Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Το μαύρο, κρύβει το φως που θα λείψει απ΄τον κόσμο.. [ Κεφ. V ]



Μια νύχτα, μια βροχή, ένα κρύο. Δεκέμβρης του 1984. Ο γερο-Αντόνιο κοιτά το φως. Στην εστία η φωτιά μάταια πε­ριμένει το κρέας του ελαφιού «άσπρη ουρά» που βγήκαμε να ξετρυπώσουμε με τους φακούς μας, χωρίς όμως να κα­ταφέρουμε τίποτα.
Στην εστία χορεύουν τα χρώματα, μι­λούν. Ο γερο-Αντόνιο κοιτάζει τη φωτιά, ακούει.
Έρποντας, μόλις νικώντας τον ήχο των γρύλων και το τρίξιμο της φωτιάς, στα λόγια του γερο-Αντόνιο πλέκεται μια ιστορία από πολύ παλιά, όταν οι μεγάλοι ήταν πολύ με­γάλοι κι οι γέροι τού σήμερα περπάταγαν ακόμη με το αίμα να βράζει και η εστία σώπαινε, όπως συμβαίνει και τούτη τη νύχτα, αλλά ήταν δέκα, εκατό, χίλιες, ένα εκατομμύριο νύ­χτες πριν από αυτή, χωρίς ελάφι, με κρύο, με βροχή, χωρίς κανέναν να μας υπολογίζει: 


"Στην αρχή ήταν το νερό της νύχτας. Όλα ήταν νερό, όλα νύχτα ήταν. Περπάταγαν οι θεοί κι οι άνθρωποι σαν τρελοί σκοντάφτοντας και πέφτοντας σαν μεθυσμένοι γέ­ροι. Δεν υπήρχε φως για να δεις πού πηγαίνεις, δεν υπήρχε γη για να ξαπλώσεις την κούραση και την αγάπη..
Δεν υπήρχε γη, δεν υπήρχε φως, δεν ήταν όμορφος ο κόσμος..
Τότε οι θεοί, στη νύχτα, στο νερό, άρχισαν να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο και νεύριασαν και άρχισαν να λένε βαριές κουβέντες και μεγάλος ήταν ο θυμός των θεών γιατί μεγάλοι ήταν οι θεοί.
Κι οι άντρες κι οι γυναίκες, όλο αυτιά, όλο tzots (4) , άντρες και γυναίκες νυχτερίδες, κρύφτηκαν από το θόρυβο των μεγάλων καβγάδων των θεών.
Κι έτσι οι θε­οί έμειναν μόνοι κι όταν πέρασε ο θυμός τους κατάλαβαν ότι μόνοι ήταν κι ήταν μεγάλη η λύπη τους που μόνοι ήταν και, λυπημένοι καθώς ήταν, βάλθηκαν να κλαίνε οι θεοί και πολύ ήταν το κλάμα τους, γιατί χωρίς τους άντρες και τις γυναίκες οι θεοί μόνοι ήταν.
Και δάκρυ το δάκρυ, κλάμα το κλάμα, προστέθηκε κι άλλο νερό στο νερό και δεν υπήρχε γιατριά μια και συνέχιζαν η νύχτα και το νερό να γεμίζουν με τόση νύχτα και νερό από το κλάμα των θεών.

» Και κρύωσαν οι θεοί, γιατί όταν είναι κανείς μόνος κρυώνει, πόσο μάλιστα αν όλα είναι νερό της νύχτας- και σκέφτηκαν οι θεοί να καταλήξουν σε μια καλή συμφωνία που να μην τους άφηνε μόνους, που θα ’κανε τους άντρες και τις γυναίκες νυχτερίδες να βγουν από τις σπηλιές, που θα ’φερνε το φως να φωτίσει τα βήματα και θα ’φερνε τη γη για να ξαπλώσουν πάνω της η κούραση και η αγάπη. Κι έτσι οι θεοί έβγαλαν απόφαση να κάτσουν να ονειρευτούν όλοι μαζί, κι αποφάσισε η καρδιά τους να ονειρευτούν το φως και τη γη.
Και βάλθηκαν να ονειρεύονται τη φωτιά κι άρπαζαν τη σιωπή που περπατούσε εκεί κοντά και ονειρεύ­τηκαν μια φωτιά και, στη μέση της σιωπής, του νερού-νύχτας που γέμιζε τα πάντα, ανάμεσα στους θεούς εμφανί­στηκε μια πληγή, ένα σκίσιμο στο νερό-νύχτα, μια λεξούλα τοσοδά μικρούλα, που χόρευε και μεγάλη γινόταν και μικρή και μεγάλωνε και χοντρή και λεπτή γινόταν και χόρευε στο κέντρο ανάμεσα στους θεούς που ήταν εφτά, γιατί τώρα φαινόταν ότι ήταν εφτά και κοιτάχτηκαν και μετρήθηκαν και φτάσαν τους εφτά γιατί εφτά ήταν οι θεοί οι πιο μεγά­λοι, οι πρώτοι.,
Και γρήγορα βάλθηκαν οι θεοί να φτιάξουν σπιτάκι στη λεξούλα αυτή που στη μέση χόρευε, και στη σιωπή χόρευε.
Και βάλθηκαν να φέρνουν κοντά της άλλες λεξούλες που βγήκαν από τα όνειρά τους.

Και “φωτιά” ονό­μασαν αυτές τις λεξούλες που χόρευαν, και πια όλες μαζί μιλήσαν κι άρχισε να μαζεύεται η γη και το φως γύρω από τη φωτιά, κι οι άντρες κι οι γυναίκες νυχτερίδες βγήκαν από τις σπηλιές και μαζεύτηκαν και κοιτάχτηκαν και αγγίχτηκαν και αγαπήθηκαν, και πια υπήρχε φως, και γη υπήρχε, και φαίνονταν τα βήματα και πια ξάπλωναν η αγάπη και η κού­ραση... στο φως... στη γη...
Και οι θεοί δεν τους είδαν γιατί πήγαν να κάνουν γενική συνέλευση και βρίσκονταν στην καλύβα τους και δεν έβγαιναν και κανείς δεν μπορούσε να μπει γιατί οι θεοί έκαναν συμφωνία.
Και στην καλύβα οι θε­οί συμφώνησαν να μη σβήσει η φωτιά γιατί πολύ ήταν το νερό-νύχτα και λιγοστό το φως κι η γη.
Και βγήκε η απόφαση να μεταφέρουν προς τα πάνω τη φωτιά, στον ουρανό, για να μην τη φτάσει το νερό-νύχτα. Κι έστειλαν μήνυμα στους άντρες και τις γυναίκες νυχτερί­δες να μπουν μέσα στις σπηλιές γιατί επρόκειτο να σηκώ­σουν τη φωτιά, μέχρι τον ουρανό είπαν.
Κι έναν κύκλο σχη­μάτισαν οι θεοί γύρω από τη φωτιά και βάλθηκαν να συζη­τάνε για το ποιος θα ’πρεπε να μεταφέρει τη φωτιά επάνω και να πεθάνει κάτω για να ζήσει επάνω- και δε συμφωνού­σαν οι θεοί γιατί δεν ήθελαν να πεθάνουν κάτω οι θεοί, και είπαν οι θεοί να πάει ο θεός ο πιο λευκός, γιατί ήταν ο πιο όμορφος κι έτσι η φωτιά θα ήταν όμορφη εκεί ψηλά, αλλά ο λευκός θεός ήταν δειλός και δεν ήθελε να πεθάνει για να ζή­σει, κι έτσι ο πιο μαύρος κι ο πιο άσχημος από τους θεούς, ο ik , είπε πως αυτός θα τη μετέφερε επάνω τη φωτιά και πή­γε να αρπάξει τη φωτιά και κάηκε με τη φωτιά και έγινε μαύρος και γκρι μετά και άσπρος και κίτρινος και πορτο­καλής μετά και κόκκινος έπειτα και φωτιά έγινε, και υψώ­θηκε μιλώντας μέχρι τον ουρανό και εκεί έμεινε στρογγυλός κι άλλες φορές είναι κίτρινος κι άλλες φορές πορτοκαλής, κόκκινος, γκρι, άσπρος και μαύρος, και «ήλιο» τον έβγαλαν οι θεοί και έφτασε περισσότερο φως, για να βλέπουν καλύ­τερα τα βήματα, και περισσότερη γη ήρθε και το νερό-νύχτα έκανε στην άκρη κι ήρθε το βουνό.

Κι ο λευκός θεός έμεινε τόσο λυπημένος που πολύ έκλαιγε κι από το πολύ το κλάμα δεν είδε το δρόμο του και σκόνταψε και έπεσε στη φωτιά και έτσι υψώθηκε κι αυτός στον ουρανό, αλλά πιο λυπημέ­νο ήταν το φως που έστελνε αυτός, γιατί πολύ έκλαιγε για τη δειλία του και μια πύρινη σφαίρα, λυπημένη, χλομή, με το χρώμα του λευκού θεού έμεινε στο πλάι του ήλιου και «σε­λήνη» την έβγαλαν οι θεοί αυτή τη λευκή σφαίρα.
Αλλά ο ήλιος κι η σελήνη εκεί πέρα στέκονταν και δεν προχωρού­σαν κι οι θεοί κοιτάχτηκαν με στεναχώρια και μεγάλη ήταν η ντροπή τους, και φύσηξαν όλοι τη φωτιά κι έτσι άρχισε να προχωρά ο ήλιος κι η σελήνη βάλθηκε να πηγαίνει ξωπίσω του, για να ζητήσει συγνώμη, λέει.

» Κι ήρθε η μέρα κι ήρθε η νύχτα κι οι άντρες κι οι γυναί­κες νυχτερίδες βγήκαν από τις σπηλιές κι έστησαν την καλύ­βα τους κοντά στη φωτιά κι ήταν πάντα με τους θεούς, μέρα νύχτα, γιατί τη μέρα ο ήλιος και τη νύχτα η σελήνη φωτίζουν.

» Αυτό που ακολούθησε μετά δεν ήταν συμφωνία των θεών, αυτοί είχαν πια πεθάνει... για να ζήσουν...» 


Ο γερο-Αντόνιο ξεχωρίζει με τα χέρια του ένα κάρβου­νο από την εστία. Το αφήνει στο πάτωμα. "Κοίτα"  μου λέ­ει. Από το κόκκινο, το κάρβουνο ακολουθεί την αντίστρο­φη πορεία από αυτή του μαύρου κυρίου της ιστορίας: πορ­τοκαλί, κίτρινο, άσπρο, γκρι, μαύρο. 
Ακόμα ζεστό, ο γερο- Αντόνιο το πιάνει με τα ροζιασμένα χέρια του και μου το δί­νει. Εγώ προσπαθώ να προσποιηθώ ότι δε με καίει, αλλά το αφήνω σχεδόν αμέσως. 
Ο γερο-Αντόνιο χαμογελά και βή­χει, το ξαναπαίρνει από το πάτωμα και το βρέχει σε μια μι­κρή λακούβα με νερό της βροχής, του νερού-νύχτα. Κρύο πια, μου το ξαναδίνει. 
"Πάρ’ το... Θυμήσου πως το πρόσωπο το καλυμμένο με μαύρο κρύβει το φως και τη ζεστασιά που θα λείψουν απ’ αυτό τον κόσμο "  μου λέει και μένει να με κοιτάζει. 
"Πάμε" προσθέτει καθώς ανασηκώνεται κι εγώ προσθέτω: 
«Αυτή τη νύχτα το “άσπρη ουρά” δε θα ’ρθει, στο μέρος της τρο­φής δεν έχει πατημασιές»

Εγώ κάνω να σβήσω τη φωτιά, ο γερο-Αντόνιο μου λέει με την τσάντα του ήδη στον ώμο και την chimba  στο χέρι 
 "Άσ’ την έτσι... Μ’ αυτό το κρύο μέχρι κι η νύχτα ευγνωμο­νεί για λίγη ζεστασιά...".



Φύγαμε κι οι δυο, σιωπηλά. Έβρεχε και, ναι, έκανε κρύο... Άλλη νύχτα, άλλη βροχή, άλλο κρύο. 17 Νοεμβρίου 1993. Δέκατη επέτειος από τη δημιουργία του Ε Ζ L Ν . Το Γενικό Επιτελείο των Ζαπατίστας μαζεύεται γύρω από τη φωτιά. Υπάρχουν τα γενικά πλάνα κι έχουν προχωρήσει λεπτομέρειες σε τακτικό επίπεδο. Το στράτευμα έχει πάει να κοιμηθεί, μονάχα οι αξιωματικοί με το βαθμό του Mayor (5) παραμένουν ξύπνιοι.  Είναι εκεί επίσης και ο γερο-Αντόνιο, ο μόνος που μπορεί να διαβεί απ’ όλα τα ζαπατιστικά μπλόκα και να μπει οπουδήποτε χωρίς κανείς να τολμά να του απαγορεύσει την είσοδο. 
Η επίσημη συγκέντρωση τελείωσε και τώρα, μεταξύ αστείων κι ανεκδότων, σχεδιάζονται πλά­να και όνειρα. Προκύπτει το θέμα των καλυμμένων προσώ­πων, κι αν θα είναι με μαντίλια, με μάσκες, με μάσκες σαν του Ζορό, ή με μάσκες αποκριάτικες. 
Γυρίζουν να με δουν. «Κουκούλες» τους λέω. 
«Και τι θα κάνουμε εμείς, οι γυναί­κες με μακρύ μαλλί;» ρωτά και διαμαρτύρεται η Άννα-Μαρία. 
«Να το κόψετε, το μαλλί σας» λέει ο Αλφρέδο. 
«Όχι, άνθρωπέ μου! Τι λες; Εγώ λέω πως μέχρι και φούστα πρέ­ πει να φοράνε» λέει ο Χοσουέ. «Φούστα να φορέσει η γιαγιά σου» απαντά η Άννα-Μαρία. 

Ο Μοϊσές κοιτά το ταβάνι σιωπηλά και διακόπτει τη συζήτηση μ’ ένα «και τι χρώμα να ’ναι οι κουκούλες;». «Καφέ... όπως το πηλήκιο» λέει ο Ρολάντο. Κάποιος άλ­λος λέει πράσινο. 
Ο γερο-Αντόνιο μου κάνει νόημα και χω­ρίζω από την ομάδα. 
«Έχεις το κάρβουνο εκείνης της νύ­χτας;» ρωτά. «Ναι, στο σακίδιο» απαντώ. «Πήγαινε φέρ’ το» μου λέ­ει και κατευθύνεται προς την ομάδα γύρω από τη φωτιά. 
Όταν επιστρέφω με το κάρβουνο όλοι βρίσκονται σιωπηλοί γύρω από την εστία και με τον γερο-Αντόνιο να έχει καρ­φώσει το βλέμμα του στη φωτιά, όπως εκείνη τη νύχτα του ελαφιού «άσπρη ουρά». 
«Να το» του λέω και βάζω το μαύ­ρο κάρβουνο στο χέρι του. 
Ο γερο-Αντόνιο με κοιτά με βλέμμα σταθερό και ρωτά: 
«Θυμάσαι;». 
Κάθομαι σιωπηλά. Ο γερο-Αντόνιο βάζει το κάρβουνο στη μέση της φωτιάς· γίνεται πρώτα γκρι, μετά άσπρο, κί­τρινο, πορτοκαλί, κόκκινο, φωτιά. Το κάρβουνο είναι πια φωτιά και φως. 
Ο γερο-Αντόνιο με κοιτά άλλη μια φορά και χάνεται στην ομίχλη. 
Όλοι μένουμε να κοιτάζουμε το κάρ­βουνο, τη φωτιά, το φως. 
«Μαύρες» λέω. 
«Τι;» ρωτάει η Άννα-Μαρία. 
Εγώ επαναλαμβάνω χωρίς να σταματώ να κοιτώ τη φω­τιά: 
«Μαύρες, οι κουκούλες θα είναι χρώματος μαύρου...». 
Κανείς δε φέρνει αντίρρηση... 

Άλλη νύχτα, άλλη βροχή, άλλο κρύο. 30 Δεκεμβρίου του 1993. Τα τελευταία στρατεύματα αρχίζουν να πορεύονται για να πάρουν θέσεις. Ένα φορτηγό κολλάει στη λάσπη, οι συμπολεμιστές σπρώχνουν για να το βγάλουν. Ο γερο- Αντόνιο με πλησιάζει μ’ ένα σβησμένο τσιγάρο στο στόμα. Του τ’ ανάβω κι ανάβω την πίπα με την τρύπα προς τα κά­τω, τεχνική που εφεύρα εξαιτίας της βροχής. 
«Πότε;»» ρω­τά ο γερο-Αντόνιο. 
«Αύριο» απαντώ και προσθέτω «αν φτάσουμε στην ώρα...». 
«Κάνει κρύο...» λέει εκείνος και κλείνει το παλιό παλτό. 
«Χμμμ» απαντώ. 
Στρίβει κι άλλο ένα τσιγάρο καθώς μου λέει: 
«Χρειάζεται κάτι από φως και ζεστασιά αυτή η νύχτα». 
Του χαμογελώ καθώς του δείχνω τη μαύρη κουκούλα. Την παίρνει στα χέρια του, την εξετάζει, μου την ξαναδίνει. 
«Και το κάρβουνο;» ρωτά. 
«Έγινε φωτιά εκείνη τη νύχτα... δεν έμεινε τίποτα» του λέω λυπημένος

«Έτσι είναι» λέει ο γερο-Αντόνιο με τη φωνή σπασμένη. 
«Να πεθαίνεις για να ζεις» λέει και με αγκαλιάζει. 
Σκουπί­ζει τα μάτια με το μανίκι και μουρμουρίζει: «Βρέχει πολύ, μούσκεμα μέχρι τα μάτια έχω γίνει πια». 

Το φορτηγό ξε­κόλλησε και με φωνάζουν, γυρίζω να αποχαιρετίσω τον γερο-Αντόνιο. 
Δεν ήταν πια εκεί...


(4) tzots :  είδος νυχτερίδας 
(5) Μayor : Ταγματάρχης


Subcomandante Marcos   "Ιστορίες του γερο-Αντόνιο"  κεφ. V

[εκδ. Ροές
μεταφρ. Γιώργος Καρατζάς ]

εδώ το προηγούμενο κεφάλαιο                                       Εδώ το επόμενο 

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Ο άνθρωπος που ετοίμαζε το αυτοκίνητό του


Ένιωθε την ανάγκη να είναι πάντα έτοιμος. 'Εβλεπε τη ζωή σαν προετοιμασία, προγύμναση, προπόνηση. 'Επρεπε πάντα να είναι σε φόρμα. Σωματικά και ψυχικά. Για κάτι σημαντικό που θα συνέβαινε, για μία περιπέτεια που θα απαιτούσε την μέγιστη απόδοση, για ένα μεγάλο πολύπλοκο ταξίδι στην άκρη των πάντων.

'Οταν ήταν παιδί, διάβαζε και ξαναδιάβαζε Ιούλιο Βερν, επιστημονική φαντασία, εξερευνήσεις, περιπέτειες. Μετά έκλεινε το βιβλίο και ξαναζούσε την πλοκή, βάζοντας τον εαυτό του στη θέση του ήρωα. 'Ηταν δεν ήταν έντεκα χρόνων, παραλίγο να παντρευτεί η αδερφή του έναν ομογενή, μεγαλοκτηματία στην Τανγκανίκα. Μήνες ολόκληρους πριν κοιμηθεί κάλπαζε μέσα σε απέραντες φυτείες κυνηγώντας λιοντάρια.

Μετά άρχισε να ονειρεύεται άλλες περιπέτειες, πιο ποιητικές. 'Εγραφε και στίχους. Ερωτεύτηκε αλλά δεν αγάπησε. Για λίγο καιρό στο πανεπιστήμιο μπλέχτηκε με πολιτικά, μπήκε σε νεολαίες. Συζητούσε για οράματα μιας άλλης ζωής. Μετασχηματισμός ή επανάσταση; Κι αυτά του φαίνονταν πάλι ταξίδια. Στο μέλλον, με πολύ μεγαλύτερο ρίσκο.







'Ωσπου μπήκε στη ζωή - από την πίσω πόρτα - κι άρχισε να κάνει αυτά που κάνουν όλοι. Δουλειά, σπίτι, παιδιά. Αλλά δεν έπαψε να ονειρεύεται. Και κάτι παραπάνω: Να ετοιμάζεται. Για τι πράγμα; Δεν ήξερε. 'Ηταν σίγουρος πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε ξαφνικά - και θα έπρεπε να ξεκινήσει. Να φύγει, να αλλάξει τόπο και ζωή. Παίρνοντας μαζί μόνο το αυτοκίνητό του.

Αυτό ήταν ο συνένοχος και ο σύντροφός του στα όνειρα. Γιατί, βέβαια, μόνος του δεν θα έφτανε μακριά. Ενώ με την βοήθεια του τετράτροχου φίλου, θα ταξίδευε σίγουρα τις μεγάλες αποστάσεις. Γι αυτό συνεχώς ετοίμαζε το αυτοκίνητό του.



Πρώτα το είχε πάντοτε γεμάτο με βενζίνα, ξέχειλο. "Σκέψου" μονολογούσε "να ξεκινάς και να μην βρίσκεις πρατήριο". Μόλις λοιπόν κατέβαινε ο δείκτης στα τρία τέταρτα, πήγαινε και το γέμιζε ως επάνω. Τον ήξεραν και στο βενζινάδικο: "φουλάρισμα - ένα χιλιάρικο!" φώναζε ο μικρός.

'Επειτα το συντηρούσε σχολαστικά. 'Αλλαζε λάδια κάθε χίλια χιλιόμετρα. ("Μπορεί να μη βρεις ΕΚΕΙ", σκεπτόταν, "και να πρέπει να κάνεις τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα με παλιό λάδι!" Που ήταν το ΕΚΕΙ, δεν ήξερε. 'Επρεπε όμως να λάβει υπ'όψη του όλα τα ενδεχόμενα.

Είχε μαζί του τα πάντα: Λάμπες για κάθε χρήση, ιμάντες, μπουζί, καπάκι ντιστριμπιτέρ, φίλτρα λαδιού και βενζίνας και πολλά άλλα ανταλλακτικά. Γέμιζαν το μισό πορτ-μπαγκαζ - όμως του έδιναν σιγουριά. ("Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε βρεί η βλάβη. Και πού!")

Ακόμα και προμήθειες κουβάλαγε στο αυτοκίνητο - λίγες αλλά βασικές. "Μπορεί να πεινάσω στο δρόμο", σκεπτόταν και είχε αποθηκεύσει φρυγανιές, κράκερς, ένα παγουράκι νερό. Τα άλλαζε μάλιστα από καιρό σε καιρό, να μην μπαγιατεύουν.

Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, έκλεινε τα μάτια, σκεπτόταν το αυτοκίνητο πανέτοιμο και εξοπλισμένο ως τα μπούνια - και ένιωθε όμορφα. "Μπορώ να ξεκινήσω ανά πάσα στιγμή!" σκεπτόταν. "Ετοιμος!" Είχε και άδεια διεθνή στο αμάξι και τρίπτυχο, που το ανανέωνε τακτικά. 'Εδινε πίσω το παλιό - αχρησιμοποίητο - και έπαιρνε το καινούργιο.

Τελικά, βέβαια, πήγαινε μόνο σπίτι-γραφείο, γραφείο-σπίτι. Καμιά φορά, το βράδυ, στα περίχωρα για φαΐ. Σπάνια, πολύ σπάνια, εκδρομές. Παλιά, όταν ήταν πιο νέος κυκλοφορούσε περισσότερο με το αυτοκίνητο. Είχε κάνει και δύο ταξίδια στο εξωτερικό. Ιταλία. Τώρα, είχε δουλειά ως και τα Σαββατοκύριακα. Και μετά υποχρεώσεις, παιδιά, συγγενείς.

'Οσο όμως λιγότερο ταξίδευε, τόσο περισσότερο φρόντιζε το αυτοκίνητό του. Το γυάλιζε, το καθάριζε, το πλούτιζε με χρήσιμα αξεσουάρ, το συντηρούσε, το ετοίμαζε. Κάθε τρεις μέρες μετρούσε τα λάδια, τις στάθμες των υγρών, τις πιέσεις των ελαστικών. "Δεν ξέρεις ποτέ ποια στιγμή θα χρειαστεί να ξεκινήσεις", συλλογιζόταν.

Να ξεκινήσει για πού; Αυτό δεν είχε σημασία. Φανταζόταν τον εαυτό του να τρέχει σε ανοιχτούς δρόμους, με βροχές, χιόνια, ανέμους δυνατούς - και να κυνηγάει κάποιον προορισμό που έμενε πάντα μακρινός. 'Ισως να έψαχνε το Ιρκούτσκ του Μιχαήλ Στρογκώφ, ίσως ο δρόμος του ήταν η Παναμερικάνα - από τον Καναδά στην Παταγονία. Πήγαινε, έφευγε - μακριά από όλα, πιο κοντά σε τίποτα.


'Οχι πως είχε και κανένα εξαιρετικό αυτοκίνητο. 'Ηξερε από αμάξια, ήταν πάντα ενήμερος, αλλά, δυστυχώς, τα χρήματα δεν επαρκούσαν για καθαρόαιμο. Πάντως, όταν το αγόρασε, το είχε διαλέξει με προσοχή. Ενώ η γυναίκα του σκεπτόταν τις οικογενειακές ανάγκες, αυτός μετρούσε τις δυνατότητες για μεγάλα ταξίδια, την αντοχή σε ανώμαλους δρόμους, τις απαιτήσεις εξωτικών συνθηκών.

Αυτό ήταν το τρίτο του αμάξι. Τα προηγούμενα - που κι αυτά τα κρατούσε πάντα έτοιμα για μεγάλες αποδράσεις - δεν είχαν αξιωθεί να τις ζήσουν. 'Οταν γέρασαν, τα πούλησε - κυρίως διότι δεν θα επαρκούσαν πια στις ανάγκες του Ταξιδιού. Κι ένιωσε άσχημα, όταν τα αποχαιρετούσε, επειδή δεν εκπλήρωσε αυτό που κάθε μέρα τους υποσχόταν.

Το σημερινό του αυτοκίνητο ήταν ιαπωνικό ("πιο φθηνά και πιο γερά", έλεγε) εννέα ίππων και έξι ετών. Σκεπτόταν συχνά να το αλλάξει - αλλά με τις τιμές όπως είχαν απογειωθεί... Πάντως τον έτρωγε η ανησυχία, μήπως είχε γεράσει - μήπως το μοτέρ και η ανάρτηση δεν τα έβγαζαν πέρα, όταν θα έφτανε η στιγμή.

"Κι αν δεν έρθει η στιγμή;" ρωτούσε καμιά φορά τον εαυτό του. Αλλά αμέσως είχε υποκατάστατο όνειρο. Σ'αυτό, δεν έπαιρνε εντολή να φύγει. Ξεκινούσε από μόνος του. Κάποια στιγμή η ανάγκη ξεχείλιζε και - ξαφνικά, στην μέση μιας δουλειάς, στην μέση μιας ζωής - έφευγε. 'Επαιρνε δρόμο, διέσχιζε όλη την Ευρώπη (ανάμεσα σε δάση, ποτάμια, πύργους και πόλεις) κι έφτανε μετά στα όρια, εκεί που είναι μοναξιά, ομίχλη, έρημος και ορίζοντας. Αυτά, πάντα, πριν κοιμηθεί.

Την άλλη μέρα σπίτι-γραφείο, σπίτι-γραφείο. Καμία αλλαγή στην διαδρομή, εκτός από το ότι κάποτε έβρεχε - κι άλλοτε είχε λιακάδα. 'Αλλοτε διάλεγε κλασική μουσική κι άλλοτε ροκ. Τίποτε άλλο.

Βλάβες, χτυπήματα, τον γέμιζαν άγχος. 'Οσο το αυτοκίνητο διανυκτέρευε στο συνεργείο - αυτός δεν έκλεινε μάτι. "Κι αν χρειαστεί τώρα να φύγω;" 'Οταν ξαναγύριζε σπίτι, το όνειρο συνεχιζόταν: "Το παίρνω και φεύγω, περνάω χώρες, βουνά, κάμπους..."

'Ένιωθε έτοιμος. Αυτό ήταν το σημαντικό. Δεν ζούσε, αλλά περίμενε. Η αναμονή είχε αντικαταστήσει τη ζωή. Πάντοτε μέσα του αυτή η ένταση της ετοιμότητας, σαν την χορδή του τόξου. Πάντοτε μέσα του η άλλη πραγματικότητα - σαν υπόσχεση. Και το αυτοκίνητό του, προέκταση και σύντροφος, έτοιμο, ρυθμισμένο, ανυπόμονο.


Το ξεκίνημα το οραματιζόταν νύχτα. 'Εβλεπε τα ρείθρα του έρημου δρόμου να διαγράφονται άσπρα, υπερφωτισμένα, κάτω από τα μεγάλα φώτα ιωδίου. Στο βάθος, τα μάτια κάποιου ζώου να γυαλίζουν φευγαλέα στη δημοσιά. Ψύχραιμο, συστηματικό, γρήγορο οδήγημα - μπροστά του χιλιάδες χιλιόμετρα... Στροφές, ευθείες, άλλες στροφές. Η διαδοχή τους τον νανούριζε και τον κοίμιζε.

'Οσα χρόνια κι αν περνούσαν, το όνειρο ίσχυε πάντα. Η ετοιμότητα πλήρης, η αναμονή έντονη. 'Ισως εντονότερη με την πάροδο της ηλικίας. Τώρα το Ταξίδι έπαιρνε μυθικές διαστάσεις σαν τα παραμυθένια των γεωγράφων της αρχαιότητας, των χρονογράφων του Μεσαίωνα. Η Ατλαντίδα, οι Υπερβόρειοι, οι Κυνοκέφαλοι, τα νησιά των Μακάρων...

'Οταν, εντελώς ξαφνικά, έφυγε για την οριστική διαδρομή - (ελπίζω κι αυτή να είχε ωραίες στροφές κι ευθείες) βρήκανε το γέρικο αυτοκίνητο φορτωμένο ως επάνω εργαλεία, ανταλλακτικά, τρόφιμα.. "Τι τα κουβάλαγε όλα αυτά ο μακαρίτης;" αναρωτήθηκαν.

Το αμάξι πουλήθηκε σε ένα συνταξιούχο. Ούτε αυτό έκανε το Ταξίδι...



Νίκος Δήμου
από το βιβλίο του "Η Τέλεια Διαδρομή" 
εκδ Opera

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Μια έκκληση σ' εσένα μέσα μου.







26 Μαίου 1926

Γεια σου, Μπορίς!
Είναι έξι η ώρα το πρωί, φυσά ασταμάτητα. Μόλις τώρα έτρεχα στη μικρή αλέα προς το πηγάδι (δυο διαφορετικές χαρές: άδειος ο κουβάς, γεμάτος ο κουβάς) και προϋπαντούσα σύγκορμη τον αέρα, χαιρετούσα εσένα.
Στο κατώφλι (με γεμάτο πια τον κουβά) η επόμενη παρένθεση: όλοι κοιμόντουσαν ακόμη, κοντοστάθηκα, σήκωσα το κεφάλι μου για να σε προϋπαντήσω.

Έτσι ζω μαζί σου, πρωί και βράδυ, σηκώνομαι μέσα σου, πλαγιάζω μέσα σου.


Δεν ξέρεις όμως ότι έχω γράψει κάποιους στίχους για σένα, στο αποκορύφωμα του Βουνού... Ημιτελείς, μια έκκληση σ' εσένα μέσα μου,
σ'εμένα μέσα μου.


.................................................................



Τι άλλο να σου γράφω, Μπαρίς;
Η σελίδα τελειώνει, η μέρα άρχισε.
Μόλις τώρα γύρισα από την αγορά. Σήμερα στο χωριό έχουν γιορτή οι πρώτες σαρδέλες! Σαρδέλες όχι σε κιβώτια, αλλά πιασμένες σε δίχτυα.







Ξέρεις, Μπαρίς, αρχίζω να νιώθω μια έλξη για τη θάλασσα κι αυτό εξαιτίας μιας κακόβουλης περιέργειας, θέλω να πειστώ για τη δική μου αστάθεια.

Φιλώ το κεφάλι σου, μου φαίνεται ότι είναι τόσο μεγάλο εξαιτίας αυτών που είναι μέσα του, είναι σαν να φιλώ ένα ολόκληρο βουνό, ένα από τα Ουράλια...


Πρόσεξες ότι σου χαρίζω το είναι μου σε κομμάτια;






 Γράμμα της Μαρίνας Τσβετάγιεβα στον Μπορίς Πάστερνακ
Marina Ivanovna Tsvetaeva
Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου
από το βιβλίο Παστερνάκ, Τσβετάγιεβα, Ρίλκε - η αλληλογραφία των τριών
εκδ. Μεταίχμιο, 2005

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

14 Μαϊου 1905 - "Τα Όνειρα του Άινστάιν"

Υπάρχει ένας τόπος όπου ο χρόνος είναι ακίνητος. Οι στάλες της βροχής μένουν μετέωρες στον αέρα. Τα εκκρεμή των ρολογιών μαρμαρώνουν στη μέση της κίνησης τους. Οι σκύλοι υψώνουν τη μουσούδα τους σε βουβά ουρλιαχτά. Οι οδοιπόροι στέκουν σαν στήλες άλατος σε σκονισμένους δρόμους, με το ένα πόδι προτεταμένο λες και κρέμεται από σπάγκο. Μυρουδιές από χουρμάδες, μάνγκο, κορίανδρο και κύμινο γεμίζουν το χώρο.

Ένας ταξιδευτής που πλησιάζει σ' αυτόν τον τόπο κινείται ολοένα και πιο αργά. απ' όποια διεύθυνση κι αν έρχεται. Οι χτύποι της καρδιάς του λιγοστεύουν, η αναπνοή του επιβραδύνεται, η θερμοκρασία του πέφτει, οι σκέψεις του χάνονται, ώσπου φτάνει στο νεκρό σημείο και σταματά. Αυτό το σημείο αποτελεί το κέντρο του χρόνου. Από δω, ο χρόνος απλώνεται σε ομόκεντρους κύκλους. Στο κέντρο μένει ακίνητος, η ταχύτητά του αυξάνεται αργά σε μεγαλύτερες διαμέτρους.

Ποιος άραγε έρχεται για προσκύνημα στο κέντρο του χρόνου; Οι γονείς με τα παιδιά τους, και οι εραστές.

Έτσι λοιπόν, στον τόπο όπου παγώνει ο χρόνος, βλέπει κανείς γονείς γαντζωμένους πάνω στα παιδιά τους, σ' έναν κρυσταλλωμένο εναγκαλισμό που δεν θα χαλαρώσει ποτέ.
Η πανέμορφη κορούλα με τα γαλανά μάτια και τα ξανθά μαλλιά δεν θα πάψει ποτέ να χαμογελά με το τωρινό της χαμόγελο, δεν θα χάσει ποτέ την ροδαλή λάμψη απ' τα μάγουλά της, δεν θα ρυτιδιάσει ποτέ ούτε θα κουραστεί, δεν θα πληγωθεί ποτέ, δεν θα ξεχάσει ποτέ όσα της δίδαξαν οι γονείς της, δεν θα σκεφτεί ποτέ κρυφά από τους γονείς της, δεν θα γνωρίσει ποτέ το κακό, δεν θα φωνάξει ποτέ στους γονείς της ότι δεν τους αγαπά, δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το δωμάτιο της που έχει θέα στον ωκεανό, δεν θα πάψει ποτέ ν' αγγίζει τους γονείς της όπως τώρα.


Στον τόπο όπου παγώνει ο χρόνος, βλέπει κανείς εραστές να φιλιούνται στις σκιές των κτιρίων, σ' έναν κρυσταλλωμένο εναγκαλισμό που δεν θα χαλαρώσει ποτέ. 
Ο αγαπημένος δεν θα πάρει ποτέ τα χέρια του από εκεί όπου βρίσκονται τώρα, δεν θα επιστρέψει ποτέ το φυλαχτό των αναμνήσεων, δεν θα ταξιδέψει ποτέ μακριά από την αγαπημένη του, δεν θα ξεχάσει ποτέ να εκφράσει την αγάπη του, δεν θα ζηλέψει ποτέ, δεν θα ερωτευτεί ποτέ κάποια άλλη, δεν θα χάσει ποτέ το πάθος τούτης της χρονικής στιγμής.


Ας μην ξεχνάμε ότι αυτά τα μαρμαρωμένα αγάλματα φωτίζονται μόνο από το πιο αχνό κόκκινο φως επειδή στο κέντρο του χρόνου το φως ελαττώνεται σχεδόν ως το τίποτε , οι ταλαντώσεις του επιβραδύνονται ως την ηχώ που αντιλαλεί σε απέραντα φαράγγια, η έντασή του μειώνεται ως το ξέθωρο λαμπύρισμα μιας πυγολαμπίδας.

Όσοι δεν έφτασαν στο νεκρό σημείο κινούνται μεν αλλά με το ρυθμό των παγετώνων. Ένα χάιδεμα στα μαλλιά ίσως κρατήσει ένα χρόνο, ένα φιλί ίσως κρατήσει μια χιλιετία. Όσην ώρα διαρκεί ένα χαμόγελο, οι εποχές εναλλάσσονται στον έξω κόσμο. Όση ώρα διαρκεί ένα αγκάλιασμα, γέφυρες ορθώνονται. Όσην ώρα διαρκεί ένας αποχαιρετισμός, πολιτείες ολόκληρες αποσαθρώνονται και περνούν στη λήθη. 


Κι εκείνοι που επιστρέφουν στον έξω κόσμο... 
Τα παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα, λησμονούν το αιώνιο αγκάλιασμα των γονιών τους που γι αυτά δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλεπτα.  Τα παιδιά ενηλικιώνονται, φεύγουν μακριά από τους γονείς τους, ζουν στο δικό τους σπίτι, φτιάχνουν τη δική τους ζωή, υποφέρουν και πονούν , γερνάνε. Τα παιδιά κακίζουν τους γονείς τους που προσπάθησαν να τα κρατήσουν για πάντα, κακίζουν το χρόνο για τις ρυτίδες τους  και για τη βραχνή φωνή τους. Αυτά τα γερασμένα παιδιά θέλουν να σταματήσουν ξανά το χρόνο, όμως τούτη τη φορά σε μιαν άλλη εποχή. Θέλουν να κρυσταλλώσουν τα δικά τους παιδιά στο κέντρο του χρόνου.

Τα ζευγάρια που επιστρέφουν διαπιστώνουν πως όλοι τους οι φίλοι χάθηκαν από καιρό. Άλλωστε, έχουν περάσει ολόκληρες ζωές. Πορεύονται μέσα σ΄έναν κόσμο που δεν αναγνωρίζουν.  Οι εραστές που επιστρέφουν σφιχταγκαλιάζονται και πάλι στις σκιές των κτιρίων, αλλά τώρα πια ο εναγκαλισμός τους μοιάζει κενός και μοναχικός. Σύντομα ξεχνούν τις αιώνιες υποσχέσεις που γι αυτούς δεν κράτησαν παρά δευτερόλεπτα. Βλέπουν αντίζηλους παντού, ακόμη και σε άγνωστα πρόσωπα, ανταλλάσσουν πικρόχολα σχόλια, χάνουν το πάθος τους, απομακρύνονται, γερνούν και μένουν μόνοι σ΄έναν κόσμο που δεν τον γνωρίζουν. 

Μερικοί ισχυρίζονται πως είναι καλύτερα να μένει κανείς μακριά απ το κέντρο του χρόνου. Η ζωή είναι μια ακατάπαυστη θλίψη, όμως είναι υπέροχο να ζεις τη ζωή, και δίχως χρόνο ζωή δεν υπάρχει. 
Άλλοι όμως διαφωνούν. Προτιμούν μια αιώνια ικανοποίηση, ακόμη κι αν αυτή πρέπει να είναι ακίνητη και παγωμένη, σαν χρυσαλλίδα μέσα στο κουκούλι της .


Από "Τα Όνειρα του Άινστάιν" 
του  Alan Leightman
 ------




 Ο Άλαν Λάιτμαν γεννήθηκε στο Μέμφις του Τεννεσσί το 1948 και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια από το οποίο έλαβε το 1974 το διδακτορικό του δίπλωμα στη φυσική. Ανάμεσα στα βιβλία του, που έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες, περιλαμβάνονται τα λογοτεχνικά έργα: "Τα όνειρα του Αϊνστάιν" (1993), "Ο καλός Μπενίτο" (1995), "Χορός για δύο" (1996), καθώς και σημαντικά επιστημονικά βιβλία. Το 1989 εξελέγη επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Εταιρείας Φυσικής και της Αμερικανικής Ένωσης για την προώθηση της Επιστήμης. Δίδαξε θεωρητική φυσική και τέχνη του γραπτού λόγου στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και στο Χάρβαρντ, ενώ κατέχει την έδρα ανθρωπιστικών σπουδών John E. Burchard στο ίδιο ίδρυμα.

















Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Ονειρεύεται ο Αντόνιο.. [ Κεφ. Ι ]



Ονειρεύεται ο Αντόνιο ότι η γη που δουλεύει του ανήκει, ονειρεύεται ότι ο ιδρώτας του πληρώνεται με δικαιοσύνη και αλήθεια, ονειρεύεται ότι υπάρχει σχολείο για να γιατρέψει την άγνοια και φάρμακο για να τρομάξει το θάνατο, ονειρεύεται ότι το σπίτι του φωτίζεται  και ότι το τραπέζι του γεμίζει, ονειρεύεται ότι η γη του είναι λεύτερη κι ότι είναι θέμα του λαού του να κυβερνά και να κυβερνιέται, ονειρεύεται πως είναι εντάξει με τον ίδιο του τον εαυτό και τον κόσμο. 
Ονειρεύεται ότι πρέπει ν αγωνιστεί για να αποκτήσει αυτό το όνειρο, ονειρεύεται πως πρέπει να υπάρξουν νεκροί για να υπάρξει ζωή.  Ονειρεύεται ο Αντόνιο και ξυπνάει.. τώρα ξέρει τι να κάνει και βλέπει τη γυναίκα του καθισμένη στις φτέρνες να φυσά τη φωτιά, ακούει το παιδί του να κλαίει, βλέπει τον ήλιο να χαιρετά την ανατολή και ακονίζει τη ματσέτα του χαμογελώντας.
Ένας άνεμος σηκώνεται, ανακατεύει τα πάντα,αυτός σηκώνεται και πηγαίνει να συναντήσει άλλους.
Κάτι του λέει πως η επιθυμία του είναι επιθυμία πολλών και πηγαίνει να τους βρει.

Ονειρεύεται ο αντιβασιλιάς ότι η γη του σείεται από έναν άνεμο φοβερό που τα πάντα σηκώνει, ονειρεύεται πως αυτό που έκλεψε του το παίρνουν, ονειρεύεται πως το σπίτι του καταστρέφεται κι ότι το βασίλειο που κυβέρνησε καταρρέει. Ονειρεύεται και δεν κοιμάται.
Ο αντιβασιλιάς πηγαίνει στους φεουδάρχες κι αυτοί του λένε πως ονειρεύονται το ίδιο .
Ο αντιβασιλιάς δεν ξεκουράζεται, πηγαίνει στους γιατρούς και όλοι μαζί καταλήγουν πως πρόκειται για ινδιάνικη μαγεία κι όλοι μαζί καταλήγουν πως μονάχα με αίμα θα λευτερωθεί από αυτή την κατάρα κι ο αντιβασιλιάς διατάζει να σκοτώσουν και να φυλακίσουν  και χτίζει περισσότερες φυλακές και φυλάκια και το όνειρο συνεχίζει να τον κρατά ξάγρυπνο.
Σ΄ αυτή την χώρα όλοι ονειρεύονται. Πλησιάζει πια η ώρα του ξυπνήματος.



Subcomandante Marcos   "Ιστορίες του γερο-Αντόνιο"  κεφ Ι

[εκδ. Ροές
μεταφρ. Γιώργος Καρατζάς ]


                                                                               επόμενο κεφάλαιο

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

''Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου'' Ούλρικε [ 7 Οκτώβρη 1934 - 9 Μάη 1976 ]





Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου ούτε κανένα παράπονο μου. Όλα θα γίνουν σιωπηλά, με τακτ, για να μην χαλάσει ο μακάριος ύπνος των μακάριων κατοίκων αυτού του οργανωμένου κράτους.

Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου. Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: τούρκοι, ισπανοί, έλληνες, άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση. Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα. Για σας την εξουσία υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές. Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός.

Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο. Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση ένα κράτος δολοφόνων.
Ουλρικε Μάινχοφ 






Εγώ, η Ουλρικε Μάινχοφ καταγγέλλω 

[ένας θεατρικός μονόλογος του Ντάριο Φο και της Φράνκα Ράμε]

ΟΝΟΜΑ: Ουλρίκε
ΕΠΩΝΥΜΟ: Μάϊνχοφ
ΓΕΝΟΥΣ: Θηλυκού
ΗΛΙΚΙΑ: Σαρανταενός χρονών…Ναι! Είμαι παντρεμένη. Έκανα δύο παιδιά με καισαρική. Ναι είμαστε χωρισμένοι με τον άντρα μου.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Δημοσιογράφος
ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ: Γερμανίδα

Συγκρούστηκα με την άρχουσα τάξη και τους νόμους της που τους έχει προστάτες της, για να μπορεί να εκμεταλλεύεται και να κάνει κουμάντο σε όλα, στα πάντα. Ακόμα και στο ίδιο το μυαλό μας, στις σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα συναισθήματα μας, τη δουλειά μας, τον τρόπο που μας αρέσει να αγαπάμε ή να κάνουμε έρωτα, ολόκληρη τη ζωή μας.
Γι’ αυτό με κλείσατε εδώ μέσα αφεντικά του κράτους δικαίου. Φυσικά όλοι είναι ίσοι απέναντι στους νόμους σας, εκτός απ’ αυτούς που δεν συμφωνούν με τα ιερά σας και τα όσια. Εσείς είστε που υποβιβάσατε τη γυναίκα. Ό,τι λοιπόν μου στερήσατε τόσα χρόνια σα γυναίκα, μου το προσφέρεται τώρα: ΙΣΗ ΠΟΙΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ. Τι ειρωνεία! Σας ευχαριστώ! Με ανταμείψατε με το νόμισμα της πιο σκληρής φυλάκισης. Απομόνωση και κρύο μέσα σε μια φυλακή νεκροταφείο. Στην ποινή δηλαδή της εξόντωσης των αισθήσεων μου. Πόσο ευγενική έκφραση θα ήταν να ‘λεγα ότι με θάψατε ζωντανή σ’ ένα τάφο.
Λευκό το κελί, οι τοίχοι, λευκά τα κουφώματα, η πόρτα περασμένη με σμάλτο, για να μην πω και το αποχωρητήριο, ο φωτισμός με νέον; λευκός κι αυτός- κι αναμμένες λάμπες μέρα-νύχτα. Πότε επιτελούς είναι μέρα και πότε νύχτα; Πως θα το μάθω; Απ’ τη χαραμάδα του παραθύρου περνάει πάντα το ίδιο λευκό φως, ψεύτικο κι αυτό, σαν το παράθυρο που είναι ψεύτικο κι αυτό, ίδια ψεύτικος κι ο δόλιος ο χρόνος που μ’ έχετε φυλακισμένη εδώ σ’ ένα λευκό ατελείωτο.

ΣΙΩΠΗ! Παντού σιωπή.
Απ’ έξω ούτε φωνή, ούτε ήχος, ούτε θόρυβος. Στο διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, ούτε πόρτες που ανοιγοκλείνουν. ΤΙΠΟΤΑ. Όλα σιωπηλά και κατάλευκα. Μια μεγάλη σιωπή και στο μυαλό μου, λευκή κι αυτή σαν το ταβάνι. Κι η φωνή μου λευκή αν δοκιμάσω να φωνάξω.
Λευκό το σάλιο καθώς στεγνώνει στα χείλη μου. Λευκή η σιωπή στ’ άδεια μου μάτια στο στομάχι, στην πρησμένη από την πείνα κοιλιά μου. Πιασμένη σα γιαπωνέζικο ψάρι, δίχως πτερύγια, μες τη σιωπή του ενυδρείου.
Έντονη επιθυμία για εμετό.

Βλέπω το μυαλό σε αργή κινηματογραφική κίνηση, να βγαίνει από το κρανίο μου, να αλητεύει εδώ κι εκεί και να κυλάει στο πάτωμα και να γίνεται ένα με το αιώνιο λευκό του κελιού μου. Νιώθω το κορμί μου σα σκόνη, όπως το απορρυπαντικό για το πλυντήριο. Σκύβω και το μαζεύω.Προσπαθώ να το συναρμολογήσω.

ΔΙΑΛΥΟΜΑΙ! Πρέπει να αντέξω Να αντισταθώ. Δεν θα μπορέσετε να με τρελάνετε. Πρέπει να σκεφτώ, να σκεφτώ! Να λοιπόν που σκέφτομαι! Σκέφτομαι εσάς που μ’ έχετε κλεισμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Από το κρύσταλλο του ενυδρείου που με κλείσατε και με κοιτάζετε με ενδιαφέρον. Μείνατε άφωνοι! Τρέμετε από φόβο μήπως και μπορέσω κι αντισταθώ. Τρέμετε στη σκέψη μήπως οι άλλοι σύντροφοί μου έρθουν και γκρεμίσουν αυτό το λευκό θάνατο που επινοήσατε. Πόσο γελοίο, αλήθεια, να στερήσετε από μένα τα χρώματα! Κι έξω να βάφετε το μουχλιασμένο και γκρίζο κόσμο σας με τα πιο φανταχτερά χρώματα, για να μην μπορεί να δει κανείς τη σαπίλα που κρύβει. Και να υποχρεώνετε τον κόσμο να καταναλώνει μόνο και μόνο για το χρώμα. Χρωματίστε με ωραίο κόκκινο το σιρόπι από τα βατόμουρα, και τι πειράζει αν αυτό φέρνει καρκίνο! Το απεριτίφ σας να είναι πορτοκαλί. Τα παιδιά σας πρέπει να τρώνε πολύ το πράσινο και το αστραφτερό κίτρινο. Το βούτυρο κι η μαρμελάδα πάντα με χρωματιστά δηλητήρια. Ακόμα και τις γυναίκες σας τις βάψατε σαν καραγκιόζηδες. Εξαίσιο κόκκινο για τα μάγουλα, ανοιχτό γαλάζιο και βιολετί για τις βλεφαρίδες, ρουζ για τα χείλια κι όσο για τα νύχια ό,τι χρώμα θα έβαζε ο νους σου για να είναι σαν καρναβάλι. Χρυσαφί, ασημί, πράσινο, πορτοκαλί μέχρι και σκούρο μπλε χρησιμοποιήσατε. Και τιμωρήσατε εμένα με τη σκληράδα του ανέκφραστου λευκού, γιατί το μυαλό μου δεν έχει ανάγκη από τον κατακλυσμό των διαφημίσεων για να σκεφτεί. Αφού τα δικά του χρώματα ξεγυμνώνουν όλη σας την αθλιότητα.

Και με κλείσατε σε αυτό το ενυδρείο γιατί:
Ε λοιπόν όχι! Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που ζείτε, ούτε ζήλεψα που δεν είμαι σαν καμιά από τις γυναίκες σας;θλιβερό καρναβάλι. Όχι! Δεν θα ήθελα να είμαι μια τρυφερή ύπαρξη, με τα νάζια της και τα χαζοχαμόγελά της. Που θα στόλιζε το τραπέζι σας σε κάποιο ρεστοράν πολυτελείας το σαββατόβραδο, σαν συμπλήρωμα αναπόσπαστο σε αυτή τη φτιαχτή ατμόσφαιρα με το εξωτικό μενού και την τόσο ηλίθια και απαραίτητη διακριτική μουσική. Όχι! Δεν θα μου άρεσε να είμαι υποχρεωμένη να παριστάνω την ελκυστική και θλιμμένη, και συγχρόνως τη χαρούμενη και όλο εκπλήξεις, μετά την άμυαλη παιδούλα, κι ύστερα τη μητέρα και πουτάνα, ενώ συγχρόνως να ντρέπομαι ή να ευχαριστιέμαι με κάθε βρωμόλογο που θα ξεστομίζετε.

Α! Να λοιπόν!
Ένας ελαφρός θόρυβος. Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνει ο δεσμοφύλακας, με κοιτάζει, δεν με βλέπει, είναι σαν μην υπάρχω. Σα να έγινα διαφανής. Δε λέει ούτε λέξη. Βγαίνει. Ξανακλείνει. Ξανά σιωπή. Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου ούτε κανένα παράπονο μου. Όλα θα γίνουν σιωπηλά, με τακτ, για να μην χαλάσει ο μακάριος ύπνος των μακάριων κατοίκων αυτού του οργανωμένου κράτους. Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου. Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: τούρκοι, ισπανοί, έλληνες, άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση. Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα. Για σας την εξουσία υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές. Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός.

Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο. Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση ένα κράτος δολοφόνων. Σας σκέφτομαι ήδη να προσπαθείτε να κρύψετε το πτώμα μου. Να απαγορεύεται την είσοδο στους δικηγόρους μου. Όχι την Ουρλίκε Μαϊνχοφ δεν μπορείτε να τη δείτε. Ναι! Ναι! Κρεμάστηκε. Όχι, όχι! Δεν θα είστε παρών στην αυτοψία. Κανένας. Μόνο οι ειδικοί του κράτους. Που έχουν ήδη έτοιμο το πόρισμα: η Μαϊνχοφ κρεμάστηκε. Όχι δεν υπάρχουν ίχνη στραγγαλισμού στο λαιμό της. Ούτε κυανωτικό χρώμα. Ναι υπάρχουν μελανιές από κακώσεις σε όλο της το σώμα.

Ανοίξτε χώρο! Φύγετε! Μη βλέπετε! Απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών! Απαγορεύεται κάθε άλλη ιατροδικαστική έκθεση! Απαγορεύεται να εξεταστεί το σώμα μου! Απαγορεύεται! Ναι απαγορεύονται τα πάντα. Όμως ποτέ δεν θα μπορέσετε να απαγορεύσετε να γελάσουν ειρωνικά μπρος στις ηλίθιες φάτσες σας, για τη μεγάλη βλακεία σας. Την αιώνια βλακεία που δέρνει κάθε δολοφόνο. Βαρύς σαν το βουνό είναι ο θάνατος. Εκατομμύρια χέρια γυναικών σηκώνουν αυτό το βουνό και τώρα θα δώσουν μια να το γκρεμίσουν μονάχες τους.
Με ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο.



---------


Η επιστολή της Ουλρίκε Μάινχοφ (Δεκέμβρης 1971) απαντά σε ανοιχτή επιστολή της θετής της μητέρας με τίτλο "Ουλρίκε παράτα τα!". 

Η απάντηση της Μάινχοφ με τον ειρωνικό τίτλο

 "Μια μητέρα σκλάβας εξορκίζει το παιδί της" 
βρέθηκε σε ένα καλάθι του δήμου για σκουπίδια στο Βερολίνο.




Oυλρίκε είσαι διαφορετική απ' ότι η φωτογραφία σου στο ένταλμα σύλληψης σου, είσαι παιδί σκλάβων - σκλάβα και η ίδια.
Πώς θα μπορούσες λοιπόν ποτέ, να πυροβολήσεις τους δυνάστες σου; Μην αφήνεσαι να παρασυρθείς από εκείνους που δεν θέλουν να είναι πια σκλάβοι. Δεν μπορείς να τους προστατέψεις.
Θέλω να μείνεις σκλάβα - όπως κι ενώ. Εγώ και εσύ - είδαμε πώς οι αφέντες τσάκισαν την εξέγερση των σκλάβων, προτού ακόμα αρχίσει
Πολλοί σκλάβοι σκοτώθηκαν, εμείς όμως επιζήσαμε. Αυτοί που σήμερα είναι οργισμένοι απέναντι στους αφέντες δεν ξέρουν τι υπέροχο συναίσθημα είναι να την έχεις βγάλει καθαρή μια ακόμη φορά. Απόλαυσε το - γιατί δεν μας μένει τίποτα άλλο να απολαύσουμε.
Η επανάσταση είναι μεγάλη - κι εμείς πολύ μικροί γι αυτήν.
Οι ψυχές των σκλάβων είναι σαν την άμμο, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η νίκη επάνω τους.
Όταν ξύπνησες και ζήτησες ελευθερία, δεν στην έφερε κανείς. Γιατί δεν παραιτήθηκες - όπως άλλοι;
Κοίτα εμένα! Εγώ προέβαλα αντίσταση όταν με χτυπούσαν οι αφέντες - φώναζα. Μα εσύ εξοργίζεις την εξουσία, την θέλεις να κάνει να ξαναχτυπήσει. Αλλά ποιος θα θέλει ακόμα να φωνάξει, όταν μας κακομεταχειρίζονται και γι αυτό;
Εσύ είσαι καλό παιδί. Δεν ήσουνα εσύ που σκαρφάλωσες το φράχτη της εξουσίας, οι άλλοι ήτανε. Αλλά επάνω σου αμολήσανε τα σκυλιά.
Παιδί μου, άξιζες κάτι καλύτερο. Τι θα μπορούσες να είχες γίνει!
Σίγουρα μέχρι και επιστάτρια.
Δεν βλέπεις, πόσο δυνατή είναι η εξουσία; Όλοι οι σκλάβοι την υπακούνε. Ακόμα και εκείνοι που είχαν ξεσηκωθεί και νίκησαν, θα αποθέσουν την νίκη τους στα πόδια της εξουσίας για να έχουν το δικαίωμα να είναι πάλι σκλάβοι.
Οι σκλάβοι μισούν εκείνους που θέλουν να είναι ελεύθεροι. Ούτε και θα σε βοηθήσουν, για να το χωνέψεις επιτέλους ότι η εξέγερση σου είναι παράλογη. Το θάρρος σου είναι άκαρδο, γιατί πώς μπορούμε μπροστά του να κρύψουμε ακόμα τη δειλία μας; Κι αν ακόμα προτιμάς να πεθάνεις παρά να είσαι σκλάβα για πάντα, δεν έχεις όμως το δικαίωμα να μας ανησυχείς.
Ξέρω: θέλεις να γίνουμε όλοι ελεύθεροι, αλλά θα περνάμε καλύτερα;
Τους δαρμένους σκλάβους των χωραφιών στις φυτείες στην Ασία, Αφρική, Νότια Αμερική, που σκότωσαν τους επιστάτες τους, ας τους συγχωρέσει ο θεός. Εμείς οι οικιακοί σκλάβοι, δεν έχουμε το δικαίωμα να διώξουμε τα αφεντικά που στέλνουνε τους επιστάτες με τα μαστίγια.
Το χρέος μας είναι να κρατάμε το σπίτι τους ταχτικό.
Παιδί μου, μην αμαρτάνεις. Μετανόησε και δέξου την τιμωρία, κι ας είναι η τιμωρία της εξουσίας φοβερή. Είναι θέλημα θεού.
Να είσαι υποτελής στην κυβέρνηση που ασκεί εξουσία επάνω σου.
Ουλρίκε. παράτα τα!
Καταραμένος ο θεός, που έπλασε σκλάβους για να διασκεδάζει την πλήξη του.


Μετάφραση Δήμητρα Βιαγκίνι

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό " Άνθη του Κακού ", τεύχος 3, χειμώνας 1989

και ένα καταπληκτικό άρθρο εδω 

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Πηνελόπη Δέλτα - Το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια του θανάτου





Οφείλω από την αρχή να ομολογήσω την αδυναμία μου. Η Π.Δ.είναι η αγαπημένη μου συγγραφέας. Οι ήρωες των βιβλίων της είναι οι παιδικοί μου φίλοι και οι εφηβικοί μου έρωτες. Της χρωστώ πολλά. Μ' έμαθε ν' αγαπώ την Ελλάδα, γιατί η Ελλάδα είναι ευγενική κληρονομιά και χρέος, νάμαι περήφανη γιατί είμαι γυναίκα και "ότι θέλει η γυναίκα τα καταφέρνει πάντα" και ταυτόχρονα πως και ο "εχθρός" είναι άνθρωπος κι η κάθε νίκη οφείλει πρώτιστα νάναι νίκη ηθική, πως κανένας έντιμος στρατιώτης "πεσμένο άνθρωπο ποτέ του δε χτυπά", μα πάνω απ' όλα με δίδαξε πως μονάχα ο
έντιμος θάνατος μπορεί να υπογράψει μιαν έντιμη ζωή.





σελίδες από το "για την πατρίδα" με την υπέροχη εικονογράφηση Νικηφόρου Λύτρα

Ήταν τότε η δεκαετία του '50 κι όμως τα βιβλία που είχε γράψει για τα ελληνόπουλα της δεκαετίας του '10 εξακολουθούσαν νάναι επίκαιρα. Μιλούσαν στη δημοτική όταν επίσημη γλώσσα στο σχολειό είχαμε την απλή καθαρεύουσα, οι ηρωίδες της αντί να πλένουν πιάτα, όπως οι μαμάδες των αναγνωστικών, ντυνόντουσαν αντρίκια και συμμετείχαν ενεργά κι ισότιμα σε κάθε αγώνα κι η εικονογράφηση ειδικά των βυζαντινών της έργων με τις αισθαντικές ζωγραφιές του Λύτρα εξιδανίκευαν ακόμη και τους βούλγαρους, που εξακολουθούσαν νάναι ο "εχθρός" της κρατικής προπαγάνδας, τους έδιναν πρόσωπο ομόθρησκου ανθρώπου, που η συντριβή τους προκαλεί τον οίκτο, που η δική μας εκδικητική πράξη μας κάνει να "στρέφουμε το κεφάλι από ντροπή" γιατί για κανένα άνθρωπο, όσο αχρείος και αν είναι, δεν του αξίζει "τυφλός κι ελεεινός, πτώμα άταφο να πάει αλυσοδεμένος στις φυλακές ν' αποζήσει στο παντοτινό σκοτάδι τις μαύρες του τις μέρες".

Πώς να ξεχάσω κείνες τις γυναίκες της, που τρυφερές κι αδέσμευτες, κατασκόπευαν και πολεμούσαν, μα ήξεραν και να υποτάσσονται σε γάμους πολιτικής σκοπιμότητας, κι ήξεραν να επαναστατούν όσο και να συμβιβάζονται, ποτέ δεν πρόδιναν κι ήξεραν ν' αγαπούν με την πεποίθηση πως η αγάπη του άντρα είναι πάντα κάλπικη, ο άντρας θα προδώσει τη γυναίκα, θα βάλει πάντα πρώτο το καθήκον ή τη φιλία, εκεί που η γυναίκα βάζει πρώτο τον έρωτα.

Πολύ αργότερα τη δεκαετία του '80 ήλθε στο φως το αρχείο της με τις αναμνήσεις, τις μαρτυρίες και το προσωπικό της ημερολόγιο.



 Δεν ήμουν πια παιδί και γνωρίζοντας τη συγγραφέα μέσα από αυτό το πλούσιο υλικό, είδα πως τόσα χρόνια εκείνη θαύμαζα μέσα από τις σελίδες των βιβλίων της.

Γιατί η ζωή της Π.Δ είναι σα μυθιστόρημα κι εκείνη ο άνθρωπος της δράσης που δίνεται με πάθος σε κάθε μορφή κοινωνικού αγώνα, που κρίνει πως η ζωή αξίζει μόνο αν προσφέρεις. Επαναστάτρια απ' τα γεννοφάσκια της ασφυκτιά στο χρυσό κλουβί του πατρογονικού της. Κι έπειτα ένας γάμος δίχως έρωτα, ένας γάμος όμως που τη φέρνει κοντά στα γράμματα, που είναι ο προορισμός της, κι η πρώτη της επαφή με την αρρώστια, μιαν αρρώστια χρόνια και βασανιστική που όμως δε στάθηκε ικανή ν' ανακόψει την ορμή με την οποία δίνεται σε κάθε μορφή πολιτικού και κοινωνικού αγώνα, από την ένταξή της στο πλευρό των δημοτικιστών στη μάχη για μια καλύτερη εκπαίδευση, την πολιτική στράτευση δίπλα στο Βενιζέλο, και την οικονομική της συμβολή στην περίθαλψη των προσφύγων, των φυλακισμένων, των τραυματιών κάθε αγώνα.

Η συμβολή της αμφισβητήθηκε από πολλούς αυτοαποκαλούμενους προοδευτικούς κύκλους. Στο κάτω κάτω, λένε, δεν ήταν παρά μια αστή, μια μεγαλοαστή μάλιστα. Τι ήξερε αυτή από επανάσταση και λαϊκούς αγώνες;
Ε, ναι λοιπόν ήταν αστή. Ήξερε μόνο να προσφέρει.

"Θυμούμαι ιδαιτέρως μια κρύα νοεμβριάτικη πρωινή, που με τριγύρισαν καθώς κατέβηκα από το αυτοκίνητο ένα μπουλούκι γυναίκες αχτένιστες τρέμοντας από κρύο στα τσίτινα φορέματά τους. Μια ήταν σχισμένη κι ο ώμος της σκελετοειδής ήταν όλος έξω και παρακαλούσαν οι δύστυχες να τους δώσω ψωμί. Και θαύμασα τη μεγαλοψυχία τους που δε μου πήραν το γουνίσιο μου επανοφώρι και το ζεστό μου φόρεμα.
Και ντροπιασμένη για τα ζεστά μου ρούχα πέρασα ανάμεσά τους και τις πήρα στα διαμερίσματα που μου είχαν παραχωρήσει να τους μοιράσω μερικά πεντόδραχμα."




Ηταν η μικρασιατική προσφυγιά κι η Π.Δ. έτρεχε από γραφείο σε γραφείο παρακαλώντας για να βοηθήσει κι οι κρατικοί υπάλληλοι να της αρνούνται, να χρειαστεί να βάλει μέσον για να φτάσουν τα φάρμακα που είχε ετοιμάσει στα νοσοκομεία γιατί η προσφορά της λέει μπορούσε να θεωρηθεί σαν βενιζελική προπαγάνδα κι έπειτα έτσι απλά καταθέτει στον υπουργό της αντίπαλης παράταξης ένα ποσό ενάμιση εκατομμυρίου τη στιγμή που τα βασιλικά σωματεία πρόνοιας δε συγκέντρωναν πάνω από είκοσι χιλιάδες.
Ήταν πράγματι μια μεγαλοαστή αριστοκράτισσα, περήφανη γι αυτό.

"Είμαι δημοκρατική και σοβινίστρια και Μπενάκαινα, καυχιόταν στο ημερολόγιό της. Και οι Μπενάκηδες δεν είχαν υποταχθεί ποτέ σε κανένα, δεν είχαν σκύψει το κεφάλι ούτε μπρος στον Τούρκο." Δεν καυχιέται για τον πλούτο και τη δύναμη της αρχοντικής της γενιάς, μήτε για την προσφορά των προγόνων της στην επιστήμη και τη διανόηση. Άλλοι καυχήθηκαν απλώς γιατί γεννήθηκαν προλετάριοι. Εκείνη καυχιέται για την περηφάνια της την ελληνική και για το δημοκρατικό της φρόνημα. Και ότι έχει, αυτό προσφέρει μαγιά για το αύριο της πατρίδας. Όπως πρέπει στον καθένα άσχετα αν είναι εργάτης ή κεφάλαιο.


Και σήμερα βιώνουμε ένα προσφυγικό ρεύμα που μας μεταμορφώνει σε ρατσιστές και σήμερα διάφορες επώνυμες κυρίες δίνουν βαρύγδουπες συνεντεύξεις.
"Και γω αν το παιδί μου ήταν νηστικό θα έκλεβα" ειπώθηκε με στόμφο. Πόσες όμως κοσμικές κυρίες κινδύνεψαν να συνθλιβούν από το πλήθος της μιζέριας μοιράζοντας χρήματα που, έστω δε στερήθηκαν; Πόσοι Μπενάκηδες σήμερα βρέθηκαν να συνεισφέρουν οικονομικά; Πόσοι στέγασαν στο αρχοντικό τους την προσφυγιά της Αλβανίας και του Πόντου; Δεν είναι η αριστοκρατική ή η λαϊκή προέλευση αυτό που καθορίζει τη θέση μας στην ιστορία, αλλά η δράση κι η προσφορά μας.
Η Π.Δ. δεν δίσταζε να κατακρίνει τον ελληνικό λαό. Να φταίει τάχα η ταξική της προέλευση;
Ο Βενιζέλος διαφωνούσε
"Η κρίσις μου δια τον ελληνικόν λαόν δεν είναι τόσον αυστηρά" της είχε απαντήσει το 1935.
Μα ο Βενιζέλος και μετά τη συντριβή του στις εκλογές της 3 Νοεμβρίου 1920 έλεγε "Δεν κακίζω τον ελληνικό λαό. Του ζήτησα θυσίες μεγαλύτερες από τις δυνάμεις του".
Και ο Αλέξανδρος Δελμούζος προσπαθεί να μεταφέρει την καταδικαστική της κρίση από το λαό στην αστική τάξη.
"Κάτι μου λέει μέσα μου, της γράφει, πως δε μπορεί νάναι έτσι ακριβώς, όχι όταν πρόκειται για το λαό...οι αστοί, α, ότι κι αν πήτε γι αυτούς έχετε δίκιο".



Όμως ο αφορισμός ότι "ο λαός έχει πάντα δίκιο" δεν εκπορεύεται από το στόμα του δημοκράτη αλλά του δημαγωγού. Ο λαός δεν έχει πάντα δίκιο κι η Π.Δ έχει το θάρρος να το βροντοφωνάξει αμέσως μετά το δημοψήφισμα που ξανάφερε τον Γλίκσμπουργκ στο θρόνο.

"7 Δεκεμβρίου 1920
Στην οδό Ηρώδου του Αττικού χιλιάδες κεράκια έλαμπαν στη μαυρίλα χιλιάδων λαού που έψελνε το Χριστός Ανέστη εμπρός στο παλάτι διακόβοντας κάθε λίγο για να ξεσπάσουν στα κουφαντικά ζήτω. Η λεωφόρος Κηφισίας μαύρη από κόσμο πέρα ως πέρα, η πλατεία Συντάγματος πλημμυρισμένη με τραπεζάκια όπου κάθονταν οικογένειες ολόκληρες, άντρες, παιδιά, γυναίκες με βυζανιάρικα στη αγκαλιά. Στρατιώτες χόρευαν σε κύκλο, γυναίκες ξεσκούφωτες έπιαναν το χορό, τραγουδούσαν όλοι, σφύριζαν, φώναζαν, ζητωκραύγαζαν σα μεθυσμένοι, και σαν τρελοί. Μια γυναίκα όρθια τραγουδούσε το "Γιο του Αετού". Άλλη στο αυτοκίνητο πεσμένη στην αγκαλιά του αυτοκινητά έλεγε μισολιγωμένη. "Έτσι θέλαμε. Έτσι θέλαμε" .. Δέκα, δώδεκα κορίτσια πήγαιναν τραγουδώντας με ξεφωνητά και ξετσίπωτα γέλια και λυγίσματα. "Το Βενιζέλο στείλαμε στο διάβολο πεσκέσι" Και όλοι μαζί φώναζαν, ο δρόμος ολόκληρος σφύριζε, ζητωκραύγαζε, ξελαρυγγίζουνταν, τ' αυτοκίνητα τρομπετάριζαν, τα τραμ κουδούνιζαν με ρυθμό. "Έτσι θέλαμε, τον εφέραμε".
Πέρα στη Μικρασία κάπου σε μια σπηλιά όπου είχαν καταφύγει για να κρυφθούν από τους Τούρκους βρέθηκαν τα πτώματα ελλήνων γυναικοπαίδων σφαγμένα, πριονισμένα, βρέθηκαν τα αιματοβαμμένα πριόνια, τα κόκαλα, οι σάρκες. Έτσι θέλαμε. Τον εφέραμε.
Στη Θράκη μαζεμένοι, μουδιασμένοι, ανήσυχοι περιμένουν οι έλληνες με τα μάτια στραμμένα στη Δύση, τηλεγραφούν και παρακαλούν μην τύχει και τους αλλάξουν τη συνθήκη των Σεβρών, γιατί αυτονομία γιαυτούς θα πει κατέβασμα των βουλγάρων κι αυτοί ξέρουν τι θα πει πέλμα βουλγάρικο. Έτσι θέλαμε. Τον εφέραμε.
Στη Μακεδονία πόλεις, χωριά και πεδιάδες κοιτάζουν με μάτια τρομαγμένα κατά το βοριά, όπου σα σύννεφο απειλητικό περιμένουν οι ακρίδες, οι σέρβοι, να χαλαρώσει η φύλαξη των συνόρων για να χυθούν ως τη θάλασσα και να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη. Έτσι θέλαμε. Τον εφέραμε.
Η συνολική τρέλα ολόκληρου λαού που παραληρεί."



Και το 1935 μετά τη νέα παλινόρθωση της δυναστείας ξεσπάει με πίκρα "Μα εγώ είμαι δημοκρατική και σωβινίστρια. Δεν υποφέρω το ξενούφαντο βρακί στο σβέρκο μου και την ξενική μπότα να μου
οργώνει το στήθος με το σπιρούνι. Θέλω έλληνα να μας κυβερνά.. και φέρανε πάλι αυτοί το δανορώσο γερμανό και υποκλινόμεθα ταπεινοί θεράποντες και τον λιβανίζουμε γιατί μας επιτρέπει ν'αναπνέουμε"

Η Ελλάδα την πληγώνει. Η Ελλάδα πάντα πληγώνει. Εκείνη "είχε ονειρευτεί μιαν Ελλάδα ελεύθερη, ανεξάρτητη και περήφανη".
Μα η Ελλάδα γύρω της είναι "Κόλαση του Dante. Δολοφονίες, προδοσίες, ατιμίες, δειλίες, πορνείες, αποστασίες, λεηλασίες...βρώμα και δυσωδία, αχρειότης και κακουργία, σιχασιά εμετική, θρασυδειλία, πίεση, βρωμιά, βρωμιά, βρωμιά. Και πάνω απ' αυτή τη γενική βρωμιά ολίγα διαμάντια... Αυτοί δεν απαρνήθηκαν την ιδεολογία τους. Και αίματα περιττά, οι μάρτυρες."
και παρακάτω
"Απ' όλα τους τα κακουργήματα το χειρότερο το ποταπότερο είναι το κατέβασμα του ηθικού επιπέδου ολόκληρου του ελληνισμού. Στη μια παράταξη φοβέρες, πιέσεις, ξυλοκοπήματα, τουφεκισμοί, εκβιασμοί,ληστείες, δολοφονίες βρώμικες.. από την άλλη τρόμος, δειλία,υποχωρήσεις. Και πέρα σαν ένα φως τα διαμάντια"


Νάτο λοιπόν ίδιο κι απαράλλακτο το σκηνικό της αιώνιας Ελλάδας. Δε σας τρομάζει η επικαιρότητα αυτών των στοχασμών; Η μήπως θάπρεπε να παρηγοριόμαστε στην ιδέα πως μια ζωή τα ίδια λάθη κάνουμε;
"Ποιος θα γράψει ποτέ την ηθική ιστορία της Ελλάδας με τους ήρωες και της λέρες της;" ξεσπά με αγανάκτηση. Γιατί η Π.Δ δεν είναι από τους επαγγελματίες της πολιτικής που συνηθίσαμε στις μέρες μας. Δεν προσπαθεί να εξαργυρώσει την παρουσία της στη σκηνή, αντίθετα προσφέρει μέχρι τέλους. Γιατί η πατρίδα στέκει πάνω απ' όλα. Κι απ' την τιμή ακόμη του καθενός. Όμως πόσο τιμάται η πατρίδα σε μιαν Ελλάδα, που η τιμή εξευτελίζεται στο χρηματιστήριο της πολιτικής;

"Για την πατρίδα πρέπει να ξέρει κανείς και την τιμή του να θυσιάζει"    έλεγε ο Αλέξιος στο "Για την Πατρίδα". "Η τιμή μου έχει σημασία μόνο για τον εαυτό μου. Κι εγώ είμαι ένας, θα περάσω και θα ξεχαστώ. Η πατρίδα όμως θα μείνει κι η πατρίδα είναι όλες οι γενιές που πέρασαν κι οι γενιές που είναι και κείνες που θα έρθουν".


Έτσι μιλά εκείνος στο έργο της.
Εκείνη θέλει απλώς να πεθάνει μαζί του κι ορκίζεται να ζήσει "για την πατρίδα", γιατί αυτός το ζήτησε, γιατί εκείνη τούφερε το μαχαίρι της έντιμης θανής, το διαμαντοστόλιστο δώρο του γάμου τους, το πολύτιμο σκεύος του τελειωτικού τους χωρισμού.
Εκείνη θα "πάγει από ραγισμένη καρδιά" η ίδια γυναίκα που παιδούλα ακόμη ζώστηκε στ' άρματα, που παρά τη θέληση του άντρα τον ακολούθησε στο δύσκολο ταξίδι του ολοκληρώνοντας μετά το θάνατο του την αποστολή. Τούτη η γυναίκα πήγε από ραγισμένη καρδιά, γιατί ολάκερη η ζωή της μέσα στην καρδιά της χώραγε κι οι πράξεις της απ' την καρδιά περνούσαν.

Ο ηγέτης όμως, ο στρατηγός, εκείνος θα πεθάνει με το κεφάλι ψηλά. Δεμένος, ματωμένος, όμως αγέρωχος αρνιέται μπροστά στον αντίπαλο την πράξη της ατίμωσης διαλέγοντας έτσι το θάνατο της
δόξας.
"Οι δυο αντίπαλοι για ένα λεπτό έμειναν αντίκρυ ο ένας στον άλλον. Τα μάτια του Κατεπάνω δε χαμήλωσαν, ούτε μαλάκωσε το περιφρονητικό του βλέμμα. Με το χέρι ο Ιβάτζης έκανε νόημα. Ο
στρατιώτης κατέβασε τη λόγχη του με τόση ορμή που το σίδερο πέρασε τις σάρκες και μπήχτηκε στο δέντρο."

Έτσι περιγράφει στο "Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου" το θάνατο που αρμόζει στον ηγέτη, το θάνατο του άρχοντα της Αδριανούπολης.
Κάπως έτσι, δεμένος σε κάποιο δένδρο κι από το ίδιο φονικό χέρι του βούλγαρου στρατηγού θα πεθάνει αργότερα κι ο γιος του, Κων/νος. Μόνο που ο θάνατος του Κων/νου δεν είναι παρά μια έμμεση αυτοκτονία. Αυτός κυνηγούσε το θάνατο για να ξεφύγει από τον έρωτα, αφήνοντας ξωπίσω του την αγαπημένη του πολύτιμο τρόπαιο στα χέρια του καλύτερού του φίλου, γιατί "τον πόνο τον φορτώνονταν αυτός ο δυνατός για ν' αφήσει στον άλλο τον πιο αδύναμο ανοιχτό το δρόμο της ευτυχίας".
Οσο για κείνη; "Ήταν κι εκείνη δυνατή. Ας σπάσει την καρδιά της επιτέλους ή ας ξεχάσει". Η εύκολη λύση όλων των γενναίων, έντιμων ανδρών που διαλέγουν το θάνατο στ' όραμα κάποιου χρέους κι αψηφούν το "θα σε περιμένω πάντα" που συμπυκνώνει την επανάσταση μιας γυναικείας καρδιάς.
Πόσο ρόλο έπαιξε το θρυλούμενο τρυφερό αίσθημα της παντρεμένης Π.Δ. με τον πολιτικό αντίπαλο και μάρτυρα του κομματικού φανατισμού Ιωνα Δραγούμη, σ' αυτές τις αιώνιες ήττες του έρωτα από το χρέος που επιμένει να περιγράφει; Και πόσο βάρυνε στην πίκρα της, στη διάχυτη απαισιοδοξία της;
Θάνατοι έντιμοι και λυτρωτικοί πλάι στο μακελειό της σφαγής και την αντάρα του πολέμου. Στρατιώτες που διασκεδάζουν εκσφενδονίζοντας παιδιά στο δρόμο, γυναίκες που σφάζονται ατιμασμένες, ανάπλαση του μεσαιωνικού σκηνικού, προφητεία για την επανάληψη του δράματος της μικρασιατικής καταστροφής και της γερμανικής κατοχής. βαθιά Η Π. Δ. δεν άντεξε να ζήσει την τελευταία. Θεληματικά πρόλαβε την επανάληψη της ίδιας τραγωδίας στη ζωή της. Είχε βιώσει τη μικρασιατική καταστροφή τόσο βαθιά που προανάγγειλε την αυτοκτονία της την ίδια μέρα που έμαθε το θάνατο του Βενιζέλου γράφοντας στο ημερολόγιό της το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος "Ρωμιοπούλες".


Με τίτλο "Finis Greciae" περιγράφεται η ημέρα των εκλογών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή
και η αυτοκτονία της ηρωίδας κάτω από την απελπισία της εθνικής συμφοράς.
Γράφει
"Ζούσε τώρα εκείνη ένα χρόνο και πάνω μόνη, κατάμονη κι έρημη, χωρίς άλλο φως από τη λάμψη της δόξας της εθνικής. Και θάμπωσε τώρα κι αυτή. Τη θάμπωσε το ίδιο το έθνος... ..Της ήλθε
αναγούλα, η φοβερή αναγούλα της απογοητεύσεως, του σκοτωμένου ονείρου που καμιά σου θέληση δε μπορεί να το αναστήσει... Πήρε την πένα της και με σφιγμένα δόντια κάτω από την τελευταία γραμμένη γραμμή χάραξε δυο λέξεις "Finis Greciae" και πρόσθεσε μιαν ημερομηνία "1η Νοεμβρίου 1920". Σήκωσε το χέρι να πάρει το στυπόχαρτο και σκόνταψε το άθικτο μπουκαλάκι με τις ανακουφιστικές στάλες... Πειρασμός ή απόφαση; Άνοιξε το μποτιλάκι, το άδειασε ολόκληρο σ' ένα ποτήρι και το ήπιε ως την τελευταία ρανίδα"

Και το 1941 επαναλαμβάνει σαν ηθοποιός τη σκηνή του δικού της έργου. Δεν ήταν μια πράξη δειλίας μπροστά στην οδύνη της Αρρώστιας της, όπως ισχυρίστηκαν πολλοί. Δε μπορεί κανείς ν' αρνηθεί την κατάθλιψη που θα της προκαλούσε. Γιαυτήν η σταδιακή παράλυση ήταν ό,τι για ένα ζωγράφο η απώλεια της όρασης ή για το μουσικό η βαθμιαία κώφωση. Όμως μια γυναίκα με τόσο πάθος ποτέ δεν πεθαίνει νικημένη.
Το είχε άλλωστε δηλώσει στο Βενιζέλο όταν μετά τη γνωστή δολοφονική απόπειρα, την είχε ρωτήσει
"Είστε και σεις από κείνους που θέλετε να κλειστώ στο σπίτι για ν' αποφύγω τη δολοφονία;"
"Όχι, του είπε. Νομίζω πως ένας που πεθαίνει για να στερεώσει το έργο του, εκτελεί το σκοπό του, τον προορισμό του." Κι έπειτα βάλθηκε να του εξηγεί πως ο δικός του προορισμός ακόμη δεν τελείωσε γιαυτό κι ο παλληκαρισμός δεν είναι γενναιότητα.

 Όμως εκείνη στις 27 Απριλίου ένοιωθε πως στερέωνε το έργο της, εκτελούσε τον προορισμό της. Ο θάνατός της έπρεπε να είναι το κύκνειο άσμα μιας ζωής στην υπηρεσία της Ελλάδας. Και τη στιγμή που η Ελλάδα πέθαινε κι εκείνη πια ήταν ανήμπορη να τη συντρέξει έπρεπε κι εκείνη να χαθεί από συνέπεια στη ζωή και το έργο της.
"Ο πεθαμένος υψώνεται σε θρησκεία" λέει ο Περικλής για την αυτοκτονία του Γρέγου στα "Μυστικά του βάλτου". "Πέρασε η χριστιανική θρησκεία. Ποια είναι η καινούρια θρησκεία που θα ιδρύσω;" αναρωτιόταν στο ημερολόγιό του το 1910 ο Δραγούμης και της έγραφε
" Τι όμορφος ο θάνατος! Πώς με τραβά! Αισθάνομαι αηδία για τα πράγματα της ζωής. Και όμως την αηδία αυτή θέλω να τη νικήσω. Θέλω να ζήσω."
Αυτή τη νιτσεϊκή άποψη συμμερίζεται και η ΠΔ. Κι αυτή πιστεύει πως "Ο φυσικός θάνατος είναι ο θάνατος που συμβαίνει μέσα στις πιο αξιοθρήνητες συνθήκες, ένας θάνατος που δεν είναι ελεύθερος, που δεν έρχεται όταν πρέπει, ένας θάνατος δειλός, και πως: "Από αγάπη για τη ζωή θα έπρεπε να επιθυμούμε ένα τελείως διαφορετικό θάνατο, έναν θάνατο ελεύθερο και συνειδητό, χωρίς το στοιχείο του τυχαίου και χωρίς εκπλήξεις."
Εκείνος, ο Δραγούμης, όπως η ίδια περιγράφει "στάθηκε με τα χέρια πίσω, προτείνοντας το στήθος, ήρεμος κι ατρόμητος", σαν ήρωας κάποιου της έργου "και τον τουφέκισε η φρουρά του".
Εκείνη πεθαίνει το μεσημέρι της 2ης Μαΐου. Τραγικά. Γιατί οι γιατροί την πρόλαβαν και της πρόσφεραν μιαν ανεπιθύμητη καθυστέρηση στο ραντεβού της με τον αιώνιο εραστή, το Θάνατο. Εκείνη όμως αντιστάθηκε στην απάνθρωπη φιλανθρωπία της ιατρικής πράξης.
Από το χείλος του τάφου αντιστάθηκε στη ζωή δίχως ελπίδα. Και νίκησε. Σε πείσμα των γιατρών της. Εκείνη καθόρισε τη στιγμή. Δεν είχε ελπίσει σε καμιάν ανάσταση γιαυτό και δίνει τελευταία εντολή "Παιδιά μου, ούτε παπά, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε πως δε ζω πια".
Ήξερε πως η πράξη της ήταν αντίθετη με τους κανόνες της ορθοδοξίας. Δε μπορούσε να συγχωρέσει στην επίσημη εκκλησία ότι εκείνη είχε διοργανώσει τη μεσαιωνική τελετή του αναθέματος του Βενιζέλου το Νοέμβριο του 1916. Ήταν πολύ περήφανη για να συμβιβαστεί. Δεν ήθελε να κουκουλώσει την κορυφαία πράξη της ζωής της. Βάδιζε στα χνάρια του πατέρα της που την ώρα του θανάτου της μητέρας της είπε "Οχι παπάδες. Εκείνη άλλωστε δεν αισθάνεται πια". Και νεκρούς τύπους δεν τους ήθελε στην ιεροπρεπή τούτη στιγμή.

Στην ταφόπετρά της χαράχτηκε μόνο η λέξη "ΣΙΩΠΗ". Μια σιωπή τόσο εύγλωττη που μέχρι σήμερα κραυγάζει.

Ο αιώνας μας κλείνει και τα έργα της Π.Δ. παραμένουν εκπληκτικά επίκαιρα αφού το "μακεδονικό" παραμένει μείζον εθνικό ζήτημα και τα παιδιά μας περισσότερο από ποτέ πρέπει να μάθουν νάναι περήφανα για την Ελλάδα σε μιαν ΕΟΚ που μας χωνεύει, με μιαν Αμερική που μας συνθλίβει, σε έναν κόσμο που όσο πλαταίνει τόσο μας απομονώνει.
Παράδοξα ο ίδιος ο τρόπος θανάτου της Π.Δ. γίνεται αντικείμενο συζήτησης στις μέρες μας. Από τη μια, μια ιατρική μελέτη που αποδεικνύει πως οι αυτόχειρες παρουσιάζουν μειωμένη ως και 50% τη σεροτονίνη στον εγκέφαλο τους κι από την άλλη η δημοσιότητα που δόθηκε σ' ένα βιβλίο που προπαγανδίζει το δικαίωμα της ευθανασίας για τους ανίατους ασθενείς. Χημικά ελεγχόμενη προδιάθεση ή αναφαίρετο δικαίωμα η αυτοκτονία;
Την ίδια ώρα που ο πολιτισμένος κόσμος διεκδικεί καλύτερη ποιότητα στο θάνατο χιλιάδες ανήμπορα παιδιά πεθαίνουν από ασιτία ή από βόμβες ή από θεομηνίες ή θύματα κάποιων ιάσιμων ασθενειών.
Την ίδια ώρα κάποιοι ανύποπτοι νέοι άνθρωποι σκοτώνονται στα τροχαία, στις ληστείες ή από καρδιακά επεισόδια θύματα της σύγχρονης καθημερινότητας του άγχους και της ταχύτητας.

 Υπήρξαν εποχές που οι άνθρωποι πέθαιναν στο σπίτι τους κυκλωμένοι από συγγενείς και φίλους. Ήταν η ευχή της λαϊκής σοφίας. Να πεθάνει κανείς γέρος στο κρεβάτι του. Γιατί ο θάνατος είναι ταξίδι κι όλοι γυρεύουμε το κατευόδιο, το στερνό αντίο σ' όσα αφήνουμε, σε ότι αγαπήσαμε, σε ότι σίγουρα δε θα ξαναδούμε τουλάχιστον όπως το γνωρίσαμε.
Σήμερα πεθαίνουμε στο θάλαμο κάποιου νοσοκομείου μ' ένα πάνινο παραβάν να μας χωρίζει από το διπλανό. Πλάι μας συνήθως ο εφημερεύων γιατρός παλεύει μέχρι τελευταία στιγμή να μας ανατάξει. Τώρα ακόμη κι ο θάνατος βιάζεται. Οι νέοι νεκροί διαλύονται σε ανθρώπινα ανταλλακτικά, που χρησιμοποιούνται από κάποιους συνανθρώπους, συνήθως εύπορους.
Ταξικές διαφορές μπροστά στο θάνατο; Μα είναι κοινοτυπία. Σε ορισμένες χώρες αναφέρθηκαν κρούσματα φόνων που έχουν σχέση με το κύκλωμα των μεταμοσχεύσεων, ενώ στη γειτονική Τουρκία κάποιοι άποροι πουλούσαν τον ένα τους νεφρό με το ίδιο σύστημα που λειτουργούσαν οι ιδιωτικές τράπεζες αίματος. Για ποιο δικαίωμα στο θάνατο μπορούμε λοιπόν να μιλάμε όταν καλά καλά δεν έχουμε κατοχυρώσει το δικαίωμά μας στη ζωή;
Όμως ο θάνατος παραμένει το καθοριστικό γεγονός της ανθρώπινης ζωής, η κορωνίδα κάθε πράξης μας. Ζούμε ουσιαστικά για να πεθάνουμε. Όλη μας η ζωή δεν είναι παρά μια πορεία γι αυτό ακριβώς το τέρμα και όλοι ενδόμυχα ευχόμαστε να ζήσουμε το θάνατο με την αξιοπρέπεια που η ζωή μας φόρτωσε.

Έχουμε όμως δικαίωμα επιλογής για τη στιγμή ή τον τρόπο που θα πέσει η αυλαία; Αν είμαστε γιαπωνέζοι σίγουρα θ' απαντούσαμε καταφατικά. Το χαρακίρι είναι πράξη ύψιστης εντιμότητας και η εγκατάλειψη των γέρων στο βουνό του θανάτου θεωρείται όχι απλά θεμιτή, αλλά επιθυμητή σε μια κοινωνία λιμοκτονούντων. Ακούστηκε μάλιστα πως και στην Αμερική όλη αυτή η φιλολογία γύρω από την ευθανασία δεν είναι παρά η προπαγάνδα του κράτους για να μειώσει το κόστος των νοσηλίων.
Γιατί βέβαια οι χριστιανικές κοινωνίες καταδικάζουν και την αυτοκτονία και το φόνο σε καιρό ειρήνης. Στον πόλεμο όμως όλοι καλούνται να γίνουν εθελοντές αυτόχειρες ή φονιάδες με τις ευλογίες των παπάδων τους.
Οι γιατροί στις μέρες μας δεν καλούνται απλά να υπερασπιστούν την ανθρώπινη ζωή. Χρειάζεται ν' αποφασίσουν για την τεχνητή παράταση μιας ζωής ανθρώπων-φυτών εξαρτημένων από κομπιούτερ, για τη ταχύτερη αποδέσμευση ζωντανών ιστών από έναν εγκέφαλο που δεν έχει ελπίδα, καλούνται ακόμη και να "βοηθήσουν" ένα ανίατο ασθενή να πεθάνει με αξιοπρέπεια ή να επιταχύνουν την επέλευση του μοιραίου σε περιπτώσεις νεογέννητων με ανίατες ασθένειες. Διλήμματα πρωτόγνωρα προκύπτουν, ηθικές μάχες δίνονται καθώς ο γιατρός καλείται να επιλέξει με λίστες αναμονής σε ποιόν θα κάνει ταχύτερα τη μεταμόσχευση ή θα εφαρμόσει την νέα θεραπευτική αγωγή. Ο γιατρός σήμερα νοιώθει ένοχος γιατί ενώ διαθέτει πλούσιο οπλοστάσιο, ενώ θα μπορούσε να προλάβει το θάνατο, οι κοινωνικές συνθήκες του το απαγορεύουν. Δεν κατανοεί πώς μπορεί να ξοδεύονται τεράστια κονδύλια για την έρευνα σε αρρώστιες όπως το AIDS χωρίς παράλληλα να θεραπεύονται παντού, όλοι όσοι πάσχουν από ιάσιμα νοσήματα, χωρίς να έχουν εξαλειφθεί όλες οι αρρώστιες που μπορούν να προληφθούν με εμβολιασμό. Γιατί το παιδί του σωλήνα να επιζεί στη θερμοκοιτίδα και το τελειόμηνο στην Αιθιοπία να πεθαίνει από ασιτία;

Ποιος λοιπόν μπορεί να του ζητήσει ευθύνες αν δράσει αυτόβουλα; Η κοινωνία ήδη του επιβάλει να αποφασίσει ποιον θα αφήσει να πεθάνει. Η ίδια η κοινωνία του απαγορεύει να σώσει όσους μπορεί. Όταν ο άρρωστος σημαίνει για το γιατρό μια μοναδική ψυχοσωματική μονάδα, δε μπορεί να κατανοήσει το διαχωρισμό ανάμεσα στο τακτικό τσεκ απ του Προέδρου των ΗΠΑ και το εμπάργκο στα φάρμακα που καταδικάζει σε θάνατο παιδιά στο Ιράκ. Έτσι για το γιατρό ο νομικός κίνδυνος είναι αυτό που τον συγκρατεί από το να προσφέρει θεραπευτικά το θάνατο όταν και αν του ζητηθεί. Για τους γιατρούς η έκτρωση ποτέ δεν ήταν ηθικό δίλημμα γιατί μάχονται την αρρώστια πρόσωπο με πρόσωπο, γνωρίζουν το θάνατο από πρώτο χέρι και δεν πείθονται με τις νομικίστικες εξηγήσεις του στυλ "η έκτρωση είναι νόμιμη μόνο με ορισμένες προϋποθέσεις".
Ο θάνατος είναι ίδιος παντού και το δικαίωμα στη ζωή θα πρεπε να ναι παντού και πάντα απαραβίαστο. Ο θάνατος μπορεί για τους ποιητές να είναι όμορφος, για τους ιδεολόγους, ηρωικός, για τους μελετητές αναγκαίος, για τους ασκητές επιθυμητός, για τους γιατρούς όμως είναι ο αιώνιος αντίπαλος που αν και τον κερδίζουμε στις μάχες έχει εξασφαλίσει την νίκη στην τελική έκβαση του πολέμου.

Και βέβαια ο γιατρός δε θα μπορούσε να γίνει φονιάς από ευσπλαχνία, έτσι αβασάνιστα. Και βέβαια η λύση θα βρεθεί για το σύνολο της κοινωνίας όσο θα ωριμάζουν οι συνθήκες. Όμως εμείς ο καθένας προσωπικά ίσως να μην προλάβουμε. Γιατί ενώ ο καθένας μας κουβαλά τη συνολική μνήμη της ανθρωπότητας γραμμένη στα χρωματοσώματά του, μια μνήμη συλλογική, ίδια κι απαράλλακτη στα κύτταρα όλων των ατόμων σε όλες τις φυλές,όπως απέδειξαν πρόσφατες μελέτες της γενετικής, ο καθένας μας καλείται σε χρόνο τακτό να παραδώσει τη σκυτάλη.
Κανένας μας δε θέλει να πιστέψει πως είμαστε μόνο χώμα και νερό, σάρκα και κόκαλα, πως είναι τόσο απλό να εξαφανιστούμε από τη μια στιγμή στην άλλη σαν άνθη του αγρού. Θέλουμε να χαράξουμε τ' όνομά μας στο βράχο της ανθρώπινης μνήμης. Θέλουμε να έχουμε "αιωνία μνήμη". Γιαυτό και θέλουμε η κορυφαία πράξη μας, ο θάνατος, νάναι σύμφωνη με το χαρακτήρα και τη δράση μας , θέλουμε συνειδητά ν' αποχωρήσουμε απ' τη σκηνή και η αυλαία να πέσει με χειροκροτήματα. Και η αυτοκτονία προσφέρεται σα θεατρική πράξη.
Είναι η μικρή παρηγοριά, η τελευταία ψευδαίσθηση πως τελικά εμείς νικήσαμε τη Μοίρα, προλάβαμε το Χάροντα, κάναμε σαν πειρατές ρεσάλτο στο βαρκάκι του. Κι είναι τόσο παιδιάστικο αυτό όταν το δεις από μακριά που σίγουρα κανείς θεός δε θα βρεθεί να το καταδικάσει.

Μηδένα προ του τέλους μακάριζε ή μακάριοι όσοι κλείνουν καλογραμμένο το μηδενικό της ζωής στην άμμο του κόσμου. Μακάριοι όσοι χαίρονται το δειλινό να πέφτει στην έρημο της καρδιάς τους,
γιατί μόνοι στο θάνατο και μόνοι στη ζωή βαδίζουμε, σκιά ονείρου μας κυκλώνει. Μακάριοι όσοι ζουν κάθε στιγμή σα νάναι η τελευταία ή η πρώτη. Μακάριοι όσοι ζουν πιπιλώντας την απατηλή λάμψη της υστεροφημίας τους. Μακάριοι όσοι καταφέρνουν να επιζούν στα παραμύθια των ανθρώπων. Είναι σα να βαδίζουν μέσα στ' όνειρο.
Γιατί αν η ζωή είναι το όνειρο, ίσως ο θάνατος νάναι το ξύπνημά μας.


Μα όλα τούτα τα ποιητικά παράδοξα δε θάβρισκαν σύμφωνη την Π. Δ.
Εκείνη συμφωνούσε με το Βενιζέλο που όταν τον ρώτησαν αν πιστεύει στη μετά θάνατον επικοινωνία απάντησε
"Εγώ έχω πάρα πολλή δουλειά σε τούτο τον κόσμο. Δεν πρόλαβα ν' ασχοληθώ με τον άλλο".
Για κείνην ζωή είναι η ενασχόλησή της με την πολιτική δράση.
"Η πολιτική είναι η ιστορία και τούτη την ώρα μόνο η Ελλάδα μ' ενδιαφέρει". Και τούτη η ώρα στάθηκε όλη της η ζωή και η Ελλάδα ήταν για την Π.Δ. το υποκατάστατο της μητέρας που λάτρευε δίχως να μπορεί ν' αγγίξει.



Αποκαλυπτικό είναι το απόσπασμα από τις "Πρώτες Ενθυμήσεις"
Γράφει
"Σε κείνη τη γωνιά αριστερά κατέφευγα το σούρουπο όταν είχα φάει κανένα μπάτσο ή τιμωρία κι ήταν πολύ μεγάλος ο καημός μου που δε μ' αγαπούσε η μητέρα. Και άκουα τα σπουργίτια που τσίριζαν στο γειτονικό δέντρο και κοίταζα το δέντρο με το πυκνό φύλλωμα κι έσκυβα πάνω από τους βασιλικούς και την κουπαστή κι έβλεπα κάτω το στενό δρομάκι του Γιακαρίμ και συλλογιζόμουν "Άραγε πονεί πολύ να πέσει κανείς εκεί χάμω;"
Με τραβούσε η ιδέα του θανάτου που θάκανε τη μητέρα να κλάψει. Γιατί πάντα έκλαιγαν οι μητέρες όταν πέθαινε κανένα τους παιδί, άρα θα έκλαιγε κι η δική μου αν πέθαινα. Και άκουα το τσιριχτό τραγούδι των σπουργιτιών και συλλογιζόμουν αν πονεί πολύ να πέσει κανείς και λαχταρούσα, νοσταλγούσα το κλάμα της μητέρας, ίσως και κανένα της φιλί και φοβόμουν όμως τον πόνο και λογάριαζα πώς να σκαρφαλώσω, πώς να πάω απ' έξω από τα κάγκελα, πώς ν' ανοίξω τα χέρια μου και να πέσω. "Μα πονεί πολύ άραγε;" και φοβούμουν και άκουα τα σπουργίτια και πονούσα όσο ήταν δυνατό παιδί να πονέσει και να νοσταλγήσει.
Στην πλατεία Μουχάμετ -Αλη στην αγγλική εκκλησία ήταν άλλο ένα μεγάλο δέντρο όπου μαζεύονταν το βράδυ τα σπουργίτια. Κι αν τύχαινε να περνούμε περίπατο, σούρουπο, από κει και να τ' ακούσω πλημμύριζε η ψυχή μου μαυρίλα και καημό και νοσταλγούσα το ξύλινο μπαλκόνι απ' όπου μπορούσα να πέσω να σκοτωθώ, και ποτέ, ούτε μεγάλη σαν ήμουν πια δεν πέρασα βράδυ από το δέντρο αυτό χωρίς να με γεμίσει θλίψη και στεναχώρια και χωρίς τη νοσταλγία του θανάτου, χωρίς τον καημό που ξυπνά μέσα μου ακόμη και τώρα το βραδινό τραγούδι των σπουργιτιών που κουρνιάζουν στα δέντρα."



Αυτή η νοσταλγία του θανάτου, αυτή η ελπίδα. Θα κλάψει τάχα η μητέρα; Θα κλάψει τάχα η πατρίδα; Θα μας προσφέρει το στερνό φιλί; Η πήγε χαμένος ο πόνος, χαμένη η δίψα, χαμένη η αγάπη μας;
Θα δικαιώσει ποτέ τις προσπάθειές μας η ιστορία, η πολιτική, η ίδια η ζωή μας; Η μήπως όλα ανακυκλώνονται σ' ένα κόσμο που μοναδικός του προορισμός μένει ο θάνατος; Σιωπή. Τίποτε άλλο.
Μόνο σιωπή.

------

Ξανά η  εξαιρετική  Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
από τον ιστότοπό της