Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Καυτό φαγητό και καψούρα



Όταν οι παλιές γυναίκες τέλειωναν το μαγείρεμα του φαγητού της μέρας, έκλειναν τη φωτιά και το σκέπαζαν με το καπάκι.
Για να «ξεκουραστεί» έλεγαν. Ποτέ δεν το σέρβιραν αμέσως.
Του έδιναν ανθρώπινες ιδιότητες, του έδειχναν σεβασμό. Ήταν η τροφή της οικογένειας. Σαν να κουράστηκε να ετοιμαστεί για να προκαλέσει ευχαρίστηση και το άφηναν λίγο να πάρει μιαν ανάσα. Να ξαποστάσει. Να ησυχάσει από την επίθεση αγάπης που του έκαναν όση ώρα το μαγείρευαν.
Τα πιτσιρίκια πεινασμένα από παιχνίδι λυσσάγανε από την πείνα αλλά ήταν ανένδοτες. Το τελετουργικό έπρεπε να εφαρμοστεί στο ακέραιο.


Αυτό που έμαθε από παιδί το εφαρμόζει και μέχρι σήμερα ο Τάσος. Όποτε μαγειρεύει το αφήνει λίγο μετά το τέλος. Να ηρεμήσει και να καθίσουν τ’ αρώματά του, να μπορέσει να δείξει τις γεύσεις του.
Να μην τον κάψει επειδή είναι πολύ ζεστό και να το απολαύσει.
Το ίδιο κάνει και στις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Προσπαθεί να εφαρμόσει το ίδιο τελετουργικό.


Γνωρίζεις κάποιον που σου αρέσει. Η ορμή της πρώτης επαφής μοιάζει με το καυτό φαγητό, δεν μπορείς να διακρίνεις τίποτε, λειτουργούν μόνο οι πέντε αισθήσεις. Και ό,τι δημιουργούν με το κάψιμο που επακολουθεί.
Πολλοί μένουν εκεί, στο κάψιμο. Πιστεύουν, όσος καιρός και αν περάσει, πως τίποτε δεν θα μπορέσει να συγκριθεί μ’ αυτήν τη φωτιά. Κανένα άλλο συναίσθημα, καμιά άλλη πράξη του ανθρώπου που γνώρισαν.
Αυτό είναι η καψούρα.
Μια διαρκής αναζήτηση του πρώτου καψίματος.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα γνωρίσουν ποτέ την πραγματική αγάπη.
Την αγάπη που περιέχει πολύ περισσότερη καψούρα. Γιατί εκτός από τις πέντε αισθήσεις, αναπτύσσονται αργά αλλά σταθερά και τα συναισθήματα που προκαλούν. Σαν τα αρώματα του φαγητού που θέλουν το χρόνο τους για να δείξουν το μεγαλείο τους.
Θέλουν το χρόνο τους για να κάνουν την ανάσα να βγει από βαθειά, από όλο το είναι. Η καψούρα έχει μόνο κομμένη ανάσα, σαν δύσπνοια. Ψυχική και σωματική.
Αυτοί που κολλάνε στην καψούρα δεν αντέχουν μεγάλες ανάσες γιατί αυτό προϋποθέτει ένωση και αυτοί έμαθαν να είναι μόνοι. Έμαθαν να χρησιμοποιούν τον άντρα που ερωτεύονται σαν συμπλήρωμα υπαρξιακής διατροφής.
Δεν μπορούν ν’ αντλήσουν τίποτε από μέσα τους. Ένα ψυχικό ξεροπήγαδο είναι που προσπαθούν να το γεμίσουν με κουβάδες ξένης αγάπης.
Πάντα θα είναι με στεγνό το στόμα, πάντα θα υπάρχει μια ακόρεστη δίψα.
Μέχρι να σκάσουν τα χείλια όταν δεν μπορούν να βρουν την καψούρα .
Δεν υπάρχει στην ουσία αυτός που καψουρεύτηκαν, τον φαντάζονται χρόνια και πιστεύουν για ένα διάστημα πως τον βλέπουν. Μα είναι το είδωλό του. Ένα είδωλο που λειτουργεί σαν το τοτέμ που δημιούργησαν στη φαντασία τους και το προσκυνούν χωρίς ποτέ να καταλάβουν τι αντιπροσωπεύει και γιατί το πιστεύουν.


Υπάρχουν και οι άλλοι που πιστεύουν βαθειά πως ο έρωτας είναι ένα καλό μαγείρεμα. Είναι η προετοιμασία ενός σημαντικού γεύματος.
Θα φροντίσουν τα βρουν καλά υλικά, θα το προετοιμάσουν, θα του δώσουν βρασμό, θα το αφήσουν να ξεκουραστεί και μετά θα το απολαύσουν.
Είναι αυτοί που πιστεύουν πως την μεγαλύτερη ορμή την έχει η ηρεμία. Η ηρεμία δημιουργείται από αυτόν που προετοίμασε τον αγώνα για να μπει στην μάχη.
Γιατί διαφορετικά θα ηττηθούν, θα καούν.
Γιατί θέλουν να δώσουν χρόνο στον αγαπημένο τους ν’ αναδείξει τη γεύση του κορμιού του σε κάθε του σημείο.
Για ν’ αναπτυχθούν οι μυρωδιές του, οι δικές του που θα τις αναγνωρίζει ακόμη και από μακριά.
Για να προλάβουν με τις πολλές εξερευνήσεις του σώματός του να μάθουν καλά το σχήμα του, την κάθε καμπύλη του, την παραμικρή ατέλεια ή τελειότητα, ώστε και με κλειστά μάτια να είναι αρκετό ένα μόνο άγγιγμα οπουδήποτε για ν’ αναφωνήσουν πως ναι είναι ο δικός μου άνθρωπος.
Για να μπορούν το ηχόχρωμα της φωνής του, τον ερωτικό του ψίθυρο, τη θυμωμένη κραυγή ή την ήρεμη ομιλία να την αντιλαμβάνονται μεταξύ πολλών άλλων, έστω και αν δεν είναι κοντά.
Για να τον βλέπουν τέλος και να χαίρονται με αυτό που είναι μπροστά τους, όχι με εκείνο που φαντάζονται, όπως ο καψούρης.
Να δώσουν το χρόνο λίγο στις αισθήσεις τους να προετοιμαστούν. Να μην ξαφνιαστούν.
Είναι αυτοί που δεν θέλουν να καούν αμέσως, θέλουν τη φωτιά να διαρκέσει, επειδή γνωρίζουν πως το τζάκι αποδίδει με ξύλα που καίγονται αργά, όχι με ξερόχορτα.


Είναι τέλος αυτοί που δεν θέλουν να σχετιστούν λαίμαργα και με ανεξέλεγκτη την πείνα τους. Μια συναισθηματική πείνα που δημιουργεί την καψούρα, όχι τον έρωτα και την αγάπη.
Προτιμούν να περιμένουν λίγο μετά τη γνωριμία, έτσι για να κυκλοφορήσει το άρωμα της σχέσης γύρω τους και στο μυαλό τους, σαν προστατευτική αύρα ηδονής.


Αυτά σκεφτόταν ο Τάσος μαγειρεύοντας, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ένας από αυτούς που είχε καεί μαζί του. Του το έκλεισε πάλι ευγενικά.
Μότο ο έρωτας και η αγάπη δημιουργούν καψούρα. Και ο χρόνος και η διάρκεια. Αυτοί που μετά τον πρώτο καιρό δεν είναι καψούρηδες με τον άνθρωπό τους, απλά δεν ξέρουν και δεν θέλουν να ερωτευτούν.
Σίγουρα κάπου αλλού έχουν δώσει όρκο πίστης.


Εντάξει, καταλάβατε πως ο Τάσος είναι καλοφαγάς. Άλλωστε ένας δυνατός έρωτας μοιάζει πολύ μ’ ένα καλό γεύμα.



Γιώργος Γλαύκος 
από ΕΔΩ