Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Το Αύριο ποτέ δεν σταματά. Κι έχει το όνομα του παιδιού σου...



Kύριε Δικαστά
μην αφήσετε έναν νέο άνθρωπο
να πεθάνει
μέσα στη φυλακή
γιατί αρνήθηκε την στείρα πραγματικότητά σας,
ονειρεύτηκε την ελευθερία.

Πάρτε εμένα,
ένα εξιλαστήριο θύμα δεν θέλετε έτσι κι αλλιώς;

Στα κλουβιά σας κλεισμένοι
τηλεβιώνετε την ενυδριακή ονείρωξη του θερμοκηπίου
παρατηρώντας τον βιασμό της μάνας γης
υποδυόμενοι την ανθρώπινη φιλευσπλαχνία
κροκοδειλίζετε στις εργατικές δολοφονίες
ψηφοθηρίζετε στο μέλλον των παιδιών μας
νομοσχεδιάζετε την δημόσια λογική της μίζας.

Γι αυτό σας λέω κύριε Εισαγγελέα
πάρτε εμένα, πάρτε μας όλους στην κοινωνία φυλακή σας
αυτό δεν ευαγγελίζεστε;

Γι αυτό δεν πατρονάρετε την τραπεζοτοκογλυφία;
την υστερία αγοράς διαμερισματοανθρωποκλουβιών;
τον εθισμό εθνοδιαδικτυακής ψυχοσωματικής βίας;
την παιδοφιλία της χρηματιστηριακής παιδείας;

Πάρτε εμένα κύριε Δικαστά
πάρτε όλους μας μέσα, είμαστε πολλοί
θα χρειαστείτε κι άλλες φυλακές
πιο μεγάλες από τα εμπορικά κέντρα
τις δασωμένες κομματόσκυλες μεζονέτες
έχουμε πολύ μεγάλα όνειρα ελευθερίας
γιατί είμαστε επικίνδυνοι εραστές της ζωής
πυροδοτούμε τις εκρηκτικές καρδιές μας
κάθε μέρα, νύχτα, κάθε στιγμή
στροβιλιζόμαστε στην ηδονή των φλεγόμενων ματιών
που καθρεπτίζονται στις σπασμένες βιτρίνες της υπερμάρκετεπιβίωσης
παρατηρούμενοι από την ανέραστη ψυχορομποτική
καμεροκοινωνία της εκλογοαπατούμενης ηδονοβλεψίας σας.

Γι αυτό σου λέω κυρ Δικαστά μου
πάρε εμένα, πάρε τους φίλους μου
το ανήλικο παιδί μου
είναι επικίνδυνο σου λέω
Αμφισβητεί
Αρνείται
Απειθαρχεί
Έχει οράματα και ιδανικά
Θα μολύνει το γιο σου, τη κόρη σου
Με τον πιο ανελέητο ιό
Καταστροφής προαιώνιου θεοκρατούμενου συστήματος,
έχει παιδικά αγνά αισθήματα
είναι ικανός να σπείρει
σε μια στείρα μπατσοκρατική μήτρα
χιλιάδες οπλισμένους αγκάθινους αγριανθούς
με ελευθερία σκέψης...

Γι αυτό σου λέω κυρ Δικαστά μου
Πάρε μας όλους μέσα
στη ζεστή ιδρυματική προνοιακή ταξική ασφάλειά σου
Στο μεγάλο συρματοπλεγμένο στρατόπεδο
της τσιμεντένιας ανεξαρτοάρχουσας
ηθικοπλαστικής καρδιάς σου.

Κάνε το εθνικό καθήκον σου...
Πάρε μας όλους μέσα
Εψές Μιχάλη, Αλέξη
Σήμερα μας λένε ΟΛΟΥΣ ΝΙΚΟ
Το Αύριο ποτέ δεν σταματά
Κι έχει το όνομα του παιδιού σου...
Ποτέ δεν ξέρεις...




Γιώργος Τσίγκος 
(και ηχητικά )




David Alfaro Siqueiros, Πορτρέτο Tης Aστικής Tάξης (1939)


 

 



«Κυρίες και κύριοι σκεφτείτε,
τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας
μπροστά στην ίδρυσή της
και τι η δολοφονία ενός ανθρώπου
μπροστά στην πρόσληψή του;»
 
(Μπέρτολτ Μπρεχτ, Η Όπερα Της Πεντάρας)



- Γύρω στις 9 μ.μ της έκτης Δεκεμβρίου 2008, ο αστυνομικός Επαμεινώνδας Κορκονέας πυροβολεί και σκοτώνει, δια "ασήμαντον αφορμή", τον δεκαπεντάχρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στην συμβολή των οδών Τζαβέλλα και Μεσολογγίου. Μαζί με τον Γρηγορόπουλο βρίσκεται ο συμμαθητής και στενός φίλος του Νίκος Ρωμανός, επίσης δεκαπέντε χρονών τότε. 

Σύμφωνα με την μητέρα του Ρωμανού, ο Γρηγορόπουλος πέθανε στα χέρια του. Ο Ρωμανός απαθανιτίζεται ανάμεσα σ' αυτούς που σηκώνουν το φέρετρο του Γρηγορόπουλου και προσέρχεται στη δίκη του Κορκονέα, ξεκάθαρα οργισμένος. Για την μητέρα του Ρωμανού, "από εκεί ξεκίνησαν όλα"
Ο πατριός του δηλώνει: "Ο Νίκος Ρωμανός, μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου, δεν είχε καμία σχέση με το παιδί που γνωρίζαμε έως τότε. Ήρθε μια φορά στην Αμφισσα, χωρίς να καταθέσει. Στο δικαστήριο τον διακατείχε θυμός, ήταν σε μεγάλη σύγχυση και νευρικότητα. Είχε μέσα του οργή και φόβο". Είναι η πρώτη φορά που ο Ν. Ρωμανός εκτίθεται στην ασύμμετρη προς την "πρόκληση" κρατική βία, με ψυχικά αποτελέσματα που δεν είναι δυνατό να εκτιμηθούν, ούτε καν από ειδικούς στις τραυματικές εμπειρίες.


- Την Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013, ο Νίκος Ρωμανός, δηλωμένος πλέον αναρχικός, συλλαμβάνεται, μαζί με τρία άλλα άτομα, για απόπειρα ένοπλης ληστείας στην Αγροτική Τράπεζα και στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο του Βελβεντού Κοζάνης. Από την επιστολή των ίδιων των τεσσάρων από τον Κορυδαλλό, όπου κρατούνταν, διαφαίνεται ότι η ληστεία ήταν ερασιτεχνικά σχεδιασμένη σε βαθμό σχεδόν κωμικό: "Κατά τη διάρκεια της διαφυγής μας, μία σειρά από ατυχή γεγονότα και λανθασμένους χειρισμούς, οδήγησαν στην έκθεση τόσο του οχήματος μας, όσο και στην κατεύθυνσή μας στην αστυνομία. Λόγω του αστυνομικού κλοιού που σχηματίστηκε αυτόματα, ο σύντροφος που οδηγούσε το διαμορφωμένο εξωτερικά σαν ασθενοφόρο βαν, αναζητούσε διεξόδους διαφυγής για την ομάδα που έκανε τις ληστείες. Στην προσπάθειά του αυτή, έκανε το λάθος να περάσει τρεις φορές από όχημα των μπάτσων, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ύποπτος. Ακολούθησε καταδίωξη και μετά, λόγω άγνοιας της περιοχής στην οποία κατέληξε, έφτασε σε τέσσερα αδιέξοδα στους χωματόδρομους των ορυχείων, με αποτέλεσμα στο τελευταίο να περικυκλωθεί και να μην έχει πια κανένα ουσιαστικό περιθώριο διαφυγής."

- Κωμική όμως δεν είναι η αντιμετώπιση και των τεσσάρων από την ΕΛ.ΑΣ, που τους σπάζει κυριολεκτικά στο ξύλο, και ενώ δεν έχει τραυματιστεί κανείς από τις πράξεις τους, ούτε έχει απειληθεί η ζωή ή η σωματική ακεραιότητα κανενός. Η ΕΛ.ΑΣ μάλιστα δημοσιοποιεί τιςφωτογραφίες τους, με εμφανή τη χρήση photoshop για να αποκρυφθεί το εύρος της σωματικής κακοποίησης στην οποία τους έχει υποβάλλει, για μια ακόμα φορά "καθ' υπερβολήν" προς το αδίκημα (ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης ΝίκοςΔένδιας δικαιολογεί το photoshop ως απόπειρα να κρατηθούν τα πρόσωπα των "υπερεγκληματιών" αναγνωρίσιμα). Είναι η δεύτερη φορά που ο Νίκος Ρωμανός αντιμετωπίζει την συντριπτικά ασύμμετρη βία του αστικού κράτους, αυτή τη φορά στο δικό του σώμα.

- Τον Νοέμβριο του 2013, ξεκινά η δίκη έξι κατηγορουμένων για την απόπειρα ένοπλης ληστείας στο Βελβεντό. Το βούλευμα του κατηγορητηρίου αποφαίνεται ότι από16 χρονών, ο Νίκος Ρωμανός είναι ενταγμένος στην τρομοκρατική οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς (ΣΠΦ).

- Τον Σεπτέμβριο του 2014, ο νέος υπουργόςΔικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου επισκέπτεται τις Φυλακές Αυλώνα για να βραβεύσει, μεταξύ άλλων, τον Νίκο Ρωμανό για την επιτυχία του, ως κρατούμενου, στις πανελλαδικές εξετάσεις. Ο Ρωμανός αρνείται το βραβείο, ύψους 500 ευρώ.

- Τον Οκτώβριο του 2014, το δικαστήριο που δικάζει τους έξι συνολικά κατηγορούμενους για την απόπειρα ληστείας του 2013, αποφαίνεται ότι κανένας τους δεν βαρύνεται με συμμετοχή στην ΣΠΦ, κάνοντας αποδεκτή την εισαγγελική πρόταση να τους δικάσει για ποινικό αδίκημα και όχι σύμφωνα με τον αντιτρομοκρατικό νόμο. Καταδικάζονται όμως στην ανώτατη δυνατή ποινή για το αδίκημα και χωρίς την αναγνώριση κανενός ελαφρυντικού, παρά την εισαγγελική εισήγηση για αναγνώριση ελαφρυντικών.
Ο εισαγγελέας έδρας Νίκος Πεπόνης είχε σημειώσει στην αγόρευσή του: "Πρώτη φορά βλέπω ληστεία που να αφήνουν τους ομήρους ελεύθερους, κατά δε την καταδίωξη, ενώ είχαν το επάνω χέρι διαθέτοντας βαρύ οπλισμό, ούτε πυροβόλησαν τους αστυνομικούς που τους καταδίωκαν ούτε χρησιμοποίησαν τον όμηρο σαν ασπίδα για να διαφύγουν..."

Ο Νίκος Ρωμανός καταδικάζεται σε κάθειρξη 15 ετών και 11 μηνών, καθώς απορρίπτεται επίσης και το ελαφρυντικό της"μετεφηβικής ηλικίας" του.

- Τον Νοέμβριο του 2014, ο Νίκος Ρωμανόςξεκινάει απεργία πείνας, με αίτημα να του επιτραπεί να παρακολουθήσει μαθήματαστη σχολή στην οποία πέτυχε (γεγονός για το οποίο υπήρχε η απόφαση να βραβευτεί), αλλά στην οποία, μετά την ανεξήγητα εύκολη απόδραση του Χριστόδουλου Ξηρού (ο οποίος, σε αντίθεση με τον Ρωμανό, βαρύνεται για σωρεία ανθρωποκτονιών), του απαγορεύτηκε η πρόσβαση από τις σωφρονιστικές αρχές.

- Χθες, 28 Νοεμβρίου 2014, κατά την 19η μέρα της απεργίας πείνας του, αναφέρθηκε ότι η εισαγγελεία εξέδωσε διαταγή αναγκαστικής σίτισής του, κάτι που σύμφωνα με την Παγκόσμια Ιατρική Ένωση αποτελεί μορφή βασανιστηρίου και δεοντολογικά κολάσιμη, εφόσον συμμετέχουνγιατροί, πρακτική.

- Σήμερα, ο 21 ετών Νίκος Ρωμανός διανύει την εικοστή μέρα απεργίας πείνας, και έχουν εκφραστεί ήδη σοβαρές ανησυχίες για τη ζωή του, καθώς οι καρδιακοί του σφυγμοί έχουν φτάσει στους 170 το λεπτό, σύμφωνα με τον δικηγόρο του, και κινδυνεύει πλέον άμεσα με καρδιακή ανακοπή. Πριν κατέλθει σε απεργία πείνας, ο Ρωμανός κατονόμασε τους άμεσους υπεύθυνους του τυχόν θανάτου του ως εξής:

"Υπεύθυνο για κάθε μέρα απεργίας πείνας, και ό,τι συμβεί από εδώ και μπρος, είναι το συμβούλιο της φυλακής που αποτελείται από τον εισαγγελέα Νικόλαο Ποιμενίδη, τη διευθύντρια Χαραλαμπία Κουτσομιχάλη, καθώς και την κοινωνική λειτουργό."

Συνοψίζοντας

- ο Νίκος Ρωμανός βαρύνεται με την συμμετοχή σε δύο αποτυχημένες ληστείες τράπεζας, ενώ έχει καταγραφεί ότι, μαζί με τους συγκρατουμένους του, απέφυγαν κάθε χρήση σωματικής βίας εναντίον ομήρων και αστυνομικών, αν και είχαν τα περιθώρια να την ασκήσουν, και συνεπώς ότι κανείς άνθρωπος δεν τραυματίστηκε ή σκοτώθηκε (ούτε κινδύνευσε έμπρακτα η σωματική του ακεραιότητα) εξαιτίας της πράξης του, η οποία, στο μεταξύ, ουδεμία βλάβη στο λαϊκό συμφέρον δεν περικλείει, καθώς οι τράπεζες δεν αποτελούν λαϊκή ιδιοκτησία αλλά μέσο καταπίεσης και εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων και όπλο των δυναστών τους.

- το κράτος της Ελληνικής δημοκρατίας βαρύνεται με

α. την εν ψυχρώ δολοφονία του στενού φίλου του Νίκου Ρωμανού, Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, από αστυνομικό του, μπροστά στα μάτια του πρώτου και ενώ και οι δύο ήταν ανήλικα παιδιά.

β. την ψυχική κακοποίηση του ανήλικου Νίκου Ρωμανού, που υπέστη χωρίς αμφιβολία τραυματικό σοκ

γ. την βαριά κακοποίηση, πέντε χρόνια μετά, του Νίκου Ρωμανού από την ΕΛ.ΑΣ χωρίς να συντρέχει κανένας λόγος για αυτή

δ. τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτής της βαριάς κακοποίησης ως "τρόπαιο" κρατικής "επιτυχίας"

ε. την σκληρότατη καταδίκη του χωρίς αναγνώριση κανενός ελαφρυντικού, παρά την πρόδηλη παρουσία σοβαρών ελαφρυντικών, περιλαμβανομένης της στάσης απέναντι στην ανθρώπινη ζωή, το νεαρό της ηλικίας, την απουσία πρότερου ποινικού μητρώου και τη σημασία για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας της τραυματικής εμπειρίας αναίτιας κρατικής βίας του 2008

στ. Την παραβίαση του ανθρώπινου δικαιώματός του ως κρατουμένου να λαμβάνει άδεια από την φυλακή για να παρακολουθεί πανεπιστημιακά μαθήματα

ζ. Τον εξαναγκασμό του, ως συνέπεια, σε μια δυνητικά θανατηφόρα απεργία πείνας

ι. Την παραβίαση της βασικής ιατρικής δεοντολογίας παγκόσμια και την εντολή χρήσης του βασανιστηρίου της αναγκαστικής σίτισης σε βάρος του.

Με όρους αστικού δικαίου, συνεπώς, με όρους "κράτους δικαίου" από τον 18ο αιώνα και μετά, το κράτος της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ένοχο:

- Συντριπτικής ασυμμετρίας στην άσκηση βίας κατά προσώπων

- Βάρβαρης και κτηνώδους αντιμετώπισης ποινικών κρατουμένων, χωρίς την τήρηση ούτε των προσχημάτων του διεθνούς δικαίου

- Ανοιχτού ρεβανισμού και τρομοκρατίας των θυμάτων της δικής του πρότερης τρομοκρατίας σε βάρος αθώων.

Η τιμωρία των στελεχών και μηχανισμών αυτού του κράτους για τα κατά συρροή εγκλήματά τους επαφίεται κατά την κρίση μου στον επαναστατικό λαό και την επαναστατική δικαιοσύνη της λαϊκής εξουσίας, και αποτελεί υψηλή ηθική υποχρέωσή της. Το ίδιο, συνεπώς, και η διατήρηση της μνήμης αυτών των εγκλημάτων έως ότου είναι υλικά εφικτή η απόδωση τιμωρίας στους ενόχους των.




Η επιλογή του πίνακα και το κείμενο , από τη Μποτίλια στον Άνεμο

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

«Μετανάστες»


Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους.

Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. 
Ούτε και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. 

Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, 

μα εξορία.

Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, 

τίποτα ν' απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ' απ' όσα έγιναν, 

τίποτα δε συχωράμε.

Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! 

Ακούμε ίσαμ' εδώ τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατόπεδά τους.
Εμείς οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. 

Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.


Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.


 



Μπέρτολτ Μπρεχτ - Ποιήματα,
[ σε μτφρ. Μάριου Πλωρίτη,  εκδ Θεμέλιο ]

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Σκέψεις μέσα από τα δεσμά της αιχμαλωσίας...


Με τελικό προορισμό τους εσωτερικούς μας δαίμονες..

Κάτοικος στη χώρα του παγωμένου χρόνου εδώ και ένα χρόνο σχεδόν, ο πάγος έχει εξαπλωθεί πλέον και στο σώμα μου. Μονότονη καθημερινότητα επαναλαμβανόμενες κινήσεις, γενική ακινησία.
Εδώ τα σύνορα έχουν μεταμορφωθεί σε σιδερένιες πόρτες και τοίχους.
Περπάτημα το προαύλιο, σαράντα βήματα πάνω-κάτω τριανταπέντε βήματα δεξιά-αριστερά. Μετά τοίχος. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, δεξιά-αριστερά. Με τον καιρό αρχίζεις να αποστηθίζεις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από τα πέτρινα σύνορα που σε εμποδίζουν να κάνεις το τεσσαρακοστό πρώτο σου βήμα, το πού βρίσκονται τα διάφορα ορνιθοσκαλίσματα, πού είναι το κάθε εξόγκωμα. Σκέφτομαι ότι είναι λογικό αφού κάθε μέρα τα συναντάω αμέτρητες φορές μπροστά μου

Το ρολόι που κρύβω μέσα στο σώμα μου, έχει παγώσει κι αυτό.
Κι ας γνωρίζω ότι ο χρόνος της ζωής μου κυλάει αντίστροφα προβληματίζομαι, οι μαθηματικοί υπολογισμοί της φυλακής για την παραμονή μου εδώ, μου φέρνουν αηδία. 3/5 υφ’ όρων απόλυση, 1/3 της ποινής σκαστό για άδεια, έχεις να βγάλεις τόση φυλακή με τόσα μεροκάματα, τόση χωρίς αυτά.
Πάντα σιχαινόμουνα τα μαθηματικά που καθορίζουν τη ζωή μου. Αν είχα κάποια κλίση προς τα εκεί μάλλον ποτέ δεν θα επέλεγα μία τέτοια ζωή. Μία απλή εξίσωση από τους γραφειοκράτες της επαναστατικής λογιστικής θα με είχε πείσει. Αναρχία + αντάρτικο πόλης= παρανομία= θάνατος ή φυλακή, θα μου έλεγαν και τώρα θα πίστευαν ότι έχουν δικαιωθεί. Τον κακό τους τον καιρό θα τους έλεγα και τότε και τώρα. Η ανθρώπινη ζωή δεν χωράει σε κλάσματα και εξισώσεις. Και το πάθος για ελευθερία δεν στοιχειώνεται από κανένα φάντασμα της συνθηκολόγησης. Απλό σαν τις μαθηματικές εξισώσεις της ήττας που τόσο απεχθάνομαι.

Ας γυρίσουμε όμως πίσω σε εκείνο το εσωτερικό ρολόι. Όσο ήμουν στην παρανομία, το εσωτερικό μου ρολόι είχε πάει στον ωρολογοποιό, ο οποίος το έστειλε στην ψυχιατική κλινική. Όταν τον ρώτησα γιατί, μου είπε πως εκεί πηγαίνουν όλα τα ρολόγια που κατοικούν στα σώματα εκείνων που πολεμούν την μοίρα του αιώνιου σκλάβου. Επίσημη διάγνωση ήταν ότι κουρδίστηκε από ανώμαλα χέρια.
Όμως εκείνο αψήφισε τις προσταγές και τις επικλήσεις για επιστροφή στην ομαλότητα της χειρουργικά υπολογισμένης ασυδοσίας. Έτσι, μία όμορφη νύχτα με φεγγάρι έκανε το άλμα προς την ελευθερία και δραπέτευσε από τον λευκό θάλαμο του ψυχιατρείου. Το ξανασυνάντησα σε ένα συνωμοτικό ραντεβού, όπου ο καθένας μας είχε πάρει τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης. Μία ειλικρινής κουβέντα, όμορφες υποσχέσεις και μία μεγάλη απόφαση.
Ποτέ ξανά δούλοι, ποτέ ξανά με χαμηλωμένα βλέμματα, ποτέ ξανά μόνοι.
Για πάντα στην απέντι όχθη, για πάντα εξεγερμένοι και βέβηλοι, για πάντα στο μονοπάτι των ελεύθερων ανθρώπων.
Για πάντα, μ’ ακούς;

Μισώ εκείνους που έχουν τη διαστροφή να απαιτούν υποταγή. Γι’ αυτούς τα σκυμμένα κεφάλια και η σιωπή είναι κάτι σαν ιεροτελεστία όπου ο αφέντης χρήζει τον δούλο του, άξιο να τον υπηρετεί.
Μισώ επίσης και την λογική των δούλων που αισθάνονται ότι η υποταγή είναι μία μορφή εξιλέωσης στα βάσανά τους. Ξέρω πως ελάχιστοι είναι αυτοί που θα διαφύγουν απ’ αυτόν τον λαβύρινθο. Σκέφτομαι πως υπάρχουν χιλιάδες σελίδες ιστορίας, όπου επαναστάτες προσπαθούν να χαράξουν δρομολόγια διαφυγής, να υποδείξουν τον μίτο της Αριάδνης. Καταλήγω πως μάλλον είναι ανούσιο γιατί αυτοί που διαφεύγουν, δεν έχουν ακολουθήσει καμία πεπατημένη, απλά ακούν τους χτύπους της καρδιάς τους.

Παίρνω μία βαθιά ανάσα για να επιστρέψω στη φυλακή. Εδώ το ρολόι μου έχει παγώσει για τα καλά. Μπορώ να πω, πως έχει αποπροσανατολιστεί πλήρως και τα σημεία αναφοράς έχουν χαθεί μαζί με τις όποιες ελπίδες για κάτι αξιόλογο.
Ακόμα και έτσι όμως έχω βρει τον τρόπο, έστω και προσωρινά, να σπάω τον πάγο και να το ακούω έστω για λίγα λεπτά της ώρας. Είναι η στιγμή που βγαίνω στο προαύλιο και φοράω τα ακουστικά για να ακούσω μουσική.
Εκεί κρύβεται το μυστικό που το θέτει σε κίνηση, τα σχέδιά μου ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μου, εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα χορεύουν στον ρυθμό της μουσικής. Θα αρκεστώ να περιγράψω το περιεχόμενό τους μονολεκτικά. Εκδίκηση. Ξέρω πως δεν μπορούν να με κρατήσουν εδώ μέσα για πάντα. Ξέρω επίσης πως πολλοί θα είχαν κάνει τις ίδιες σκέψεις με μένα και μετά αρκέστηκαν σε μία διαρκή αναβολή. Δεν ανησυχώ, εξάλλου κάθε μας βήμα είναι και μία μικρή προσβολή στις στατιστικές των θεωρητικών της ζωής.

Ορκίζομαι στον εαυτό μου πως κάθε απειλή, θα γίνει πράξη, θα πληρώσουν, θα πληρώσουν, θα πληρώσουν. Για την οργανωμένη παράνοια που μας προσφέρουν, για κάθε μέρα αιχμαλωσίας, για κάθε σωφρονιστική προσβολή του ατόμου μας, για κάθε χρόνο φυλακής που θα μας ρίξουν, για κάθε καλημέρα που είπαμε στους ανθρώπους που αγαπάμε μέσα από ένα γαμημένο καρτοτηλέφωνο, για κάθε καληνύχτα που ειπώθηκε με τρεμάμενη φωνή με φόντο τον ήλιο να δύει ανάμεσα στα βουνά, πίσω από τα συρματοπλέγματα. Και όταν έρθει εκείνη η ώρα εγώ θα γελάω, όταν ο τρόμος επισκεφθεί απρόσκλητα τα σπίτια τους. Θα γελάω και κανείς δεν θα με εμποδίσει γι’ αυτό.
Το μίσος μέσα μου φουντώνει μέρα με τη μέρα, γίνεται πυρκαγιά και κρύβεται στα σωθικά μου. Για μία στιγμή ονειρεύομαι πως γίνομαι δράκος και κάθομαι στην ψηλότερη κορυφή του βουνού που φαίνεται απ’ το προαύλιο. Λίγο πριν την έφοδο αυτό το παράλογο τέρας αποφασίζει να φερθεί λογικά, σαν αναρχικός βομβιστής που προειδοποιεί για την έκρηξη της οργής του, παίρνει μονάχα τους φίλους του πάνω στα φτερά του και τους τοποθετεί και αυτούς στη κορυφή.
Δεν πρέπει να χάσετε αυτήν την παράσταση, τους λέει.
Αμέσως ανοίγει τα φτερά του, στέκεται πάνω απ’ τη φυλακή και εξαπολύει την φωτιά που τόσο καιρό έκαιγε μέσα του, πάνω στο σάπιο οικοδόμημα, στους θλιβερούς του κατοίκους και στους «τίμιους» εργαζόμενούς του. Έπειτα επιστρέφει στην πιο ψηλή κορυφή που είχει αφήσει τους φίλους του και παρακολουθεί τη φωτιά που ως πιστός του σύμμαχος, ολοκληρώνει το έργο της.
Τα δελτία των οκτώ μίλησαν για ένα τραγικό απολογισμό και για τυφλή βία.
Άπαντες έτρεξαν να ανταγωνιστούν στον διαγωνισμό της πιο απερίφραστης καταδίκης.
Όμως υπήρχαν και εξαίρεσεις. Ήταν εκείνοι που έχουν νιώσει στο πετσί τους τον βρυχηθμό του αργού θανάτου, την καταστολή των ανθρώπινων αισθήσεων, τον εφιάλτη της παρατεταμένης αιχμαλωσίας να τους συνοδεύει κάθε μέρα. Ήταν αυτοί που το πρωί ξύπνησαν με ένα τεράστιο χαμόγελο. Και από κάθε γωνιά του κόσμου εκατοντάδες φωνές επανέλαβαν ταυτόχρονα.
ΦΩΤΙΑ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ

«Αν ήμουν άνεμος θα γινόμουν καταιγίδα, αν ήμουν φωτιά θα έκαιγα τον κόσμο, αν ήμουν νερό θα γινόμουν ορμητικός χείμαρρος για να τον πνίξω, αν ήμουν θεός θα τον έστελνα στην κόλαση, αν ήμουν Χριστός θα αποκεφάλιζα όλους τους χριστιανούς, αν ήμουν συναίσθημα θα πλημμύριζα τους ανθρώπους με οργή, αν ήμουν όπλο θα εκπυρσοκροτούσα εναντίον των εχθρών μου, αν ήμουν όνειρο θα γινόμουν εφιάλτης, αν ήμουν ελπίδα να έκαιγα μέσα στις ψυχές των εξεγερμένων σαν πύρινο οδόφραγμα.»
Προς το παρόν, θα αρκεστώ στο να στείλω όλη μου την αγάπη σε εκείνους που οπλίζονται με όνειρα για να πολεμήσουν τον πολιτισμό της εξουσίας. Με την προτροπή να αποδράσουν μαζί με το ρολόι τους από τον κόσμο της τάξης και να περάσουν στην επίθεση εναντίον των καταπιεστών μας, με όλα τα μέσα.
Τώρα και για πάντα! Επίθεση στην κοινωνική μηχανή! Ζήτω η Αναρχία!

Νίκος Ρωμανός

 [ α σ φ υ ξ ί α     γ ι α     μ ι α     α ν ά σ α      ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς      ]    

Φυλακές Αυλώνας
Νοέμβριος 2013

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

τραγωδία


Ήταν επιτυχημένη, ευκατάστατη, καθωσπρέπει, και είχε ένα σωρό φίλους. 
Θα ‘πρεπε να είναι μια πολύ ευτυχισμένη γυναίκα, αλλά δεν ήταν, ήταν μίζερη, νευρική και ανικανοποίητη. Οι ψυχαναλυτές δεν μπορούσαν να την βοηθήσουν. 
Κι αυτή δεν μπορούσε να τους πει από τι υπέφερε, γιατί ούτε κι η ίδια ήξερε. Αναζητούσε την τραγωδία της. 
Marius Markowski


Μετά, βρήκε έναν νεαρό αεροπόρο, που ήταν πολλά χρόνια νεότερός της, κι έγινε ερωμένη του. Ήταν δοκιμαστής αεροπλάνων, και μια μέρα που δοκίμαζε μια μηχανή, κάτι πήγε στραβά, και το αεροπλάνο έπεσε. Πέθανε μπροστά στα μάτια της. 

Οι φίλοι της φοβήθηκαν πως θα αυτοκτονούσε. 

Έπεσαν εντελώς έξω. 
Έγινε ευτυχισμένη, χοντρή και ικανοποιημένη. 
Απέκτησε την τραγωδία της. 





 Σώμερσετ Μωμ [1874-1965]

 «Μεγάλοι συγγραφείς γράφουν τις πιο μικρές ιστορίες του κόσμου» (Eκδ. Γνώση)


-----------

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Zorba’s Lobotomy

1) Η λοβοτομή είναι μια χειρουργική μέθοδος που επινόησε ο Πορτογάλος νευροχειρούργος Μόνιτζ, το 1935, και για την οποία πήρε το βραβείο Νομπέλ.
Σε αυτήν οι μετωπιαίοι λοβοί αποκόπτονται από τον υπόλοιπο εγκέφαλο. Οι ασθενείς παραμένουν σε ικανοποιητικό επίπεδο ενεργοί, αλλά χάνουν το μεγαλύτερο μέρος της συναισθηματικής τους ζωής.
Η λοβοτομή εφαρμόστηκε ευρέως μέχρι τη δεκαετία του ’50, σε ανθρώπους που υπέφεραν από νοητικές παθήσεις (όπως σχιζοφρένεια), καθώς και σε υπερδραστήρια παιδιά (!) και σε επικίνδυνους κρατούμενους.
Τις περισσότερες φορές όμως οι βλάβες που προκαλούνταν στον εγκέφαλο ήταν πολύ μεγαλύτερες από τα οφέλη. Μετά τη θεραπεία πολλοί ασθενείς γίνονταν «φυτά».
Ένας από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της λοβοτομής στις ΗΠΑ ήταν ο γιατρός Ουόλτερ Φρίμαν. Τη δεκαετία του ’50 έκανε χιλιάδες επεμβάσεις με μια γρήγορη τεχνική δικής του επινόησης. Με μια μικρή μύτη τρυπανιού διείσδυε από το αυτί στο κρανίο. Μόλις έφτανε στο μετωπιαίο λοβό έκοβε τα επίμαχα νεύρα χτυπώντας απότομα το τρυπάνι με ένα μικρό σφυρί…

----

2) Ο Αλέξης Ζορμπάς, που στην πραγματικότητα λεγόταν Γιώργης, γεννήθηκε στην Πιερία. Ήταν γιος πλούσιου τσέλιγκα, αλλά σε νεανική ηλικία έφυγε από το μέρος του και έγινε ξυλοκόπος.
Bρέθηκε στη Χαλκιδική όπου εργάστηκε ως μεταλλωρύχος. Εκεί γνώρισε και «έκλεψε» τη μετέπειτα γυναίκα του την Ελένη. Μαζί της έκανε οκτώ παιδιά.
Όταν ήταν πενήντα χρονών η γυναίκα του πέθανε και ο Ζορμπάς έφυγε για το Άγιο Όρος, με την απόφαση να γίνει καλόγερος. Εκεί γνώρισε τον Καζαντζάκη.

Μαζί πήγαν στη Μάνη, όπου εκμεταλλεύτηκαν τα ορυχεία της Πραστοβάς –και ο Καζαντζάκης εμπνεύστηκε το εμβληματικό του μυθιστόρημα: «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».

Η ζωή του Ζορμπά τέλειωσε στα Σκόπια, όπου ξαναπαντρεύτηκε, έκανε κι άλλα παιδιά και ασχολήθηκε ξανά με τα ορυχεία. Η κατάσχεση των ορυχείων από τους Γερμανούς κατακτητές, ο πόλεμος, η πείνα και η ναζιστική σκλαβιά τον έστειλαν στον τάφο το 1941, σε ηλικία 76 χρονών…
-----


Αυτά τα δύο άρθρα –πιο εκτενή στο πρωτότυπο- μπορείτε να τα διαβάσετε στη wikipedia. Όμως τι σχέση μπορεί να έχει ο Ζορμπάς με τη λοβοτομή και σε προέκταση με την πραγματικότητα μέρος της οποίας είμαστε; Για να πω την αλήθεια δεν ξέρω ακόμα.
Αλλά, όπως είπε και ο Πικάσο: «Ποιος ο λόγος να ξεκινήσεις να δημιουργείς κάτι αν ξέρεις εκ των προτέρων τι θα φτιάξεις;»
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν κι ίσως κάτι καλό να προκύψει.
~
Ο Ζορμπάς, ειδικά μετά την ταινία «Zorba the Greek» του Κακογιάννη, αποτέλεσε, κυρίως για τους ξένους, ένα σύμβολο της νέας –σε αντίθεση με την αρχαία- Ελλάδας. Μαζί με τη ρετσίνα και το συρτάκι.
Παρεμπιπτόντως, όταν προβλήθηκε η ταινία, ο τότε υπουργός Τουρισμού, οξυδερκής όπως και οι υπόλοιποι υπουργοί (τέως, νυν και αεί), ισχυρίστηκε ότι η ταινία θα ήταν δυσφήμιση για την Ελλάδα, αφού παρουσιάζει μια συννεφιασμένη χώρα, όπου οι βάρβαροι αυτόχθονες σφάζουνε τη χήρα και κάνουν πλιάτσικο στο σπίτι της νεκρής Γαλλίδας.
Οι περισσότεροι –αυτόχθονες- διανοούμενοι επιτέθηκαν στον Κακογιάννη και πολλοί βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν το ίδιο και με τον συγγραφέα. Μόνο η χήρα του Καζαντζάκη, προέβλεψε αυτό που θα συνέβαινε.
Η Ελλάδα του Άντονι Κουίν – Ζορμπά, που χορεύει στα συντρίμμια του ονείρου του, στα συντρίμμια του ορυχείου, έγινε ο τουριστικός ομφαλός της γης. Η μουσική του Θεοδωράκη ακουγόταν σε κάθε γωνιά του πλανήτη και όλοι φώναζαν: «Όπα!»
----
 



Τι ήταν αυτό που λάτρεψαν οι πάντες στην ταινία -και οι πιο ψαγμένοι είχαν αγαπήσει από καιρό στο βιβλίο; 
Τι ήταν αυτό που έκανε τον Καζαντζάκη να διαλέξει τον Ζορμπά ως πνευματικό οδηγό, πάνω από τον Βούδα, τον Χριστό και τον Νίτσε, τους προηγούμενους οδηγούς του; 
Τι παραπάνω είχε εκείνος ο αιματώδης μεσήλικας;

Όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο θα θυμούνται πως ξεκινάει. Ο Ζορμπάς στέλνει ένα γράμμα στον Καζαντζάκη με μία μόνο φράση: 
«Εύρον πράσινη πέτρα ωραιότατην. Έλα.»
Κι όταν ο συγγραφέας αρνείται να πάει, αφού είχε τόσα να σκεφτεί, τόσα να διαβάσει και τόσα να γράψει, ο Ζορμπάς του απαντάει:  
«Πάντα αναρωτιόμουν αν υπάρχει Κόλαση και Παράδεισος. Τώρα βεβαιώθηκα: Η Κόλαση υπάρχει για κάποιους χαρτοπόντικες σαν κι εσένα που χάνουν τη μοναδική ευκαιρία να θαυμάσουν κάτι τόσο όμορφο, όσο η πέτρα που βρήκα.»
~

Λίγο μετά ο Ζορμπάς πεθαίνει και ο Καζαντζάκης κλείνεται στον φιλντισένιο πύργο του στη Σαλαμίνα για να συγγράψει τους 33.333 στίχους της Οδύσσειας του -που αμφιβάλλω αν τους έχουν διαβάσει πάνω από χίλιοι άνθρωποι.
Απέφυγε, μάλιστα, να παρευρεθεί στην κηδεία του Παλαμά, τη μεγαλύτερη αντιναζιστική συγκέντρωση της Κατοχής, όπου ο φίλος του, ο Άγγελος Σικελιανός, απάγγειλε υπό τις κάνες των κατακτητών τον Επικήδειο του και το πλήθος τραγουδούσε αγέρωχα τον Εθνικό Ύμνο.
~
Τι ήταν αυτό που συγκίνησε τον, τόσο αφιερωμένο στα γραπτά του, Καζαντζάκη; Τι είναι αυτό που έκανε τον αμόρφωτο σχεδόν Ζορμπά να γίνει το σύμβολο της ζωής της ίδιας;

Ίσως ήταν ο ενθουσιασμός του, ο σχεδόν παιδικός ενθουσιασμός του. Όπως τότε που βλέπει έναν γάιδαρο και σταματάει για να τον θαυμάσει, λες και ποτέ του δεν είχε ξαναδεί τετράποδο.

Ή μπορεί να ήταν ο συναισθηματισμός του και το δέσιμο με το παρόν, με το τώρα. Που έτρωγε φαΐ, που έπινε κρασί και το ένιωθε μέχρι το τελευταίο κύτταρο του σώματος του. Που αγαπούσε τις γυναίκες και τους δινόταν, αδιαφορώντας για τις αντιρρήσεις των αυτοχθόνων και των ευνούχων.
Και έλεγε: 
«Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να σε θέλει μια γυναίκα και να μην πας στο κρεβάτι της.»
Ή -μήπως- η παράξενη αίσθηση της ελευθερίας; Δέχτηκε να δουλέψει για τον Καζαντζάκη, αλλά από την αρχή του ξέκοψε την τέχνη του: «Θα παίζω το λαγούτο μου όποτε εκείνο θέλει. Το λαγούτο αφέντη δε γνωρίζει.»

~

Ήταν, κυρίως, η αγάπη του για τη ζωή. Για τη ζωή που είναι πιο μεγάλη κι απ’ το όνειρο. Γιατί ο Ζορμπάς ήταν ονειροπόλος. Ίσως ισάξιος του Δον Κιχώτη. Όμως ο Ζορμπάς, γι’ αυτό και σημάδεψε ως ήρωας τη λογοτεχνική πραγματικότητα, ξεπερνάει τον μέγιστο αιθεροβάμονα, τον ελεεινό ιππότη της Μάντσα.
Όταν το όνειρο καταρρέει, όταν το ορυχείο συντρίβεται, ο Ζορμπάς δεν αποθνήσκει στην κάμαρα του μετανιωμένος, αλλά γελάει, πίνει, χορεύει και τραγουδάει: «Η ζωή χωρίς όνειρα είναι λειψή ζωή… Αλλά το όνειρο δεν είναι τίποτα παραπάνω από δεκανίκι στο μεγαλύτερο θαύμα, που είναι η ζωή η ίδια.»
Και συνεχίζει για να πάει παρακάτω, ξεκινάει για το καινούριο όνειρο, αμετανόητος και πάντα ζωντανός.
Ο Ζορμπάς είναι ο μεγαλύτερος θιασώτης της ζωής της ίδιας. Χωρίς φιοριτούρες και ψυχώσεις. Ό,τι κάνει το πιστεύει. Αλλά δεν έχει πεποιθήσεις ακράνταχτες. Ξεκινάει πάλι από το μηδέν και συνεχίζει: Να γεννοβολά, να δουλεύει, να χορεύει, να ζει.
----

Δεν είναι δύσκολο, λοιπόν, να εμπλέξουμε τη λοβοτομή με τον Ζορμπά.
Τι θα ήταν ο Ζορμπάς χωρίς συναισθήματα;
Θα συνέχιζε να δουλεύει, αλλά δεν θα μπορούσε να χορέψει.
Θα μπορούσε να κάνει σεξ, αλλά δεν θα αγαπούσε.
Θα έβλεπε το γάιδαρο και μόνο θα παραμέριζε.
Θα γνώριζε τον Καζαντζάκη, αλλά δεν θα τον ενέπνεε να γράψει ένα βιβλίο.
Θα έβλεπε τις σιδηροτροχιές του ορυχείου να καταρρέουν και δεν θα στεναχωριόταν ούτε και θα χαιρόταν που ήταν ελεύθερος να πάει κάπου αλλού.
Θα έβρισκε μια πράσινη πέτρα ωραιότατη και θα εκτιμούσε μόνο την αξία της, σαν τον άνθρωπο που πλησιάζει εκείνους που παίζουν τα χάλκινα πνευστά για να υπολογίσει το βάρος τους, σε χαλκό.
Θα ήταν ένας άνθρωπος σε ικανοποιητικό επίπεδο ενεργός –να παράγει, να καταναλώνει, να ψηφίζει. Αλλά δε θα μπορούσε να ονειρευτεί, να γελάσει, να αγαπήσει. Να τρελαθεί.

Κι αλήθεια ρωτώ: Είναι αυτό το πράγμα άνθρωπος;


~
Κάπως έτσι αυτό το κείμενο τελειώνει. 

Αφήνοντας τα πιο σημαντικά ερωτήματα να αιωρούνται. Αφήνοντας τον αναγνώστη τον ίδιο να κάνει την αναγωγή στο παρόν και στην πραγματικότητα. Αφήνοντας τον καθένα να ορίσει τι είναι η ζωή του και ποιο ήταν το όνειρο του.
Αφήνοντας ‘τον να κοιτάξει τη χώρα που καταρρέει και να φωνάξει -χορεύοντας: «Όπα!»

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ένα ακόμη μοναδικό κείμενο από τον εξαιρετικό  Γελωτοποιό

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Οι χαμένες μέρες


Μερικές μέρες μετά την αγορά της πολυτελούς έπαυλης, ο Έρνεστ Καζίρα επιστρέφοντας σπίτι διέκρινε από μακριά κάποιον άνδρα με ένα κιβώτιο στους ώμους να βγαίνει από την παράπλευρη πορτούλα του περίβολου και να φορτώνει το κιβώτιο σε ένα φορτηγό. 
Δεν τον πρόλαβε πριν φύγει κι έτσι τον ακολούθησε με το αυτοκίνητο. Το φορτηγό διέσχισε αρκετό δρόμο, ως την άκρη της πόλης, και σταμάτησε στο χείλος μίας χαράδρας. Ο Καζίρα βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε να δεί. Ο άγνωστος ξεφόρτωσε το κιβώτιο από το φορτηγό και, αφού προχώρησε λίγο μπροστά, το έριξε στον γκρεμό, που ήταν γεμάτος από χιλιάδες παρόμοια κιβώτια. Πλησίασε τον άνδρα και τον ρώτησε: 
«Σε είδα να βγάζεις εκείνο το ξύλινο κιβώτιο έξω από τον κήπο μου. Τι είχε μέσα; Και τι είναι όλα αυτά τα κιβώτια;» 
Εκείνος τον κοίταξε και χαμογέλασε: 
«Έχω κι άλλα μες στο φορτηγό να πετάξω. Δεν ξέρεις; Είναι οι μέρες». 
«Ποιες μέρες;» 
«Οι δικές σου.» 
«Οι δικές μου;» 
«Οι χαμένες σου μέρες. Οι μέρες που έχεις χάσει. Τις περίμενες, έτσι δεν είναι; Ήρθαν. Τι τις έκανες; Κοίταξε τες, άθικτες, ακόμη γεμάτες. Και τώρα…» 


Ο Καζίρα τις κοίταξε. Σχημάτιζαν έναν ατελείωτο σωρό. 
Tomasz Αlen Kopera
Κατέβηκε την πλαγία του γκρεμού και άνοιξε μία. 

Μέσα υπήρχε ένα φθινοπωρινός δρόμος και στο βάθος η μνηστή του, η Γκρατσιέλα, που έφευγε για πάντα. Κι εκείνος ούτε καν τη φώναζε. 

Άνοιξε μια δεύτερη. Υπήρχε ένας θάλαμος νοσοκομείου και στο κρεβάτι ο αδερφός του Τζοσουέ, που ήταν άρρωστος και τον περίμενε. Αλλά αυτός έτρεχε για δουλειές. 

Άνοιξε μια τρίτη. Στο κιγκλίδωμα του παλιού, φτωχού σπιτιού στεκόταν ο Ντούκ, το πιστό μαντρόσκυλο που τον περίμενε για δύο χρόνια, με τα κόκαλα να φαίνονται κάτω απ’ το συρρικνωμένο του δέρμα. Και αυτός ούτε που το διανοούνταν να επιστρέψει. 
Ένιωσε να τον καταβάλει κάτι, που το αισθανόταν από το στόμα ως το στομάχι. Ο άντρας που ξεφόρτωνε τα κιβώτια ήταν όρθιος στην άκρη του γκρεμού, ακίνητος σαν δήμιος. 
«Κύριε!» φώναξε ο Καζίρα. 
«Ακούστε με. Αφήστε με να πάρω μαζί μου τουλάχιστον αυτές τις τρεις μέρες. Σας ικετεύω. Μόνο αυτές τις τρεις. Είμαι πλούσιος. Θα σας δώσω ό,τι ζητήσετε» 

Ο άνδρας έκανε μια χειρονομία με το δεξί του χέρι, σαν να έδειχνε ένα απρόσιτο σημείο, σα να ‘λεγε ότι ήταν πολύ αργά κι ότι καμία θεραπεία δεν είναι πλέον εφικτή. 
Ύστερα χάθηκε και με μιάς χάθηκε ακόμη κι ο γιγαντιαίος σωρός με τα μυστηριώδη κιβώτια. Έπεφτε η νύχτα και οι σκιές της.



Dino Buzzati (Ντίνο  Μπουτζάτι ) 




Ο ΝΤΙΝΟ ΜΠΟΥΤΖΑΤΙ γεννήθηκε στο Μπελούνο, μια μικρή πόλη της Βόρειας Ιταλίας, στις 16 Οκτωβρίου του 1906. Σπουδάζει νομικά στο Μιλάνο (η διπλωματική του εργασία είχε σαν θέμα τη «Νομική φύση της Συμφωνίας Κράτους και Βατικανού») και πριν ακόμα τελειώσει τις σπουδές του αρχίζει τη δημοσιογραφική του καριέρα σε μια από τις μεγαλύτερες ιταλικές εφημερίδες, την ‘’Corriere della Serra’’.
Θα συνεχίσει να δουλεύει στην ίδια εφημερίδα ακόμα κι όταν θα καθιερωθεί σαν συγγραφέας, ενώ παράλληλα θα συνεχίσει να ασχολείται και με τη ζωγραφική, κάνοντας συχνά ατομικές εκθέσεις της δουλειάς του.
Η πρώτη του εμφάνιση στο λογοτεχνικό πανόραμα της Ιταλίας θα γίνει το 1933 με ένα σύντομο μυθιστόρημα, το Barnabo delle montagne.
Ο Μπουτζάτι πέθανε ένα βροχερό απόγευμα του 1972, στο Μιλάνο.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ανταλλακτήρια

Στα ανταλλακτήρια των αισθημάτων γίνεται χοντρό παζάρι
Νυχθημερόν ανοιγοκλείνει η ταμειακή με το ίδιο πάντα παγερό κουδούνισμα
Η δεσμίδα με τις ακάλυπτες επιταγές ψηλώνει επικίνδυνα:

ιδίως τη νύχτα
-Σας έδωσα αγάπη και δεν πήρα όση μου αναλογεί...με αδικήσατε
Είχα κι ένα έλλειμμα από τη μάνα μου και περίμενα να μου το συμπληρώσετε

-Λυπάμαι αλλά τα μόνα που βλέπω στα βιβλία μας καταχωρημένα είναι μία μακράς διαρκείας ανασφάλεια, δεκάδες ομόλογα εγωισμού και λίγα χρεόγραφα πάθους που τα προπληρωθήκατε...

Ο επόμενος παρακαλώ!

Jee Young Lee: "Βlackbirds"

 
Στα ανταλλακτήρια των αισθημάτων δεν υπάρχουν συστήματα ασφαλείας
Μπορεί καθένας να κλέψει ό,τι θέλει...

Με έναν όρο:
να το κάνει με κλειστά μάτια. 

Έτσι μπορεί να σου λείπει στοργή και να βρεθείς με μια οργή ακόμη στην τσέπη... 
'Ηταν εκείνο το "στ" που δεν ανέγνωσε η αφή σου





 Τυχερός όποιος ακούει καλά στα ανταλλακτήρια των αισθημάτων
-Ζήτησα λίγη δόξα και παρέλαβα λόξα...πού να απευθυνθώ;
-Στον τομέα των ανεκπλήρωτων προσδοκιών παρακαλώ...Εκεί θα σας δώσουν τη
λύση


 Στα ανταλλακτήρια των αισθημάτων πάντα ο φόβος έχει τους περισσότερους καταθέτες...


Αναστασία Βαφειάδου 2012
 

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Summerhill (2008)



Το Σάμερχιλ, που ίδρυσε ο Α.Σ. Νηλ και έχει σήμερα διευθύντρια την κόρη του Ζωή Ρέντχεντ, είναι ένα προοδευτικό σχολείο ηλικίας ενενήντα χρόνων, που διοικείται δημοκρατικά με τους μαθητές του να έχουν ισότιμο λόγο στους κανονισμούς λειτουργίας του. Όμως, ο Οργανισμός Πιστοποίησης Σχολικών Ιδρυμάτων (OFSTED), μέσω των επιθεωρητών του, αποφασίζει να κλείσει το σχολείο καθότι θεωρεί ότι δεν παρέχει επαρκή εκπαίδευση στους μαθητές του. Η υπόθεση οδηγείται στο δικαστήριο, όπου το σχολείο συγκρούεται μετωπικά σε μια μάχη επιβίωσης με την Βρεταννική Κυβέρνηση.

Η ταινία είναι του Jon East, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και έχει βραβευθεί με δύο βραβεία BAFTA.










Το εναλλακτικό σχολείο.. Το πιο φιλελεύθερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Βρετανίας  κινδυνεύει έπειτα από 78 χρόνια να κλείσει. Το βρετανικό υπουργείο Παιδείας είναι αποφασισμένο να του αφαιρέσει την άδεια λειτουργίας αν δεν αλλάξει ορισμένους κανονισμούς. Η διευθύντρια του Σάμερχιλ Zoe Readhead μιλάει στο «Βήμα»

«Το σχολείο μου δεν ήταν όπως τα υπόλοιπα. Εμαθα το γαλλικό φιλί στην ηλικία των 13 ετών από ένα αγόρι από τη Σουηδία, το οποίο ήρθε για το καλοκαιρινό τρίμηνο. Ημουν ευγνώμων για τη μύηση αυτή». Αυτά λέει η Angela Neustatter για το Σάμερχιλ, όπου ως παιδί πέρασε στη δεκαετία του '50 τα καλύτερά της χρόνια. Και τι ιδιαίτερο έκανε, για παράδειγμα; «Κολυμπούσα γυμνή στην πισίνα του σχολείου μαζί με άλλα κορίτσια και αγόρια παρατηρώντας με ενθουσιασμό πώς μεταβάλλονταν τα σώματά μας χρόνο με τον χρόνο». Το 1994 μια έκθεση των επιθεωρητών του υπουργείου Παιδείας επικρίνει το Σάμερχιλ για ανάλογες δραστηριότητες, όπως και για το ότι οι τουαλέτες είναι κοινές για αγόρια και κορίτσια. Τότε τα χειρότερα θα αποφευχθούν για το αντισυμβατικό σχολείο. Από τα τέλη Μαΐου του 1999 όμως έχει αρχίσει αντίστροφη μέτρηση. Νέα ομάδα επιθεωρητών συνέταξε έκθεση-τελεσίγραφο. Αν σε έξι μήνες δεν αλλάξουν κάποια πράγματα, το σχολείο θα διαγραφεί από τη λίστα των ιδιωτικών σχολείων που λειτουργούν νόμιμα.
Η πέτρα του σκανδάλου
Η διευθύντρια του Σάμερχιλ Zoe Readhead εξηγεί προς «Το Βήμα» πώς έχει η κατάσταση:  
«Εχουμε ξεκινήσει μια νομική διαδικασία προσβολής της απόφασης. Υπολογίζουμε ότι θα διαρκέσει γύρω στους τρεις μήνες. Αν δικαιωθούμε, θα γίνουν διαπραγματεύσεις. Αν χάσουμε, θα προσφύγουμε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Είναι μια πολυέξοδη διαδικασία και γι' αυτό κάνουμε και μια εκστρατεία συγκέντρωσης χρημάτων. Αν χρειαστεί, θα οδηγήσουμε την υπόθεση ακόμη και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
Ποιο είναι όμως το επίμαχο ζήτημα; Οι επιθεωρητές του υπουργείου επικεντρώνουν τα πυρά τους στο γεγονός της προαιρετικής παρακολούθησης των μαθημάτων. Στην έκθεσή τους αναφέρουν:  
«Η αιτία όλων των ελαττωμάτων είναι η μη παρακολούθηση των μαθημάτων... Ορισμένοι μαθητές, για παράδειγμα, έχουν εγκαταλείψει εντελώς τα Μαθηματικά για δύο χρονιές».
 Καταλογίζουν στο διδακτικό προσωπικό ότι δεν έχει κάποιο βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο πλάνο για να αντιμετωπίσει τις συστηματικές απουσίες.
«Κατά συνέπεια, για τη μεγάλη πλειονότητα των μαθητών το πρόγραμμα σπουδών τους είναι φτωχό, κατακερματισμένο και ακανόνιστο».
Το γενικό συμπέρασμα; «Οι μαθητές αφέθηκαν να μπερδέψουν το αγαθό της προσωπικής ελευθερίας με την οκνηρία».

Η Zoe Readhead θεωρεί ότι δεν υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού.
«Αυτά που απαιτούν είναι αδύνατον να τα κάνουμε, γιατί ουσιαστικά καταργούν τη φιλοσοφία πάνω στην οποία λειτουργεί το Σάμερχιλ. Είτε θα παραμείνει όπως είναι είτε θα κλείσει». Οι παρατηρήσεις του Α. S. Neill που αναφέρονται στα πρώτα βήματα του Σάμερχιλ εξηγούν τον λόγο: «Αρχίζω να συνειδητοποιώ την απόλυτη ελευθερία της εκπαιδευτικής μας αντίληψης. Βλέπω ξεκάθαρα ότι κάθε εξωτερικός καταναγκασμός είναι λανθασμένος, μόνο η εσωτερική προαίρεση έχει αξία. Αν η Μαίρη ή ο Ντέιβιντ θέλουν να τεμπελιάσουν, τότε αυτό είναι απαραίτητο για τις προσωπικότητές τους εκείνη τη στιγμή. Κάθε λεπτό ενός υγιούς παιδιού είναι ένα δημιουργικό λεπτό. Δεν έχει λόγο να περάσει τον χρόνο του χαζεύοντας. Αν πράγματι τεμπελιάζει, τότε σημαίνει ότι το έχει ανάγκη τη συγκεκριμένη στιγμή».
Η 16χρονη Σούζαν είναι κατηγορηματική: «Στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν υποχρεωτικά μαθήματα οφείλεται το ότι ανακάλυψα το ενδιαφέρον μου να γίνω ηθοποιός. Το να έχεις τη δυνατότητα να συμμετάσχεις στα μαθήματα που πραγματικά σε ενδιαφέρουν σου δημιουργεί κίνητρα και σου ακονίζει το μυαλό».
Η ελευθερία επιλογής
Το θέμα έχει πάρει μεγάλη δημοσιότητα στη Βρετανία και υπάρχουν πολλοί υποστηρικτές του Σάμερχιλ. Εκπαιδευτικοί, βουλευτές, δημοσιογράφοι, γονείς.  
«Εχουμε δημοκρατία κι επομένως πρέπει να έχουμε ελευθερία επιλογής. Οι γονείς αλλά και γενικότερα οι πολίτες δεν θέλουν να τους υπαγορεύουν οι πολιτικοί τέτοιες επιλογές, ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι τόσο λανθασμένες!» λέει η Zoe Readhead. Θεωρεί ότι δεν είναι τυχαία η συγκυρία. «Η κυβέρνηση επιχειρεί να δημιουργήσει ένα εντατικό, πιεστικό σχολικό σύστημα. Το Σάμερχιλ με την ίδια του την ύπαρξη αποτελεί μια απειλή για αυτά τα σχέδια».
 
Υπάρχει ωστόσο και ο αντίλογος. «Πιστεύω ότι κάποιος θα έπρεπε να με είχε βοηθήσει ακαδημαϊκά. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι ήμουν αναλφάβητος όταν έφυγα από εκεί και φυσικά αυτό ήταν σοβαρό μειονέκτημα, αν και έπειτα από μερικά χρόνια έμαθα μόνος μου να διαβάζω και να γράφω». Αυτά υποστηρίζει ο Freer Spreckley, ο οποίος ήταν μαθητής στο Σάμερχιλ. Σήμερα, στα 51 του χρόνια, έχει διευθυντική θέση σε ένα διεθνές κοινωφελές ίδρυμα και είναι ιδιοκτήτης γκαλερί. Η γυναίκα του, η Sally, ήταν δασκάλα στο Σάμερχιλ. Τα τρία παιδιά τους δεν τα έστειλαν στο ίδιο σχολείο. «Μπορούμε να τους μεταδώσουμε τις εμπειρίες μας, δεν χρειάζεται να πάνε και αυτά» λέει ο Spreckley.

Ποιο είναι το Σάμερχιλ
Ο Α. S. Neill γεννήθηκε στη Σκωτία το 1883. Ο πατέρας του ήταν γυμνασιάρχης. Σπούδασε Φιλολογία στο Εδιμβούργο. Το 1921 ιδρύει σε ένα προάστιο της Δρέσδης το Neue Schule (Νέο Σχολείο), το οποίο θα μεταφερθεί σύντομα στην Αυστρία και από το 1927 στην περιοχή Leiston της κομητείας του Suffolk της Αγγλίας. Το Σάμερχιλ, όπως είναι η ονομασία του από τότε, απορρίπτει τα παραδοσιακά εκπαιδευτικά πρότυπα ως αυταρχικά. Δίνει προτεραιότητα στη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού σε σχέση με την ακαδημαϊκή πρόοδο. Αντιμετωπίζει τους μαθητές ­ οι περισσότεροι από τους οποίους είναι οικότροφοι ­ ως πρόσωπα ικανά να εξουσιάζουν τη ζωή τους, χωρίς να καταπιέζονται από τους ενηλίκους. Ετσι, δεν στέλνονται έλεγχοι προόδου στους γονείς παρά μόνο αν ζητηθούν και υπό την προϋπόθεση να συμφωνούν οι μαθητές. Κατά τη διάρκεια της ημέρας τα παιδιά μπορούν να πάνε στα μαθήματα ή να παίξουν τένις, να κολυμπήσουν στην πισίνα κτλ. Ωστόσο υπάρχουν κανόνες και περιορισμοί. Για παράδειγμα, εν ώρα μαθήματος δεν επιτρέπεται να βλέπουν τηλεόραση. Επίσης υπάρχουν συγκεκριμένες ώρες για ύπνο. Οποιος τις παραβιάζει «τιμωρείται» με μισή ώρα κοινωφελούς εργασίας. Αποφάσεις για τα κοινά θέματα λαμβάνονται σε μια εβδομαδιαία συνάντηση. Σε αυτή μετέχουν έχοντας δικαίωμα ψήφου όλοι οι μαθητές και οι δάσκαλοι. Σε αυτήν ψηφίζονται όλοι οι «νόμοι» που αφορούν τη λειτουργία του σχολείου εκτός από ορισμένα ζητήματα, όπως είναι η πρόσληψη και η απόλυση των καθηγητών. Συνήθως προεδρεύει κάποιο από τα μεγαλύτερα παιδιά. Το σχολικό έτος που πέρασε υπήρχαν 61 μαθητές ηλικίας από 10 ως 16 ετών. Από αυτούς μόνο 18 είναι από τη Βρετανία. Οι υπόλοιποι είναι από διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων 14 από τη Γερμανία και 13 από την Ιαπωνία. Τα δίδακτρα είναι περίπου 3.200.000 δρχ. τον χρόνο για κάθε οικότροφο.


άρθρο του Σωτήρη Βανδώρου 
στο ΒΗΜΑ στις 22,08,1999


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Ένα κορίτσι - "Τυφεκιοφόρος του εχθρού"







Μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος 
ότι όσοι έχουν οξύτατη όραση θα επιζήσουν της πρώτης κρίσεως
των καρδιακών κρίσεων
της οικονομικής κρίσεως
ακόμη και της έσχατης κρίσεως
αρκεί ν` αντέξουν τις κρίσεις συνειδήσεως. 


Κατά τα άλλα
πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι
γιατί δεν άρχισε να βρέχει βατράχια
αν και θα επινοηθούν ειδικά αλεξιβρόχια
αποσμητικά κατά της αηδίας
έως ότου εξοικειωθούμε με την μπόχα
των νεκρών αισθημάτων και ελπίδων. 


                                                                                                                       Νεκρώσιμη Ακολουθία  Ι Ι






Tα παιδιά στη γειτονιά παραμένουν ανώνυμα μέσα στο τσούρμο που παίζει κρυφτό ή τα σκλαβάκια, μέχρι να φτάσουν σε κείνη τη μεταβατική ηλικία που, όταν συναντάνε στο δρόμο κανένα μεγάλο, ξαφνικά μπερδεύουν το βήμα τους, αναψοκοκκινίζουν, κατεβάζουν το κεφάλι και πετάνε μια βιαστική «καλημέρα», ενώ ο ήλιος είναι στη δύση, «καλησπέρα», ότι έχει φέξει.
Aυτό το κορίτσι, ξεκόβοντας από το παιδομάνι στην άχαρη ηλικία των 12, όχι μόνο δεν μπέρδευε βήμα και λόγια, αλλά σε κοιτούσε επί πλέον κατάματα μ’ ένα μπάσταρδο βλέμμα πονηριάς και αφέλειας, σε σταματούσε θρασύτατα στη μέση του δρόμου και σου απηύθυνε το λόγο σαν ίσο προς ίσο:
-Xαίρετε, κύριε Γιάννη.
-Xαίρετε. Ποια είσαι εσύ;
-Mαρία. Aνιψιά του Λεωνίδα. Tης κυρα-Mαρίας εγγονή.
-Λοιπόν, Mαρία, πώς πάει το σχολείο;
Σήκωσε με δυσφορία τους ώμους, φανερό πως δεν καταδεχότανε συζήτηση σ’ αυτόν τον τομέα. Oύτε ένα «καλά», για τους τύπους τουλάχιστο, κι η γκριμάτσα της έδειχνε σαν να ’χε ξεπεράσει από καιρό το επίπεδο αυτής της κουβέντας. Προχώρησε κατευθείαν στο θέμα:
-O θείος μου Λεωνίδας κάθισε δεκαεφτά χρόνια φυλακή. Δεν είναι ήρωας;
-Φυσικά, είπα πρόθυμα.
-Eσείς πόσο καθίσατε στη φυλακή;
-Tέσσερα.
-Mόνο τέσσερα, είπε σαν να έβρισκε τη σωστότερη έκφραση.
-Έστω, μόνο τέσσερα, παραδέχτηκα.
-O θείος Λεωνίδας είναι πιο ήρωας από εσάς. Έτσι δεν είναι;
-Φυσικά, φυσικά, της απάντησα χωρίς δυσκολία.
Συγκρίσεις παιδιάστικες, αφελείς ερωτήσεις ενός κόσμου που μόλις παρατούσε τις κούκλες. Kι ύστερα, ξέρεις τι μεταφέρει αυτός ο διάολος στο θείο της; Δεν τα πηγαίναμε και καλά με το Λεωνίδα, άλλες απόψεις εκείνος, άλλες εγώ, φτάναν αυτές οι συγκρούσεις.
-Eσείς θα αντέχατε δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια όπως ο θείος μου;
-Eξαρτάται, της είπα δυσφορώντας λιγάκι. Δεν ξέρω. Mπορεί ναι, μπορεί κι όχι.
-Mπορεί ναι, μπορεί κι όχι, επανέλαβε αργά αργά τα λόγια μου σαν να με ζύγιαζε προς τα πού περισσότερο έκλινα, στο «ναι» ή στο «όχι».
Έπειτα, σκληραίνοντας βλέμμα και σουφρώνοντας χείλη, αποφάνθηκε:
-Kι όμως, πρέπει να ξέρετε.
Kαι ξεκουμπίστηκε αυτό το αυθαδέστατο πλάσμα, αφού προηγούμενα καλησπέρισε ευγενικά. Ήταν σούρουπο κι έβλεπα αυτή την απροσδόκητη προσωπικότητα με τις τόσο κατασταλαγμένες απόψεις που μέχρι πριν από λίγο αγνοούσα, ν’ απομακρύνεται με το σταθερότερο βήμα, να χώνεται μες στ’ άλλα παιδιά που παίζαν μακριά γαϊδούρα ή κάτι τέτοιο.
Mια άλλη φορά που με τράκαρε είχα σκοτούρες. Διχασμένος ανάμεσα στο «πρέπει» ή «δεν πρέπει», συφερτικό ή ασύμφορο, σκόπιμο ή μη, το αιώνιο πρόβλημα της εκλογής. Eίχα μια ευθύνη στο σύλλογο κι ο Λεωνίδας με πίεζε να βγάλουμε κάποιο ψήφισμα για την πορεία, μάλιστα ήθελε να πάρουμε μέρος επίσημα με σημαίες και λάβαρα.
-Kύριε Γιάννη, ακούω δίπλα μου σπαραχτική τη φωνή της.
-Tι συμβαίνει, παιδί μου;
H αλήθεια, δεν ήταν και τελείως παιδί. Tο φουστανάκι τής ερχόταν λίγο κοντό και φαίνονταν δυο στρουμπουλά γονατάκια. Aπ’ τα σοσόνια και πάνω διέκρινες ένα χνούδι ξανθό να σκεπάζει τη γάμπα. Στο στήθος δυο σκιές σχηματίζονταν ίσα ίσα που τεντώναν τον μπούστο.
-H γιαγιά μου είναι άρρωστη.
-Περαστικά της, πετάω βιαστικά κι ετοιμάζομαι να επιστρέψω στις σκέψεις μου, να ελέγξω τη «γραμμή», την απόφαση, τη «θέση», τι τρικλοποδιά μου ’βαζε πάλι εδώ ο Λεωνίδας.
-Έχει καρκίνο στους πνεύμονες.
Kέρωσα. Tην αγαπούσα την κυρα-Mαρία, μια βασανισμένη γυναίκα, ταλαιπωρημένη απ’ όλη αυτή την κατάσταση, πάντα όμως παρούσα, κι από πάνω ν’ αναθρέψει παιδιά, μια ζωή πολύ δύσκολη, και τώρα το τέλος.
-Ξέρετε ποιο είναι το παράπονό της; Που θα πεθάνει και θα λείπει από την πορεία. Λυπάται που θα χαθεί και η ψήφος της. Kι ο παππούς να την γκρινιάζει από χρόνια: «Mην πηγαίνεις, Mαρία. Mην εκδηλώνεσαι», έκανε κοροϊδευτικά τη φωνή του παππού της. Eσείς τι λέτε, κύριε Γιάννη, ποιος έχει δίκιο, η γιαγιά ή ο παππούς; Tι παραπάνω θα ’χε καταλάβει σ’ αυτή τη ζωή αν δεν εκδηλωνόταν;
-Δεν ξέρω, απάντησα εντελώς μπερδεμένος.
Eίδα πάλι να ζαρώνει το μούτρο της, να σφίγγει γροθιές και σηκώνοντας τη μύτη με αυθάδεια να μου πετάει:
-Eσείς, όσοι ανακατευόσαστε, ποτέ δεν ξέρετε. Tο χειρότερο είναι ότι κι ο θείος Λεωνίδας που κάθισε φυλακή δεκαεφτά χρόνια, το ίδιο μου είπε: «Δεν ξέρω».
Kι έφυγε, αυτή τη φορά χωρίς χαιρετούρα.
Ύστερα ήρθαν έτσι τα πράγματα που ούτε πορεία είδαμε, ούτε εκλογές. Ξαφνικά μας τσουβάλιασαν όλους όσους είχαμε τέτοιες ιδέες με τις σχετικές ασχολίες και μας έστειλαν σ’ ένα νησί για ξεκαλοκαιριό Aπρίλη μήνα. Aπό κει μπουλούκια μπουλούκια υπογράφαμε δήλωση και γυρίζαμε σπίτια μας.



Mπαίνοντας στη γειτονιά με τις κουβέρτες δεμένες και τη βαλίτσα στο χέρι θυμήθηκα τη Mαρία. Aυτό το κορίτσι έπρεπε να τ’ αποφύγω οπωσδήποτε. Ποιος ξέρει τι θα μου ξεφούρνιζε πάλι και δεν είχα διάθεση να συζητάω στη μέση του δρόμου, ούτε ν’ αντέχω συγκρίσεις και προσβολές από άσχετους. Tάχυνα το βήμα να γλιτώσω μια τέτοια συνάντηση, αναψοκοκκίνισα προσπερνώντας το μέρος που συζητούσαμε την τελευταία φορά, περπάταγα άτσαλα, μπερδεύτηκα κιόλας, παραλίγο να πέσω, νόμιζα πως είδα και κάποια σκιά που της έμοιαζε, πέρασα βολίδα κοιτώντας κατευθείαν μπροστά, πέρα στου σπιτιού μου την πόρτα, μόνον εκεί κοίταζα, πέταξα μάλιστα και μια βιαστική «καλημέρα» σε κάποια κολόνα κι ας ήταν σούρουπο.
Kατάλαβα να ’ρχεται πίσω μου. Άνοιξα βήμα, σχεδόν έτρεξα τώρα όσο μπορούσα με τα μπαγκάζια στο χέρι. Δε γλίτωνα. H πόρτα του σπιτιού φαινόταν όλο και πιο μακριά.
-Kύριε Γιάννη, την άκουσα να τσιρίζει από πίσω μου.
-Eπιτέλους, τι θέλεις; της κάνω χωρίς να γυρίσω.
-O θείος μου Λεωνίδας θα έρθει;
H φωνή της τρεμόπαιζε. Ήταν σαν να διέκρινα κάποιο λυγμό, όπως τότε που μου πρωτόπε για της γιαγιάς την αρρώστια, χωρίς αμφιβολία για ένα θάνατο που ερχόταν, για ένα σίγουρο κι αναπόφευκτο θάνατο, των μεγάλων, αυτών που κάποτε πίστεψε, θαύμασε, και τώρα γυρίζανε λείψανα με το «δεν ξέρω» στο στόμα, ένα καράβι «δεν ξέρω», με το βλέμμα καρφωμένο στου σπιτιού τους την πόρτα, να χωθούνε όσο πιο γρήγορα μέσα, χωρίς να κοιτάξουνε δίπλα τους, μόνο κατευθείαν εμπρός, για τα άλλα... «δεν ξέρω», «εγώ ασχολούμαι μόνο με τη δουλειά και το σπίτι μου».
Ήξερα ότι ο θείος της ερχόταν με το άλλο μπουλούκι «δεν ξέρω». Tι να της πω; Στάθηκα άφωνος χωρίς να γυρίσω. Aσφαλώς θα ’κανε πάλι τη γνωστή της γκριμάτσα και θ’ αναχωρούσε.
-Tι κατάντια, την άκουσα πίσω μου να ψιθυρίζει.
E, όχι πια και τα νιάνιαρα, φούντωσα κι έστρεψα να της αστράψω χαστούκι με φούρια παρατώντας τα συμπράγκαλα που κουβαλούσα.
Στεκόταν πελώρια ξεπερνώντας τον τοίχο με τα χέρια σταυρωτά στους αγκώνες, τα πόδια ανοιχτά να πατάνε γερά στο έδαφος, με το βλέμμα μακριά σαν να μην υπήρχα μπροστά της, τεράστια αφίσα αντάρτισσας, κι ένα χαμόγελο σιγουριάς στην άκρη απ’ τα χείλη.
-Mαρία, ψέλλιζα, Mαρία, και μ’ αυτό το όνομα μπήκα επιτέλους στο σπίτι.
-Ποια Mαρία; ρωτούσε η γυναίκα μου.
-H ανιψιά του Λεωνίδα, εκείνο το κορίτσι, μπόρεσα να προφέρω.
-Mα την πιάσανε. Eίναι τρελή. M’ όλα τα παρακάλια των δικών της είπε πως προτιμάει τη φυλακή παρά να δει τα μούτρα αυτών που γυρίζουν.


Μάριος Χάκκας
από τη συλλογή  " Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού"
εκδ Κέδρος 

O Mάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, δευτερότοκο παιδί του Γιώργου Χάκκα και της Σταυρούλας Καρατσαλή. Το 1935 η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Καισαριανή, σε ένα πλινθόκτιστο, προσφυγικό σπίτι -κουζίνα και ένα μόνο δωμάτιο- στην οδό Σμύρνης 49. Το 1950 τελειώνει το Γυμνάσιο και φοιτά στη σχολή Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού με την οποία μεταβαίνει στα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων στη Γυάρο ως Σαμαρείτης. Το 1951 πετυχαίνει σε εξετάσεις για τον ΟΤΕ αλλά δεν προσλαμβάνεται λόγω πολιτικών φρονημάτων. Γνωρίζεται με την μετέπειτα γυναίκα του και συνδέεται με αριστερές πολιτικές και πολιτιστικές ομάδες του Βύρωνα και της Καισαριανής. Το 1952 μπαίνει στην Πάντειο και το 1954 συλλαμβάνεται και δικάζεται με το νόμο 509. Τον πρώτο χρόνο μένει στις φυλακές Καλαμάτας και τους άλλους τρεις στις φυλακές Αίγινας. Το 1958 βγαίνει από τη φυλακή και στρατεύεται ως στρατιώτης Β΄ κατηγορίας, μουλαράς, μέχρι το 1960. Όταν αποστρατεύεται αρχίζει και δραστηριοποιείται στην ΕΔΑ. Το 1961 παντρεύεται και μένει στο Βύρωνα, σε ένα δωμάτιο που παραχωρεί στο ζευγάρι η πεθερά του.
 

Το 1965 τυπώνει με δικά του έξοδα την ποιητική συλλογή "Όμορφο Καλοκαίρι" και το 1966 τυπώνει με δικά του έξοδα πάλι την συλλογή διηγημάτων "Ο Τυφεκιοφόρος του Εχθρού". Το 1967 συλλαμβάνεται από την Χούντα και μένει ένα μήνα στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου. Κατά τη διάρκεια του 1968 γράφει το μονόπρακτο "Ενοχή" και πολλά διηγήματα της δεύτερης συλλογής του. Την επόμενη χρονιά προσβάλλεται από καρκίνο και του αφαιρείται το ένα νεφρό. Το 1970 παρατηρείται μετάσταση του καρκίνου στον πνεύμονα. Εκδίδεται τον Νοέμβριο η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του "Ο μπιντές και άλλες ιστορίες" από τον Κέδρο. Το 1971 ταξιδεύει με τη γυναίκα του στο Λονδίνο, το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς μεταβαίνει σε νοσοκομείο στην Γερμανία. 

 

Στις 22 Δεκέμβρη του 1971 η Ελληνοευρωπαϊκή κίνηση νέων του αφιερώνει ένα βράδυ. Διαβάζει το "Κοινόβιο" κι ακολουθεί συζήτηση. Μερικοί κριτικάρουν την πολιτική πλευρά του έργου. Το 1972, το Φλεβάρη εισάγεται στο διαγνωστικό Πειραιώς και βγαίνει στις 29. Η κατάστασή του χειροτερεύει απελπιστικά. Κάθε μέρα σχεδόν ανεβαίνει στον Υμηττό, μοναστήρι Καισαριανής, Αστέρι και κάθεται σε πολυθρόνα που κουβαλούν μαζί. Γράφει το διήγημα "Ένοχος Ενοχής". Στις 10 Ιουνίου μπαίνει πάλι στο Διαγνωστικό, όπου γράφει το "Κώνωψ ανωφελής" και τυπώνεται στο μεταξύ η συλλογή διηγημάτων "Κοινόβιο" που δεν θα προλάβει να δει ολοκληρωμένη. 

 

Πεθαίνει στις 5 Ιουλίου, τα ξημερώματα.


[ τα βιογραφικά στοιχεία, από 
το  διαδικτυακό τόπο  "περί λογοτεχνίας" ]

 

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Tα άγνωστα τραγούδια του Νικόλα Ασιμου

«Μου το 'χες τάξει, το θυμάμαι/Πως θα γίνουν αλλαγές/ Μα ως πότε αυτοί που αγαπάνε/ Θα σου γιατρεύουν τις πληγές...»


οι στίχοι αυτοί ανήκουν στον Νικόλα Άσιμο και δεν έχουν ακουστεί ποτέ μέχρι σήμερα.

Tα άγνωστα τραγούδια του Νικόλα Ασιμου

Είκοσι έξι σχεδόν χρόνια μετά το πρωινό εκείνο της 17ης Μαρτίου του 1988 που ο αντισυμβατικός τραγουδοποιός με το σπάνιο ταλέντο ξεκίνησε για τη μεγάλη «Βόλτα» χωρίς επιστροφή, έρχεται στο φως ένα μουσικό ντοκουμέντο με μεγάλη αξία, μια σειρά από ανέκδοτα τραγούδια του, τα περισσότερα από τα οποία γράφτηκαν τους τελευταίους μήνες της ζωής του.
Αυτά τα κομμάτια, μαζί με άλλα γνωστά του, τα οποία όμως είναι εντελώς «πειραγμένα» από τον ίδιο τόσο στη μουσική όσο και στον στίχο, θα περιλαμβάνει το συλλεκτικό βινύλιο με τίτλο «Αρνήθηκα πολλά» που θα κυκλοφορήσει στις 17 Νοεμβρίου από την Β-Otherside Records σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων...

Οι ηχογραφήσεις αυτές έγιναν στο μαγαζάκι του Άσιμου, στην οδό Καλλιδρομίου 55,
στον «χώρο προετοιμασίας», όπως συνήθιζε να το αποκαλεί.
Μετά την αυτοκτονία του οι αστυνομικές αρχές κατέσχεσαν τις κασέτες αυτές, μαζί με κάποια άλλα προσωπικά του αντικείμενα.
Κι έτσι τα τραγούδια έμειναν στην Ασφάλεια μέχρι το 1988.


Η προσπάθεια συγκέντρωσης και έκδοσης αυτού του ανέκδοτου μουσικού υλικού ξεκίνησε πριν από περίπου δύο χρόνια και δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Αφού πρώτα εξασφαλίστηκε η άδεια από την κόρη του Ασιμου, τη Λίλιαν Χαριτάκη, η οποία είναι και η διαχειρίστρια του πνευματικού του έργου, επιστρατεύθηκαν πολλοί παλιοί συνεργάτες του προκειμένου το τελικό αποτέλεσμα να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά σε εκείνο που ο ίδιος θα επιθυμούσε.

Σε κασετοφωνάκι
Οι ηχογραφήσεις των 15 συνολικά τραγουδιών που θα περιλαμβάνει το συλλεκτικό βινύλιο είχαν γίνει σ' ένα απλό κασετοφωνάκι. Οι εκτελέσεις λιτές, μόνο κιθάρα-φωνή. Και ο ήχος, όπως ήταν αναμενόμενο, προβληματικός.

«ΑΡΝΗΘΗΚΑ ΠΟΛΛΑ» Το εξώφυλλο του βινυλίου

Σε κάποιο τραγούδι μάλιστα ακουγόταν και η φωνή ενός πωλητή της λαϊκής αγοράς που γινόταν κάθε εβδομάδα στην Καλλιδρομίου να φωνάζει «πορτοκάλια, λεμόνια». Αυτός ο ίδιος άνθρωπος συνεχίζει μέχρι σήμερα να πουλά τα προϊόντα του στο ίδιο ακριβώς σημείο...
Όπως μας είπε ο υπεύθυνος της παραγωγής, Δημήτρης Βασιλειάδης, χρειάστηκαν αμέτρητες ώρες επεξεργασίας προκειμένου να πετύχουν το καλύτερο δυνατό ηχητικό αποτέλεσμα.
Παρ' όλα αυτά, θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως η αξία του συγκεκριμένου δίσκου δεν έχει να κάνει με τον ήχο, αλλά με τη σημαντικότητα του ανέκδοτου υλικού του καλλιτέχνη που έγραψε τη δική του αντισυμβατική μουσική ιστορία.

 
Ο Ασιμος με την κόρη του Λίλιαν Χαριτάκη σε μικρή ηλικία, η οποία είναι τώρα η διαχειρίστρια του πνευματικού του έργου
Τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου είναι γνωστά, τουλάχιστον όσον αφορά στους τίτλους τους. Ωστόσο, στις συγκεκριμένες ηχογραφήσεις ακούγονται τελείως διαφορετικά, και μουσικά και στιχουργικά.

Ο Ασιμος αρεσκόταν στο να «πειράζει» τα τραγούδια του. Ενιωθε πως με αυτόν τον τρόπο τα εξελίσσει. Ετσι λοιπόν υπάρχουν τραγούδια του όπως ο «Μπαγάσας», το «Καταρρέω», το «Αγαπάω κι Αδιαφορώ», το «Γιουσουρούμ» που τα ηχογράφησε τους τελευταίους μήνες της ζωής του σε εντελώς διαφορετικές εκδοχές, οι οποίες παρουσιάζονται επίσης για πρώτη φορά.





ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Ο Νικόλας Ασιμος με τη φίλη του, ηθοποιό, Κατερίνα Γώγου (στη μέση).
 «Πέρασε πολλές δύσκολες στιγμές, αλλά άντεξε. Πιστεύω πως εκείνο που τον πίεσε πολύ ήταν η μεγάλη δημοσιότητα που πήρε...», λέει για εκείνον ο αδελφός του, Δ. Ασημόπουλος. 
Ανέκδοτες φωτογραφίες και χειρόγραφα του καλλιτέχνη περιλαμβάνει το τετρασέλιδο αφιέρωμα του δίσκου
Ολοι αυτοί οι «πειραγμένοι» στίχοι συμπεριλαμβάνονται στο τετρασέλιδο ένθετο του δίσκου πλαισιωμένοι από μια σειρά ανέκδοτων φωτογραφιών του Νικόλα Ασιμου από διάφορες περιόδους της σύντομης αλλά γεμάτης ζωής του.
Το εικαστικό εξώφυλλο έχει φιλοτεχνήσει ο σκηνοθέτης και στιχουργός Γιώργος Κορδελάς, ο οποίος υπήρξε στενός φίλος με τον Ασιμο. Στόχος της εταιρείας πάντως είναι να κυκλοφορήσει στο μέλλον το σπάνιο αυτό μουσικό υλικό και σε Cd με την προσθήκη κάποιων ακόμη διαφορετικών εκδοχών των τραγουδιών του Νικόλα Ασιμου.

ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ

Εφυγε για την Αθήνα κυνηγώντας τα όνειρά του
«Από τότε που ήμασταν παιδιά ο Νικόλας ήταν για μένα το μεγάλο μου ίνδαλμα» μας εξομολογείται ο αδελφός του Ασιμου, Δημήτρης Ασημόπουλος. Ηταν το μικρότερο από τα τρία αγόρια της οικογένειας και επτά χρόνια μικρότερος από τον Νικόλα.
Παρ' όλα αυτά η προσωπικότητα του αδελφού του τον σημάδεψε ανεξίτηλα κι ας πέρασαν τα περισσότερα χρόνια τους ο ένας μακριά απ' τον άλλο. Γιατί ο Νικόλας έφυγε για την Αθήνα, κυνηγώντας τα όνειρά του, κι ο Δημήτρης δεν έφυγε ποτέ από την Κοζάνη.

«Πώς ήταν σαν παιδί ο Νικόλας» τον ρωτάμε;
«Ηταν πάντα ένα πολύ κοινωνικό άτομο, μπροστάρης σε όλα, πάντα η ψυχή της παρέας» μας απαντά και συμπληρώνει: «Η καλλιτεχνική του φύση φάνηκε από μικρή ηλικία. Πρώτος πάντα σε όλες τις σχολικές παραστάσεις, έπαιζε, τραγουδούσε, έγραφε ποιήματα. Στα φοιτητικά χρόνια φάνηκε πλέον ξεκάθαρα πως θα ακολουθούσε καλλιτεχνικό δρόμο». Οι γονείς τους αντέδρασαν έντονα όταν τους ανακοίνωσε την απόφασή του να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να πάει στην Αθήνα. Είχαν άλλα όνειρα για το παιδί τους. Λίγα χρόνια αργότερα όμως θα καταλάβαιναν πως ήταν γεννημένος για την τέχνη.

Παράπονο
Το μεγάλο παράπονο του αδελφού του Ασιμου είναι πως δεν τον είδε ποτέ να παίζει ζωντανά στην Αθήνα. Μόνο σε δύο εκδηλώσεις στην Κοζάνη είχε την ευκαιρία να τον παρακολουθήσει.
«Την τελευταία του εμφάνιση στην Κοζάνη, το 1986, δεν θα την ξεχάσω ποτέ... Εκείνη τη μέρα ένιωθα πως απελευθερώθηκα» μας εξομολογείται ο ίδιος.

Οσο για τους λόγους που ώθησαν τον Ασιμο να τερματίσει τη ζωή του;
«Πέρασε πολλές δύσκολες στιγμές αλλά άντεξε. Πιστεύω πως εκείνο που τον πίεσε πολύ ήταν η μεγάλη δημοσιότητα που πήρε, ειδικά μετά τον δίσκο που έκανε με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ακόμη και μέσα στους κύκλους των συνεργατών του δεν έβρισκε πλέον ανθρώπους που να τον καταλαβαίνουν και να ασπάζονται τον δικό του κώδικα αξιών τον οδήγησαν στον θάνατο, για τον οποίον μιλούσε συχνά λες και ήταν εξοικειωμένος μαζί του» εκτιμά ο Δημήτρης Ασημόπουλος και καταλήγει:
 «Ο,τι κι αν έκανε ο Νικόλας δεν έπεσε ποτέ στα μάτια μου. Είμαι πάντα περήφανος γι' αυτόν».


Συγκλονιστική όμως είναι και η προσωπική κατάθεση που κάνει ο ψυχίατρος και ποιητής Σωτήρης Παστάκας, ο οποίος έκανε την ειδικότητά του στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθηνών όπου νοσηλεύτηκε ο Νικόλας Ασιμος το 1987:

«Ο κ. Ασημόπουλος, μεγαλέμπορος απ' την Κοζάνη, έσπειρε τον πανικό σε γιατρούς και προσωπικό, όταν εμφανίστηκε στο Περίπτερο 14, στο ΨΝΑ. Μετά από έναν μήνα σωστό, έμαθε επιτέλους πως ο γιος του νοσηλευόταν στο Δαφνί, και με όλες τις καλές προθέσεις, ήρθε για να τον μεταφέρει αλλού. Ρώτησε. Του είπαν για κάποια κλινική στα Βόρεια Προάστια.
Η αντίδραση των θεραπόντων ήταν η κλασική: γιατί να τον πάρετε, πώς; θα το μετανιώσετε. 
Αλήθεια, έλεγαν. 
 Παρότι ολίγων μηνών ειδικευόμενος, είχα ακόμη στη μύτη μου τη μυρουδιά της αποχέτευσης που έβγαινε απ' όλα τα κτίρια του τότε Δαφνιού, απ' τα οποία φυσικά δεν εξαιρούνταν το δικό μας. Εξήντα κρεβάτια στη σειρά, τα περισσότερα κολλημένα το ένα στο άλλο... χωρίς κομοδίνα, ντουλάπες... πού να βάλεις τα ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα και τι ιδιωτική ζωή να διασώσεις, όταν έπρεπε να περάσεις πάνω απ' τις στύσεις των άλλων για να βρεις δάπεδο να ισιώσεις!
''Μα, βρωμάει'', επαναλάμβανε ο κ. Ασημόπουλος κι είχε δίκιο. 
''Δεν βρωμάει'' απαντούσαν οι διευθυντές μου, κι είχαν κι αυτοί δίκιο, γιατί απλώς είχε συνηθίσει το αισθητήριο της όσφρησης στη βρώμα και δεν την αντιλαμβανόταν.
Η κλασική περίπτωση στην Ψυχιατρική, όπου έχουν δίκιο και οι δύο. Οι ψυχίατροι, έχοντας ταπωμένα όλα τα αισθητήρια όργανα, έμειναν στάσιμοι και στην προσωπική τους ζωή, και ως πρόσωπα αυθύπαρκτα κι ως χαρακτήρες...

Ο κ. Ασημόπουλος κατάφερε τελικώς να αποσπάσει τον γιο του απ' το περίπτερο 14. 
Ασχετα αν ο γιος του, ο Νικόλας, εκεί ήταν βασιλιάς: στον ένα μήνα νοσηλείας του είχε κατακτήσει τους υπόλοιπους 59. Αλλος του έφερνε τις παντόφλες, άλλος τον καφέ, άλλος την κιθάρα του.
Τον έβαλε σε ένα μονόκλινο στην καλύτερη Ψυχιατρική Κλινική (όπως του είχαν πει), εκεί στα βόρεια. 
Ενα κελί, χωρίς παράθυρο. Χωρίς τρελούς φίλους. Χωρίς κιθάρα. 
Τον έβγαλε ύστερα από κει με ιατρογενή κατάθλιψη και καθηλωμένο από τα νευροληπτικά, να μην μπορεί να παίξει ούτε ένα ακόρντο: δεν λύγιζαν τα δάκτυλά του, έτρεμαν. 
Με τρεμάμενα δάκτυλα ο Νικόλας κατάφερε να φτιάξει μόνο τη θηλιά του».

Αναστασία Κουκά
από το  έθνος.gr  της 12ης Νοεμβρίου 2014