Κυριακή 25 Αυγούστου 2013



25 Αυγούστου 1983

Στο ρολόι του μικρού σταθμού είδα πως ήταν περασμένες 11 το βράδυ. Πήγα περπατώντας στο ξενοδοχείο. Όπως κι άλλες φορές, ένιωσα αυτή την παραίτηση και την ανακούφιση που μας προκ
αλούν οι οικείοι χώροι. Η μεγάλη εξώπορτα ήταν ανοιχτή• το κτίριο, σκοτεινό. Μπήκα στο χολ που οι θαμποί καθρέφτες του επαναλάμβαναν τα φυτά του σαλονιού. Κατά περίεργο τρόπο, ο ξενοδόχος δε με γνώρισε και μου εμφάνισε το βιβλίο πελατών. Πήρα την πένα που ήταν κρεμασμένη στο αναλόγιο, τη βούτηξα στο μπρούντζινο μελανοδοχείο και, τη στιγμή που έσκυβα πάνω απ’ το ανοιχτό βιβλίο, συνέβη η πρώτη απ’ τις πολλές εκπλήξεις που μου επιφύλασσε εκείνη η νύχτα. Τ’ όνομά μου, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ήταν ήδη γραμμένο, και το μελάνι, ακόμα νωπό.
Ο ξενοδόχος μου είπε:
«Νόμιζα πως είχατε ήδη ανέβει».
Ύστερα, αφού με περιεργάστηκε, ένιωσε την ανάγκη ν’ απολογηθεί:
«Συγγνώμη, κύριε. Ο άλλος κύριος σας μοιάζει πάρα πολύ, αλλά εσείς είστε πολύ νεότερος».
Τον ρώτησα: «Σε ποιο δωμάτιο είναι;»
«Μου ζήτησε το 19» ήταν η απάντησή του.
Το φοβόμουν.



Άφησα κάτω την πένα κι ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά. Το δωμάτιο 19 βρισκόταν στον δεύτερο όροφο κι έβλεπε σε μια φτωχή, εγκαταλειμμένη αυλή όπου υπήρχε ένας καγκελωτός φράχτης και, το θυμάμαι καλά, ένα παγκάκι. Ήταν το πιο ψηλό δωμάτιο του ξενοδοχείου. Έσπρωξα την πόρτα που υποχώρησε. Ο πολυέλαιος δεν ήταν αναμμένος. Κάτω απ’ το αμείλικτο φως με αναγνώρισα: με την πλάτη γυρισμένη, πάνω στο στενό σιδερένιο κρεβάτι, γερασμένος, αδυνατισμένος και κατάχλομος, με το βλέμμα χαμένο στα γύψινα του ταβανιού. Άκουσα τη φωνή. Δεν ήταν ακριβώς η δική μου• ήταν αυτή που ακούω πάντα στις μαγνητοφωνήσεις μου: άχαρη και δίχως αποχρώσεις.
«Τι παράξενο...» έλεγε, «είμαστε δύο κι είμαστε ο ίδιος. Βέβαια, τίποτα στα όνειρα δεν είναι παράξενο.»
Έντρομος ρώτησα:
«Ώστε όλο αυτό είναι όνειρο;»
«Είμαι σίγουρος πως είν’ το τελευταίο μου.»
Μου ’δειξε με το χέρι ένα άδειο φλασκί πάνω στο μαρμάρινο κομοδίνο.
«Θα χρειαστεί να ονειρευτείς πολύ πριν φτάσεις σ’ αυτή τη νύχτα. Σε ποια χρονιά είσαι εσύ;»
«Δεν είμαι σίγουρος» του απάντησα, άναυδος, «αλλά ξέρω πως έκλεισα χθες τα εξήντα ένα.»
«Όταν η αϋπνία σου σε οδηγήσει σ’ αυτή τη νύχτα, θα έχεις κλείσει, χθες, τα ογδόντα τέσσερα. Σήμερα έχουμε 25 Αυγούστου 1983.»
«Θα πρέπει δηλαδή να περιμένω τόσα χρόνια...» ψιθύρισα.
«Τώρα πια, εμένα δε μου μένει τίποτα» είπε απότομα. «Μπορώ να πεθάνω ανά πάσα στιγμή, μπορώ να χαθώ μέσα σ’ αυτό που δε γνωρίζω, και συνεχίζω να ονειρεύομαι τον άλλο μου εαυτό. Είναι το ανιαρό θέμα που μου χάρισαν οι καθρέφτες και ο Στίβενσον.»
Αισθάνθηκα πως η επίκληση του Στίβενσον ήταν ένας αποχαιρετισμός και όχι επίδειξη ευρυμάθειας. Ήμουν αυτός και καταλάβαινα. Δεν αρκούν οι πιο δραματικές στιγμές για να γίνει κανείς Σαίξπηρ και να δώσει αξιομνημόνευτες φράσεις. Για να τον διασκεδάσω, του είπα:
«Ήξερα πως θα σου συνέβαινε αυτό. Εδώ μέσα ακριβώς, πριν από χρόνια, σ’ ένα από τα κάτω δωμάτια, είχαμε αρχίσει να εξυφαίνουμε το σχέδιο αυτής της αυτοκτονίας».
«Ναι» μου αποκρίθηκε αργά, σαν να συμμάζευε τις αναμνήσεις του. «Αλλά δε βλέπω τι σχέση έχει. Σ’ εκείνο το σχέδιο, είχα πάρει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το Αδρογκέ, κι όταν έφτασα στο Ξενοδοχείο Las Delicias, ανέβηκα στο δωμάτιο 19, το πιο απομακρυσμένο. Εκεί μέσα αυτοκτόνησα.»




«Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι εδώ» του είπα.
«Εδώ; Μα πάντα είμαστε εδώ. Εδώ σε ονειρεύομαι, σ’ αυτό το σπίτι της οδού Μαϊπού. Κι εδώ μέσα σβήνω, σ’ αυτό το δωμάτιο που ήταν της μητέρας.»
«...που ήταν της μητέρας» επανέλαβα, χωρίς να θέλω να καταλάβω. «Εγώ σε ονειρεύομαι σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο 19, στον πάνω όροφο.»
«Ποιος ονειρεύεται ποιον; Εγώ ξέρω πως σ’ ονειρεύομαι, αλλά δεν ξέρω αν μ’ ονειρεύεσαι κι εσύ. Πάνε τόσα χρόνια που γκρέμισαν το ξενοδοχείο του Αδρογκέ: είκοσι, μπορεί και τριάντα. Ποιος ξέρει...»
«Εγώ είμαι αυτός που ονειρεύεται» απάντησα, με κάποια έπαρση.
«Δεν καταλαβαίνεις πως το βασικό είναι να επαληθεύσουμε αν ένας είναι αυτός που ονειρεύεται, ή δύο που ο ένας ονειρεύεται τον άλλον.»
«Εγώ είμαι ο Μπόρχες, που είδα τ’ όνομά σου γραμμένο στο βιβλίο κι ανέβηκα.»
«Μπόρχες είμαι εγώ, που αυτή τη στιγμή πεθαίνω στην οδό Μαϊπού.»
Μετά από μια παύση, ο άλλος μου είπε:
«Ας δούμε ποιος λέει αλήθεια. Ποια ήταν η πιο τρομερή στιγμή στη ζωή μας;»
Έσκυψα από πάνω του κι ανταλλάξαμε δυο-τρεις κουβέντες. Ξέρω πως και οι δυο μας λέγαμε ψέματα.
Ένα αδύναμο χαμόγελο φώτισε το γερασμένο πρόσωπο. Ένιωσα πως, κατά κάποιον τρόπο, αυτό το χαμόγελο αντανακλούσε το δικό μου.
«Είπαμε ψέματα ο ένας στον άλλον» μου είπε, «γιατί μας θεωρούμε δύο και όχι έναν. Η αλήθεια είναι ότι είμαστε δύο και είμαστε ένας.»
Η συζήτηση είχε αρχίσει να μ’ εκνευρίζει. Του το είπα. Και πρόσθεσα:
«Κι εσύ που είσαι στο 1983, δεν μπορείς να μου αποκαλύψεις τίποτα για το χρόνια που μου μέλλεται να ζήσω;»
«Τι να σου πω, καημένε μου Μπόρχες... Οι συνηθισμένες δυστυχίες σου θα επαναληφθούν. Θα μείνεις μόνος σ’ αυτό το σπίτι. Θ’ αγγίζεις τα βιβλία χωρίς γράμματα, το μενταγιόν του Σβέντεμποργκ και την ξύλινη σημαία με το Σταυρό της Ομοσπονδίας. Η τυφλότητα δεν είναι το σκότος• είναι μια μορφή μοναξιάς. Θα γυρίσεις στην Ισλανδία.»
«Ισλανδία! Ισλανδία των θαλασσών!»
«Στη Ρώμη, θα επαναλάβεις τους στίχους του Κιτς, που τ’ όνομά του, όπως όλα τα ονόματα, γράφτηκε στο νερό.»
«Δεν έχω πάει ποτέ στη Ρώμη.»
«Και μετά θα γράψεις το καλύτερο ποίημά σου, που θα ’ναι μια ελεγεία.»
«Για το θάνατο της...» συμπλήρωσα, αλλά δεν τόλμησα να πω το όνομα.
«Όχι• εκείνη θα ζήσει πιο πολύ από σένα.»
Μείναμε σιωπηλοί. Εκείνος συνέχισε:
«Θα γράψεις το βιβλίο που ονειρευόμασταν τόσα χρόνια. Γύρω στα 1979, θα καταλάβεις πως το υποτιθέμενο έργο σου δεν είναι παρά μια σειρά σχεδιάσματα, ποικίλα σχεδιάσματα, και θα υποκύψεις στον μάταιο και δεισιδαίμονα πειρασμό να γράψεις το μεγάλο σου βιβλίο. Μιλώ για τη δεισιδαιμονία που μας επέβαλαν ο Φάουστ του Γκέτε, η Σαλαμπό ή ο Οδυσσέας. Είναι απίστευτο πόσες σελίδες έχω γεμίσει!»
«Και στο τέλος κατάλαβες ότι είχες αποτύχει.»
«Ακόμα χειρότερα: κατάλαβα πως το έργο μου ήταν αριστούργημα, με την πιο αφόρητη έννοια του όρου. Οι καλές προθέσεις μου δεν ξεπερνούσαν τις πρώτες σελίδες: στις άλλες ήταν οι λαβύρινθοι, τα μαχαίρια, ο άνθρωπος που θαρρεί πως είναι εικόνα, το είδωλο στον καθρέφτη που θαρρεί πως είναι αληθινό, ο τίγρης των νυχτών, οι μάχες που γυρίζουν στο αίμα, ο Χουάν Μουράνια τυφλός και τραγικός, η φωνή του Μασεδόνιο, το καράβι που χτιζόταν με τα νύχια των νεκρών, τα παλιά αγγλικά που απάγγελνες τα βράδια.»
«Αυτό το μουσείο μού είναι οικείο» παρατήρησα με ειρωνεία.
«Κι εκτός απ’ αυτά, οι λανθασμένες αναμνήσεις, το διπλό παιχνίδι των συμβόλων, οι μακρές απαριθμήσεις, ο καλός χειρισμός του προζαϊσμού, οι ατελείς συμμετρίες που οι κριτικοί ανακαλύπτουν γοητευμένοι, τα όχι πάντα απόκρυφα παραθέματα.»
«Το εξέδωσες αυτό το βιβλίο;»
«Μου πέρασε απ’ το νου η μελοδραματική απόφαση να το καταστρέψω, ίσως να το κάψω, και κατέληξα να το εκδώσω στη Μαδρίτη, με ψευδώνυμο. Μϊλησαν τότε για έναν χονδροειδή μιμητή του Μπόρχες, που είχε το ελάττωμα να μην είναι ο Μπόρχες και να επαναλαμβάνει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του προτύπου.»
«Αυτό, δε με εκπλήσσει» δήλωσα. «Κάθε συγγραφέας καταλήγει να είναι ο λιγότερο ευφυής μαθητής του.»
«Αυτό το βιβλίο υπήρξε ένας απ’ τους δρόμους που με οδήγησαν σ’ αυτή τη νύχτα. Θέλεις να σου πω τους άλλους; Η ταπείνωση των γηρατειών, η βεβαιότητα ότι κάθε μέρα την είχα ξαναζήσει...»
«Δε θα το γράψω αυτό το βιβλίο» του είπα.
«Θα το γράψεις. Τα λόγια μου, που τώρα είναι το παρόν, αργότερα δε θα ’ναι παρά η ανάμνηση ενός ονείρου.»


Ο δογματικός του τόνος με ενόχλησε• αυτός θα είναι σίγουρα που παίρνω όταν διδάσκω. Με ενόχλησε το γεγονός ότι μοιάζαμε τόσο πολύ κι ότι αξιοποιούσε την ασυλία που του παρείχε η εγγύτητα του θανάτου. 

Για να ισοφαρίσω, του είπα:
«Είσαι τόσο σίγουρος πως θα πεθάνεις;»
«Ναι» μου αποκρίθηκε. «Αισθάνομαι μια γλυκύτητα και μια ανακούφιση που δεν τις είχα αισθανθεί ποτέ πριν. Δεν μπορώ να σ’ το εξηγήσω. Όλες οι λέξεις απαιτούν μια κοινή εμπειρία. Γιατί δείχνεις σαν να σ’ ενοχλούν τόσο πολύ αυτά που σου λέω;»
«Γιατί μοιάζουμε υπερβολικά. Μισώ το πρόσωπό σου που είναι η καρικατούρα μου, μισώ τη φωνή σου που είναι απομίμησή μου, μισώ το θλιβερό συντακτικό σου που είναι το δικό μου.»
«Κι εγώ το ίδιο» είπε ο άλλος. «Γι’ αυτό αποφάσισα ν’ αυτοκτονήσω.»


Έξω, ένα πουλί κελάηδησε.
«Είναι το τελευταίο» είπε ο άλλος.
Μ’ ένα νεύμα, με κάλεσε να πάω κοντά του. Το χέρι του έψαξε το δικό μου. Έκανα πίσω• φοβήθηκα μη γίνουν ένα.
Μου είπε:
«Οι στωικοί διδάσκουν ότι δεν πρέπει να ’χουμε παράπονα από τη ζωή• η πόρτα της φυλακής είναι ανοιχτή. Έτσι το εκλάμβανα πάντα, αλλά η τεμπελιά και η δειλία με καθυστέρησαν. Εδώ και καμιά δεκαριά μέρες, έδινα στο Λα Πλάτα μια διάλεξη με θέμα το Έκτο Βιβλίο της Αινειάδας. Ξαφνικά, εκεί που απάγγελνα ένα εξάμετρο, κατάλαβα ποιος ήταν ο δρόμος μου. Πήρα αυτή την απόφαση. Από εκείνη τη στιγμή, νιώθω άτρωτος. Η τύχη μου θα είναι η δική σου. Θα δεχθείς τη βίαιη αποκάλυψη, εκεί στη μέση των λατινικών και του Βιργίλιου, και θα ’χεις ξεχάσει τελείως αυτόν τον περίεργο προφητικό διάλογο που εξελίσσεται σε δύο χρόνους και δύο χώρους. Όταν θα ξαναονειρευτείς, θα είσαι αυτός που είμαι, και θα ’σαι τ’ όνειρό μου».
«Δε θα το ξεχάσω• αύριο κιόλας θα το γράψω.»
«Θα μείνει στο βυθό της μνήμης σου, κάτω από την πλημμυρίδα των ονείρων. Καθώς θα το γράφεις, θα νομίζεις ότι υφαίνεις ένα φανταστικό διήγημα. Μα δε θα ’ναι αύριο – σου μένουν πολλά χρόνια ακόμα.»


Έπαψε να μιλάει, και κατάλαβα ότι είχε πεθάνει. Κατά κάποιον τρόπο, μαζί του πέθαινα κι εγώ• έσκυψα όλο αγωνία πάνω στο μαξιλάρι, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς.
Βγήκα με φούρια απ’ το δωμάτιο.

Έξω, δεν ήταν ούτε η αυλή, ούτε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια, ούτε το μεγάλο σιωπηλό σπίτι, ούτε οι ευκάλυπτοι, ούτε τ’ αγάλματα, ούτε η κληματαριά, ούτε τα σιντριβάνια, ούτε η μεγάλη καγκελόπορτα του Αδρογκέ.

Έξω, με περίμεναν άλλα όνειρα.

Μπουένος Άιρες, 1977.


Jorge Luis Borges (24.8.1899-14.6.1986)