Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Οι γλάροι


Το νησάκι που βρίσκεται στα βορινά της Λέσβου, ανάμεσα Πέτρα και Μόλυβο, είναι γυμνό κι έρημο. Δεν έχει όνομα, κι οι ψαράδες που δουλεύουν σ’ εκείνες τις θάλασσες το λένε απλά έτσι: «Το νησί». Δεν έχει μήτε ένα δέντρο, εξόν από θάμνους. Τρία μίλια μακριά, τα βουνά της Λέσβου συνθέτουν μια ήμερη αρμονία από γραμμή, από κίνηση και χρώμα. Πλάι σ’ αυτή τη σπατάλη το γυμνό νησί με την αυστηρή γραμμή του φαίνεται ακόμα πιο έρημο. Σαν να το είχε ξεχάσει ο Θεός, όταν έχτιζε τις στεριές κι έκανε τις θάλασσες στις εφτά πρώτες μέρες του Κόσμου.

Μα από τούτη τη γυμνή λουρίδα της γης μπορείς να δεις, το καλοκαίρι, τον ήλιο να πέφτει μέσα στο ατέλειωτο πέλαγο. Τότε τα χρώματα βάφουν τα νερά κι ολοένα αλλάζουν, κάθε στιγμή, σαν να λιώνουν μες στ’ αλαφρά κύματα. Όταν τα βράδια είναι πολύ καθαρά, μπορείς να ξεχωρίσεις τα βουνά του Άθω να βγαίνουν μέσα απ’ το πέλαγο και σιγά πάλι να σβήνουν μαζί με τη νύχτα που έρχεται. Αυτή την ώρα ο μπαρμπα-Δημήτρης, ο μοναχικός κάτοικος του έρημου νησιού, θα κάμει την τελευταία κίνηση που τον ενώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή: θ’ ανάψει το φως στο φάρο. Το φως θ’ αρχίσει ν’ ανάβει, να σβήνει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα αυστηρά, αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.










Ο γερο-φαροφύλακας τράβηξε τη βάρκα στον άμμο. Τη σιγούραρε καλά, μην τυχόν τη νύχτα γυρίσει ο καιρός και φουσκώσουν τα νερά. Την κοίταξε για τελευταία φορά, πριν πάρει το δρόμο για το φάρο.

— Λοιπόν, πάει κι αυτό το ταξίδι..., λέει σιγά.

Το λέει μονάχος του και σωπαίνει. Το ταξίδι αυτό, στην αντικρινή στεριά, γίνεται μια φορά το μήνα. Πηγαίνει για τις προμήθειές του, για το αλεύρι, το λάδι και για τα γεννήματα που του χρειάζονται. Στην αρχή, σε κάθε ταξίδι, έμενε όλη τη μέρα στο χωριό. Μιλούσε με παλιούς του φίλους, μάθαινε νέα για τη χώρα, για τον κόσμο, αν οι άνθρωποι ήταν σε πόλεμο για είχαν ειρήνη.

Ο τελωνοφύλακας του έδινε το μισθό του.

— Λοιπόν, και τον άλλο μήνα με το καλό, μπαρμπα-Δημήτρη.

Ο γέρος κουνούσε το κεφάλι του κι ευχαριστούσε. — Με το καλό, αν θα ‘χουμε ζωή, παιδί μου.

Τις άλλες ώρες, ώσπου να γυρίσει στο «νησί του», τις περνούσε ανεβαίνοντας στη μικρή Παναγιά, στο βράχο με τα εκατό σκαλιά, να κάμει την προσευχή του. Σταύρωνε τα χέρια του μπροστά στο παλιό εικόνισμα, χαμήλωνε το κεφάλι και προσευχόταν για τα δυο αγόρια του, που χάθηκαν στην καταστροφή της Ανατολής, για τους άλλους ανθρώπους, τελευταία για τον εαυτό του.

— Αν ζούνε, προστάτευέ τα, παρακαλούσε για τα παιδιά του. Φύλαγέ τα από θυμό κι από κακή ώρα. Φύλαγέ τα απ’ το μαχαίρι...

Μουρμούριζε τους χαιρετισμούς, ό,τι άλλο ήξερε από προσευχή, και τα γερασμένα πόδια του τρέμαν.

— Κι εμένα, καιρός πια είναι να ξεκουραστώ..., έλεγε και βούρκωναν τα μάτια του.

Κατέβαινε τα εκατό σκαλιά κάθε φορά με πιο αλαφρή καρδιά. Στο δρόμο στεκόταν και κοίταζε τα παιδάκια που παίζαν. Τον ξέραν όλα και σαν τον βλέπανε, βάζαν τις φωνές:

— Μπαρμπα-Δημήτρη! Μπαρμπα-Δημήτρη!

Τους αγόραζε φουντούκια και τους τα μοίραζε, κι εκείνα φωνάζαν χαρούμενα:

— Μην αργήσεις να ξανάρθεις, παππούλη! Μην αργήσεις!



Έτσι γινόταν σε κάθε ταξίδι κάθε φορά. Μα όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο ξεσυνήθιζε με τους ανθρώπους. Η ερημιά ολοένα τον κυρίευε, μέρα με τη μέρα, τον απορροφούσε, σαν να στάλαζε μες στην ύπαρξή του τη φοβερή της δύναμη. Σε κάθε ταξίδι λιγόστευε, όσο μπορούσε, τον καιρό που έπρεπε να μείνει στο χωριό για τις δουλειές του.

Έκοψε και το ανέβασμα στην εκκλησίτσα του βράχου.

— Συχώρεσέ με, γιατί πια δεν μπορώ, έλεγε στο Θεό, σαν να είχε κάμει αμαρτία. Παντού μπορώ να σε παρακαλώ, για να βλέπεις πόσο είμαι αδύναμος.

Κι όταν γύριζε στο νησί του, ύστερα από κάθε ταξίδι, έμενε πολύ αργά τη νύχτα, κάτω απ’ τα άστρα, να προσεύχεται.



Δε ρωτούσε πια νέα, τι γίνεται στον κόσμο. Δεν ήξερε τίποτα. Όλος ο κόσμος στένευε, μέρα με τη μέρα, γύρω στο έρημο νησί, κι έκλεινε με το βαθύ πέλαγο και με τα χρώματα, σαν έγερνε ο ήλιος.

Οι τελευταίοι σύντροφοι που άλλαζε πότε πότε καμιά κουβέντα μαζί τους ήταν ψαράδες που, σαν δεν τους έπαιρνε ο καιρός, άραζαν για λίγο στο νησί του. Μέναν εκεί στην ακρογιαλιά, όπου ερχόταν να σβήσει το κύμα, και λέγαν για τα βάσανά τους και για τη μοίρα τους. Πολλές φορές ξενυχτούσαν εκεί. Τότε, στις μακριές ώρες, ώσπου να χαράξει, όταν οι άλλες κουβέντες τέλειωναν, ερχόταν και η επίσημη ώρα για τα δυο παιδιά του.

— Ποιος το ξέρει..., του λέγαν οι ψαράδες. Μπορεί να ζούνε κι να ’ρθουν, μπαρμπα-Δημήτρη. Έτσι σαν τους γλάρους σου, που γύρισαν.

Δε μιλούσε, δε σάλευε, τα ήμερα μάτια του μένανε στυλωμένα στο βάθος της νύχτας.

— Ναι, μπαρμπα-Δημήτρη, σαν τους γλάρους σου. Έτσι μπορούν να γυρίσουν και να ’ρθουν. Μην απελπίζεσαι.

Οι ψαράδες τότε, μ’ αυτή την αφορμή, φέρναν την κουβέντα στους γλάρους του γέρου.

— Αλήθεια, του λέγανε, Πώς μπόρεσες να τους μερώσεις, μπαρμπα-Δημήτρη; Πουθενά δεν ακούστηκε να μερώνουν οι γλάροι...

— Έτσι είναι, παιδιά μου, μουρμούριζε αυτός. Όλα μερώνουν εδώ κάτου. Μοναχά ο άνθρωπος...

Τον ρωτούσαν να τους πει πάλι την ιστορία με τους γλάρους, μόλο που την ξέραν, όπως την ξέραν κι όλοι όσοι ζούσαν στην αντικρινή στεριά. Τα είχε βρει μικρά, μες στους βράχους, δυο γλαρόπουλα αμάλλιαγα ακόμα. Ήταν χειμώνας τότε, τα λυπήθηκε και τα κουβάλησε στο καλύβι του, πλάι στο φάρο. Τα κράτησε και τα μεγάλωσε, ταΐζοντάς τα μικρά ψάρια που έπιανε το δίχτυ του. Μια μέρα του ήρθε η ιδέα να τους βγάλει από ένα όνομα.

«Ε, λοιπόν, εσένα θα σε λέμε...»

Μες στις αναμνήσεις του, μες στην καρδιά του, κείνη την ήμερη ώρα τριγυρίζανε τα δυο παιδικά πρόσωπα, τον καιρό που ήταν πολύ μικρά και τα φώναζε.

«Λοιπόν..., εσένα να σε λέμε Βασιλάκη, είπε στο ένα πουλί. Κι εσένα να σε λέμε Αργύρη...»

Έτσι, από τότε άρχισε να τα φωνάζει με τα ονόματα των παιδιών του. Κι οι γλάροι σιγά σιγά τα συνηθίσανε.

Σαν μεγάλωσαν κι ήρθε η άνοιξη, ένα πρωί σκέφτηκε πως είναι αμαρτία να έχει σκλαβωμένα τα πουλιά. Αποφάσισε να τα λευτερώσει. Άνοιξε το μεγάλο καλαμένιο κλουβί κι έπιασε πρώτα το ένα πουλί. Το κράτησε μες στα δυο του χέρια, το χάιδεψε. Αισθανόταν την καρδιά του να είναι πολύ αλαφρή.

«Άιντε, λοιπόν, Βασίλη!» είπε στο πουλί και άνοιξε τα χέρια του, να το αφήσει να φύγει.

Το πουλί πέταξε, έφυγε.

Έβγαλε και το άλλο, το χάιδεψε σαν το πρώτο, το άφησε κι αυτό. Όλα ήταν ήμερα κείνη τη μέρα και η νύχτα που ήρθε ήταν ήμερη. Μονάχα που αισθανόταν να είναι ακόμα πιο έρημος.

Το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο μικρό παράθυρο της καλύβας αλαφριά χτυπήματα. Πλησίασε και κοίταξε. Δεν το πίστευε. Πετούσε απ’ τη χαρά του, σαν να ήταν τα παιδιά του που γύριζαν.

Άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα οι γλάροι.

Από τότε αυτό γινόταν: τα πουλιά φεύγαν το πρωί, ταξιδεύανε ως τις αντικρινές στεριές της Ανατολής, ως πέρα στο Σίγρι, και τα βράδια γύριζαν. Έκαναν κοπάδι μαζί με άλλους γλάρους και πολλές φορές πετούσαν πάνω απ’ το ρημονήσι. Αν ήταν χαμηλά, ο γέρος μπορούσε να τους ξεχωρίσει απ’ τα σταχτιά σημάδια που είχαν κάτω απ’ τις φτερούγες. Σαν έβγαινε με τη βάρκα κι αυτοί τριγύριζαν εκεί σιμά, χαμήλωναν και τσίριζαν από πάνω του. Τους είχαν μάθει κι σι άλλοι ψαράδες στα μέρη εκείνα. Και σαν τους βλέπανε, φωνάζαν γελώντας:

— Ε, Βασίλη!... Ε, Αργύρη!...



Έτσι περνούσαν οι μέρες στο ρημονήσι. Η μια, η άλλη, αυτή που πέρασε, αυτή που θα ’ρθει. Μια αδιατάραχτη σειρά από μέρες και νύχτες, που δεν είχαν τίποτα να περιμένουν, άλλο απ’ το θάνατο.

Μια βραδιά του καλοκαιριού έγινε κάτι ασυνήθιστο. Οι γλάροι δε γύρισαν. Μήτε την άλλη μέρα φάνηκαν, μήτε την άλλη νύχτα.

— Μπορεί να ταξιδέψαν μακριά, συλλογίστηκε ο γέρος, για να ξεγελάσει την ανησυχία του.

Το άλλο πρωί, όπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι του φάρου. Κοίταξε το πέλαγο. Μια στιγμή του φάνηκε πως η θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σαν να περνούσαν δελφίνια και παίζαν. Πολλές φορές έβλεπε στ’ ανοιχτά να περνούν δελφίνια. Τα παρακολουθούσε να γράφουν τις αργές κινήσεις τους όξω απ’ το νερό, πάλι να πέφτουν.

— Δελφίνια θα είναι και τώρα.

Μα σε λίγο είδε καθαρά πως δεν ήταν.

— Άνθρωποι είναι! είπε ξαφνιασμένος.

Κατέβηκε στο ακρογιάλι και περίμενε. Σε λίγο ξεχώρισε πως ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κολυμπούσαν πλάι πλάι, με αργές κινήσεις, γεμάτες βεβαιότητα. Και το μικρό κύμα έκλεινε πάνω στο αυλάκι που άφηναν.

Τι να θέλουν;

Δε θυμόταν άλλη φορά να είχαν έρθει κατά κει για κολύμπι άνθρωποι. Κι ύστερα, δε φαινόταν εκεί γύρω καμιά βάρκα, απ’ όπου να είχαν πέσει.

Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει.

Τα δυο βρεμένα κορμιά τινάζουνται απ’ τη θάλασσα στ’ ακρογιάλι.

Το αγόρι κοιτάζει το κορίτσι μες στα μάτια και τεντώνει τα χέρια του ψηλά.

— Αχ! λέει παίρνοντας βαθιά ανάσα. Τι καλά που ήταν!

Το κορίτσι κάνει την ίδια κίνηση με τα χέρια. Πιο αργά:

— Τι καλά που ήταν!

Ύστερα τρέξαν προς το φαροφύλακα.

— Εσύ ‘σαι ο μπαρμπα-Δημήτρης; λέει το αγόρι.

— Εγώ είμαι, λέει με ταραχή. Μπας και σας έτυχε τίποτα;

— Α, μπα! βιάζεται να πει το αγόρι. Είπαμε χτες να κάνουμε αυτό το ταξίδι με τη φίλη μου, και να που ήρθαμε.

— Από πού; ρωτά ο γέρος με απορία. — Μα απ’ αντίκρυ, απ’ την Πέτρα.



Ο μπαρμπα-Δημήτρης δεν ξέρει τι να πει, μουρμουρίζει μονάχα πως δε θυμάται να του είχαν έρθει άλλη φορά ξένοι με τέτοιο ταξίδι.

Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν προς το φάρο.

Περπατούσε πρώτος, τα παιδιά ακολουθούσαν. Δε θα ήταν το καθένα περισσότερο από δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονώ. Κι εκείνος βάδιζε μπρος, και τα χρόνια βάραιναν στους ώμους του, σαν να του ζητούσαν την ευθύνη, γιατί δεν τ’ άφηνε να ξεκουραστούν.

Κάθισαν στο πεζούλι του φάρου. Μπροστά τους το Αιγαίο ακύμαντο, ο ήλιος έτρεμε πάνω του.

— Από πού έρχεστε; ρώτησε ο γέρος.

— Σπουδάζουμε στην Αθήνα, είπε το κορίτσι. Εγώ σπουδάζω χημικός κι ο φίλος μου στο Πολυτεχνείο.

— Α, αλήθεια!... Μουρμουρίζει ο γέρος χωρίς να καταλαβαίνει.

— Έχεις πάει καμιά φορά στην Αθήνα, παππούλη; Ρωτά το κορίτσι.

— Όχι. Ποτές.

— Θα το ήθελες τώρα;

Η φωνή του είναι σιγανή, μόλις ακούεται:

— Όχι, παιδί μου. Τώρα είναι αργά.

— Θα είσαι πολύ μονάχος εδώ, παππούλη.

— Είμαι πολύ μοναχός, παιδί μου.

Σώπασαν. Πέρασε λίγη ώρα. Ψηλά πέρασε ένα κοπάδι γλάροι. Ο γέρος σηκώνεται και μπαίνει στο καλύβι να φέρει γλυκό. Απ’ το μικρό παράθυρο μπορεί να βλέπει τα δυο παιδιά, έτσι που είναι ξαπλωμένα. Στα κορμιά τους και στα πρόσωπά τους τρέμουν ακόμα στάλες απ’ τη θάλασσα. Ο ήλιος τα έχει ψήσει αλύπητα, είναι κει σαν δυο αγάλματα από μπρούντζο που τα ξέβρασε το πέλαγο — μια θεότητα της υγείας και μια θεότητα της νεότητας. Τα μαύρα μαλλιά του κοριτσιού πέφτουν πάνω στους ώμους του και στα μεγάλα μαύρα μάτια του σαλεύει βαθύ φως.

...Έτσι απλά και ήμερα είναι όλα στο ρημονήσι αυτή την ιερή ώρα. Έτσι ήμερα είναι και μες στην καρδιά του γέρου ανθρώπου. Είναι πλημμυρισμένος, τούτο το καλοκαιρινό πρωινό, είναι βουρκωμένος. Αυτή η απρόοπτη τρυφερότητα που ήρθε να ταράξει την ερημιά του, τα ακίνητα νερά...

— Παππούλη, να ‘ρθουμε κι εμείς μέσα; του φωνάζει απ’ έξω το κορίτσι.

— Έρχουμαι εγώ, έρχουμαι! Λέει ταραγμένος.

Τους έφερε γλυκό, αμύγδαλα, κρύο νερό.

— Δεν έχω τίποτα άλλο..., μουρμουρίζει, σαν να θέλει να τον συχωρέσουν.

— Κάθισε, κάθισε, παππούλη, — τον πιάνει το κορίτσι απ’ το χέρι να καθίσει πλάι του.

Κάθισε.

— Ελάτε και αύριο, τους λέει δειλά. Θα ψαρέψω για σας τη νύχτα. Αύριο φεύγουμε, απαντά το κορίτσι με λύπη. Κρίμα, τόσες μέρες που ήμαστε εδώ να μην ερχόμαστε! Είσαι πάντα έτσι έρημος, παππούλη;

— Πάντα, παιδί μου.

— Α. τώρα καταλαβαίνω τι ήταν οι γλάροι..., μουρμουρίζει το αγόρι.

— Ναι, παιδί μου, αυτό είναι. Η ερημιά.

— Θα πρέπει να τους συχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι το αγόρι σε λίγο. Αν ήξεραν, δε θα το έκαναν ποτέ.

Ο γέρος δεν καταλαβαίνει. Στέκει με απορία.

— Για ποιους λες, παιδί μου;

—Γι’ αυτούς που σκοτώσαν τους γλάρους σου λέω, μπαρμπα-Δημήτρη. Είναι φίλοι μας.

Καταλαβαίνει τα γόνατά του να τρέμουν, η καρδιά του χτυπά.

— Τους σκοτώσαν είπες;

— Α, δεν το ήξερες ακόμα;...

Το παιδί δαγκάνει τα χείλια του, μα είναι αργά. Του λέει την ιστορία: πως κυνηγούσαν, όλη η νεολαία, ύστερα κατεβήκαν στην ακρογιαλιά· οι δυο γλάροι χαμήλωσαν απ’ το άλλο κοπάδι, ο φίλος τους τράβηξε εκεί σιμά, γνώρισαν τις σταχτιές φτερούγες.

Ο γέρος ακούει, ακούει, — δεν είναι τίποτα, δυο γλάροι ήταν.

— Δεν ήξεραν, παππούλη..., λέει με θερμή φωνή το κορίτσι, συγκινημένο απ’ τη βουβή λύπη που βλέπει στο γερασμένο πρόσωπο. Δεν ήξεραν...

Κι εκείνος κουνά μόλις, αργά, το κεφάλι του, συγκατανεύοντας:

— Ναι, ναι, παιδί μου. Δε θα ξέραν...



Αρκετή ώρα πέρασε.

— Πρέπει να φύγουμε, λέει το αγόρι. Το κορίτσι σηκώνεται.

— Να φύγουμε.

Πηγαίνουν μπροστά, ο γέρος έρχεται λίγο πίσω τους. Φτάσαν στην ακρογιαλιά.

— Σε χαιρετούμε, παππούλη, λέει πρώτο το κορίτσι.

Πιάνει το χέρι του, σκύβει να το φιλήσει. Κι αυτός της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά.

— Να σας βλογά ο Θεός, μουρμουρίζει συγκινημένος.

Έφυγαν. Παρακολουθεί πολλή ώρα το μικρό αυλάκι που κάνουν τα κορμιά τους στη θάλασσα. Ώσπου όλα σβήνουν απ’ τα μάτια του. Και το πέλαγο είναι πάντα έρημο 

Και ατελείωτο.


Νυχτώνει. Έχει καθίσει στο πεζούλι, οι ώρες περνούν. Όλα περνούν απ’ τα θολωμένα μάτια του: τα μικρά του τα χρόνια, τα παιδιά που μεγάλωσε και χάθηκαν, οι άνθρωποι που τον πικράνανε. Όλα περνούν κι όλα σβήνουν. Και τα δυο παιδιά κι ένα κοπάδι γλάροι που πετούν ψηλά. Δυο γλάροι έχουν σταχτιές φτερούγες. Κι αυτοί περνούν και χάνουνται. Δεν είναι πια να γυρίσει τίποτα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη. Από πάνω του το φως του φάρου ανάβει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.

------


"Οι γλάροι"
Ηλίας Βενέζης


Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Οζυμανδίας


«Οζυμανδίας τ' όνομά μου, ο Βασιλεύς των Βασιλέων,
κοιτάξτε τα έργα μου. Ισχυροί, κι απελπιστείτε!»












Χειμωνιάτικο απόγευμα του 1817. Στη μεγάλη βιβλιοθήκη ενός ευχάριστου σπιτιού, που βρίσκεται στις παρυφές της κωμόπολης Μάρλοου, ένας τραπεζίτης από το Λονδίνο, ονόματι Οράτιος Σμιθ, απολαμβάνει ήρεμος το βιβλίο του. Ο οικοδεσπότης του, ένας νεαρός άνδρας, μια εβδομάδα τώρα μελετάει Γίββωνα, Μπούρκχαρντ και τα έργα του Κόμητος Σωσμπέφ ντε Βολνέ· τον έχει γοητεύσει ιδιαίτερα το έργο του τελευταίου «Ερείπια, ή Στοχασμοί πάνω στο Πεπρωμένο των Αυτοκρατοριών» και ανταλλάσσει με τον τραπεζίτη κάποιες συναφείς σκέψεις. Η σύζυγός του κάθεται σιωπηλή πλάι στη φωτιά, διαβάζοντας Τάκιτο. Το πρώτο της μυθιστόρημα βρίσκεται ήδη στον τυπογράφο. Τίτλος του, «Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας».

Ο τραπεζίτης μας διαβάζει Διόδωρο. Σκέφτεται να γράψει ένα στοχαστικό σονέτο: τον έχει εμπνεύσει η περιγραφή ενός ερειπωμένου μνημείου που συνάντησε ανάμεσα στις εκατοντάδες σελίδες του ιστορικού. Πριν από 3.300 χρόνια, περίπου, ο μεγαλύτερος Φαραώ στην ιστορία της Αιγύπτου, ο Ραμσής Β', παρήγγειλε ένα άγαλμα και το έστησε στην πόλη των Θηβών. Είχε ύψος είκοσι μέτρα, ζύγιζε χίλιους τόνους και στη βάση του έφερε την επιγραφή: «Είμαι ο Ούσερ-μα-Ρα, ο Βασιλεύς των Βασιλέων, Κυρίαρχος της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου... Όποιος επιθυμεί να γνωρίσει το μεγαλείο μου, ιδού εγώ, ας προσπαθήσει να υπερβεί όσα έπραξα».

Εξακόσια χρόνια αργότερα, ο Έλληνας περιηγητής Εκαταίος επισκέφθηκε την Αίγυπτο και φιλοτέχνησε μια περιγραφή του αγάλματος του Ραμσή, προσπαθώντας να είναι όσο ακριβέστερος μπορούσε. Έκανε όμως λάθος στη μεταγραφή του ονόματος. Το Ούσερ-μα-Ρα έγινε Οζυμανδύας ­ μια λέξη πιο οικεία στο ελληνικό αυτί. Το βιβλίο του χάθηκε, αλλά ο Διόδωρος συμπεριέλαβε αυτήν την περιγραφή στην παγκόσμια ιστορία που έγραψε την εποχή του Αυγούστου και η οποία επεκτεινόταν σε σαράντα ολόκληρους τόμους.

Η επιγραφή στη βάση του αγάλματος είχε μεταφερθεί ως εξής:
«Ο Βασιλεύς των Βασιλέων Οζυμανδύας είμαι εγώ.
Όποιος επιθυμεί να γνωρίσει πόσο μεγάλος είμαι και πού κείτομαι,
ας υπερβεί τις πράξεις μου,
αν μπορεί».


 Έτσι, ενώ ο χειμωνιάτικος ήλιος έδυε, στο αδύναμο φως ενός κεριού, ο λογοτέχνης-τραπεζίτης Οράτιος Σμιθ έγραψε: «Στην αμμώδη σιωπή της Αιγύπτου / στέκει γιγάντιο πόδι που σκορπίζει / τη μόνη σκιά που η έρημος γνωρίζει». Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη στροφή, ο οικοδεσπότης του τον πλησιάζει. Προτείνει να γράψει κι εκείνος ένα σονέτο πάνω στο ίδιο θέμα. Και γράφει: «Συνάντησα έναν ταξιδιώτη από χώρα αρχαία. / Είπε: τεράστια, δίχως κορμό, δυο πόδια πέτρινα / υψώνονται στην έρημο... Κοντά τους, μες στην άμμο / βυθισμένο, ένα θρυμματισμένο πρόσωπο· τα σκυθρωπά του / χείλη, πτυχωμένα σ' ένα χαμόγελο ψυχρής υπεροχής, / λένε ο γλύπτης τους πως διάβασε σωστά αυτά τα πάθη / που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ' άψυχα ετούτα πράγματα / ­ το χέρι που τα περιγέλασε και την καρδιά που τα 'θρεψε. / Και πάνω στο κρηπίδι αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται: / "Οζυμανδίας τ' όνομά μου, ο Βασιλεύς των Βασιλέων, / κοιτάξτε τα έργα μου. Ισχυροί, κι απελπιστείτε! " / Άλλο τίποτα δεν μένει. Γύρω από τη φθορά / των κολοσσιαίων ερειπίων, απέραντη, γυμνή, / μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά».

-

Χρειάστηκαν δέκα λεπτά (ή περίπου) για να γράψει ο Σέλλεϋ ένα από τα αριστουργήματα της αγγλικής ποίησης. Είχαν συνδράμει ένας Φαραώ, μια ομάδα ιστορικών, εξερευνητών και περιηγητών και ο λησμονημένος σήμερα Οράτιος Σμιθ. Ιδιοφυΐα σημαίνει, όπως έχει γράψει ένας γνωστός κριτικός, να βρίσκεσαι στον κατάλληλο τόπο τον κατάλληλο χρόνο, έτοιμος να αδράξεις τη στιγμή. Ο Οράτιος Σμιθ και ο Πέρσυ Μπ. Σέλλεϋ έστειλαν τα σονέτα τους σε μια εφημερίδα, η οποία δημοσίευσε και τα δύο. Ο έντιμος και σχολαστικός Σμιθ τιτλοφόρησε το ποίημά του «Πάνω σε ένα επιβλητικό γρανιτένιο πόδι, που ανακαλύφθηκε να ίσταται μόνο στην έρημο της Αιγύπτου, με τη σχετική επιγραφή χαραγμένη στη βάση». Ο Σέλλεϋ ονόμασε το δικό του «Οζυμανδύας».
Ιδιοφυΐα ίσως σημαίνει και το να ξέρεις πώς να τιτλοφορήσεις ένα ποίημα.

Χάρης Βλαβιανός

"Τα συστατικά της ιδιοφυΐας"
από τις "Επιφυλλίδες"

"TA NEA" Δευτέρα 6 Μαρτίου 2000
Αρ. Φύλλου 16685





Ozymandias

I met a traveller from an antique land
Who said: `Two vast and trunkless legs of stone
Stand in the desert. Near them, on the sand,
Half sunk, a shattered visage lies, whose frown,
And wrinkled lip, and sneer of cold command,
Tell that its sculptor well those passions read
Which yet survive, stamped on these lifeless things, 
The hand that mocked them and the heart that fed.
And on the pedestal these words appear –
"My name is Ozymandias, king of kings:
Look on my works, ye Mighty, and despair!"
Nothing beside remains. Round the decay
Of that colossal wreck, boundless and bare
The lone and level sands stretch far away.'

http://www.answers.com/topic/ozymandias
Οζυμανδίας

Συνάντησα έναν ταξιδιώτη από χώρα αρχαία.
Είπε: τεράστια, δίχως κορμό, δυο πόδια πέτρινα
υψώνονται στην έρημο... Κοντά τους, μες στην άμμο
βυθισμένο, ένα θρυμματισμένο πρόσωπο· τα σκυθρωπά του
χείλη, πτυχωμένα σ' ένα χαμόγελο ψυχρής υπεροχής,
λένε ο γλύπτης τους πως διάβασε σωστά αυτά τα πάθη
που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ' άψυχα ετούτα πράγματα
– το χέρι που τα περιγέλασε και την καρδιά που τα 'θρεψε.
Και πάνω στο κρηπίδι αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται:
«Οζυμανδίας τ' όνομά μου, ο Βασιλεύς των Βασιλέων,
κοιτάξτε τα έργα μου. Ισχυροί, κι απελπιστείτε!»
Άλλο τίποτα δεν μένει. Γύρω από τη φθορά
των κολοσσιαίων ερειπίων, απέραντη, γυμνή,
μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά.

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Όλο Το Καλοκαίρι Σε Μια Μέρα




-"Έτοιμοι";
-"Έτοιμοι".
-"Τώρα";
-"Σύντομα".
-"Οι επιστήμονες είναι σίγουροι; Θα γίνει σήμερα, ε";
-"Κοίτα, κοίτα. Δες μόνος σου"!
Τα παιδιά πιέζονταν το 'να στ' άλλο, σαν τόσα τριαντάφυλλα, τόσα αγκάθια, ανακατωμένα, κοιτάζοντας προσεκτικά για τον κρυμμένο ήλιο. Έβρεχε. Έβρεχε για εφτά χρόνια. Χιλιάδες πάνω σε χιλιάδες οι μέρες, ενωμένες και γεμάτες απ' τη μιαν άκρη ως την άλλη με βροχή, με το τυμπάνισμα και τη ροή του νερού, το γλυκό κρυστάλλινο πέσιμο της μπόρας και το ξέσπασμα της καταιγίδας, της τόσο βαριάς, σα παλιρροϊκά κύματα που σκεπάζουν νησιά. Χίλια δάση είχαν συντριφτεί κάτω απ' τη βροχή και ξαναμεγάλωναν για να συντριφτούν πάλι. Αυτός ήταν ο δρόμος της ζωής στον πλανήτη Αφροδίτη κι αυτή ήταν η τάξη των παιδιών των πυραυλανθρώπων που είχαν έρθει σ' ένα τόπο βροχής για να στήσουν τον πολιτισμό και να ζήσουν ως το τέλος της ζωής τους.
-"Σταματάει,σταματάει"!
-"Ναι, ναι"!

H Μαργκό έστεκε στο πλάι αυτών των παιδιών που δεν μπορούσαν να θυμηθούν ποτέ έναν καιρό που δεν είχε βροχή και βροχή και βροχή. Ήταν όλα εννιάχρονα κι αν πριν εφτά χρόνια υπήρξε μέρα, που ο ήλιος βγήκε για μια ώρα κι έδειξε το πρόσωπό του στον κατάπληκτο κόσμο, δε μπορούσαν να την ανακαλέσουν στη μνήμη τους. Μερικές φορές τη νύχτα, τ' άκουγε ν' αναδεύονται στην ανάμνηση κι ήξερε πως ονειρεύονταν και θυμούνταν χρυσάφι ή ένα κίτρινο παστέλ ή ένα νόμισμα, αρκετά μεγάλο για ν' αγοράσουν τον κόσμο. Ήξερε πως νόμιζαν ότι θυμούνταν μια θέρμη σαν ένα κοκκίνισμα στο πρόσωπο, στο σώμα, σε χέρια και πόδια και στις τρεμάμενες παλάμες. Μα ύστερα πάντα ξυπνούσαν στο κεντητό τυμπάνισμα, τ' ατελείωτο πέσιμο περιδέραιων από καθαρές χάντρες, στις οροφές, το δρόμο, τους κήπους, τα δάση και τα όνειρά τους χάνονταν.
Όλη τη μέρα χθες, είχαν διαβάσει στην τάξη για τον ήλιο. Για το πως ήταν σαν λεμόνι και το πόσο ζεστός. Κι είχαν γράψει μικρές ιστορίες, εκθέσεις ή ποιήματα γι' αυτόν:

Ο ήλιος είν' ένα ανθούλι
π' ανθίζει για ένα λεπτούλι


Αυτό ήταν το ποίημα της Μαργκό, διαβασμένο με ήσυχη φωνή στην ακίνητη αίθουσα, ενώ έξω έπεφτε βροχή.
-"Ααα, δεν το 'γραψες εσύ αυτό", διαμαρτυρήθηκε ένα από τα αγόρια.
-"Το 'γραψα", είπε η Μαργκό, "εγώ το 'γραψα".
-"Γουίλιαμ!" είπε η δασκάλα. Αλλ' αυτό ήτανε χτες. Τώρα η βροχή και τα παιδιά ζουλιούνταν στα παχιά μεγάλα παράθυρα.
-"Πού είναι η δασκάλα";
-"Θα γυρίσει».
-"Καλά θα κάνει να βιαστεί, θα το χάσει"! 

Στράφηκαν μεταξύ τους, σαν πυρετώδικη ρόδα, όλο λόγια. Η Μαργκό στεκόταν μόνη. Ήταν ένα πολύ λεπτεπίλεπτο κορίτσι που κοίταζε σαν να 'χε χαθεί στη βροχή για χρόνια κι αυτή της ξεθώριασε το γαλάζιο των ματιών της, το κόκκινο από το στόμα και το κίτρινο από τα μαλλιά. Ήταν μια παλιά φωτογραφία βγαλμένη από άλμπουμ χλομιασμένη κι αν μιλούσε, η φωνή της θα 'ταν φάντασμα. Τώρα έστεκε χώρια, ατενίζοντας τη βροχή και τον ηχηρό υγρό κόσμο πέρα από το τεράστιο τζάμι.
-"Τι κοιτάς", είπε ο Γουίλιαμ. Η Μαργκό δεν απάντησε. 

"Να μιλάς άμα σου μιλάνε". 
Την έσπρωξε. 

Όμως αυτή δεν κινήθηκε, μάλλον, αφέθηκε να κινηθεί απ' αυτόν και τίποτα άλλο. 
 Απομακρύνθηκαν από κοντά της, δε θα τη κοίταζαν. Τους αισθάνθηκε να φεύγουν μα κι αυτό γινόταν, γιατί δε θα 'παιζε καθόλου μαζί τους στα τούνελ με τον ήχο της υπόγειας πόλης. 
Αν παίζανε κυνηγητό, ανοιγόκλεινε τα μάτια και δεν τ' ακολουθούσε. Όταν η τάξη έλεγε τραγούδια για την ευτυχία, τη ζωή και τα παιχνίδια, τα χείλια της ίσα που κινούνταν. Μόνον όταν τραγουδούσαν για τον ήλιο και το καλοκαίρι, τα χείλη της κινούνταν πραγματικά καθώς παρακολουθούσε τα μουσκεμένα παράθυρα.
Κι έπειτα βέβαια, το μεγαλύτερο απ' όλα τα εγκλήματα, ήταν πως είχε έρθει από τη Γη μόλις πέντε χρόνια πριν και θυμόταν πως ήταν ο ήλιος κι ο ουρανός, όταν ήταν τεσσάρων στο Οχάιο. Κι αυτά, είχανε ζήσει όλη τους τη ζωή στην Αφροδίτη, ήτανε μόνο δυο χρόνων όταν βγήκε τελευταία φορά ο ήλιος κι από τότε είχανε ξεχάσει και το χρώμα και τη ζέση και το πως πραγματικά ήταν. Όμως η Μαργκό θυμόταν.
-"Είναι σα δεκάρα", είπε κάποτε με μάτια κλειστά.
-"Όχι, δεν είναι!" φωνάξανε τα παιδιά.
-"Είναι σα φωτιά στη σόμπα", είπε.
-"Λες ψέματα, δε θυμάσαι!" φωνάξανε τα παιδιά.





Όμως θυμόταν κι έστεκε ήσυχα στο πλάι ολωνών και παρακολουθούσε τα ζωγραφισμένα παράθυρα. Και κάποτε, ένα μήνα πριν, αρνήθηκε να κάνει ντους στο σχολικό μπάνιο, είχε κλείσει σφιχτά τ' αυτιά της με τα χέρια πάνω απ' το κεφάλι της, ουρλιάζοντας πως το νερό δεν έπρεπε να την αγγίξει. Έτσι, μετά απ' αυτό θολά, θολά το αισθανόταν, ήταν διαφορετική κι ήξεραν τη διαφορά και την κρατούσαν μακριά.
Γινόταν κουβέντα πως ο πατέρας της κι η μητέρα της θα την έπαιρναν πίσω στη Γη τον επόμενο χρόνο, της φαινόταν ζωτικό να το κάνουν, αν και θα σήμαινε την απώλεια χιλιάδων δολαρίων για την οικογένειά της. Κι έτσι τα παιδιά τη μισούσαν για όλους αυτούς τους λόγους, με τις μικρές και μεγάλες συνέπειες. Μισούσαν το χιονόχλωμο πρόσωπο, τη σταθερή ησυχία της, τη λεπτότητα και το πιθανό της μέλλον.
-"Φύγε!" Το αγόρι της έδωσε άλλη μια σπρωξιά. "Τι περιμένεις";
Κι ύστερα, για πρώτη φορά, γύρισε και τον κοίταξε.
Κι ό,τι περίμενε, βρισκόταν μπροστά της.

"Λοιπόν, μη περιμένεις εδώ!" φώναξε τ' αγόρι άγρια.
"Δε θα δεις τίποτα"!
Τα χείλη της κουνήθηκαν.
"Τίποτα!" φώναξεν αυτός. "Όλα ήταν ένα αστείο, δεν ήταν;" .  Γύρισε στ' άλλα παιδιά.  "Τίποτα δε συμβαίνει σήμερα, έτσι δεν είναι;"
Όλα τον κοίταξαν κι ύστερα καταλαβαίνοντας, γέλασαν κι έδωσαν τα χέρια.

 -"Τίποτα, τίποτα"!

-"Ω, μα...», ψιθύρισε η Μαργκό με τα μάτια της αβοήθητα, "μα αυτή είναι η μέρα... οι επιστήμονες προβλέπουν... λένε... ξέρουν πως ο ήλιος..."
-"Όλα είν' αστείο!" είπε τ' αγόρι και τη γράπωσε σφιχτά. "Ει, όλοι, ας τη βάλουμε σε μια ντουλάπα πριν έρθει η δασκάλα"!
-"Μη" είπε η Μαργκό, πέφτοντας πίσω. Χυθήκανε πάνω της, τη πιάσανε και τη μετέφεραν, ενώ διαμαρτυρόταν κι ύστερα παρακαλούσε κι έπειτα έκλαιγε, πίσω σ' ένα τούνελ, ένα δωμάτιο, μια ντουλάπα, που χτύπησαν με δύναμη τη πόρτα και κλείδωσαν. Σταθήκανε και κοιτάξανε προς τη πόρτα και την είδαν να τραντάζεται απ' το χτύπημά της και το πέταγμα του κορμιού της πάνω. 'Ακουσαν τις πνιγμένες της κραυγές, έπειτα, χαμογελώντας, έστριψαν, βγήκαν έξω και πίσω στο τούνελ, ακριβώς τη στιγμή που έφτανε η δασκάλα.
-"Έτοιμοι, παιδιά;" Έριξε μια ματιά στο ρολόι της.
-"Ναι!" είπαν όλοι.
-"Είμαστ' όλοι εδώ";
-"Ναι"!




Η βροχή ελάττωσε ακόμη πιότερο. Συνωστίστηκαν στη τεράστια πόρτα. Η βροχή σταμάτησε. Ήταν όπως αν στη μέση ενός φιλμ για χιονοστιβάδα, ανεμοστρόβιλο, τυφώνα, ηφαιστειακή έκρηξη, πρώτο κάτι είχε πάει στραβά με τον ηχητικό εξοπλισμό σβήνοντας και τελικά κόβοντας όλο τον ήχο, όλα τα φυσήματα του αέρα, τις αντηχήσεις, τους κεραυνούς κι έπειτα, δεύτερο, αφαιρέθηκε το φιλμ από τη μηχανή προβολής για ν' αντικατασταθεί από σλάιντ ειρηνικού τροπικού, που δε κουνιόταν, ούτε τρεμούλιαζε. Το παγκόσμιο έδαφος, σε μια ακίνητη στάση. Η ησυχία ήταν τόσο απέραντη κι απίστευτη, που νόμιζες πως είχαν βουλώσει τ' αφτιά σου ή πως είχες χάσει την ακοή σου ολοκληρωτικά. Τα παιδιά βάλανε τα χέρια στ' αφτιά. Στέκονταν χωριστά. H πόρτα άνοιξε κι η μυρωδιά του ήρεμου, του αναμένοντος κόσμου, μπήκε μέσα τους.

O ήλιος ξεπρόβαλε.
Είχε το χρώμα του πυρωμένου χαλκού κι ήταν πολύ μεγάλος. Ο ουρανός γύρω ήτανε πυρωμένο γαλάζιο πλακάκι. Κι η ζούγκλα, καμένη από το ηλιόφως, όπως τα παιδιά, που ελευθερωμένα από τα ξόρκια τους, ξεχύθηκαν έξω στην άνοιξη.
-"Λοιπόν μη πάτε πολύ μακριά", φώναξε η δασκάλα πίσω τους, "το ξέρετε, έχετε μόνο δυο ώρες, δε θα θέλατε να πιαστείτε έξω!"
Αλλ' αυτά τρέχανε, γυρίζανε τα πρόσωπά τους ψηλά στον ουρανό, νιώθανε τον ήλιο στα μάγουλα σα ζεστό μέταλλο, βγάζανε τα μπουφάν τους και τον άφηναν να κάψει τα μπράτσα τους.
-"Ω, πολύ καλύτερα από τις λάμπες ηλίου, ε";
-"Πολύ, πολύ καλύτερα"!

Σταμάτησαν να τρέχουνε και σταθήκανε στη μεγάλη ζούγκλα που κάλυπτε την Αφροδίτη, που μεγάλωσε και ποτέ δε σταμάτησε να επεκτείνεται θυελλώδικα, ακόμη και καθώς τη παρακολουθούσες. Ήταν μια χταποδοφωλιά που έμπλεκε μεγάλα μπράτσα απ' αγκάθια όμοια με σάρκα, αιωρούμενα, που ανθίζουνε σ' αυτή τη σύντομη άνοιξη. Είχε το χρώμα του λάστιχου και της στάχτης αυτή η ζούγκλα, από τα πολλά ανήλιαγα χρόνια. Είχε το χρώμα απ' τις πέτρες, τ' άσπρα τυριά και τη μελάνη, είχε το χρώμα του φεγγαριού. Τα παιδιά απλώθηκαν έξω, γελώντας στο στρώμα της ζούγκλας και τ' ακούσανε να βογκά κάτω τους, ελαστικό και ζωντανό. Τρέξαν ανάμεσα στα δέντρα, παίξανε κρυφτό, κυνηγητό, μα πιο πολύ, κοιτάζανε με μισοσφάλιστα μάτια τον ήλιο, ώσπου δάκρυα κυλήσανε στα πρόσωπά τους, σηκώνανε τα χέρια ψηλά σ' αυτή τη κιτρινάδα και σ' αυτό το υπέροχο γαλάζωμα, αναπνέανε το φρέσκον αέρα, ακούγανε την ησυχία, που τα περιέκλειε σε μιαν ευλογημένη θάλασσα Ανηχότητας κι Ακινησίας. Κοιτάζανε τα πάντα και γεύονταν τα πάντα. Ύστερα, άγρια σα θηρία που το 'σκασαν απ' τις σπηλιές τους, τρέξανε σε ζωηρούς κύκλους. Τρέξανε για μιαν ώρα και δε σταματούσαν να τρέχουνε. Κι έπειτα; Καταμεσής εκεί που 'τρεχαν, ένα κορίτσι στρίγγλισε.
Όλοι σταματήσανε. Το κορίτσι, όρθιο στο ξέφωτο, είχε σηκωμένο το χέρι.
-"Ω, κοιτάξτε, κοιτάξτε!" είπε τρέμοντας.
Αργά, ήρθανε να δούνε την ανοιγμένη της παλάμη. Στο κέντρο της, σα βεντούζα και τεράστια, μια μοναδική σταγόνα βροχής. 'Αρχισε να κλαιει κοιτώντας την.
Γύρισαν ήρεμα τα μάτια στον ουρανό.
-"Ω, ω"! Μερικές κρύες σταγόνες πέσανε στις μύτες, τα μάγουλα και τα στόματά τους. Ο ήλιος χλόμιασε πίσω από το σήκωμα της αραιής ομίχλης. 'Ανεμος φύσηξεν ανάμεσά τους, ψυχρός. Γυρίσανε κι αρχίσανε να περπατούνε πίσω, προς το υπόγειο οίκημα, με τα χέρια κατεβασμένα, τα χαμόγελα χαμένα. Ο θόρυβος ενός κεραυνού τα τρόμαξε και σα φύλλα πριν από καινούριο τυφώνα, συρθήκανε το 'να πάνω στ' άλλο κι έτρεξαν. Αστραπή χτύπησε δέκα μίλια μακριά, πέντε μίλια μακριά, ένα μίλι, μισό μίλι. Ο ουρανός σκοτείνιασε μεσονυχτιάτικος με μια λάμψη. Στάθηκαν στο κατώφλι του υπόγειου για μια στιγμή, μέχρι που 'βρεχε δυνατά.
Ύστερα κλείσανε τη πόρτα κι ακούσανε το γιγάντιο ήχο της βροχής να πέφτει σε τόνους και χιονοστιβάδες, παντού και για πάντα.
-"Θα κάνει ακόμα εφτά χρόνια";
-"Ναι. Εφτά". Μετά ένα τους έκλαψε για λίγο.

-"Μαργκό"!
-"Τι";
-"Είναι ακόμα στη ντουλάπα που τη κλειδώσαμε".
-"Μαργκό"! Σταθήκανε, σα κάποιος να τα 'χε καρφώσει σα σωρό παλούκια στο πάτωμα. Αλληλοκοιταχτήκανε κι ύστερα κοιτάξανε μακριά. Κοιτάξανε τον κόσμο που τώρα έβρεχε κι έβρεχε κι έβρεχε, σταθερά. Τα πρόσωπά τους ήταν σοβαρά και χλωμά. Κοιτάζανε τα χέρια και τα πόδια τους, με τα μούτρα τους χάμω.
-"Μαργκό"! Ένα απ' τα κορίτσια είπε:
-"Λοιπόν..."; Κανείς δε κουνήθηκε.
-"Εμπρός", ψιθύρισε το κορίτσι.

Περπάτησαν αργά κάτω στο χωλ, με τον ήχο της βροχής να πέφτει. Περάσανε το κατώφλι με τον ήχο της καταιγίδας και της βροντής, αστραπή στα μάτια τους γαλάζια και τρομερή. Περπατήσαν αργά στη πόρτα της ντουλάπας και στάθηκαν δίπλα της. 

Πίσω από τη κλειστή πόρτα, μόνον ησυχία.
Ξεκλείδωσαν τη πόρτα κι αφήσανε τη Μαργκό να βγει.

___________________________________________________________

Raymond Douglas Bradbury"All Summer Ιn Α Day" (1954)
Μετάφραση: Γιάννης Ανδρέου