Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σ ένα αβέβαιο όνειρο...







[...]

Τώρα τα βράδια κάθομαι σε μισοσκότεινα καφενεία και πίνω με πεθαμένους φίλους 
αλλά κι όταν έφυγα απ’ τα παιδικά μου χρόνια κρατούσα ένα γράμμα που δεν έμαθα ακόμα πού πρέπει να το πάω 
και για κακή μου τύχη οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν κι αυτοί θνητοί.

Θυμάμαι τα παλιά προάστια και τα ηλιοτρόπια που σα μικροί αρχάγγελοι παράστεκαν τους κήπους θυμάμαι τις μικρές απόμερες κάμαρες όπου πέθανα για πράγματα που δε θα γνώριζα ποτέ 
θυμάμαι τις γυναίκες που αποκοιμήθηκα πάνω στο στήθος τους ενώ τα μακρινά σφυρίγματα των τραίνων μ΄ έπαιρναν μαζί 
θυμάμαι τα μεγάλα πλήθη στους δρόμους να τραγουδάνε τη Διεθνή.

Εξάλλου δε ζητήσαμε τη νίκη — μονάχα λίγη μουσική…




Τάσος Λειβαδίτης

20 Απριλίου 1922  -   30 Οκτωβρίου 1988      









Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου :
έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας 
και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σ ένα αβέβαιο όνειρο... 

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Περιμένοντας ..

Την ώρα που «όλα γίνονται εύκολα και γρήγορα» με «ένα απλό κλικ», πολλοί ανάμεσά μας, σαν φαντάσματα, αλλά ζώντες ακόμη, περιμένουν. Δεν ξέρουν και πολλά, δεν μπορούν να πουν σχεδόν τίποτε, για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, χρωστώντας παντού τη ζωή τους, υποφέροντας σε μια ουρά νοσοκομείου, εφορείας, γραφείου πρόνοιας, ενός οποιουδήποτε γραφείου που τους υπόσχεται, αλλά δεν τους δίνει τίποτε. Κατά πάσα πιθανότητα, όλοι αυτοί δε θα είναι σε θέση καν να διαβάσουν το κείμενο αυτό. Πιθανότατα να κρίνουν πως δεν το χρειάζονται κιόλας.
Κι όμως, οι άλλοι, που μπορούν με εκείνο το κλικ να πληρώνουν «εύκολα και γρήγορα» τους λογαριασμούς τους και να πηγαίνουν διακοπές, ούτε που το φαντάζονται.
Δεν το διανοούνται.

Μέσα στους γκρι λαβύρινθους της μεγαλούπολης, πριν ακόμη ξημερώσει, πριν ακόμη ξυπνήσουν οι πιο πολλοί, οι ανθρώπινες σκιές ψάχνουν τυφλές απ’ τη νύστα, ένα μέρος να γραπωθούν, να μην βρεθούν στο δρόμο. Κι αν είναι στο δρόμο ήδη, να μην πεθάνουν. Και τους πονάει που ακόμη προσπαθούν. Από εκεί που έρχονται, στις ουρές για ένα συσσίτιο, για μια θέση στην κρατική «πρόνοια», για μια οποιαδήποτε στιγμή μέσα στις βαθιές, ζεστές κόγχες του λαβύρινθου, παλεύουν να ξεχαστούν, να πείσουν τον εαυτό τους ότι κάτι στ’ αλήθεια περιμένουν, ότι κάτι σημαίνουν όλα αυτά τα παράλογα που τόσο τους βασανίζουν. Περιμένουν τον ιππότη με το μαύρο άτι να έρθει γι’ αυτούς, μήπως και στο δικό του βασίλειο καταφέρουν να ξαποστάσουν.




Κι όσο κοιτάζουν πίσω, ούτε λόγος.
Εκεί, άλλα σκοτάδια, να μην τους αφήνουν να πάνε πουθενά.
Γιατί σε αυτό που θεωρούσαν για εκείνους πατρίδα, στη δική τους ψυχή, πέρασε η λαίλαπα της ζωής. Κάποιοι εύκολα και γρήγορα με ένα κλικ, τους αφάνισαν τον κόσμο∙ όχι όσα είχαν, γιατί δεν είχαν και πολλά περισσότερα από μερικές ακόμη ουρές να διανύσουν. Μα τουλάχιστον ήταν στον κόσμο που τους γέννησε, ζούσαν με τους αγαπημένους τους, είχαν μια ζωή να ζήσουν.
Τώρα ούτε μπρος ούτε πίσω, ούτε μαζί ούτε χώρια.
Τώρα το ότι οι ίδιοι πέρασαν απέναντι, διανύοντας τη μεγάλη ουρά της τύχης, δε σημαίνει πια τίποτε. Τίποτε δε γίνεται εύκολα και γρήγορα, ούτε καν με ένα μπουμ.
Με τα ελάχιστα κουρέλια της ψυχής τους εξακολουθούν να ζουν βασανιστικά μέσα στους τσιμεντένιους λαβύρινθους, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους και να πάψουν να περιμένουν σε έναν κόσμο που έμαθε να τρέφεται απ’ αυτή την ατέλειωτη ουρά.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
από το Anarchy Press gr

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

''Η ευωδιά της Σαρσαπαρίλλα''

Τρεις μέρες τώρα, όλο το πρωί και το απόγευμα, ο κύριος Ουίλλιαμ Φιντς στεκόταν ήσυχα στη σκοτεινή και γεμάτη ρεύματα σοφίτα. Επί τρεις ολόκληρες μέρες στα τέλη του Νοέμβρη στεκόταν μόνος εκεί, νιώθοντας τις απαλές γκρίζες νιφάδες του Χρόνου να πέφτουν από τον απέραντο γκρίζο παγερό ουρανό, σιωπηλά, μαλακά, στρώνοντας τη στέγη και πασπαλίζοντας τις μαρκίζες. Στεκόταν εκεί, με τα μάτια κλειστά. Τις ατέλειωτες ανήλιαγες μέρες η σοφίτα κλυδωνίζονταν σε θάλασσες ανέμων, με τα κόκαλά της να τρίζουν και την αρχαία σκόνη να πέφτει από τα δοκάρια της, τα σκεβρωμένα σανίδια και τα κουφώματα. Ήταν σαν μια βροχή αναστεναγμών και πόνων ολόγυρά του, εκεί όπου στεκόταν μυρίζοντας τις ντελικάτες στεγνές ευωδιές και νιώθοντας τις συγκινήσεις των παλιών πραγμάτων. Α...α....

Στήνοντας αφτί από το κάτω πάτωμα, η Κόρα, η γυναίκα του, δεν τον άκουγε να βηματίζει, να κινείται ή να σαλεύει. Φανταζόταν μόνο ότι άκουγε την ανάσα του, να εισπνέει και να εκπνέει αργά, σαν ένα σκονισμένο φυσερό εκεί πάνω στη σοφίτα, ψηλή στο ανεμοδαρμένο σπίτι.
«Ανοησίες!» μουρμούρισε.
Όταν ο άντρας της κατέβηκε για φαγητό το απομεσήμερο της τρίτης μέρας, χαμογέλασε στους γυμνούς τοίχους, στα ξεφτισμένα πιάτα, στα γρατζουνισμένα ασημικά, ακόμη και στη γυναίκα του!
[πίνακας: Arunas Zilys]
«Τι καμώματα είναι αυτά;» ρώτησε εκείνη.
«Εχω κέφι, αυτό ειν’ όλο. Απίθανο κέφι!» γέλασε. Φαινόταν σχεδόν μεθυσμένος από χαρά. Ξεχείλιζε από μια ασυγκράτητη, ζεστή έξαψη που ήταν φανερό ότι δυσκολευόταν να κρύψει. Η γυναίκα του σούφρωσε τα φρύδια της.
«Τι είναι αυτή η μυρωδιά;»
«Μυρωδιά; Μυρωδιά; Τι μυρωδιά;» κούνησε το ψαρόμαλλο κεφάλι του πέρα δώθε.
«Μου θυμίζει σαρσαπαρίλλα». Η γυναίκα του οσμίστηκε τον αέρα καχύποπτα. «Ναι αυτό είναι!»
«Α, δεν μπορεί!»

Η ξέφρενη ευτυχία του χάθηκε απότομα σαν τα λόγια της να την είχαν κόψει με το μαχαίρι. Φαινόταν αποσβολωμένος, ανήσυχος, και ξαφνικά πολύ επιφυλακτικός.
«Που ήσουν σήμερα το πρωί;» τον ρώτησε.
«Ξέρεις ότι καθάριζα τη σοφίτα».
«Ονειροβατούσες με τις παλιατζούρες. Δεν άκουσα κανένα θόρυβο. Μπορεί και να μην ήσουν καν στη σοφίτα. Τι είναι πάλι αυτό;» του έδειξε με το χέρι.
«Για δες! Πως βρέθηκαν αυτά εδώ;» αναρωτήθηκε εκείνος σαν να μονολογούσε.
Κοίταξε τα δυό μαύρα μετάλλινα κλιπ ποδηλάτου που στερέωναν τα στενά μπατζάκια στους κοκαλιάρικους αστραγάλους του.

«Τα βρήκα στη σοφίτα», απάντησε στον εαυτό του. Θυμάσαι όταν βγαίναμε μαζί στο χαλικόστρωτο δρόμο τα πρωινά με το διπλό μας ποδήλατο, Κόρα, τότε που το καθετί είχε φρεσκάδα και νιότη;»
«Αν δεν τελειώσεις με τη σοφίτα σήμερα, θ’ ανέβω εγώ επάνω και θα τα πετάξω όλα έξω».
«Α, όχι!» Φώναξε ανήσυχα ο άντρας της. «Εχω το καθετί έτσι όπως το θέλω!»
Τον κοίταξε ψυχρά.


«Κόρα», της είπε ενώ έτρωγε το φαγητό του, νιώθοντας πιο χαλαρωμένος και ξαναβρίσκοντας κάτι από τον αρχικό του ενθουσιασμό, «ξέρεις τι είναι οι σοφίτες; Είναι χρονομηχανές με τις οποίες οι γεροξεκούτηδες σαν κι εμένα μπορούν να ταξιδέψουν σαράντα χρόνια πίσω, τότε που το καλοκαίρι κρατούσε όλη τη χρονιά και τα παιδιά έκαναν εφόδους στα καροτσάκια των παγωτατζήδων. Θυμάσαι την αίσθηση στη γλώσσα σου; Κρατούσες τον πάγο στο μαντήλι σου και ήταν σαν να πιπίλιζες τη γεύση του λινού και του χιονιού συνάμα».Η Κόρα έκανε μια νευρική κίνηση. Δεν είναι αδύνατο, συλλογιζόταν εκείνος μισοκλείνοντας τα μάτια του, προσπαθώντας να το δει και να το αναπλάσει. Σκέψου τι είναι μια σοφίτα! Η ίδια της η ατμόσφαιρα είναι χρόνος. Ανήκει σε άλλες μέρες, στις προνύμφες και τις χρυσαλλίδες μιας άλλης εποχής. Όλα τα συρτάρια του παλιού γραφείου είναι μικρά φέρετρα όπου χίλια χτες περιμένουν εκτεθειμένα για λαϊκό προσκύνημα. Α, η σοφίτα είναι ένας σκοτεινός, φιλικός τόπος, γεμάτος χρόνο. Και αν σταθείς στο κέντρο της, στητός και ντούρος, αν μισοκλείσεις τα μάτια σου, και αναπολήσεις... αναπολήσεις πολύ, και μυρίσεις το Παρελθόν... αν απλώσεις τα χέρια σου κι αγγίξεις τα Περασμένα, ε, τότε...



Κοντοστάθηκε, καταλαβαίνοντας ότι μερικές από αυτές τις σκέψεις του είχαν ξεφύγει και τις είχε πει μεγαλόφωνα. Η Κόρα έτρωγε νευρικά γοργά.

«Λοιπόν, δε θα ήταν ενδιαφέρον», τη ρώτησε κοιτάζοντας τη χωρίστρα στα μαλλιά της, «αν το Ταξίδι στο Χρόνο ήταν εφικτό; Και ποιο θα ήταν το καταλληλότερο, το πιο ιδανικό μέρος γι’ αυτό από μια σοφίτα σαν τη δική μας, ε;»

«Δεν ήταν πάντοτε καλοκαίρι τον παλιό καιρό», παρατήρησε εκείνη. «Απλώς φταίνε οι τρελές αναπολήσεις σου. Θυμάσαι μονάχα τα καλά και ξεχνάς τα άσχημα. Δεν ήταν πάντοτε καλοκαίρι τότε».
«Μιλώντας μεταφορικά, Κόρα, ναι ήταν».
«Δεν ήταν».
«Να τι θέλω να πω», της ψιθύρισε συνεπαρμένα, σκύβοντας μπροστά σαν να ήθελε να δει καλύτερα την εικόνα που ζωγράφιζε ο νους του στον άδειο τοίχο της τραπεζαρίας. «Αν οδηγούσες το μονόκυκλό σου προσεκτικά ανάμεσα στα χρόνια, ισορροπώντας με τα χέρια ανοιχτά, προσεκτικά, πολύ προσεκτικά, αν το οδηγούσες από χρόνο σε χρόνο, μένοντας μια βδομάδα στο 1909, μια μέρα στο 1900, ένα μήνα ή ένα δεκαπενθήμερο κάπου αλλού, στο 1905 ή το 1898, θα μπορούσες να ζεις στο καλοκαίρι για όλη σου τη ζωή».
«Μονόκυκλο;»
«Ξέρεις, ένα από εκείνα τα ψηλά, μονοθέσια ποδήλατα με μια ρόδα που χρησιμοποιούν με τόση δεξιοτεχνία οι ζογκλέρ στο τσίρκο. Ισορροπία, τέλεια ισορροπία είναι το μόνο που χρειάζεται για να μην πέσεις, να στροβιλίζεις τα λαμπερά μπαλάκια στον αέρα, όμορφα, ψηλά, ένα φως, μια λάμψη, ένα αστραποβόλημα, μια έκρηξη φαντασμαγορικών χρωμάτων, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, πράσινα, άσπρα, χρυσαφιά... Ολους να τους στριφογυρίζεις ψηλά στον αέρα, ολόγυρά σου, ταυτόχρονα, σχεδόν δίχως ν’ αγγίζουν τα χέρια σου, ιπτάμενος... κι εσύ, να χαμογελάς ανάμεσά τους. Ισορροπία, Κόρα, το παν είναι η ισορροπία».
«Ανοησίες», έκανε εκείνη. «Ανοησίες και πάλι ανοησίες!»
Ο άντρας της ανέβηκε τ’ ατέλειωτα κρύα σκαλοπάτια για τη σοφίτα, τουρτουρίζοντας.


[πίνακας Guy Rose του 1908 ]
Υπήρχαν νύχτες του χειμώνα που ξυπνούσε νιώθοντας τα κόκαλά του σαν πορσελάνη, με ψυχρές νότες ν’ αντηχούν στ’ αυτιά του, 
με παγοκρύσταλλα να διαπερνούν τα νεύρα του κάτω από ένα βάναυσο φως, σαν άσπρα παγερά πυροτεχνήματα που έσκαζαν κι έπεφταν σαν φλογερές χιονονιφάδες στη σιωπηλή χώρα του υποσυνειδήτου του.  

Ένιωθε παγωμένος, ανείπωτα παγωμένος, και θα χρειάζονταν καμιά εικοσαριά ατέλειωτα καλοκαίρια, με τους πράσινους πυρσούς και τους μπρούτζινους ήλιους τους για να τον ζεστάνουν και να τον λευτερώσουν λιώνοντας τη χειμωνιάτικη φυλακή του. Ηταν ολόκληρος ένα πελώριο ανούσιο κομμάτι εύθραυστου πάγου, ένας χιονάνθρωπος που άπλωνε να κοιμηθεί κάθε βράδυ, γεμάτος από το κομφετί των ονείρων, μέσα σε δίνες κρυστάλλων και ανεμοζάλης. Κι απ’ έξω βασίλευε ο αιώνιος χειμώνας, μια πελώρια μολυβένια πρέσα που κατέβαζε βαριά την άχρωμη πλάκα του ουρανού, λιώνοντας τους ανθρώπους σαν σταφύλια, αποστραγγίζοντας από μέσα τους το χρώμα, τη λογική, την ύπαρξη. Μονάχα τα παιδιά έμεναν ανέπαφα. Αυτά γλιστρούσαν με τα έλκηθρα και τα σκι τους στις αστραφτερές πλαγιές των λόφων που αντικαθρέφτιζαν τη βαριά σιδερένια πλάκα η οποία χαμήλωνε αδυσώπητα πάνω από την πόλη, με την κάθε μέρα και την κάθε ατέλειωτη νύχτα που περνούσε.
Ο κύριος Φιντς σήκωσε την πόρτα της καταπακτής της σοφίτας. Ομως εκεί, εκεί στη σοφίτα ήταν το κάτι άλλο! Η σκόνη του καλοκαιριού στοβιλιζόταν γύρω του. Ο αέρας της σοφίτας τρεμόπαιζε από τα λιοπύρια που είχαν ξεμείνει από άλλες εποχές. Αθόρυβα, ο κύριος Φιντς έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Και άρχισε να χαμογελά.
Στο πατάρι επικρατούσε σιγαλιά σαν τη γαλήνη πριν από καταιγίδα. Κατά διαστήματα η Κόρα Φιντς άκουγε τον άντρα της να σιγοψυθιρίζει, να μουρμουρίζει κάτι εκεί πάνω.

Στις πέντε το απόγευμα, τραγουδώντας το Νησί των Χρυσών Ονείρων, ο κύριος Φιντς πέταξε ένα ολοκαίνουργιο ψάθινο καπέλο στο κρεμαστάρι της πόρτας της κουζίνας. «Μπου!» έκανε κεφάτα.
«Κοιμόσουνα όλο το απόγευμα;» γρύλισε η γυναίκα του. «Σου φώναξα τέσσερις φορές και δεν πήρα καμία απάντηση.»
«Κοιμόμουν;» Το συλλογίστηκε, γέλασε, και μετά σκέπασε το στόμα με το χέρι του. «Μπορεί και να κοιμόμουν».
Ξαφνικά η γυναίκα του τον πρόσεξε. «Θεέ και Κύριε!» φώναξε. «Που τα βρήκες αυτά τα ρούχα;» Φορούσε ένα κόκκινο ριγέ σακάκι, με άσπρο ψηλό κολάρο και κρεμ παντελόνι. Η μυρωδιά από το ψαθάκι του ήταν σαν μια θημωνιά φρέσκου σανού που τη στριφογυρίζεις στον αέρα.
«Τα βρήκα σ’ ένα παλιό μπαούλο».
Η γυναίκα του οσμίστηκε τον αέρα. «Δε μου μυρίζουν ναφθαλίνη. Αυτά φαίνονται ολοκαίνουργια».
«Α, όχι!» βιάστηκε να τη διαβεβαιώσει εκείνος. Φαινόταν αμήχανος και νευρικός καθώς τα μάτια της περιεργάζονταν τη φορεσιά του.
«Τούτα δεν είναι αποκριάτικα ρούχα», του παρατήρησε η γυναίκα του.
«Ε, καλά! Δεν μπορεί να διασκεδάσει και λίγο ένας άνθρωπος;»
«Και σάμπως έκανες και τίποτε άλλο στη ζωή σου;» του πέταξε εκείνη, βροντώντας την πόρτα του φούρνου. «Ενώ εγώ έμενα στο σπίστι πλέκοντας, μάρτυράς μου ο Θεός, εσύ θα ήσουνα κάτω στο μαγαζί, κάνοντας τα γλυκά μάτια στις κυράτσες».
«Δε θα ήταν ωραία να κάναμε έναν κυριακάτικο περίπατο όπως παλιά, εσύ με το μεταξωτό παρασόλι σου και το μακρύ σου φόρεμα να θροϊζει απαλά, και μετά να καθίσουμε σ’ εκείνες τις σιδερένιες καρέκλες στο ζαχαροπλαστείο απολαμβάνοντας τον αέρα όπως μύριζε κάποτε; Γιατί άραγε τα ζαχαροπλαστεία δε μυρίζουν πια όπως παλιά; Και να παραγγείλουμε δύο αναψυκτικά σαρσαπαρίλλα για τους δυό μας, και ύστερα να πάμε με το Φορντάκι μας του 1910 στην Προβλήτα του Χάνναχαν για να τσιμπήσουμε κάτι και ν’ ακούσουμε την μπάντα του δήμου; Πως σου φαίνεται;»
«Το φαγητό είναι έτοιμο. Αντε βγάλε αυτά τα καρναβαλίστικα από πάνω σου».
«Αν μπορούσες να κάνεις μια ευχή και να ξαναβγείς μια βόλτα σ’ εκείνα τα δεεντρόφυτα δρομάκια που υπήρχαν πριν μας πνίξουν τ’ αυτοκίνητα, θα την έκανες;» επέμεινε εκείνος, κοιτάζοντας τη διαπεραστικά.
«Εκείνοι οι παλιοί δρόμοι ήταν όλο σκόνη. Γυρίζαμε σπίτι καταλερωμένοι σαν εξερευνητές της Αφρικής». Η γυναίκα του σήκωσε ένα βάζο από ζάχαρη και το κούνησε. «Σήμερα το πρωί είχα σαράντα δολάρια εδώ, και τώρα λείπουν! Μη μου πεις ότι πήγες κι αγόρασες αυτά τα ρούχα από κανένα μαγαζί γι’ αποκριάτικα. Είναι καινούργια, του κουτιού. Αποκλείεται να τα ξετρύπωσες από κανένα μπαούλο!»
«Ξέρεις...» άρχισε να της λέει εκείνος.
Η γυναίκα του τον έψελνε για καμιά ώρα, αλλά ο κύριος Φιντς δεν κατάφερνε να βρει το κουράγιο να πει τίποτα. Ο άνεμος του Νοέμβρη τράνταζε το σπίτι και, καθώς εκείνη μιλούσε, τα χιόνια του χειμώνα άρχισαν πάλι να πέφτουν από τον παγερό γκρίζο ουρανό. «Απάντησέ μου!» του φώναξε. «Τρελάθηκες και χαραμίζεις έτσι τα λεφτά μας αγοράζοντας ρούχα που δε φοριούνται πια;»
«Η σοφίτα...» άρχισε πάλι να της λέει εκείνος.
Η γυναίκα του τον παράτησε απότομα και πήγε να καθήσει στο σαλόνι.

Το χιόνι έπεφτε πυκνό τώρα. Ηταν ένα κρύο και σκοτεινό βράδυ του Νοέμβρη. Τον άκουσε να ανεβαίνει τη φορητή σκάλα, αργά, προς τη σοφίτα και να μπαίνει σ’ εκείνο το σκονισμένο χώρο των άλλων εποχών, στο μαύρο χώρο των θεατρικών φορεσιών και του Χρόνου, σ’ έναν κόσμο εντελώς αλλιώτικο από τον άλλο από κάτω.

Ο κύριος Φιντς έκλεισε την πόρτα πίσω του. Το αναμμένο κλεφτοφάναρό του ήταν αρκετή συντροφιά. Ναι, εδώ υπήρχε όλος ο Χρόνος αιχμαλωτισμένος σ’ ένα χάρτινο γιαπωνέζικο καθάριο νερό του μυαλού του, σε όμορφα λουλούδια και ανοιξιάτικες αύρες, σε πράγματα πιο μεγάλα από τη ζωή. Το κάθε συρτάρι του παλιού γραφείου, ανοίγοντας, μπορεί ν’ αποκάλυπτε μέσα του παλιές θειάδες και ξαδέρφια και γιαγιάδες σκεπασμένους όλους από τη σκόνη. Ναι, ο Χρόνος βρισκόταν εδώ. Μπορούσες να τον ακούσεις ν’ ανασαίνει, ένα ατμοσφαιρικό ρολόι αντί για μηχανικό.

Τώρα το σπίτι από κάτω ήταν τόσο μακρινό όσο κάποια χαμένη μέρα στο παρελθόν. Μισόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε στην κάθε γωνιά της σοφίτας. Κάτι σαν προσμονή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.

Εδώ, στον πρισματικό πολυέλαιο, κρύβονταν ουράνια τόξα και αυγές και μεσημέρια λαμπερά σαν νέα ποτάμια που κυλούσαν αδιάκοπα πίσω στο χρόνο. Το φως του φαναριού του έπεσε πάνω τους και τα ζωντάνεψε. Τα ουράνια τόξα ξεπήδησαν για να πλημμυρίσουν τις σκιές με χρώματα, χρώματα σαν φτερά πουλιών, σαν φράουλες και σαν μεστωμένα σταφύλια, χρώματα σαν φέτες λεμονιού και σαν τον ουρανό όταν διαλύονταν τα σύννεφα αφήνοντας να φανεί το γαλάζιο. Και η σκόνη του παταριού ήταν ένα αναμμένο θυμίαμα που μαζί του καιγόταν κι ο χρόνος, και το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να κοιτάξεις στις φλόγες του.  Ήταν στ’ αλήθεια μια μεγάλη μηχανή του Χρόνου τούτη η σοφίτα, το ήξερε, το ένιωθε, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Και αν άγγιζες κάποια κρυστάλλινα πρίσματα εδώ, κάποια πόμολα πόρτας εκεί, αν έξαινες τα κρόσσια από τα παλιά χαλιά, ανάδευες λίγο τη σκόνη, άνοιγες κλειδωνιές από σεντούκια και φύσαγες με το φυσερό του ακορντεόν μέχρι να σηκωθούν τα μάτια σου οι στάχτες από χίλιες αρχαίες φωτιές... αν, πράγματι, έπαιζες με το παλιό αυτό όργανο, με αυτή τη ζεστή μηχανή, αν άγγιζες τα πλήκτρα, τα κουμπιά και το κάθε του εξάρτημα, ε, τότε, τότε, τότε!...
Άπλωσε τα χέρια του να ενορχηστρώσει, να διευθύνει τη μουσική, ν’ αυτοσχεδιάσει φιοριτούρες. Υπήρχαν μελωδίες στο μυαλό του, στο κλειστό στόμα του... και άρχισε να παίζει τη μεγάλη μηχανή, το βροντερό σιωπηλό όργανο, μπάσο, τενόρο, σοπράνο, σιγά, δυνατά, ώσπου τελικά μια νότα τον συγκλόνισε τόσο που αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του!

Γύρω στις οκτώ εκείνο το βράδυ η γυναίκα του τον άκουσε να τη φωνάζει, «Κόρα!» Ανέβηκε πάνω να δει τι την ήθελε. Είδε το κεφάλι του να ξεπροβάλλει από την πόρτα της καταπακτής, με το πρόσωπο χαμογελαστό. Της κούνησε το καπέλο του.

«Αντίο Κόρα».
«Τι θες να πεις;» του φώναξε κείνη.
«Το συλλογίστηκα καλά τρεις μέρες τώρα, και σου λέω αντίο».
«Κατέβα από κει πάνω ηλίθιε!»
«Σήκωσα πεντακόσια δολάρια από την τράπεζα χθες. Το σκεφτόμουνα καιρό, ξέρεις. Και μετά, όταν συνέβη, καταλαβαίνεις... Κόρα...» Της άπλωσε με θέρμη το χέρι του. «Για τελευταία φορά, θέλεις να έρθεις μαζί μου;»
«Στη σοφίτα; Κατέβα από κείνη τη σκάλα Ουίλλιαμ! Αλλιώς θ’ ανέβω εγώ και θα σε βγάλω κουτρουβαλητό από αυτό το βρόμικο μέρος!»

«Πηγαίνω στην Προβλήτα του Χάνναχαν για ένα πιάτο μύδια», της απάντησε εκείνος. «Και θα ζητήσω από την μπάντα να παίξει τον Κόλπο στο φεγγαρόφωτο. Αχ; Έλα μαζί μου, Κόρα». 
Της έγνεψε απλώνοντας το χέρι του.


Εκείνη έμεινε ασάλευτη κοτάζοντας το καλοσυνάτο πρόσωπό του που την κοιτούσε ερωτηματικά. «Αντίο», της είπε τελικά.
Της κούνησε το χέρι τρυφερά, πολύ τρυφερά. Υστερα το πρόσωπό του χάθηκε. Το ψαθάκι του δεν φαινόταν πια.
«Ουίλλιαμ!» έσκουξε η γυναίκα του.
[πίνακας George Inness 1893]
Η σοφίτα παρέμεινε σκοτεινή και σιωπηλή. Ξεφωνίζοντας, η Κόρα έτρεξε να φέρει μια καρέκλα και ανέβηκε πάνω για να φτάσει ως την καταπακτή και να σκαρφαλώσει σ’ εκείνο το σκοτάδι που μύριζε κλεισούρα. Φώτισε μ’ ένα φανάρι ολόγυρα.

«Ουίλλιαμ! Ουίλλιαμ!».

Ο σκοτεινός χώρος ήταν άδειος. Ένας χειμωνιάτικος άνεμος τράνταζε το σπίτι.
Τότε πρόσεξε ότι το αντικρινό, δυτικό παράθυρο της σοφίτας ήταν μισάνοιχτο.
Πλησίασε σκοντάφτοντας. Δίστασε για μια στιγμή, κρατώντας την ανάσα της. Ύστερα το άνοιξε δισταχτικά. Η φορητή σκάλα ήταν στερεωμένη από την έξω μεριά, οδηγώντας κάτω στη στέγη της βεράντας.
Η Κόρα πισωπάτησε μακριά από το παράθυρο. Εξω από το ανοιχτό πλαίσιο οι μηλιές ήταν ανθισμένες σε κάποιο καλοκαιριάτικο δειλινό του Ιούλη. Αχνά, απόμακρα, άκουσε εκρήξεις από πυροτεχνήματα και βεγγαλικά. Στ’ αυτιά της έφταναν γέλια και μακρινές φωνές. Φωτοβολίδες έσκαζαν στο ζεστό αέρα, γλυκα, κόκκινες άσπρες και μπλέ, που μετά έσβηναν αργά.

Εκλεισε απότομα το παράθυρο και στάθηκε εκεί εμβρόντητη. «Ουίλλιαμ!» ψιθύρισε.
Το χειμωνιάτικο φως του Νοέμβρη περνούσε από το άνοιγμα της καταπακτής στο δάπεδο της σοφίτας πίσω της. Σκύβοντας από ψηλά είδε το χιόνι να ψιθυρίζει στα παγωμένα τζάμια κάτω, σ’ εκείνο το νοεμβριάτικο κόσμο όπου θα ξόδευε τα υπόλοιπα τριάντα χρόνια της ζωής της.
Δεν ξαναζύγωσε στο παράθυρο. Στάθηκε ασάλευτη εκεί, μόνη μέσα στη σκοτεινή σοφίτα, μυρίζοντας τη μοναδική μυρωδιά που δε φαινόταν να χάνεται. Πλανιόταν στην ατμόσφαιρα σαν φιλικό χαμόγελο, σαν στεναγμός ικανοποίησης για όνειρα που εκπληρώθηκαν, πήρε μια βαθιά, πολύ βαθιά ανάσα.
Ήταν η παλιά, η γνώριμη, η αξέχαστη ευωδιά της σαρσαπαρίλλα.


Ray Brandbery 
σε μετάφραση Γ. Μπαλάνου







Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ο τρελός με τα πουλιά

Ξύπνησε στη μέση της νύχτας από εκκωφαντικά κελαηδίσματα πουλιών. Στην αρχή χάρηκε. Ξημέρωσε, σκέφτηκε. Μετά συνειδητοποίησε πως ήταν μαύρη νύχτα, και πως δεν ζούσε πια - αλίμονο - στην εξοχή, μα στο κέντρο της πόλης.
Αλλά τα πουλιά εξακολούθησαν. 

Τότε τρόμαξε. Κατάλαβε πως είχε ψευδαισθήσεις.

- Είμαι τρελός! Θεέ μου, τρελάθηκα!
Ο φόβος τον έκοψε στα δυο. Ανασηκώθηκε, άναψε το φως. Προσπάθησε να ξυπνήσει εντελώς. Το κελάηδισμα συνεχιζόταν. Άγριες, τσιριχτές κραυγές, μπλεγμένες με μικρά, ήσυχα τιτιβίσματα - και ανάσπαρτες μελωδικές τρίλιες.
- Αηδόνι, ψιθύρισε.

Οι τρίλιες και οι λαρυγγισμοί του αηδονιού άρχισαν να κυριαρχούν στον ηχητικό χώρο - και τι περίεργο: ο φόβος του απάλυνε, μια ηρεμία, μια πραότητα, μια γαλήνη του χαλάρωσαν τα μέλη.
Κι έτσι, έγινε δύο: ο άνθρωπος που φοβόταν την τρέλα του - και ο άλλος που χαιρόταν τη μελωδία των πουλιών.

- Σ' όλη μου τη ζωή θ' ακούω τώρα ανύπαρκτα πουλιά; αναρωτιόταν ο ένας. 
Κι ο άλλος έλεγε: Θεέ μου! πόσον καιρό είχα ν' ακούσω αηδόνι!

Αλλά ο λογικός εαυτός κυριάρχησε.
- Πρέπει να δω ένα γιατρό. Κάτι πρέπει να γίνει!

.................................................................

Ο γιατρός του έδωσε μια σειρά από διάφορα χάπια σε διάφορες ώρες. Τα πουλιά εξασθένησαν και σιγά - σιγά χάθηκαν. Ξαναβρήκε τη σιγουριά του, την αυτοπεποίθησή του. Έπαψε να φοβάται πως ξαφνικά στη μέση μιας συζήτησης ή την ώρα της δουλειάς του θα τρόμαζε από ανύπαρκτους κελαηδισμούς.
Τα χάπια του ρύθμισαν και άλλες ιδιομορφίες της ζωής του. Του πήραν τις εκρήξεις αισιοδοξίας και τις κρίσεις μελαγχολίας, τις αιχμές και τις πτώσεις. "Κάπου μου σιδέρωσαν τη ζωή", σκέφθηκε. Δούλευε πιο στρωτά, ζούσε πιο ομαλά, κοιμόταν πιο βαθιά.

Αλλά κάποια νύχτα ξαναξύπνησε απότομα. Και τώρα τον τρόμαξε η σιωπή. Κανένας ήχος, ούτε φυσικός θόρυβος.
Η σιωπή του μπετόν και της πόλης ήταν ξαφνικά πιο βαριά από τον τρόμο της παραίσθησης. Από κείνη τη μέρα, παρ' όλα τα πολλά χάπια, πήρε την κάτω βόλτα. Ήταν μελαγχολικός, σκυθρωπός, αμίλητος.
Ξαναπήγε στο γιατρό. Εκείνος του άλλαξε τη σύνθεση των χαπιών. Αλλά δεν έγινε τίποτα.

Άρχισε τώρα να βλέπει περίεργα όνειρα - ακουστικά όνειρα. Πρωταγωνιστούσαν ήχοι - άνεμος φυσούσε, κύματα που σερνόντουσαν στα βότσαλα, φύλλα που θρόιζαν, και πουλιά... πολλά πουλιά.

Στα όνειρα αυτά ήταν ευτυχισμένος. Αλλά όταν ξυπνούσε ξανάπεφτε στην κατάθλιψη. Άρχισε ν' αναρωτιέται, τι θα γινόταν αν σταματούσε τα χάπια. Ένιωσε πως είχαν δημιουργήσει μέσα του ένα τρίτο πρόσωπο - άσχετο με τον υγιή αλλά και με τον τρελό εαυτό του. Αυτό το πρόσωπο τον καταπίεζε φοβερά.
Όμως δίσταζε να σταματήσει γιατί έτρεμε το ανύπαρκτο. Όπως όλοι μας είχε εκπαιδευτεί στο φόβο της τρέλας.


"Πουλιά"  Δημήτρης Παπαγιάννης 
Αλλά μια μέρα τόλμησε. Η αποκόλληση από τα φάρμακα ήταν πολύ οδυνηρή - τον απορύθμισε τελείως. Κάπου όμως είχε ξεπεράσει μέσα του τις συμβάσεις του "κανονικού" και του "ανώμαλου" και άρχισε να δέχεται την αίσθηση όπως του ερχόταν.
Τότε γύρισαν και τα πουλιά. Η εμπειρία δεν ήταν αμιγής. Είχε ευχαρίστηση αλλά και τρόμο. Ιδιαίτερα όταν βρισκόταν μέσα στους κλασικούς συμβατικούς χώρους, στις τυπικές καθημερινές καταστάσεις: στο τρόλεϋ, στη δουλειά, στο πάρτι. Εκεί ξαφνικά η παραίσθηση τον απομόνωνε τελείως από τους άλλους. Αυτό δεν το άντεχε.

Σκέφτηκε να ξαναπάει στο γιατρό. Αλλά θα του έδινε πάλι χάπια.

Πέρασε καιρός - και πολλή ταλαιπωρία - μέχρι να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει. Μάζεψε όλα του τα υπάρχοντα, παραιτήθηκε από τη δουλειά του, αποχαιρέτισε τους γνωστούς του.

Πήγε κι έχτισε ένα σπιτάκι σε μια λόχμη ποταμού όπου μαζεύονταν τα περισσότερα πουλιά της χώρας. Εκεί έκανε το καινούριο του νοικοκυριό. Βρήκε δουλειά να βοηθάει στο διπλανό χωριό - πάντα χρειάζεται ένας γραμματιζούμενος. 
Και βολεύτηκε

Τώρα, όταν ακούει πουλιά, δεν ξέρει αν είναι τα "δικά του" ή τα πραγματικά. Γιατί ο τόπος είναι παράδεισος των πετεινών - κι έγινε ακόμη πιο πολύ αφότου ήρθε αυτός κι έδιωξε τους λίγους κυνηγούς και τα παιδιά με τις ξόβεργες.
Όλη μέρα κελαηδισμοί αντηχούν στ' αυτιά του. Και τι τον νοιάζει από πού έρχονται;

Ένιωσε τότε πως ο μόνος τρόπος να μη φοβάσαι τη διαφορά ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, είναι να την καταργήσεις.

Χάρηκε που τα ανύπαρκτα πουλιά τον έφεραν κοντά στα υπαρκτά.

Και, για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, ήταν ευτυχισμένος.''



Νίκος Δήμου





Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Νύχτες


Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρο ή όπου αλλού.

Όμως όταν τελειώσουν όλα,
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν
και πουν οι φίλοι καληνύχτα
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;

Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα ‘σαι μονάχος.


Και τότε θα λογαριαστείτε,
θες ή δεν θες θα μπουν κάτω όλα να λογαριαστείτε.
Θα ‘ σαι μονάχος.
Κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα
κι απ’ τη δουλειά σου και άλλες φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.

Θα ‘ρθεις, δεν γίνεται. 
Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό και σε περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.



Κώστας Μόντης 
από τη συλλογή  Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής, - 1954.


για τον ποιητή εδώ...
http://tabularasa2.weebly.com/alphaphiiotaepsilonrhoomegamualpha-kappaomeganunuomicronsigma-muomicronnutauetasigma.html

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Το άγνωστο λουλούδι



Zούσε κάποτε στὸν κό­σμο ἕ­να μι­κρὸ λου­λού­δι. 
Κα­νεὶς δὲν γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε στὴ γῆ. Εἶ­χε με­γα­λώ­σει μο­νά­χο του, σ’ ἕ­να ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Οἱ ἀ­γε­λά­δες καὶ οἱ κα­τσί­κες δὲν σύ­χνα­ζαν ἐ­κεῖ, καὶ τὰ παι­διὰ ἀ­πὸ τὴν κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νι­έ­ρων πο­τέ τους δὲν ἔ­παι­ζαν στὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο. Στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο κα­νέ­να χορ­τά­ρι δὲν φύ­τρω­νε· μό­νο με­ρι­κὲς ξε­χα­σμέ­νες, γκρί­ζες πέ­τρες ἦ­ταν σπαρ­μέ­νες ἐ­κεῖ, κι ἀ­νά­με­σά τους ἕ­νας ξε­ρὸς καὶ ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νος πη­λός. Μο­νά­χα ὁ ἄ­νε­μος σερ­γι­ά­νι­ζε στὸ ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Σὰν ἕ­νας γε­ρο-σπο­ρέ­ας, κου­βα­λοῦ­σε σπό­ρους καὶ τοὺς ἔ­σπερ­νε παν­τοῦ – τό­σο στὸ μαῦ­ρο, νο­τι­σμέ­νο χῶ­μα, ὅ­σο καὶ στὸ γυ­μνὸ καὶ πε­τρῶ­δες ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Στὸ μαῦ­ρο καὶ εὔ­φο­ρο χῶ­μα οἱ σπό­ροι ἔ­δι­ναν λου­λού­δια καὶ χορ­τά­ρια, ὅ­μως στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λὸ πέ­θαι­ναν. 

Μιὰ φο­ρὰ ἔ­πε­σε ἀ­πὸ τὸν ἀ­έ­ρα ἕ­νας μι­κρὸς σπό­ρος, βρί­σκον­τας προ­στα­σί­α μέ­σα σ’ ἕ­ναν μι­κρὸ λάκ­κο, ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ τὸν πη­λό. 
Τὸ σπο­ρά­κι αὐ­τὸ βα­σα­νί­στη­κε γιὰ πο­λύ, κι ἔ­πει­τα μού­σκε­ψε μέ­σα στὴν πά­χνη, ἄ­νοι­ξε στὰ δύ­ο, ἀ­φέ­θη­καν ἀ­πὸ μέ­σα του λε­πτὲς τρι­χοῦ­λες ἀ­πὸ ρί­ζες, καὶ μ΄ αὐ­τὲς τρύ­πη­σε τὴν πέ­τρα καὶ τὸν πη­λὸ καὶ ἄρ­χι­σε ν’ ἀ­να­πτύσ­σε­ται.

 Ἔ­τσι ἄρ­χι­σε νὰ ζεῖ στὸν κό­σμο τὸ μι­κρὸ ἐ­κεῖ­νο λου­λού­δι. Δὲν εἶ­χε τί­πο­τα γιὰ νὰ τρα­φεῖ στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λό. Οἱ στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς, ποὺ ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό, ἔ­φτα­ναν στὴν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ ἐ­δά­φους, δί­χως νὰ εἰ­σχω­ρή­σουν μέ­χρι τὶς ρί­ζες του, ὅ­μως τὸ λου­λού­δι ζοῦ­σε καὶ με­γά­λω­νε καὶ γι­νό­ταν σι­γὰ-σι­γὰ ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ ψη­λό. Τὸ λου­λου­δά­κι ὕ­ψω­νε τὰ φύλ­λα του ἐ­νάν­τια στὸν ἄ­νε­μο, καὶ ὁ ἄ­νε­μος κό­πα­ζε δί­πλα του. Ἀ­πὸ τὸν ἄ­νε­μο ἔ­πε­φταν στὸν πη­λὸ κόκ­κοι σκό­νης, κου­βα­λη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸ φύ­ση­μά του, μα­ζὶ μὲ εὔ­φο­ρο, μαῦ­ρο χῶ­μα. Σ’ ἐ­κεί­νους τοὺς κόκ­κους σκό­νης ὑ­πῆρ­χε τρο­φὴ γιὰ τὸ λου­λού­δι, ὡ­στό­σο οἱ κόκ­κοι ἦ­ταν ξε­ροί. Τὸ λου­λού­δι, γιὰ νὰ τοὺς μου­σκέ­ψει, ἔ­στη­νε καρ­τέ­ρι ὅ­λη τὴ νύ­χτα στὴ δρο­σιὰ καὶ τὴ μά­ζευε, στα­γό­να-στα­γό­να, στὰ φύλ­λα του. Καὶ ὅ­ταν τὰ φύλ­λα βά­ραι­ναν ἀ­πὸ τὴ δρο­σιά, τὸ λου­λού­δι τὰ χα­μή­λω­νε καὶ ἡ δρο­σιὰ ἔ­πε­φτε κά­τω, νο­τί­ζον­τας τοὺς μαύ­ρους κόκ­κους τῆς σκό­νης, τοὺς φερ­μέ­νους ἀ­πὸ τὸν ἄ­νε­μο, δι­α­βρώ­νον­τας μα­ζὶ καὶ τὸν ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νο πη­λό. 
Τὴν ἡ­μέ­ρα τὸ λου­λού­δι ἔ­στη­νε ἐ­νέ­δρα στὸν ἄ­νε­μο καὶ τὸ βρά­δυ στὴ δρο­σιά. Μο­χθοῦ­σε νυ­χθη­με­ρὸν γιὰ νὰ ζή­σει καὶ νὰ μὴν πε­θά­νει. Ἀ­νά­στη­σε με­γά­λα τα φύλ­λα του, ὥ­στε νὰ μπο­ροῦν νὰ συγ­κρα­τοῦν τὸν ἄ­νε­μο καὶ νὰ συλ­λέ­γουν τὴ δρο­σιά. Ὅ­μως ἦ­ταν δύ­σκο­λο γιὰ τὸ λου­λού­δι νὰ τρέ­φε­ται μό­νο ἀ­πὸ τοὺς κόκ­κους τῆς σκό­νης, ποὺ ἔ­πε­φταν μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ ἀ­νέ­μου, κι ἀ­κό­μα νὰ μα­ζεύ­ει γι’ αὐ­τοὺς τὴ δρο­σιά. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ἔ­πρε­πε νὰ ζή­σει, καὶ ὑ­περ­νι­κοῦ­σε μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς ὑ­πο­μο­νῆς τὸν πό­νο του ἀ­πὸ τὴν πεί­να καὶ τὴν κού­ρα­ση. 
Τὸ λου­λού­δι μό­νο μιὰ φο­ρὰ στὴ διά­ρκεια τοῦ εἰ­κο­σι­τε­τρα­ώ­ρου χαι­ρό­ταν: ὅ­ταν ἡ πρώ­τη ἀ­κτί­να τοῦ πρω­ι­νοῦ ἥ­λιου ἄγ­γι­ζε τὰ ἀ­πο­κα­μω­μέ­να φύλ­λα του. 
Ἐ­ὰν ὅ­μως ὁ ἄ­νε­μος ἔ­κα­νε πο­λὺ και­ρὸ νὰ ἐ­πι­σκε­φθεῖ τὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, τό­τε τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι αἰ­σθα­νό­ταν ἄ­σχη­μα, καὶ δὲν τοῦ ἀρ­κοῦ­σαν οἱ δυ­νά­μεις του γιὰ νὰ ζή­σει καὶ νὰ με­γα­λώ­σει. 
Ὅ­μως τὸ λου­λού­δι δὲν ἤ­θε­λε νὰ ζεῖ μέ­σα στὴ λύ­πη. 
Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν τὰ πράγ­μα­τα γιὰ ‘κεῖ­νο γί­νον­ταν ὁ­λό­τε­λα θλι­βε­ρά, λα­γο­κοι­μό­ταν. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, πά­σχι­ζε συ­νε­χῶς ν’ ἀ­να­πτυ­χθεῖ, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν οἱ ρί­ζες του τρα­γά­νι­ζαν τὶς γυ­μνὲς πέ­τρες καὶ τὸν ξε­ρὸ πη­λό. Ὅ­ταν συ­νέ­βαι­νε αὐ­τό, τὰ φύλ­λα του δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τρα­φοῦν κα­νο­νι­κὰ καὶ κι­τρί­νι­ζαν: ἕ­να νευ­ρά­κι τους γι­νό­ταν μπλά­βο, ἕ­να ἄλ­λο κόκ­κι­νο, κά­ποι­ο τρί­το ἔ­παιρ­νε ἕ­να γα­λά­ζιο ἢ χρυ­σα­φὶ χρῶ­μα. Κι ὅ­λα αὐ­τὰ ἐ­πει­δὴ ἔ­λει­πε ἀ­π’ τὸ λου­λού­δι ἡ τρο­φή, καὶ τὸ μαρ­τύ­ριό του ἐκ­δη­λω­νό­ταν στὰ φύλ­λα μὲ δι­ά­φο­ρα χρώ­μα­τα. Τὸ ἴ­διο τὸ λου­λού­δι, ὡ­στό­σο, δὲν τὸ γνώ­ρι­ζε αὐ­τό: βλέ­πε­τε, ἦ­ταν τυ­φλὸ καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του· νὰ δεῖ πῶς στ’ ἀ­λή­θεια ἦ­ταν. 

Στὰ μέ­σα τοῦ κα­λο­και­ριοῦ ἡ στε­φά­νη τοῦ λου­λου­διοῦ ἄν­θι­σε. 
Μέ­χρι τό­τε ἔ­μοια­ζε μὲ χορ­τα­ρά­κι, ἐ­νῶ τώ­ρα εἶ­χε γί­νει πραγ­μα­τι­κὸ λου­λού­δι. Ἡ στε­φά­νη ἀ­πο­τε­λοῦν­ταν ἀ­πὸ πέ­τα­λα ποὺ εἶ­χαν ἕ­να ἁ­πλό, φω­τει­νὸ χρῶ­μα, δια­υγὲς καὶ ἔν­το­νο, ὅ­πως τὸ χρῶ­μα ἑ­νὸς ἀ­στε­ριοῦ. Καί, ὅ­πως ἕ­να ἀ­στέ­ρι, τὸ λου­λού­δι λαμ­πύ­ρι­ζε μὲ ζω­η­ρὴ φλό­γα καὶ ἦ­ταν ὁ­ρα­τὸ ἀ­κό­μα καὶ στὴ σκο­τει­νὴ νύ­χτα. Ὅ­ταν ὁ ἄ­νε­μος ἐρ­χό­ταν στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, ἄγ­γι­ζε πάν­το­τε τὸ λου­λού­δι καὶ ἔ­παιρ­νε μα­ζί του τὸ ἄ­ρω­μά του. 
Καὶ νά ποὺ ἕ­να πρω­ι­νὸ ἔ­φτα­σε δί­πλα σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ οἰ­κό­πε­δο ἕ­να κο­ρι­τσά­κι, ἡ Ντά­σα. 
Ζοῦ­σε μὲ τὶς φι­λε­νά­δες της στὴν κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νιέ­ρων, καὶ ἐ­κεῖ­νο τὸ πρω­ὶ ξύ­πνη­σε ἔ­χον­τας ἐ­πι­θυ­μή­σει τὴ μη­τέ­ρα της. Τῆς εἶ­χε γρά­ψει ἕ­να γράμ­μα καὶ τὸ πή­γαι­νε στὸν σταθ­μό, γιὰ νὰ φύ­γει ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πιὸ γρή­γο­ρα. Στὸν δρό­μο ἡ Ντά­σα φι­λοῦ­σε τὸν φά­κε­λο μὲ τὸ γράμ­μα καὶ τὸν ζή­λευ­ε ποὺ αὐ­τὸς θὰ ἔ­βλε­πε τὴ μη­τέ­ρα της νω­ρί­τε­ρα ἀ­π’ ὅ,τι ἐ­κεί­νη. Στὴν ἄ­κρη τοῦ ἔ­ρη­μου οἰ­κο­πέ­δου ἡ Ντά­σα αἰ­σθάν­θη­κε μιὰν εὐ­ω­διά. Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ ὁ­λό­γυ­ρα. Κα­νέ­να λου­λού­δι δὲν ὑ­πῆρ­χε κον­τά, μό­νο λί­γο χορ­τα­ρά­κι εἶ­χε φυ­τρώ­σει στὸ μο­νο­πά­τι καὶ τὸ οἰ­κό­πε­δο ἦ­ταν τε­λεί­ως γυ­μνό. Ὅ­μως ὁ ἀ­έ­ρας ἔ­πνε­ε ἀ­πὸ τὸ οἰ­κό­πε­δο με­τα­φέ­ρον­τας ἀ­πὸ ‘κεῖ μιὰν ἀ­νά­λα­φρη μυ­ρω­διά, σὰν φω­νὴ ποὺ προ­σκα­λοῦ­σε, τὴ φω­νὴ μιᾶς ἄ­ση­μης καὶ ἄ­γνω­στης ζω­ῆς. Ἡ Ντά­σα θυ­μή­θη­κε ἕ­να πα­ρα­μύ­θι, ποὺ τῆς εἶ­χε δι­η­γη­θεῖ ἐ­δῶ καὶ και­ρὸ ἡ μη­τέ­ρα της. Τῆς εἶ­χε μι­λή­σει γιὰ ἕ­να τρι­αν­τά­φυλ­λο, ποὺ συ­νε­χῶς θλι­βό­ταν γιὰ τὴ μη­τέ­ρα του, ὅ­μως δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κλά­ψει καὶ μό­νο μὲ τὴν εὐ­ω­διὰ περ­νοῦ­σε ἡ θλί­ψη του. «Ἴ­σως ἐ­κεῖ­νο τὸ λου­λού­δι νὰ ἐ­πι­θυ­μεῖ στὸ πα­ρα­μύ­θι τὴ μη­τέ­ρα του, ὅ­πως ἐ­γώ», σκέ­φτη­κε ἡ Ντά­σα. 
Πῆ­γε στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο καὶ ἀν­τί­κρι­σε, κον­τὰ σὲ μιὰ πέ­τρα, ἐ­κεῖ­νο τὸ λου­λου­δά­κι. Ἡ Ντά­σα πο­τὲ ὣς τώ­ρα δὲν εἶ­χε δεῖ πα­ρό­μοι­ο λου­λού­δι – οὔ­τε σὲ χω­ρά­φι, οὔ­τε στὸ δά­σος, οὔ­τε στὶς εἰ­κό­νες τῶν βι­βλί­ων, οὔ­τε στὸν Βο­τα­νι­κὸ Κῆ­πο, που­θε­νά. Κά­θι­σε στὸ χῶ­μα, δί­πλα στὸ λου­λού­δι, καὶ τὸ ρώ­τη­σε:
 — Για­τί εἶ­σαι ἔ­τσι;
 — Δὲν ξέ­ρω, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι. 
— Καὶ για­τί δὲν μοιά­ζεις μὲ τ’ ἄλ­λα λου­λού­δια; 

Τὸ λου­λού­δι καὶ πά­λι δὲν ἤ­ξε­ρε τί νὰ πεῖ. Ὅ­μως ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ἄ­κου­γε ἀ­πὸ τό­σο κον­τὰ τὴ φω­νὴ ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που, ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ κά­ποι­ος τὸ κοι­τοῦ­σε, καὶ γι’ αὐ­τὸ δὲν ἤ­θε­λε νὰ προ­σβά­λει τὴν Ντά­σα μὲ τὴ σι­ω­πή του. 
— Δι­ό­τι περ­νά­ω δύ­σκο­λα, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι. 
— Καὶ πῶς σὲ λέ­νε; ρώ­τη­σε ἡ Ντά­σα. 
— Κα­νεὶς δὲν μὲ φω­νά­ζει μὲ κά­ποι­ο ὄ­νο­μα, εἶ­πε τὸ λου­λου­δά­κι, ζῶ μο­νά­χο μου. 

Ἡ Ντά­σα κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρά το ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο. 
— Ἐ­δῶ ἔ­χει πέ­τρες, ἐ­δῶ ἔ­χει πη­λό! εἶ­πε. – Πῶς καὶ ζεῖς μο­να­χό σου, πῶς φύ­τρω­σες μέ­σα ἀ­πὸ τὸν πη­λὸ καὶ δὲν πέ­θα­νες, ἔ­τσι μι­κρὸ ποὺ εἶ­σαι; 
— Δὲν ξέ­ρω, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι. 

Ἡ Ντά­σα ἔ­σκυ­ψε στὸ λου­λού­δι καὶ τὸ φί­λη­σε στὸ φεγ­γε­ρό του κε­φα­λά­κι. Τὴν ἑ­πο­μέ­νη, ὅ­λοι οἱ πι­ο­νιέ­ροι ἦρ­θαν νὰ ἐ­πι­σκε­φθοῦν τὸ λου­λου­δά­κι. Τοὺς εἶ­χε φέ­ρει ἡ Ντά­σα. Πο­λὺ πρὶν φτά­σουν στὸ οἰ­κό­πε­δο, τοὺς πρό­στα­ξε νὰ πά­ρουν μιὰν εἰ­σπνο­ὴ καὶ τοὺς εἶ­πε:
 —Ἀ­κοῦ­τε πό­σο ὄ­μορ­φα μυ­ρί­ζει;* Ἔ­τσι ἀ­να­σαί­νει αὐ­τό. 
Οἱ πι­ο­νι­έ­ροι στέ­κον­ταν γιὰ πο­λὺ ὥ­ρα γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ λου­λου­δά­κι καὶ τὸ κα­μά­ρω­ναν, σὰν νά ’­ταν ἥ­ρω­ας. Ἔ­πει­τα, ἔ­φε­ραν ἕ­να γύ­ρο ὅ­λο το ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, τὸ μέ­τρη­σαν μὲ τὰ βή­μα­τά τους καὶ ὑ­πο­λό­γι­σαν πό­σα κα­ρό­τσια κο­πριὰ καὶ τέ­φρα ἔ­πρε­πε νὰ φέ­ρουν γιὰ νὰ λι­πά­νουν τὸν ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νο πη­λό. Ἤ­θε­λαν νὰ γί­νει τὸ χῶ­μα στὸ οἰ­κό­πε­δο γό­νι­μο. Τό­τε καὶ τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι, μὲ τὸ ἄ­γνω­στο ὄ­νο­μα, θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­να­παυ­θεῖ, καὶ ἀ­πὸ τοὺς σπό­ρους του θὰ με­γά­λω­ναν, δί­χως νὰ χα­θοῦν, πα­νέ­μορ­φα παι­διά, τὰ πιὸ κα­λὰ λου­λού­δια, ποὺ θὰ ἔ­λαμ­παν ἀ­πὸ φῶς καὶ ποὺ ὅ­μοι­ά τους δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χαν που­θε­νά. 
Ἐ­πὶ τέσ­σε­ρις ἡ­μέ­ρες δού­λευ­αν οἱ πι­ο­νι­έ­ροι, λι­παί­νον­τας τὸ χῶ­μα στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο. Ἔ­πει­τα, μό­λις τε­λεί­ω­σαν, ξε­κί­νη­σαν τὸ τα­ξί­δι τους γιὰ ἄλ­λους ἀ­γρούς, γιὰ ἄλ­λα δά­ση, καὶ πλέ­ον στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο δεν ξαναφάνηκαν Μό­νο ἡ Ντά­σα ἦρ­θε μιὰ φο­ρά, γιὰ ν’ ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σει τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι. Τὸ κα­λο­καί­ρι ἔ­φτα­νε ἤ­δη πρὸς τὸ τέ­λος του καὶ οἱ πι­ο­νι­έ­ροι ἔ­πρε­πε ν’ ἀ­να­χω­ρή­σουν γιὰ τὰ σπί­τια τους. Ὅ­πως καὶ ἔ­γι­νε 



Τὸ ἑ­πό­με­νο κα­λο­καί­ρι ἡ Ντά­σα ἦρ­θε πά­λι στὴν ἴ­δια κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νι­έ­ρων. Κα­θ’ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τοῦ μα­κροῦ χει­μώ­να, θυ­μό­ταν τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι μὲ τὸ ἄ­γνω­στο ὄ­νο­μα. Καὶ πῆ­γε ἀ­μέ­σως στὸ οἰ­κό­πε­δο νὰ τὸ ἐ­πι­σκε­φθεῖ. Ἡ Ντά­σα εἶ­δε ὅ­τι τὸ οἰ­κό­πε­δο εἶ­χε τώ­ρα ἀλ­λά­ξει: τώ­ρα ἦ­ταν κα­λυμ­μέ­νο μὲ χορ­τά­ρι καὶ λου­λού­δια, κι ἀ­πὸ πά­νω του πε­τοῦ­σαν που­λιὰ καὶ πε­τα­λοῦ­δες. Ἀ­πὸ τὰ λου­λού­δια ἀ­να­δι­δό­ταν μιὰ εὐ­ω­διά, ὅ­μοι­α μ’ ἐ­κεί­νη τοῦ μι­κροῦ λου­λου­διοῦ-βι­ο­πα­λαι­στῆ. Ὡ­στό­σο, τὸ περ­σι­νὸ λου­λού­δι, αὐ­τὸ ποὺ ζοῦ­σε ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λό, δὲν ὑ­πῆρ­χε πιά. Πέ­θα­νε μᾶλ­λον τὸ πε­ρα­σμέ­νο φθι­νό­πω­ρο. Τὰ και­νούρ­για λου­λού­δια ἦ­ταν ἐ­πί­σης ὄ­μορ­φα, λι­γό­τε­ρο ὄ­μορ­φα ὅ­μως ἀ­π’ ὅ,τι ἐ­κεῖ­νο, τὸ πρῶ­το λου­λού­δι. 
Ἡ Ντά­σα ἔ­πε­σε σὲ θλί­ψη, ἐ­πει­δὴ δὲν ὑ­πῆρ­χε πλέ­ον τὸ ἀλ­λο­τι­νὸ λου­λού­δι. 

Ἐ­νῶ εἶ­χε πά­ρει τὸν δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, ξαφ­νι­κὰ στα­μά­τη­σε. 
Ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ὸ πέ­τρες, φύ­τρω­νε στρι­μωγ­μέ­νο ἕ­να νέ­ο λου­λού­δι – ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­λιό, μό­νο ἐ­λα­φρῶς κα­λύ­τε­ρο καὶ ἀ­κό­μα πιὸ ὄ­μορ­φο. Τὸ λου­λού­δι τοῦ­το με­γά­λω­νε ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες, ποὺ τοῦ δυ­σκό­λευ­αν τὴ ζω­ή. Ἦ­ταν ζω­η­ρὸ καὶ καρ­τε­ρι­κό, ὅ­πως ὁ πα­τέ­ρας του, καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο δυ­να­τὸ ἀ­π’ τὸν πα­τέ­ρα του, ἐ­πει­δὴ ζοῦ­σε στὶς πέ­τρες. 
Στὴν Ντά­σα φά­νη­κε ὅ­τι τὸ λου­λού­δι τεν­τω­νό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος της, ὅ­τι τὴν κα­λοῦ­σε κον­τά του μὲ τὴ σι­ω­πη­λὴ φω­νὴ τῆς εὐ­ω­διᾶς του. 

Αντρέι Πλατόνοφ, 1950 


* Ση­μεί­ω­ση τοῦ με­τα­φρα­στῆ: Ἐ­δῶ ὁ Πλα­τό­νωφ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴν ἔκ­φρα­ση ποὺ ἀ­παν­τᾶ στὴν Κρή­τη καὶ σὲ ὁ­ρι­σμέ­να ἄλ­λα μέ­ρη τῆς Ἑλ­λά­δας, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α τὴ μυ­ρω­διὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ τὴν ἀ­κού­σει.


Πη­γή: bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com 
και Πηγή της Πηγής 
Некоммерческая электронная библиотека «I­m­W­e­r­d­en». 





Ἀν­τρέ­ι Πλα­τό­νωφ (Андрей Платонов) (Βο­ρό­νι­εζ, 28 Αὐ­γού­στου 1899 – Μό­σχα, 5 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1951). 

Ρῶ­σος καὶ Σο­βι­ε­τι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πλέ­ον πρω­τό­τυ­πους σὲ ὕ­φος καὶ γλώσ­σα λο­γο­τέ­χνες κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ πρώ­του μι­σοῦ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Τὸ πραγ­μα­τι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Ἀν­τρέ­ι Πλα­τό­νο­βιτς Κλι­μιέν­τωφ. Ἀ­πὸ τὰ πιὸ γνω­στά του ἔρ­γα εἶ­ναι τὸ «Τσε­βεν­γκούρ» καὶ ὁ «Λάκ­κος». Τὸ λο­γο­τε­χνι­κό του ἰ­δί­ω­μα, ἕ­νας συν­δυα­σμὸς χρι­στι­α­νι­κοῦ συμ­βο­λι­σμοῦ, γλώσ­σας τῶν χω­ρι­κῶν, φι­λο­σο­φι­κοῦ λό­γου καὶ πο­λι­τι­κῆς ὁ­ρο­λο­γί­ας, δη­μι­ουρ­γεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ ἀ­κα­τα­νό­η­του καί, συ­νο­δευ­ό­με­νο ἀ­πὸ τὴ χρή­ση φαν­τα­στι­κῶν στοι­χεί­ων στὴ συγ­γρα­φι­κὴ πλο­κή, μοιά­ζει σχε­δὸν ἀ­με­τά­φρα­στο σὲ ἄλ­λη γλώσ­σα. Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, οἱ με­τα­φρα­στὲς τοῦ Πλα­τό­νωφ ἀ­πο­λο­γοῦν­ται συ­νή­θως καὶ ζη­τοῦν συγ­γνώ­μη στὶς εἰ­σα­γω­γὲς τῶν με­τα­φρά­σε­ών τους, ἕ­νε­κα τοῦ πα­ρά­ξε­νου τρό­που ποὺ μοιά­ζει νὰ ἀ­πο­δί­δε­ται τὸ ρω­σι­κὸ πρω­τό­τυ­πο στὴ γλώσ­σα-στό­χο.
Τὴ γλώσ­σα τοῦ Πλα­τό­νωφ, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, θε­ω­ρεῖ­ται μο­να­δι­κὴ στὴ ρω­σι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­χουν γρα­φτεῖ ἀ­κό­μα καὶ μα­θη­μα­τι­κὲς πραγ­μα­τεῖ­ες, τὴν παί­νε­σαν, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, ὁ Μπρόν­τσκι καὶ ὁ Σολ­ζε­νί­τσιν. 
Σύμ­φω­να μὲ μαρ­τυ­ρί­ες τῆς γυ­ναί­κας τοῦ Πλα­τό­νωφ, τὸ «Ἄ­γνω­στο λου­λού­δι» γρά­φτη­κε τὸ 1950, ἕ­ναν χρό­νο πρὶν ἀ­πὸ τὸν θά­να­τό του ἀ­πὸ φυ­μα­τί­ω­ση, ὅ­ταν ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἦ­ταν ἤ­δη ἄρ­ρω­στος. Γί­νε­ται εὔ­κο­λα κα­τα­νο­η­τό, ἂν λη­φθοῦν μά­λι­στα ὑ­πό­ψη οἱ πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κὲς συν­θῆ­κες καὶ ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς πε­ρί­γυ­ρος μέ­σα στὸν ὁ­ποῖ­ο δη­μι­ούρ­γη­σε γε­νι­κό­τε­ρα ὁ Πλα­τό­νωφ, ὅ­τι τὸ «Ἄ­γνω­στο λου­λού­δι» ξε­περ­νᾶ τὰ ὅ­ρια τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ. 
Ὁ Πλα­τό­νωφ, ὅ­πως πολ­λοὶ ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς τῆς ἐ­πο­χῆς του, ἔ­ζη­σε μιὰ τρα­γι­κὴ ζω­ή, μπαί­νον­τας στὸ στό­χα­στρο τῶν Μυ­στι­κῶν Ὑ­πη­ρε­σι­ῶν τοῦ Στά­λιν (σύλ­λη­ψη καὶ ἐ­ξο­ρί­α τοῦ γιοῦ του, ἄρ­νη­ση δη­μο­σί­ευ­σης τῶν ἔρ­γων του, χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς τοῦ ἰ­δί­ου ὡς ἀν­τε­πα­να­στά­τη κ.λπ.­). Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, ὁ ἱ­στο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κὸς πε­ρί­γυ­ρος δύ­να­ται, ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως, νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει τὸ προ­σφο­ρό­τε­ρο πε­δί­ο ἀ­νά­λυ­σης σὲ σχέ­ση μὲ τὸ ἔρ­γο του. Θὰ ἦ­ταν ὡ­στό­σο λά­θος ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀ­νά­λυ­ση νὰ πε­ρι­ο­ρι­στεῖ ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μέ­σα σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο πλαί­σιο.
 Ὁ σχο­λια­σμὸς τοῦ Μπρόν­τσκι ἐ­πὶ τοῦ θέ­μα­τος εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός: 
«Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με σο­βα­ρὰ γιὰ τὸν Πλα­τό­νωφ στὰ πλαί­σια τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ πε­ρί­γυ­ρου, εἶ­ναι ὅ­τι ἔ­γρα­ψε στὴ γλώσ­σα τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης οὐ­το­πί­ας (οἰ­κο­δό­μη­ση τοῦ σο­σι­α­λι­σμοῦ στὴ Ρω­σί­α), στὴ γλώσ­σα τῆς ἐ­πο­χῆς του· κα­μιὰ ἄλ­λη μορ­φὴ τοῦ Εἶ­ναι δὲν κα­θο­ρί­ζει τὴ συ­νεί­δη­ση μὲ τὸν τρό­πο ποὺ τὸ κά­νει ἡ γλώσ­σα. Ἀλ­λά, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν πλει­ο­νό­τη­τα τῶν συγ­χρό­νων του, τοῦ Μπάμ­πελ, τοῦ Πιλ­νιάκ, τοῦ Ὀ­λέ­σια, τοῦ Ζα­μιά­τιν, τοῦ Μπουλ­γκά­κωφ, τοῦ Ζό­σεν­κο, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν, ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο, μὲ τὴν στυλιστικὴ γαστρονομία, δηλαδὴ ἔπαιζαν μὲ τὴ γλώσσα ὁ καθένας τὸ δικό του παιχνίδι (πράγμα ποὺ ἐντέλει εἶναι ἡ φόρμα τοῦ σκιτσογραφήματος), ὁ Πλατόνωφ ὑποτάχθηκε στὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς του, διακρίνοντας σ’ αὐτὴν ἐκείνη τὴν ἄβυσσο τὴν ὁποία, ἀφοῦ κοίταξε μία καὶ μοναδικὴ φορά, δὲν μπόρεσε ποτὲ στὴ συνέχεια νὰ ξαναγυρίσει στὴ λογοτεχνικὴ ἐπιφάνεια καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν πονηρὴ πλοκή, τὶς ἐξεζητημένες τυπογραφικὲς φόρμες καὶ τὶς στυλιστικὲς περιπλοκές.» 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρω­σι­κά: Γι­ῶρ­γος Χα­βου­τσᾶς (Πει­ραι­ᾶς, 1965). 

Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ με­τά­φρα­ση. 
Δη­μο­σί­ευ­σε τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Ἡ φοι­νι­κιά (Γα­βρι­η­λί­δης, 2005). 
Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ πε­ζο­γρά­φη­μα Τα­ξί­δι στὴν Ἀρ­με­νί­α, τοῦ Ὄ­σιπ Μαν­τελ­στάμ (Ἴν­δι­κτος, 2007). 

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Τα μαθηματικά της αγάπης



Πριν από μερικές βδομάδες, πήγα στην τάξη του Τσέις για ενισχυτική διδασκαλία. Είχα στείλει ένα μέιλ στην δασκάλα του Τσέις ένα βράδυ όπου έγραφα «Ο Τσέις επιμένει πως αυτές οι ασκήσεις που έχει για το σπίτι είναι μαθηματικά – αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι τον πιστεύω. Βοήθεια, παρακαλώ». Μου απάντησε αμέσως λέγοντας: «Κανένα πρόβλημα, μπορώ να καθίσω μαζί του μετά το σχολείο οποιαδήποτε στιγμή». Κι εγώ της λέω «Όχι, όχι αυτόν. Αυτός το καταλαβαίνει. Εμένα βοηθήστε». Κι έτσι κάπως κατέληξα μπροστά σ’ έναν μαυροπίνακα σε μια άδεια αίθουσα της πέμπτης δημοτικού κοιτάζοντας επίμονα σειρές σχημάτων που για την δασκάλα του Τσέις ήταν «αριθμοί».

Στάθηκα λίγο μπροστά στον πίνακα ενώ η δασκάλα του Τσέις κάθισε πίσω μου, βυθισμένη στο γραφείο της και με ήρεμη φωνή προσπαθούσε να με κάνει να καταλάβω τον «νέο τρόπο που διδάσκουμε τη διαίρεση». Ευτυχώς για μένα, δεν χρειάστηκε να ξεμάθω πολλά γιατί ποτέ μου δεν κατάλαβα τον «παλιό τρόπο που διδάσκαμε τη διαίρεση». Μου πήρε μία ολόκληρη ώρα να λύσω ένα πρόβλημα, αλλά καταλάβαινα πως η δασκάλα του Τσέις με συμπάθησε έτσι κι αλλιώς. Συνεργάστηκε παλιότερα με την ΝΑΣΑ, κι έτσι προφανώς έχουμε πολλά κοινά.

Έπειτα, καθίσαμε για λίγα λεπτά και συζητήσαμε για την διδασκαλία των παιδιών και τι ιερό καθήκον και ευθύνη που είναι. Συμφωνήσαμε πως μαθήματα όπως η ανάγνωση και τα μαθηματικά είναι τα λιγότερο σημαντικά που διδάσκονται σε μια τάξη. Μιλήσαμε για την διαμόρφωση μικρών ψυχών που θα συνεισφέρουν σε μια μεγαλύτερη κοινότητα -και μιλήσαμε για το κοινό μας όνειρο να αποτελούνται αυτές οι κοινότητες από άτομα που είναι Ευγενικά και Γενναία πάνω απ’ όλα.

Κι έπειτα μου είπε το εξής: 

Κάθε Παρασκευή απόγευμα, η δασκάλα του Τσέις ζητά από τους μαθητές της να βγάλουν ένα κομμάτι χαρτί και να γράψουν τα ονόματα τεσσάρων παιδιών με τα οποία θα ήθελαν να κάτσουν μαζί την επόμενη εβδομάδα. Τα παιδιά ξέρουν ότι αυτές τους οι επιθυμίες μπορεί να πραγματοποιηθούν μπορεί όμως και όχι. Ζητάει επίσης από τα παιδιά να ονομάσουν έναν μαθητή που πιστεύουν ότι ήταν εξαιρετικός «πολίτης» της τάξης. Οι ψήφοι τους παραδίδονται σε αυτήν κατ’ ιδίαν.

Και κάθε Παρασκευή απόγευμα, αφού οι μαθητές πάνε σπίτι, η δασκάλα του Τσέις βγάζει αυτά τα χαρτιά, τα τοποθετεί μπροστά της και τα μελετά. Ψάχνει για μοτίβα.

Ποιον δεν θέλει κανείς να έχει διπλανό;

Ποιος δεν ξέρει καν ποιον να ζητήσει για διπλανό;

Ποιος περνάει απαρατήρητος και δεν προτείνεται ποτέ;

Ποιος είχε ένα εκατομμύριο φίλους την προηγούμενη βδομάδα και κανέναν αυτή τη βδομάδα;



Βλέπετε, η δασκάλα του Τσέις δεν ψάχνει καινούργιο διάγραμμα θέσεων ή «εξαιρετικούς πολίτες». Η δασκάλα του Τσέις ψάχνει για μοναχικά παιδιά. Ψάχνει για παιδιά που δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με άλλα παιδιά. Εντοπίζει τα μικρά εκείνα που περνούν απαρατήρητα στην κοινωνική ζωή της τάξης. Ανακαλύπτει ποιων τα προτερήματα περνούν απαρατήρητα από τους συμμαθητές τους. Και εντοπίζει -αμέσως- ποιος διαπράττει και ποιος υφίσταται τη σχολική βία (bullying).

Ως δασκάλα, γονιός και άνθρωπος που αγαπάει όλα τα παιδιά – θεωρώ ότι αυτό είναι η πιο έξυπνη στρατηγική Νίντζα της αγάπης που έχω δει ποτέ μου. Είναι σαν να παίρνεις την ακτινογραφία της τάξης και να κοιτάς κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και μέσα στις καρδιές των παιδιών. Είναι σαν να βγάζεις χρυσό απ’ το χρυσορυχείο-ο χρυσός είναι αυτά τα μικρά που χρειάζονται λίγη βοήθεια – που χρειάζονται τους ενήλικες να επέμβουν και να τα ΔΙΔΑΞΟΥΝ πώς να κάνουν φίλους, πώς να ζητήσουν από τους άλλους να παίξουν, πώς να συμμετέχουν σε μία ομάδα και πώς να μοιραστούν τα χαρίσματα τους με τους άλλους. Και αυτό αποθαρρύνει τη σχολική βία( bullying) γιατί ο κάθε δάσκαλος γνωρίζει πως το bullying συμβαίνει όταν δεν κοιτάει -και τα παιδιά που το υφίστανται φοβούνται να το μαρτυρήσουν. Μα, όπως είπε -η αλήθεια αποκαλύπτεται σε αυτά τα προσωπικά μικρά χαρτιά.

Ενώ η δασκάλα του Τσεις εξηγούσε αυτή την απλή, πανέξυπνη ιδέα -την κοιτούσα με ορθάνοιχτο το στόμα. «Πόσο καιρό χρησιμοποιείς το σύστημα αυτό;» ρώτησα.

Από τη σφαγή στο λύκειο Κολουμπάιν, είπε. Κάθε Παρασκευή μετά το Κολουμπάιν.

Θεέ και Κύριε.

Αυτή η υπέροχη γυναίκα παρακολούθησε τι έγινε στο Κολουμπάιν γνωρίζοντας πως όλη η βία ξεκινά με την έλλειψη επικοινωνίας  Όλη η εξωτερική βία ξεκινά ως εσωτερική μοναξιά. Παρακολουθούσε την τραγωδία αυτή γνωρίζοντας πως τα παιδιά που δεν τα προσέχει κανείς κάποια στιγμή θα κάνουν οτιδήποτε μόνο και μόνο για να τα προσέξουν.

Κι έτσι αποφάσισε να αρχίσει να πολεμάει την βία από νωρίς και συχνά, και με τον κόσμο που είναι κοντά της. Αυτό που κάνει η δασκάλα του Τσέις όταν κάθεται στην άδεια αίθουσα και μελετά αυτές τις λίστες που είναι γραμμένες από τρεμάμενα 11χρονα χέρια είναι να σώζει ζωές. 
Είμαι πεπεισμένη γι’ αυτό. 
Σώζει ζωές.

Κι αυτό που έμαθε αυτή η μαθηματικός χρησιμοποιώντας αυτό το σύστημα είναι κάτι που ήδη γνώριζε: πως τα πάντα -ακόμα κι η αγάπη και η αίσθηση του να ανήκεις κάπου-έχουν ένα μοτίβο. Και βρίσκει αυτά τα μοτίβα μέσα από αυτές τις λίστες -σπάει τους κώδικες της προβληματικής επικοινωνίας. Και δίνει στα μοναχικά παιδιά την βοήθεια που χρειάζονται. Γι’ αυτήν, είναι μαθηματικά. Είναι ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ.

Όλα είναι αγάπη -ακόμα και τα μαθηματικά. Εκπληκτικό.

Η δασκάλα του Τσέις παίρνει σύνταξη φέτος -μετά από δεκαετίες που έσωζε ζωές. Τι ωραίος τρόπος να περάσεις την ζωή σου: ψάχνοντας μοτίβα αγάπης και μοναξιάς, να παρεμβαίνεις κάθε μέρα -και να αλλάζεις την τροχιά του κόσμου μας.

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΕ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ. Είστε οι πρώτοι που δέχεστε τα πυρά, η πρώτη γραμμή, οι ανιχνευτές προβληματικής επικοινωνίας και η μεγαλύτερη και μοναδική ελπίδα που έχουμε για έναν καλύτερο κόσμο. Αυτό που κάνετε στις τάξεις όταν κανείς δεν παρακολουθεί – είναι η μεγαλύτερη ελπίδα μας.

Δάσκαλοι -δασκάλες- έχετε ένα εκατομμύριο γονείς πίσω σας που ψιθυρίζουν όλοι μαζί:«Δεν μας νοιάζουν τα τυποποιημένα τεστ. Μας νοιάζει που μαθαίνετε στα παιδιά μας να είναι Γενναία και Ευγενικά. 
Και σας ευχαριστούμε. 
Σας ευχαριστούμε που σώζετε ζωές».

Με Αγάπη-Όλοι Εμείς

Πηγή: Glennon Melton, “This Brilliant Math Teacher Has a Formula to Save Kids’ Lives”, Huffington Post, 3.5.2014. Μετάφραση: Signora Alba
από το newagemama.com