!
Βραδιάζει παιδί µου. ∆ε νοµίζεις πως θα 'πρεπε τώρα να γυρίσεις σπίτι;»
«∆εν
έχω σπίτι».
«Ένα
παιδί σαν εσένα; Αστειεύεσαι βέβαια. Η µητέρα σου θ' ανησυχεί».
«∆εν
έχω σπίτι, ούτε γονείς στον κόσµο... ∆εν ξέρω αν... αν θα µπορούσα να κοιµηθώ
εδώ απόψε».
«Τι
να σου πω παιδί µου... δεν ξέρω... Ποτέ δε σκεφτήκαµε να...» έλεγε ο σύζυγος.
«Έχουµε
κοτόπουλο γι' απόψε», έλεγε η σύζυγος: «Είµαστε τρεις. Μας φτάνει και µας
περισσεύει...»
Και
τα χρόνια να κυλούν, να πετούν και να φεύγουν, οι φωνές, τα πρόσωπα, κι οι
άνθρωποι, κι η ίδια πάντα πρώτη συνοµιλία.
Η φωνή της Έµιλυ Ρόµπινσον, καθιστή
καθώς ήταν στην κουνιστή πολυθρόνα της, στο σκοτάδι της καλοκαιριάτικης νύχτας,
την τελευταία εκείνη νύχτα που έµενε µαζί της, τη νύχτα που ανακάλυψε το
µυστικό του, που του είπε:
«Κοιτάζω
τα προσωπάκια των παιδιών και συλλογιέµαι. Κι ορισµένες
φορές σκέφτοµαι, τι ντροπή, τι θλίψη να κοπούν κάποια µέρα όλ' αυτά τα
λουλούδια, να σβήσουν κάποια στιγµή όλες αυτές οι ζωηρές φωτιές. Τι ντροπή όλ'
αυτά τα παιδιά που βλέπεις στο σχολείο, που τα βλέπεις να τρέχουν στους
δρόµους, τι ντροπή να πρέπει να ψηλώνουν και ν' ασκηµαίνουν, να γεµίζουν
ρυτίδες και ν' ασπρίζουν ή να φαλακραίνουν και, τέλος, να µην αποµένει απ' αυτά
τίποτ' άλλο από 'να σακί γεµάτο κόκαλα, µια ανάσα ασθµατική, και να πεθαίνουν
και να θάβονται. Όταν τ' ακούω να γελούν, δεν µπορώ να πιστέψω ότι θ'
ακολουθήσουν ποτέ τον ίδιο δρόµο µε µένα, ότι θα φτάσουν εδώ που είµαι εγώ. Κι
ωστόσο, α υτ ό το δρόµο ακολουθούν!
Θυµάµαι πάντα το ποίηµα του Γουέρντσγουερθ:
«Οταν δια µιας είδα ένα πλήθος, Ένα πλήθος από χρυσούς άσφόδελους, Πλάι στη
λίµνη, κάτω απ' τα δέντρα, Να φτερουγίζουν και να χορεύουν κάτω απ' τα δέντρα».
Να τι σκέφτοµαι για τα παιδιά, όσο σκληρά κι αν είναι καµιά φορά, όσο πρόστυχα
όπως ξέρω πως µπορεί να 'ναι, µα που δε δείχνουν ακόµα την προστυχιά γύρω απ'
τα µάτια τους,
ή µ έ σ α στα µάτια τους, που δεν τα 'χει ακόµα κυριέψει η
κούραση.
Είναι τόσο παράφορα για τα καθετί, τόσο ζωηρά!
Αυτό είναι που δε
βρίσκω στους ηλικιωµένους, η παραφορά, η ζωηράδα πού στέρεψε, η δροσιά που
χάθηκε, κι απόµεινε η ζωή τους ένα ξεραµένο ρυάκι. Μ' αρέσει κάθε µέρα να
κοιτάζω το σχολείο που σχολάει. Είναι σάµπως να πετάει κανείς έξω στο δρόµο ένα
µπουκέτο λουλούδια. Τι νιώθεις άραγε Γουίλλι; Τι νιώθεις που θα µείνεις παιδί
σ' όλη σου τη ζωή, για πάντα; Πού θα µοιάζεις µ' ασηµένιο φύλλο, µε δυόσµο;
Είσαι άραγε ευτυχισµένος; Είσαι τόσο ευτυχισµένος όσο δείχνεις;»
Η
µπάλα ήρθε σφυρίζοντας από το γαλάζιο ουρανό, χτύπησε το χέρι του σαν ένα
µεγάλο κίτρινο έντοµο. Την έκλεισε στην αγκαλιά του σα να 'θελε να τη
νανουρίσει, κι άκουσε τη µνήµη του να λέει:
«∆ούλεψα
µ' ό,τι µπορούσα. Όταν πέθαναν οι δικοί µου, και ανακάλυψα πως δε θα µπορούσα
πουθενά να βρω δουλειά σα µεγάλος, άρχισα να γυρνώ στα πανηγύρια. Ζητούσα δουλειά
σε καρναβάλια, µα εκείνοι γελούσαν. "Παιδί µου", έλεγαν, "εσύ
δεν είσαι νάνος. Ακόµα κι αν είσαι πάντως, µοιάζεις µε µικρό παιδί! Εµείς
ζητάµε νάνους που να 'χουν το πρόσωπο του νάνου. Λυπάµαι, παιδί µου,
λυπάµαι".
Έτσι, έφυγα απ' το σπίτι και ξεκίνησα: τι ήµουν; Ήµουν ένα
παιδί. Έµοιαζα µε παιδί, µιλούσα σαν παιδί. Μπορούσα λοιπόν να συνεχίσω να
είµαι. Ήταν ανώφελο να το καταπολεµήσω. Ήταν ανώφελο να κλαίω και να χτυπιέµαι.
Μα τι µπορούσα να κάνω; Ποια δουλειά να βρώ; Που θα µε δέχονταν;
Κι όταν µια
µέρα είδα κείνο τον άνθρωπο στο εστιατόριο να κοιτάζει τις φωτογραφίες που του
'δειχνε κάποιος άλλος τις φωτογραφίες των παιδιών του, "Μακάρι να 'χα κι
εγώ παιδιά", είχε πει. "Μακάρι να 'χα παιδιά". Και κουνούσε
διαρκώς το κεφάλι του. Εγώ καθόµουν λίγο πιο εκεί, τρώγοντας ένα λουκάνικο. Κι
άξαφνα πάγωσα! Από κείνη ακριβώς τη στιγµή κατάλαβα τι θα 'ταν από δω και πέρα
η ζωή µου. Επιτέλους, είχα βρει δουλειά. Υπήρχε δουλειά
και για µένα.
Θα έκανα ευτυχισµένους ανθρώπους µοναχικούς, ανθρώπους έρηµους.
Θα µουνα διαρκώς απασχοληµένος. Θα το 'ριχνα στο παιχνίδι. Παιχνίδι διαρκώς,
παιχνίδι για πάντα. Το 'ξερα. Έπρεπε πάντα να παίζω. Και πότε πότε να πηγαίνω
σε θελήµατα. Μπορεί καµιά φορά να χρειαζόταν να κλαδέψω κανένα περιβόλι. ∆εν
ήταν δύσκολη δουλειά. Κάθε άλλο. Όλο κι όλο που θα 'χα να κάνω, ήταν να γίνω
κάποιας µητέρας γιος, η περηφάνια κάποιου πατέρα. Στράφηκα προς τον άνθρωπο που
'χε µιλήσει πιο πριν. «Συγνώµη», είπα. Και του χαµογέλασα...
«Μα
Γουίλλι», του 'χε πει παλιά, πολύ παλιά, η κυρία Έµιλυ, «δεν ένιωσες ποτέ
µονάχος;
∆ε λαχτάρησες ποτέ πράγµατα που λαχταρούν οι µεγάλοι;»
«Αυτό
το καταπολέµησα µοναχός µου», είπε ο Γουίλλι.
«Είµαι παιδί, ένα µικρό παιδί.
Αυτό είπα στον εαυτό µου. Θα πρέπει να ζώ στον κόσµο που ζει κι ένα παιδί, θα
πρέπει να διαβάζω παιδικά βιβλία, να παίζω παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά, ν'
αποκοπώ απ' οτιδήποτε άλλο. ∆εν µπορώ να 'µαι και τα δυο. Άρχισα να 'µαι ένα
µονάχα πράγµα: νέος! Παιδί! Κι έπαιξα µ' αυτό τον τρόπο. Ω, δεν ήταν εύκολο.
Υπήρχαν φορές που...»
Μα
δε συνέχισε. Βυθίστηκε στη σιωπή.
«Κι
η οικογένεια που σε έπαιρνε κοντά της; ∆ε µάθαινε ποτέ;»
«Όχι.
Αν τους το 'λεγα θα καταστρέφονταν όλα. Τους έλεγα πως είµαι ένας δραπέτης.
Τους άφηνα να ελέγξουν κάθε επίσηµη πληροφορία, ν' απευθύνονται στην αστυνοµία.
Έπειτα, µιας και δεν ήµουν καταχωρηµένος πουθενά, τους έβαζα την ιδέα να µε
υιοθετήσουν. Κι αυτό ήταν το καλύτερο, αρκεί µονάχα να µην το µάντευαν ποτέ. Μα
έπειτα, έπειτα από τρία, πέντε χρόνια, το µάντευαν. Όλο και κάποιος ταξιδιώτης
θα περνούσε. Ταξιδιώτης η... κάποιος που θα µ' είχε δει στα καρναβάλια.
Τέλειωναν όλα τότε. Έπρεπε πάντα να τελειώνουν».
«Αραγε
είσαι ευτυχισµένος; Νιώθεις καµιά χαρά που έµεινες παιδί σαράντα τόσα χρόνια;»
«Αυτά
έχει η ζωή. Έτσι δε λένε; Κι όταν κάνεις ευτυχισµένους άλλους ανθρώπους, τότε
είσαι κι εσύ σχεδόν ευτυχισµένος. Αυτή τη δουλειά έπρεπε να κάνω και την κάνω.
Πάντως, σε λίγα χρόνια, θα µπω στο δεύτερο στάδιο της παιδικής µου ηλικίας.
Όλοι οι πυρετοί θα µε αφήσουν, κι όλα εκείνα που δεν κατόρθωσα να
πραγµατοποιήσω. Τα πιο πολλά µου όνειρα... Ίσως τότε να µπορέσω να ξεκουραστώ
και να παίξω το ρόλο ως το τέλος».
Έριξε
την µπάλα για τελευταία φορά και βγήκε απ' την ονειροπόληση.
Έπειτα έτρεξε να
πάρει τη βαλίτσα του. Τόµ, Μπίλ, Τζαίηµυ, Μπόµπ, Σάµ... µουρµούριζαν τα χείλη
του τα ονόµατα τους. Και κείνα στέκονταν αµήχανα και τον κοιτούσαν καθώς τους
έσφιγγε τα χέρια,
«Τι
είν' αυτά Γουίλλι; Στο κάτω κάτω δε φεύγεις για την Κίνα η το Τιµπουκτού. Έτσι
δεν είναι;»
«Έτσι
δεν είναι;» Ο Γουίλλι δε σάλευε.
«Άντε
λοιπόν. Θα σε δούµε την άλλη βδοµάδα!»
«Αντίο...»
Και
πήρε το δρόµο ακόµα µια φορά, κρατώντας τη βαλίτσα του στο χέρι, κοιτάζοντας τα
δέντρα, κι έφευγε, αφήνοντας πίσω του εκείνα τα παιδιά κι εκείνο το δρόµο όπου
είχε ζήσει, και καθώς έστριβε σε µια γωνιά άκουσε το τραίνο να σφυρίζει.
Έτρεξε
κατά κει.
Το
τελευταίο πράγµα που είδε και άκουσε ήταν µια άσπρη µπάλα που τιναζόταν ψηλά,
στο ύψος της στέγης, και ξαναγύριζε, πίσω µπρος, πίσω και µπρος, και δυο φωνές
που χαλούσαν τον κόσµο καθώς η µπάλα τιναζόταν πότε ψηλά, πότε στα πλάγια, πότε
µπροστά για να χυθεί στον ουρανό, κι ήταν σα δυό φωνές πουλιών που πετούσαν και
χάνονταν στο µακρινό νότο.
Ξηµέρωνε.
Η γεύση της οµίχλης, η µυρωδιά του κρύου σίδερου µε τη χαλύβδινη οσµή που
γέµιζε το τραίνο, µια νύχτα ολόκληρη να ταξιδεύει και το κορµί του να
τραντάζεται, και τα κόκαλα του να πονούν, κι η γεύση του ήλιου πέρα απ' τον
ορίζοντα, τον ξύπνησαν, κι είδε από ψηλά τη θέα µιας µικροσκοπικής πολιτείας
πού σηκωνόταν κείνη την ώρα απ' τον ύπνο. Φώτα που πλησίαζαν, φωνές ψιθυριστές
που µιλούσαν, κι ένα κόκκινο σινιάλο που κουνιότανε πίσω µπρος, πίσω µπρος µέσα
στην παγερή ατµόσφαιρα. Υπήρχε εκείνη η σιγή του ύπνου όπου οι ήχοι αποκτούν
µια διαύγεια και αναδύονται γυµνοί, µοναχικοί και σκληροί. Ένας χαµάλης
περνούσε εκεί κοντά, µια σκιά µες στις σκιές.
«Κύριε!»
είπε ο Γουίλλι.
Ο
χαµάλης κοντοστάθηκε.
«Ποια
πόλη είν' αυτή;» ψιθύρισε το παιδί στο σκοτάδι.
«Η
Βάλλεϋβιλ».
«Πόσους
κατοίκους έχει;»
«∆έκα
χιλιάδες. Γιατί ρωτάς; Εδώ θα κατεβείς;»
«Φαντάζει
πράσινη...» είπε ο Γουίλλι και κοίταξε έξω την πόλη, στο κρύο πρωινό, ώρα
πολλή: «Φαντάζει όµορφη και ήσυχη», είπε τέλος.
«Παιδί
µου», είπε ο χαµάλης, «ξέρεις π ο υ πάς;»
«Εδώ
ερχόµουν...» είπε ο Γουίλλι, και σηκώθηκε ήσυχα µέσα στο ήρεµο και παγερό
πρωινό που µύριζε σίδερο, µέσα στη σκοτεινιά του τραίνου, µ' ένα ανεπαίσθητο
θρόισµα.
«Ελπίζω
να ξέρεις τι σου γίνεται», είπε ο χαµάλης.
«Μάλιστα
κύριε», είπε ο Γουίλλι: «Ξέρω τι µου γίνεται».
Και κατέβηκε. Χώθηκε στη
σκοτεινή πλευρά της αίθουσας, διέσχισε το διάδροµο και βγήκε στο παγερό
ξηµέρωµα που ήταν τυλιγµένο σε µιαν αχλύ από καπνό και ατµό. Πίσω του, ερχόταν ο
χαµάλης κουβαλώντας τη βαλίτσα του. Στάθηκε. Κοίταξε πρώτα το χαµάλη, κι έπειτα
το µαύρο, χαλύβδινο περίγραµµα του τραίνου στα λιγοστά άστρα που απόµεναν.
Το
τραίνο έβγαλε ένα τεράστιο βρυχηθµό, σα θρήνο.
Οι
χαµάληδες φώναζαν σ' όλο το µήκος της γραµµής, τα βαγόνια ξεκόλλησαν, κι ο
δικός του χαµάλης έσκυβε και χαµογελούσε στο παιδί, σε κείνο το µικρό αγόρι, το
µικρό αγόρι εκεί κάτω µε τη µεγάλη βαλίτσα, που του φώναζε ακριβώς τη στιγµή
που ξανασφύριζε το τραίνο.
«Τι;»
φώναζε ο χαµάλης, κι έκανε χωνί το χέρι του στο αφτί του.
«Θέλω
να µου ευχηθείς καλή τύχη!» φώναζε ο Γουίλλι.
«Την
καλύτερη παιδί µου», φώναζε κι ο χαµάλης σκύβοντας, κι όλο χαµογελώντας: «Την
καλύτερη αγόρι µου!»
«Ευχαριστώ!»
είπε ο Γουίλλι µες στον τεράστιο σαµατά του τραίνου, µες στον ατµό και το
θόρυβο.
Κοίταζε
το τραίνο ως τη στιγµή που χάθηκε τελείως απ' τα µάτια του. ∆ε σάλεψε καθόλου όσην ώρα κυλούσε τα βαγόνια του για να βγει απ' το σταθµό. Στεκόταν ήσυχο, ένα
µικρό δωδεκάχρονο παιδί, πάνω στην παλιά ξύλινη αποβάθρα, και µόνο έπειτα από
τρία ολόκληρα λεπτά στράφηκε επιτέλους για ν' αντικρίσει τους άδειους δρόµους
από κάτω.
Τότε,
κι eνώ ξεπρόβαλλε ο ήλιος, άρχισε να περπατάει γρήγορα, προς την καινούργια
πόλη, πολύ γρήγορα σα να 'θελε να ζεσταθεί.
|
Ρέι Μπράντμπερι 1920-2012 |
RAY
BRADBURY
To ∆
του ∆ιαστήµατος
Τίτλος πρωτοτύπου: S is for Space
Μετάφραση
από τα αγγλικά: ΦΩΝΤΑΣ ΚΟΝ∆ΥΛΗΣ
Εκδόσεις
ΑντιΚοσµοι