Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Όλα τα δάκρυα του κόσμου



All the world's tears 

Αν μπορούσες να μαζέψεις όλα τα δάκρυα που έχουν χυθεί στην ιστορία του κόσμου, δε θα είχες μόνο ένα τεράστιο υδάτινο στρώμα' θα είχες μπροστά σου ολόκληρη την ιστορία του κόσμου. Κάποια παρόμοια σκέψη πέρασε από το νου του Τζ. Σμιθλάο, του δυναμικοψυχολόγου, καθώς στεκόταν στον 139 ο τομέα της Ίνγκ Λαντ, παρατηρώντας τη σύντομη και τραγική αγάπη του άγριου και της κόρης του Τσαρλς Γκάνπατ. Κρυμμένος πίσω από μια οξυά, ο Σμιθλάο είδε τον άγριο να διασχίζει με προσοχή την υπερυψωμένη μέσα στον κήπο βεράντα' η κόρη του Γκάνπατ, η Πλόυπλόυ , στεκόταν στην άλλη άκρη, και τον περίμενε. Ήταν η τελευταία μέρα του χρόνου του τεσσαρακοστού τέταρτου αιώνα. Ο άνεμος που σάλευε το φόρεμά της Πλόυπλόυ, έγερνε διάφορα φύλλα προς το μέρος της' αναστέναζε μέσα στο φανταστικό και έρημο κήπο, σαν τη μοίρα σε βαφτίσια, καταστρέφοντας τα τελευταία τριαντάφυλλα. Αργότερα τα πεσμένα φύλλα θα τα ρουφούσε από τα μονοπάτια, την πελούζα και την αυλή ο ατσάλινος κηπουρός. Τώρα, ο αέρας έκανε ένα μικρό ρεύμα γύρω από τα πόδια του άγριου, καθώς άπλωνε το χέρι του, για να αγγίξει την Πλόυπλόυ. Τότε ήταν που το δάκρυ έλαμψε στα μάτια της. Κρυμμένος, γοητευμένος, ο δυναμικοψυχολόγος Σμιθλάο είδε αυτό το δάκρυ. Εκτός ίσως από ένα βλακώδες ρομπότ, ήταν ο μόνος που είδε ολόκληρο το επεισόδιο. Και παρόλο που ήταν αδιάφορος και σκληρός, σε σχέση με τα πρότυπα άλλων εποχών, ήταν αρκετά ανθρώπινος για να διαισθανθεί πως, εδώ, στην γκρίζα ταράτσα, βρισκόταν ένας μικρός συλλαβόγριφος, που σημείωνε το τέλος όλων όσων είχε υπάρξει ο Ανθρωπος. Μετά από το δάκρυ, φυσικά, ήρθε η έκρηξη. Μόνο για μια στιγμή, ένας καινούριος άνεμος έζησε ανάμεσα στους ανέμους της γης. Τελείως τυχαία περπατούσε ο Σμιθλάο στο κτήμα του Τσαρλς Γκάνπατ.

Είχε έρθει όπως πάντα, σα δυναμικοψυχολόγος του Γκάνπατ, για να χορηγήσει μια δόση μίσους στο γέρο. Εντελώς περίεργα, καθώς πλησίαζε να προσγειωθεί, ανοίγοντας τα πτερύγια του σκάφους του για να βγει από τη στρατόσφαιρα, ο Σμιθλάο είχε διακρίνει τον άγριο να πλησιάζει το κτήμα του Γκάνπατ. Κάτω από τα περιστρεφόμενα πτερύγια το τοπίο φαινόταν τόσο περιποιημένο, όσο μια ζωγραφιά. Τα απογυμνωμένα χωράφια σχημάτιζαν τέλεια παραλληλόγραμμα. Εδώ και εκεί, ένα ρομπότ ή κάποιος άλλος αυτόματος μηχανισμός διατηρούσε τη φύση σύμφωνα με τη δικιά του λειτουργική εικόνα' ούτε ένα μπιζέλι δε μεγάλωνε χωρίς κυβερνητική επίβλεψη' ούτε μια μέλισσα δεν βούιζε ανάμεσα στους στήμονες δίχως να ελέγχει την πορεία της κάποιο ραντάρ. Κάθε πουλί είχε έναν αριθμό και έναν ήχο που το καλούσε, ενώ ανάμεσα σε κάθε φυλή μυρμηγκιών περιδιάβαιναν τα μεταλλικά μυρμήγκια - αφηγητές, που μετάφεραν τα μυστικά της φωλιάς πίσω στη βάση. Ο παλιός, βολικός κόσμος με τους τυχαίους παράγοντες είχε εξαφανιστεί κάτω από την πίεση της πείνας. Τίποτα το ζωντανό δε ζούσε χωρίς έλεγχο. Οι αμέτρητοι πληθυσμοί των προηγούμενων αιώνων είχαν εξαντλήσει το έδαφος. Μόνο η αυστηρότερη τσιγγουνιά, σε συνδυασμό με την αυστηρή πειθαρχία, παρήγαγε αρκετή τροφή για τον τωρινό αραιό πληθυσμό. Τα δισεκατομμύρια είχαν πεθάνει από την πείνα' οι εκατοντάδες που εξακολουθούσαν να ζουν, βρίσκονταν στα πρόθυρα της λιμοκτονίας.

Στο άγονο τακτοποιημένο τοπίο, το κτήμα του Γκανπατ έμοιαζε με προσβολή. Καλύπτοντας πέντε στρέμματα, ήταν μια μικρή νησίδα άγριας βλάστησης. Ψηλές και αφρόντιστες φτελιές σχημάτιζαν ένα φράκτη στην περίμετρο, γέρνοντας πάνω από τις πελούζες και το σπίτι. Το ίδιο το σπίτι, το βασικό στον τομέα 139, ήταν κτισμένο με τεράστιους πέτρινους βράχους. Έπρεπε να είναι δυνατό, για να αντέχει το βάρος των υπηρετικών μηχανών που εκτός από τον Γκάνπατ και την κόρη του, Πλόυπλόυ, ήταν οι μόνοι του ένοικοι. Ακριβώς την ώρα που έπεφτε κάτω από το επίπεδο των δέντρων, ο Σμιθλάο νόμισε πως είχε δει μια ανθρώπινη φιγούρα να προχωράει αργά προς το κτήμα. Για χιλιάδες λόγους, αυτό φαινόταν κάπως αδύνατο. Ο μεγάλος υλικός πλούτος του κόσμου είχε μοιραστεί ανάμεσα σε σχετικά λίγους ανθρώπους, και κανένας δεν ήταν αρκετά φτωχός για να χρειάζεται να πηγαίνει κάπου με τα πόδια. Το αυξανόμενο μίσος του ανθρώπου για τη Φύση, υποκινούμενο από την εντύπωση πως τον είχε προδώσει, θα έκανε έναν τέτοιο περίπατο μαρτύριο - εκτός κι αν αυτός ο άνθρωπος ήταν τρελός, σαν την Πλόυπλόυ. Βγάζοντας τη φιγούρα από τη σκέψη του, ο Σμιθλάο έριξε το σκάφος προς το ίσιωμα ενός βράχου. Χάρηκε που κατέβηκε: ήταν μια απαίσια μέρα, και τα στρώματα από τα σύννεφα του σωρείτη από όπου είχε περάσει κατεβαίνοντας, ήταν γεμάτα από κενά αέρος. Το σπίτι του Γκάνπατ, με τα καλυμμένα παράθυρά του, τους πύργους του, τις ατελείωτες ταράτσες του, και τα άχρηστα στολίδια του, την τεράστια είσοδό του τον κοίταζε βλοσυρά σα μια εγκαταλειμμένη γαμήλια τούρτα. Αμέσως κάτι φάνηκε να κινείται. Τρία ρομπότ με ρόδες φάνηκαν να έρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις, στρέφοντας ελαφρά ατομικά όπλα προς το μέρος του καθώς πλησίαζαν. Κανένας, σκέφτηκε ο Σμιθλάο, δε μπορεί να μπει εδώ απρόσκλητος. Ο Γκάνπατ δεν ήταν φιλικός, ακόμα και σε σχέση με τα μη-φιλικά πρότυπα του καιρού του. 

«Πες ποιος είσαι», διέταξε η πρώτη μηχανή. Ήταν άσχημη κι επίπεδη, και θύμιζε αόριστα ένα φρύνο. 
«Είμαι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ», αποκρίθηκε ο Σμιθλάο' σε κάθε του επίσκεψη, έπρεπε να περάσει από αυτή τη διαδικασία. Καθώς μιλούσε, αποκάλυψε το πρόσωπό του στη μηχανή. Αυτή έβγαλε ένα μουγκρητό, ελέγχοντας την εικόνα και τις πληροφορίες με τη μνήμη της. Τελικά είπε: «Είσαι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ. Τι θέλεις;» Βρίζοντας τη φοβερή βραδύτητα του ρομπότ, ο Σμιθλάο του είπε: «Έχω ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα», και περίμενε την απάντηση. «Έχεις ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα», επιβεβαίωσε το ρομπότ. «Έλα από εδώ». Κύλησε με καταπληκτική χάρη, μιλώντας στα άλλα δυο ρομπότ, καθησυχάζοντας τα, επαναλαμβάνοντάς τους μηχανικά, «Αυτός είναι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ. Έχει ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα», για την περίπτωση που δεν το είχαν καταλάβει. Στο μεταξύ, ο Σμιθλάο μιλούσε στο σκάφος του. Ένα μέρος της καμπίνας με τον ίδιο μέσα, αποκόπηκε από την υπόλοιπη και κατέβασε ρόδες στο έδαφος, μετατρεπόμενο έτσι σε ένα κινούμενο φορείο. Μεταφέροντας το Σμιθλάο, ακολούθησε το άλλο ρομπότ. Αυτόματες οθόνες ανέβηκαν και σκέπασαν τα παράθυρα, καθώς ο Σμιθλάο βρέθηκε στην παρουσία άλλων ανθρώπων. Μπορούσε μόνο να δει και να τον δουν μέσα από τηλε-οθόνες. Τέτοιο ήταν το μίσος (διάβαζε: φόβος) που ένιωθε ο άνθρωπος για το συνάνθρωπό του, που δεν μπορούσε να υποφέρει το άμεσο αντίκρισμά του. Ακολουθώντας η μια την άλλη, οι μηχανές σκαρφάλωσαν στις κλιμακωτές ταράτσες από τη μπροστινή βεράντα, όπου σκεπάστηκαν με μια ομίχλη απολυμαντικού, μετά μπήκαν σε ένα λαβύρινθο διαδρόμων, και τέλος βρέθηκαν μπρος στον Τσαρλς Γκάνπατ. Στο σκούρο πρόσωπο του Γκάνπατ, στην οθόνη του οχήματος, φαινόταν μόνο μια ελαφριά αντιπάθεια για το δυναμικοψυχολόγο. Συνήθως κατάφερνε να ελέγχει τον εαυτό του όπως τώρα, πράγμα που στρεφόταν εναντίον του στις εμπορικές συνεδριάσεις, όπου ο καθένας έπρεπε να κατατροπώνει τον αντίπαλό του με μεγαλοπρεπείς εκρήξεις οργής. Γι' αυτό το λόγο καλούσε πάντα τον Σμιθλάο για να του χορηγήσει μια δόση μίσους όποτε χρειαζόταν κάτι το σημαντικό στην ημερήσια διάταξη. Το μηχάνημα του Σμιθλάο τον έφερε σε απόσταση μισού μέτρου από την εικόνα του ασθενή του, πιο κοντά από ότι επέτρεπαν οι κανόνες ευγένειας. «Άργησα», άρχισε με ένα φυσικό τόνο ο Σμιθλάο, «επειδή δεν άντεχα να σύρω τον εαυτό μου μπρος στην ενοχλητική παρουσία σου ούτε ένα λεπτό νωρίτερα. Είχα την ελπίδα πως αν αργούσα λίγο, κάποιο ευτυχές δυστύχημα θα μπορούσε να εξαφανίσει αυτή τη βλακώδη μύτη σου από το -πώς να το πω τώρα; - πρόσωπό σου. Αλίμονο, είναι ακόμα εδώ, με τα δυο της ρουθούνια να απλώνονται σαν ποντικότρυπες στο κρανίο σου. Αναρωτιέμαι συχνά Γκάνπατ, δεν σκοντάφτουν ποτέ οι ποδάρες σου σε αυτές τις τρύπες;» Παρατηρώντας το πρόσωπο του ασθενή του προσεχτικά, ο Σμιθλάο είδε μόνο ένα ανεπαίσθητο σημάδι ενόχλησης. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν δύσκολο να ερεθιστεί ο Γκάνπατ. Ευτυχώς, ο Σμιθλάο ήταν έξοχος στο επάγγελμά του' συνέχισε προσπαθώντας να τον προσβάλλει. «Μα φυσικά δεν θα σκόνταφτες ποτέ, επειδή είσαι τόσο εκπληκτικά ανίδεος, ώστε δεν ξέρεις τη διαφορά του πάνω από το κάτω. Δεν ξέρεις καν πόσα ρομπότ μας κάνουν πέντε. Ακόμα κι όταν ήταν η σειρά σου να πας στο Κέντρο Αναπαραγωγής της πρωτεύουσας δε συνειδητοποίησες πως αυτή ήταν μια από τις λίγες φορές που πρέπει να εγκαταλείπει κανένας την οθόνη του. Νόμιζες πως μπορούσες να κάνεις έρωτα μέσα από την οθόνη! Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Μια χαζή κόρη... μια χαζή κόρη Γκάνπατ! Σκέψου πως πρέπει να κρυφογελούν γι' αυτό οι αντίπαλοί σου στον Αυτοματισμό. «Ο ανισόρροπος Γκάνπατ κι η χαζή κόρη του», θα λένε. «Δε μπορείς να ελέγξεις τα γονίδιά σου», θα λένε». 
Οι χλευασμοί είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η εικόνα του προσώπου του Γκάνπατ κοκκίνισε. «Δεν υπάρχει τίποτα στραβό με την Πλόυπλόυ, εκτός από το ότι είναι «οπισθοδρομική» - αυτό το είπες μόνος σου!» του πέταξε. Άρχιζε να αντιδρά' αυτό ήταν καλό σημάδι. Η κόρη του ήταν πάντα το αδύνατο σημείο της πανοπλίας του. «Οπισθοδρομική!» γρύλισε ο Σμιθλάο. 
«Πόσο πίσω μπορεί να οπισθοδρομήσει κανείς; είναι ήρεμη , με ακούς, εσύ με τις τρίχες στα αυτιά σου; Θέλει να αγαπήσει !» μούγκρισε με ένα ειρωνικό γέλιο.
 «Ω, είναι ανήθικο, Γκάνυμπόυ! Δε θα μπορούσε να μισήσει ούτε καν για να σώσει τη ζωή της. Δεν είναι καλύτερη από έναν άγριο. Είναι χειρότερη από έναν άγριο, είναι τρελή!»
 «Δεν είναι τρελή», είπε ο Γκάνπατ, αρπάζοντας και τις δυο πλευρές της οθόνης του. Με αυτό το ρυθμό, θα ήταν έτοιμος για τη διάσκεψη σε άλλα δέκα λεπτά. 
«Δεν είναι τρελή;» ρώτησε ο δυναμικοψυχολόγος, δίνοντας έναν κοροϊδευτικό τόνο στη φωνή του. «Όχι, η Πλόυπλόυ δεν είναι τρελή: μόνο που το Κέντρο Αναπαραγωγής της αρνήθηκε ακόμα και το δικαίωμα της γονιμότητας, αυτό είναι όλο. Μόνο που η Αυτοκρατορική Κυβέρνηση της αρνήθηκε το δικαίωμα της τηλε-ψήφου, αυτό είναι όλο. Μόνο που το Ενωμένο Εμπόριο της αρνήθηκε την Καταναλωτική Κάρτα, αυτό είναι όλο. Μόνο που το Ινστιτούτο Παιδείας την περιόρισε στην κατηγορία βήτα, αυτό είναι όλο. Μήπως είναι φυλακισμένη εδώ επειδή είναι ιδιοφυία; Είσαι τρελός Γκάνπατ, αν δεν πιστεύεις πως αυτό το κορίτσι είναι θεοπάλαβο. Εσύ, μπορείς να πεις με αυτό το βρομόστομα, πως δεν έχει και λευκό πρόσωπο». 
Ο Γκάνπατ έβγαλε διάφορους ήχους. «Τολμάς να το αναφέρεις αυτό!» Φώναξε. «Και τι τρέχει αν το πρόσωπό της έχει αυτό το χρώμα;» 
«Κάνεις τόσο ηλίθιες ερωτήσεις, που δεν αξίζει να ασχολούμαι μαζί σου», είπε μαλακά ο Σμιθλάο. «Το πρόβλημα σου, Γκάνπατ, είναι πως το τεράστιο κεφάλι σου δεν μπορεί να απορροφήσει ένα απλό ιστορικό γεγονός. Η Πλόυπλόυ είναι λευκή, επειδή παρουσιάζει αταβιστικά χαρακτηριστικά. Οι αρχαίοι εχθροί μας ήταν λευκοί. Κατείχαν αυτό το μέρος της υδρογείου, το Ίνγκ-Λαντ και το Γιου-Ροπ, μέχρι τον εικοστό τέταρτο αιώνα, όταν οι πρόγονοί μας παρουσιάστηκαν από την Ανατολή και πήραν πίσω τα αρχαία προνόμια που απολάμβαναν μέχρι τότε σε βάρος μας. Οι πρόγονοί μας, παντρεύτηκαν όσους από τους νικημένους επέζησαν.  Σε λίγες γενιές το λευκό είδος εξασθένησε, αναμίχθηκε, χάθηκε. Δεν παρουσιάστηκε λευκό πρόσωπο στη γη από την τρομερή Εποχή του Υπερ-Πληθυσμού: πριν από χίλια πεντακόσια χρόνια περίπου. Και τώρα - τώρα ο μικρός «οπισθοδρομικός» Γκάνπατ μας παρουσιάζει ένα. Τι σου έδωσαν στο Κέντρο Αναπαραγωγής αγόρι μου, καμιά γυναίκα των σπηλαίων;»
 Ο Γκάνπατ ξέσπασε εξαγριωμένος, κουνώντας τη γροθιά του στην οθόνη. «Απολύεσαι, Σμιθλάο», γρύλισε. «Αυτή τη φορά το παρατράβηξες, ακόμα και για ένα βρωμο-ψυχολόγο! Βγες έξω! Εμπρός, βγες και μην ξαναγυρίσεις ποτέ». Απότομα φώναξε στον αυτόματο χειριστή του να τον συνδέσει με τη διάσκεψη. Είχε ωριμάσει πια μέσα του η διάθεση να αντιμετωπίσει τον Αυτοματισμό και τους αγύρτες συναδέλφους του. Καθώς η θυμωμένη εικόνα του Γκάνπατ εξαφανίστηκε από την οθόνη, ο Σμιθλάο αναστέναξε και χαλάρωσε. Η δόση του μίσους είχε ολοκληρωθεί. Αποτελούσε υπέρτατη φιλοφρόνηση για το επάγγελμά του να τον διώχνει ο ασθενής του στο τέλος της θεραπείας' ο Γκάνπατ θα ανυπομονούσε να τον φωνάξει την άλλη φορά. 

Πάντως, ο Σμιθλάο δεν αισθάνθηκε κανένα θρίαμβο. Στο επάγγελμά του ήταν απαραίτητη μια ολοκληρωτική εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχολογίας' έπρεπε να γνωρίζει ακριβώς τα πιο αδύνατα σημεία της δομής του ανθρώπου. Παίζοντας αρκετά έντεχνα με αυτά τα σημεία, μπορούσε να διεγείρει τον άνθρωπο και να τον κάνει να δράσει. Χωρίς διέγερση, ο άνθρωπος, ήταν μια αδύναμη λεία στην απάθεια, ένας σωρός κουρέλια που τον μετέφεραν τα μηχανήματα. Οι αρχαίες παρορμήσεις είχαν πεθάνει και τον είχαν εγκαταλείψει. Ο Σμιθλάο κάθισε εκεί που βρισκόταν, κοιτάζοντας το παρελθόν και το μέλλον. Εξαντλώντας το έδαφος, ο άνθρωπος είχε εξαντλήσει τον εαυτό του. Η ψυχή και το φθαρμένο έδαφος δεν μπορούνε να συνυπάρχουν - ήταν τόσο απλό και λογικό. Μόνο τα τελευταία κύματα μίσους και θυμού έδιναν στον άνθρωπο κάποια ώθηση για να συνεχίζει. Διαφορετικά, ήταν μόνο ένα νεκρό χέρι στο μηχανοποιημένο κόσμο του. Λοιπόν, έτσι εξαφανίζεται ένα είδος! Σκέφτηκε ο Σμιθλάο, κι αναρωτήθηκε αν και κάποιος άλλος το είχε σκεφτεί. Ίσως να το γνώριζε η Αυτοκρατορική Κυβέρνηση, αλλά να μη μπορούσε να κάνει τίποτα' στο κάτω - κάτω, τι θα μπορούσες να κάνεις περισσότερο από ότι είχε ήδη γίνει; 
Ο Σμιθλάο ήταν ένας αδιάφορος άνθρωπος, πράγμα αναπόφευκτο για μια ξεπερασμένη κοινωνία τόσο αδύναμη που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον εαυτό της. Έχοντας ανακαλύψει το τρομερό πρόβλημα, προσπάθησε να το ξεχάσει, να αποφύγει τις συνέπειές του, να ξεφύγει από οτιδήποτε προσωπικές συνεπαγωγές θα μπορούσε να έχει. Με ένα γρύλισμα στο όχημά του, γύρισε προς τα πίσω και το διέταξε να επιστρέψει σπίτι. Μια και το ρομπότ του Γκάνπατ είχε ήδη φύγει, ο Σμιθλάο επέστρεψε από το δρόμο που είχε έρθει, μόνος του. Μεταφέρθηκε έξω, και μετά στο σκάφος του, που στεκόταν σιωπηλό κάτω από τις φτελιές. Προτού συνδέσει το όχημα με το σκάφος, μια κίνηση τράβηξε την προσοχή του Σμιθλάο. Μισοκρυμμένη δίπλα στη βεράντα η Πλόυπλόυ, στεκόταν ακουμπισμένη σε μια γωνιά του σπιτιού. Μια ξαφνική παρόρμηση περιέργειας, έκανε τον Σμιθλάο να βγει από το όχημα. Ο ανοιχτός αέρας, εκτός από ότι βρισκόταν σε κίνηση, βρωμούσε από τα τριαντάφυλλα, τα σύννεφα και τα πράσινα πράγματα που σκούραιναν στη σκέψη του ανθρώπου. Ο Σμιθλάο φοβόταν, αλλά το ερέθισμα της περιπέτειας τον έκανε να συνεχίσει. Το κορίτσι δεν έβλεπε προς το μέρος του' προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα από το τείχος των δέντρων που τη χώριζαν από τον κόσμο. Καθώς πλησίασε ο Σμιθλάο, εκείνη προχώρησε στο πίσω μέρος του σπιτιού με την ίδια ένταση στο βλέμμα της. Την παρακολούθησε προσεχτικά, επωφελούμενος από την κάλυψη που του έδινε η βλάστηση. Ένας μεταλλικός κηπουρός εκεί κοντά συνέχισε να ψαλιδίζει ένα παρτέρι, χωρίς να τον προσέχει. Η Πλόυπλόυ στεκόταν τώρα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί η εκπληκτική είσοδος και η σκεπή ήταν ένας συνδυασμός αρχαίου ιταλικού ροκοκό και κινέζικης ιδιοφυίας. Κιγκλιδώματα υψώνονταν κι έπεφταν, σκάλες ξεπρόβαλλαν μέσα από κυκλικές αψίδες, γκρίζες και γαλάζιες μαρκίζες έφταναν σχεδόν μέχρι το έδαφος. Αλλά όλα αυτά είχαν παραμεληθεί' ένας πεντάφυλλος κισσός, που υπονοούσε ήδη την επερχόμενη δόξα του, προσπαθούσε να ρίξει κάτω τα μαρμάρινα αγαλματάκια, γούρνες με ροδοπέταλα έφραζαν τις περιστρεφόμενες σκάλες. Κι όλα αυτά σχημάτιζαν το ιδανικό φόντο για την εγκαταλελειμμένη φιγούρα της Πλόυπλόυ. Με εξαίρεση τα λεπτά ροζ χείλη της, το πρόσωπό της ήταν τελείως χλωμό. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα' έπεφταν ίσια, πιασμένα μόνο σε ένα σημείο, στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, κι έφταναν σε μια αλογοουρά στη μέση της. Έμοιαζε πραγματικά τρελή, τα μελαγχολικά της μάτια κοιτούσαν προς το μέρος των μεγάλων φτελιών σα να μπορούσαν να κλείσουν τα πάντα στη γραμμή του βλέμματός της. Ο Σμιθλάο γύρισε για να δει τι κοιτούσε με τέτοια επιμονή. Ο άγριος περνούσε εκείνη τη στιγμή μέσα από τους πυκνούς θάμνους που τυλίγονταν γύρω από τους κορμούς των δέντρων. Μια ξαφνική βροχή άρχισε, πέφτοντας πάνω στα ξερά φύλλα του κήπου. Όπως όλες οι ανοιξιάτικες μπόρες, τελείωσε σε μια στιγμή' στη διάρκεια της η Πλόυπλόυ δεν άλλαξε θέση και ο άγριος δεν ύψωσε το κεφάλι του. Μετά ο ήλιος ξεπρόβαλλε, ρίχνοντας τη σκιά, και κάθε λουλούδι φόρεσε ένα κόσμημα από βροχή. Ο Σμιθλάο σκέφτηκε αυτό που είχε σκεφτεί στο δωμάτιο του Γκάνπατ. Τώρα πρόσθεσε και αυτό στη γραμμή: Θα ήταν τόσο εύκολο για τη Φύση, μόλις εξαφανιζόταν ο παρασιτικός άνθρωπος, να αρχίσει ξανά. Περίμενε με ένταση, γνωρίζοντας πως ένα δράμα θα εξελισσόταν μπρος τα μάτια του. Πέρα από την πελούζα που γυάλιζε, ένα μικρό κινούμενο πράγμα πλησίασε, ανέβηκε πηδηχτά τα σκαλιά και χάθηκε πίσω από μια αψίδα. Ήταν ένα από τους φρουρούς της περιμέτρου που πήγαινε να δώσει σήμα κινδύνου. Σε ένα λεπτό επέστρεψε. Τέσσερα μεγάλα ρομπότ το συνόδευαν' ο Σμιθλάο αναγνώρισε το ένα από αυτά' ήταν το μηχάνημα που τον είχε ανακρίνει μόλις έφτασε. Προχώρησαν αποφασιστικά ανάμεσα από τους θάμνους με τα τριαντάφυλλα, πέντε απειλητικές φιγούρες με διαφορετικό σχήμα. Ο μεταλλικός κηπουρός κάτι μουρμούρισε, σταμάτησε τη δουλειά του, και προχώρησε μαζί με τα άλλα ρομπότ προς το μέρος του αγρίου. 
«Δεν έχει ούτε την ελπίδα ενός σκύλου», μονολόγησε ο Σμιθλάο. Η φράση αυτή είχε κάποιο νόημα: όλα τα σκυλιά είχαν κηρυχτεί περιττά, και είχαν εξοντωθεί από καιρό. Τώρα ο άγριος είχε περάσει το φράγμα των θάμνων κι είχε φτάσει στην άκρη της πελούζας. Έσπασε ένα κλωνάρι με φύλλα και το στερέωσε στο πουκάμισό του, για να κρύβει κάπως το πρόσωπό του' στερέωσε ένα άλλο κλαδί στο παντελόνι του. Καθώς τα ρομπότ πλησίαζαν, ύψωσε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι, κρατώντας ένα τρίτο κλαδί. Οι έξη μηχανές τον κύκλωσαν. Το πλατύ ρομπότ έκανε ένα θόρυβο, Σα να αποφάσιζε τι να κάνει. 
«Πες ποιος είσαι», πρόσταξε. 
«Μια τριανταφυλλιά», αποκρίθηκε ο άγριος. 
«Οι τριανταφυλλιές έχουν τριαντάφυλλα. Εσύ δεν έχεις. Δεν είσαι τριανταφυλλιά», είπε το ρομπότ. Το μεγαλύτερο και ψηλότερο όπλο του σηκώθηκε στο επίπεδο του στήθους του αγρίου. 
«Τα τραντάφυλλά μου έχουν ξεραθεί», είπε ο άγριος, «αλλά έχω ακόμα φύλλα. Ρώτησε τον κηπουρό σου αν δεν ξέρεις τι είναι τα φύλλα». 
«Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα», είπε αμέσως ο κηπουρός με μια βαθιά φωνή. 
«Ξέρω τι είναι τα φύλλα. Δε χρειάζεται να ρωτήσω τον κηπουρό. Τα φύλλα είναι το φύλλωμα των δέντρων και των φυτών, που τους δίνει την πράσινη εμφάνισή τους», είπε το ρομπότ. 
«Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα», επανέλαβε ο κηπουρός και πρόσθεσε για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, «τα φύλλα του δίνουν μια πρασινωπή εμφάνιση».
 «Ξέρω τι είναι τα πράγματα με φύλλα», είπε το ρομπότ. «Δε χρειάζεται να σε ρωτήσω, κηπουρέ». Φαινόταν πως μια ενδιαφέρουσα, αλλά περιορισμένη διαφωνία θα ξεσπούσε ανάμεσα στα δύο ρομπότ, αλλά εκείνη τη στιγμή μια από τις άλλες μηχανές μίλησε. «Αυτή η τριανταφυλλιά μπορεί να μιλά», είπε. 
«Οι τριανταφυλλιές δεν μπορούν να μιλούν», είπε αμέσως το επίπεδο ρομπότ. Έχοντας εκφράσει αυτό το πολύτιμο συμπέρασμα, έμεινε σιωπηλό, σκεφτόμενο ίσως τι περίεργη που είναι η ζωή. Μετά είπε, αργά - αργά. «Επομένως, αυτή η τριανταφυλλιά δεν είναι τριανταφυλλιά, ή αυτή η τριανταφυλλιά δεν μίλησε». 
«Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα», άρχισε πάλι ο κηπουρός. «Αλλά δεν είναι τριανταφυλλιά. Ο τριανταφυλλιές έχουν μπουμπούκια. Είναι μια λευκαγκαθιά. Οι λευκαγκαθιές είναι επίσης γνωστές και σα σκλήθρα με καρπούς». 
Αυτή η ειδικευμένη γνώση ξεπερνούσε τις δυνατότητες του επίπεδου ρομπότ. Ακολούθησε μια τεταμένη σιωπή. «Είμαι μια λευκαγκαθιά», είπε ο άγριος, διατηρώντας ακόμα την πόζα του. «Δεν μπορώ να μιλήσω». 
Σε αυτό το σημείο όλες οι μηχανές άρχισαν να μιλούν ταυτόχρονα, στριφογυρίζοντας γύρω του για να το δουν καλύτερα, και πέφτοντας η μια πάνω στην άλλη. Τέλος, η φωνή του επίπεδου ρομπότ ξεχώρισε από τη μεταλλική φασαρία. 
«Ότι και να είναι αυτό το πράγμα με τα φύλλα, πρέπει να το ξεριζώσουμε. Πρέπει να το σκοτώσουμε», είπε. 
«Δε μπορείς να το ξεριζώσεις. Αυτό είναι δουλειά των κηπουρών», είπε ο κηπουρός. Στριφογυρίζοντας τα ψαλίδια του, και βγάζοντας ένα δρεπάνι, επιτέθηκε στο επίπεδο ρομπότ. Τα πρωτόγονα όπλα του δεν είχαν μεγάλο αποτέλεσμα πάνω στο θώρακα του άλλου ρομπότ. Πάντως, το δεύτερο, καταλαβαίνοντας πως τα πράγματα είχαν φτάσει σε ένα αδιέξοδο, είπε. «Θα πάμε στον Τσαρλς Γκάνπατ να μας πει τι να κάνουμε. Ελάτε από εδώ». «Ο Τσαρλς Γκάνπατ βρίσκεται στη διάσκεψη», αποκρίθηκε ένα άλλο ρομπότ. Ο Τσαρλς Γκάνπατ δεν πρέπει να ενοχληθεί στη διάσκεψη. Επομένως δεν πρέπει να ενοχλήσουμε τον Τσαρλς Γκάνπατ». «Επομένως πρέπει να περιμένουμε», είπε το μεταλλικό επίπεδο ρομπότ. Προπορεύτηκε περνώντας δίπλα σχεδόν από τον Σμιθλάο' ανέβηκαν όλα μαζί τα σκαλοπάτια κι εξαφανίστηκαν στο σπίτι. 

Ο Σμιθλάο θαύμασε την ψυχραιμία του άγριου. Ήταν θαύμα που ζούσε ακόμα. Αν είχε δοκιμάσει να τρέξει, θα τον είχαν σκοτώσει αμέσως' αυτή την κατάσταση είχαν διδαχτεί να την αντιμετωπίζουν τα ρομπότ. Ούτε τα διφορούμενα λόγια του θα τον είχαν σώσει αν αντιμετώπιζε μόνο ένα ρομπότ, γιατί ένα ρομπότ μόνο του είναι ένα απλοϊκό ον. Πάντως, όταν είναι πολλά μαζί, υποφέρουν από ένα πρόβλημα που συχνά προσβάλλει μέχρι ένα σημείο και τις ανθρώπινες συναθροίσεις: μια τάση να επιδεικνύουν τη λογική τους σε βάρος του αντικειμένου της συνάθροισης. 
Λογική! Αυτό ήταν το πρόβλημα. Ήταν το μόνο πράγμα που είχαν τα ρομπότ. Ο άνθρωπος είχε λογική και εξυπνάδα: τα κατάφερνε καλύτερα από τα ρομπότ του. Και όμως, έχανε τη μάχη ενάντια στη Φύση. Κι η Φύση σαν τα ρομπότ, χρησιμοποιούσε μόνο λογική. Ήταν ένα παράδοξο που εμπόδιζε τον άνθρωπο να επικρατήσει. Μόλις αυτή η στρατιά από τις μηχανές εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι, ο άγριος έτρεξε κατά μήκος του κήπου και σκαρφάλωσε στην πρώτη σειρά των σκαλοπατιών, προχωρώντας προς την ακίνητη κοπέλα. Ο Σμιθλάο γλίστρησε πίσω από μια οξυά για να είναι πιο κοντά τους' αισθάνθηκε σαν διεστραμμένος, παρατηρώντας τους χωρίς ενδιάμεση οθόνη, αλλά δεν μπορούσε όμως να απομακρυνθεί. Ο άγριος πλησίαζε τώρα την Πλόυπλόυ, περπατώντας αργά κατά μήκος της βεράντας, σαν υπνωτισμένος.
 «Ήσουν επινοητικός», του είπε. Το λευκό πρόσωπο της είχε κοκκινίσει τώρα στα μάγουλα. «Ήμουν επινοητικός έναν ολόκληρο χρόνο για να μπορέσω να έρθω κοντά σου», της είπε. Τώρα που οι επινοήσεις του τον είχαν φέρει αντίκρυ της, τον εγκατέλειψαν και τον άφησαν να στέκεται αβοήθητος. Ήταν ένας αδύνατος νεαρός με φθαρμένα ρούχα και αφρόντιστη γενιάδα. 
«Πώς με βρήκες;» ρώτησε η Πλόυπλόυ. Η φωνή της αντίθετα με τη φωνή του νεαρού, μόλις έφτανε στα αυτιά του Σμιθλάο. Μια βασανιστική έκφραση, τόσο σπασμωδική όσο και το φθινόπωρο έπαιξε στο πρόσωπό της.
 «Ήταν ένα είδος ενστίκτου - σαν να είχα ακούσει το κάλεσμά σου», είπε ο άγριος. «Όσα άσχημα πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν στον κόσμο έχουν γίνει... Ίσως να είσαι η μόνη γυναίκα στον κόσμο που μπορεί να αγαπά' ίσως να είμαι ο μόνος άντρας που μπορεί να ανταποκριθεί. Έτσι ήρθα. Ήταν φυσικό, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά». 
«Ονειρευόμουν πάντα πως κάποιος θα ερχόταν», του είπε. «Και για βδομάδες ένιωθα - ήξερα - πως ερχόσουν. Ω αγάπη μου...» 
«Πρέπει να κάνουμε γρήγορα, γλυκιά μου», της είπε. «Δούλευα κάποτε με τα ρομπότ -ίσως να μπόρεσες να καταλάβεις πως ξέρω το μηχανισμό τους. 'Όταν φύγουμε από εδώ ένα σκάφος-ρομπότ θα μας πάρει αμέσως μακριά - οπουδήποτε' σε ένα νησί ίσως, όπου τα πράγματα δεν είναι τόσο απελπιστικά. Αλλά πρέπει να φύγουμε προτού επιστρέψουν τα μηχανήματα του πατέρα σου». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της Πλόυπλόυ. Σήκωσε το χέρι της. «Περίμενε!» τον ικέτεψε. «Δεν είναι τόσο απλό. Πρέπει να ξέρεις κάτι... Το... το Κέντρο Αναπαραγωγής μου αρνήθηκε το δικαίωμα της γονιμότητας. Δεν πρέπει να με αγγίξεις». 
«Μισώ το Κέντρο Αναπαραγωγής!» είπε ο άγριος. «Μισώ ό,τι έχει να κάνει με την παρούσα κυβέρνηση. Τίποτα από ότι έχουν κάνει δε μπορεί να επιδράσει επάνω μας τώρα». 
Η Πλόυπλόυ είχε σφίξει τα χέρια της πίσω από την πλάτη της. Το χρώμα είχε φύγει από το πρόσωπό της. Μια νέα βροχή από ροδοπέταλα έπεσε πάνω στο φόρεμά της, κοροϊδεύοντάς την. «Είναι τόσο μάταιο», είπε. «Δεν καταλαβαίνεις...» 
Η αγριάδα του είχε ημερώσει. «Εγκατέλειψα τα πάντα για να έρθω σε σένα», της είπε. «Το μόνο που λαχταρώ είναι να σε πάρω στην αγκαλιά μου». 
«Αλήθεια αυτό είναι το μόνο που θέλεις στον κόσμο;» ρώτησε. 
«Το ορκίζομαι», είπε απλά. 
«Τότε έλα κι άγγιξέ με», είπε η Πλόυπλόυ. Εκείνη ήταν η στιγμή που είδε ο Σμιθλάο το δάκρυ να γυαλίζει στα μάτια της. Το χέρι του άγριου απλώθηκε προς το μέρος της και άγγιξε το μάγουλό της. Στεκόταν ακίνητη στη γκρίζα ταράτσα, με το κεφάλι της ψηλά. Κι έτσι, το χέρι του χάιδεψε ελαφρά το πρόσωπό της. Η έκρηξη έγινε σχεδόν ταυτόχρονα. Σχεδόν ταυτόχρονα. Πήρε μόνο ένα δέκατο του δευτερολέπτου μέχρι να αναλύσουν τα προδοτικά νεύρα που βρίσκονταν στην επιδερμίδα της Πλόυπλόυ το άγγιγμα, σαν κάτι που ανήκε σε ένα άλλο ανθρώπινο ον και να μεταφέρουν την ανακάλυψή τους στο νευρικό κέντρο' εκεί, ο νευρολογικός φραγμός που είχε εμφυτέψει το Κέντρο Αναπαραγωγής σε όλους όσους είχε αρνηθεί τη γονιμοποίηση, μπήκε αμέσως σε λειτουργία. Κάθε κύτταρο στο κορμί της Πλόυπλόυ εκφόρτισε την ενέργειά του ταυτόχρονα. Ο συγχρονισμός τους ήταν τόσο επιτυχής, που κι ο άγριος σκοτώθηκε από την έκρηξη. 
Ναι, σκέφτηκε ο Σμιθλάο, πρέπει να παραδεχτείς πως η δουλειά ήταν καθαρή. Και πάλι λογική. Σε έναν κόσμο που βρίσκεται στα πρόθυρα της πείνας, πως αλλιώς θα μπορούσαν να σταματήσουν τον πολλαπλασιασμό των ανεπιθύμητων; Η Λογική ενάντια στη Λογική, ο άνθρωπος ενάντια στη φύση: αυτό δημιουργούσε όλα τα δάκρυα στον κόσμο. 

Επέστρεψε περπατώντας ανάμεσα στα φυτά, κατευθυνόμενος προς το σκάφος του, προσπαθώντας να φύγει προτού εμφανιστούν τα ρομπότ. Οι διαλυμένες φιγούρες στην ταράτσα ήταν ακίνητες, μισοσκεπασμένες ήδη με φύλλα και πέταλα. Ο άνεμος μούγκριζε σα μια μεγάλη θριαμβευτική θάλασσα, στις κορφές των δέντρων. Δεν ήταν παράξενο που ο άγριος δε γνώριζε για το νευρολογικό μηχανισμό πυροδοτήσεως: λίγοι άνθρωποι το γνώριζαν, τα μέλη του δυναμικοψυχολογικού Συνδέσμου και το Κέντρο Αναπαραγωγής - και φυσικά, τα ίδια τα άτομα που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν.
 Ναι, η Πλόυπλόυ γνώριζε τι θα συνέβαινε. Είχε διαλέξει σκόπιμα να πεθάνει με αυτό τον τρόπο. «Το έλεγα πάντα πως ήταν τρελή!» σκέφτηκε ο Σμιθλάο. 
Γέλασε καθώς σκαρφάλωνε στο σκάφος του, κουνώντας το κεφάλι του με την τρέλα της. 
Ήταν ένα θαυμάσιο στοιχείο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην επόμενη συνάντηση με τον Τσαρλς Γκάνπατ.



Brian Aldiss  (1925- )

 "All the world's tears"  
(1957)

[μτφ. Μάγδα Χαλικιά ]
[περιοδ Nova τευχος 2 Ιούνιος 1978 ]

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Σκιά – παραβολή






"Εσείς που διαβάζετε είστε ακόμα μέσα στους ζωντανούς, μα εγώ που γράφω από καιρό έχω πάει στη χώρα των σκιών. Γιατί, μα την αλήθεια, πράγματα παράξενα θα γίνουν, μυστικά θα βγούνε στο φανερό και πολλοί αιώνες θα περάσουν ώσπου οι άνθρωποι να δούνε αυτά τα σημειώματα. Κι όταν τα δούνε, μερικοί θα δυσπιστήσουν, και μερικοί θ' αμφιβάλλουν, και πολύ λίγοι από αυτούς θα ερευνήσουνε τα ψηφία που εδώ είναι χαραγμένα με πένα σιδερένια.

Η χρονιά ήτανε χρονιά τρόμου και αισθημάτων πιο δυνατών από τον τρόμο, που γι' αυτά δεν υπάρχει όνομα πάνω στη γη. Γιατί πολλά τέρατα και σημεία γενήκανε παντού, πάνω από τη θάλασσα και τη γη. Οι μαύρες φτερούγες της Πανούκλας ξαπλώθηκαν παντού. Όμως στους αστρολόγους δεν ήταν άγνωστο πως οι ουρανοί είχανε μιαν άρρωστη θωριά. Και σ' εμένα, τον Έλληνα Οίνο, μαζί με άλλους, ήτανε φανερό πως πλησιάζουμε στην περίοδο εκείνου του εφτακοσιοστού ενενηκοστού τέταρτου χρόνου, όταν στην είσοδο του Κριού ο πλανήτης Δίας ενώνεται με τον κόκκινο δακτύλιο του τρομερού Κρόνου. Η ξεχωριστή θωριά των ουρανών, αν δεν έχω λάθος, φανερωνότανε όχι μονάχα στη φυσική τροχιά της γης παρά και στις ψυχές, στις φαντασίες και στις σκέψεις του ανθρώπινου γένους.


Γύρω σε μερικά φλασκιά κόκκινο κρασί από τη Χίο, στο βάθος μιας αίθουσας μεγαλόπρεπης, μέσα σε μια πολιτεία σκοτεινή που τη λένε Πτολεμαΐδα, καθόμαστε μια νύχτα μια παρέα από εφτά. Και το δωμάτιό μας δεν είχε άλλη είσοδο εξόν μια πόρτα μπρούντζινη αψηλή. Η πόρτα ήτανε καμωμένη από τον τεχνίτη Κόριννο με μεγάλη μαστοριά και κλείδωνε από μέσα. Κι ακόμα, παραπετάσματα μαύρα στο μελαγχολικό δωμάτιό μας έκρυβαν το φεγγάρι, τα θλιβερά τ' άστρα και τους έρημους δρόμους, αλλά η προαίσθηση και η θύμηση του θανατικού δεν μπορούσανε έτσι εύκολα να κλειστούνε απέξω. Υπήρχανε γύρω μας, κοντά μας, πράγματα που γι' αυτά δεν μπορώ να δώσω μια ιδέα σωστή. Πράγματα υλικά και πνευματικά, βάρος στην ατμόσφαιρα. Ένιωθες κατιτί που σ' έπνιγε. Μια αγωνία, και περισσότερο απ' όλα, αυτή η τρομερή κατάσταση της ύπαρξης που παθαίνουν οι νευρικοί όταν οι αισθήσεις είναι ξύπνιες και βρίσκονται σε υπερένταση ζωής και οι δυνάμεις του νου βρίσκονται σε λήθαργο. Ένα κρύο νεκρικό μας πλάκωνε, χυνότανε πάνω στα μέλη μας, πάνω στα ποτήρια που πίναμε. Κι όλα φαινόντανε θλιμμένα και στεναχωρεμένα, όλα, εξόν τις φλόγες των εφτά σιδερένιων λαμπών που φωτίζανε την κραιπάλη μας. Υψωνόντανε σ' αψηλές και λεπτές γραμμές φωτός, με λάμψη χλωμή κι ασάλευτη. Και μες στο στρογγυλό τραπέζι που γύρω του καθόμαστε κι όπου το αντιφέγγισμα τους το έκανε καθρέφτη, ο καθένας μας έβλεπε τη χλωμάδα του προσώπου του και την ανήσυχη ακτινοβολία των πεθαμένων ματιών των συντρόφων του. Όμως, ήμαστε χαρούμενοι κατά το δικό μας τρόπο, που ήτανε υστερικός. Και τραγουδούσαμε τα τραγούδια του Ανακρέοντα, που είναι τρελά. Και πίναμε βαθιά, αν και το κόκκινο κρασί μας θύμιζε το αίμα. 

Γιατί στο δωμάτιό μας ήτανε ακόμα ένα όγδοο πρόσωπο, ο νέος Ζωίλος, πεθαμένος, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς και σαβανωμένος – ο φύλαξ άγγελος και ο δαίμονας της σκηνής. 
Αλίμονο! 
Στη διασκέδασή μας έπαιρνε μέρος μόνο το πρόσωπό του το συσπασμένο από την πανούκλα. Και τα μάτια του, που μέσα τους ο Θάνατος είχε μισοσβήσει τη φωτιά του κακού, φαινότανε πως παίρνανε τέτοιο ενδιαφέρον στο φαγοπότι μας καθώς ο νεκρός στη χαρά των μελλοθανάτων. Μα εγώ, ο Οίνος, αν και ένιωσα πως τα μάτια του πεθαμένου ήτανε καρφωμένα επάνω μου, εβίαζα τον εαυτό μου ώστε να μην καταλαβαίνω την πικράδα της έκφρασής των και, καρφώνοντας τα μάτια μου μες στα βάθη του εβένινου καθρέφτη, τραγούδησα με φωνή ηχερή και μεγάλη τα τραγούδια του γιου της Τέω. Αλλά, λίγο λίγο, τα τραγούδια μου πάψανε, κι οι αντίλαλοί τους, κατρακυλώντας ανάμεσα στα μελαγχολικά παραπετάσματα του δωματίου, γενήκανε αδύνατοι κι αόριστοι, και πεθάνανε. Και να! Από το βάθος των μαύρων αυτών παραπετασμάτων, όπου πεθάνανε οι ήχοι του τραγουδιού, ανάβρυσε μια σκιά αόριστη και σκοτεινή, σα σκιά ανθρώπινου κορμιού που κάνει το φεγγάρι σα χαμηλώνει στον ουρανό. Μα δεν ήτανε η σκιά ούτε ανθρώπου, ούτε Θεού, ούτε κανενός γνωστού πράγματος. Και τρεμουλιάζοντας για μια στιγμή μες στα κλειστά παραπετάσματα του δωματίου, στο τέλος έμεινε ολοφάνερη επάνω στην επιφάνεια της μπρούντζινης πόρτας. Αλλά η σκιά ήταν αόριστη κι απροσδιόριστη κι άμορφη. 
Και δεν ήτανε η σκιά ούτε ανθρώπου, ούτε θεού – ούτε Θεού της Ελλάδας, ούτε θεού της Χαλδαίας, ούτε κανενός Αιγύπτιου Θεού. Και η σκιά έμεινε επάνω στη μεγάλη μπρούντζινη πόρτα και κάτω από την κάμαρη, ασάλευτη, βουβή. Και η πόρτα που η σκιά είχε μείνει ήτανε, αν καλοθυμούμαι, κατάντικρυ στα πόδια του νέου σαβανωμένου Ζωίλου. Μα εμείς οι εφτά σύντροφοι, επειδή είχαμε δει τη σκιά καθώς ανάβρυζε από τα παραπετάσματα, δεν τολμούσαμε να την αντικρύσουμε, παρά ρίξαμε κάτω τα μάτια και κοιτούσαμε αδιάκοπα μέσα στα βάθη του εβένινου καθρέφτη. Τέλος εγώ, ο Οίνος, μιλώντας σιγανά, ρώτησα τη σκιά που κατοικεί και ποιο είναι τ' όνομά της. 
Και η σκιά αποκρίθηκε:
 «Είμαι ΣΚΙΑ και κατοικώ κοντά στις κατακόμβες της Πτολεμαΐδας και πολύ κοντά στα σκοτεινά εκείνα Ηλύσια Πεδία που περιζώνουνε το ακάθαρτο κανάλι του Χάρωνα». 

Και τότε όλοι μας σηκωθήκαμε από τα καθίσματά μας τρομαγμένοι και σταθήκαμε με τρεμούλα, μ' ανατριχίλα και ταραχή! Γιατί οι ήχοι της φωνής της σκιάς δεν ήταν ήχοι ενός μόνο ατόμου παρά πολλών όντων. Και η φωνή αυτή, αλλάζοντας τους χρωματισμούς της από συλλαβή σε συλλαβή, έπεφτε θολά στ' αυτιά μας, σαν τους ήχους χιλιάδων γνωστών φίλων που είχανε πεθάνει"


Έντγκαρ Άλαν Πόε 


μτφ Δημ Σταύρου
από τις εκδ Πλέθρον / Λογοτεχνία 

"Πόε Τόμος Α΄ Ποιήματα Κριτική Επιστολές" 

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

"Κουκλοθέατρο"



Η φρίκη ήρθε στο Τσέρυμπελ νωρίς το απόγευμα μιας αβάσταχτα ζεστής αυγουστιάτικης μέρας. Αλλά ίσως αυτό να είναι πλεονασμός. Κάθε αυγουστιάτικη μέρα στο Τσέρυμπελ της Αριζόνα είναι αβάσταχτα ζεστή. Το Τσέρυμπελ βρίσκεται στο 89ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού, περίπου 64 χιλιόμετρα νότια του Τάξον και 48 χιλιόμετρα βόρεια από τα σύνορα του Μεξικού. Αποτελείται από δυο βενζινάδικα, ένα από κάθε πλευρά του δρόμου, για να αρπάζουν τους ταξιδιώτες από όποια μεριά και αν πηγαίνουν, ένα μπακάλικο, μια ταβέρνα με άδεια να πουλάει μόνο μπύρα και κρασί, ένα εμπορικό, παγίδα για τους τουρίστες που δεν μπορούν να περιμένουν μέχρι να φτάσουν στα σύνορα για να αρχίσουν να αγοράζουν ριγωτές κάπες και «χουαράτσες», ένα ερημωμένο μαγαζί που πούλαγε χάμπουργκερ και μερικά λασπόσπιτα, κατοικημένα από Μεξικανοαμερικάνους που δουλεύουν στο Νογκάλες, τη νότια μεθοριακή πόλη, και που, ένας θεός ξέρει γιατί, προτιμούν να ζουν στο Τσέρυμπελ και να πηγαινοέρχονται από το ένα μέρος στο άλλο, μερικοί με μοντέλο Φορντ Τ. Η πινακίδα στο κεντρικό δρόμο γράφει: Cherrybell, Pop. 42*, αλλά η πινακίδα υπερβάλλει- ο Ποπ πέθανε πέρυσι - ο Ποπ Άντερς, που κράταγε το έρημο πια μαγαζί για χάμπουργκερ - κι ο σωστός αριθμός θα 'πρεπε να 'ναι 41. 


Η Φρίκη ήρθε στο Τσέρυμπελ καβάλα σε ένα γάιδαρο, μ' οδηγό έναν παλιοβρωμιάρη γκριζογένη χρυσοθήρα - ποντικό της ερήμου, που αργότερα είπε ότι τον λένε Νταίηντ Γκραντ. Το όνομα της Φρίκης ήταν Γκαρβάν. Το ύψος του ξεπέρναγε τα 2.70, αλλά ήταν τόσο αδύνατος, σχεδόν σαν κλαράκι, που το βάρος του θα 'φτανε δε θα 'φτανε τα 45 κιλά. Το γέρικο γαϊδούρι του Νταίηντ τον σήκωνε εύκολα, παρά το γεγονός ότι τα δυο του πόδια σέρνονταν στην άμμο. Αν και σέρνονταν πάνω από 80 χιλιόμετρα - όπως αποδείχτηκε αργότερα - τα παπούτσια του, που έμοιαζαν περισσότερο με κοθόρνους, δεν είχαν υποστεί την παραμικρή φθορά' τα παπούτσια του ήταν όλο κι όλο το ντύσιμό του, αν εξαιρέσουμε κάτι που θα μπορούσε να 'ναι μαγιό σε γαλάζιο χρώμα αυγού τσίχλας. 
Αλλά δεν ήταν οι διαστάσεις του που τον έκαναν φριχτό στη θέα' ήταν το δέρμα του. Φαινόταν κόκκινο. Ματωμένο, σαν να τον είχαν γδάρει ζωντανό κι έμεινε για δέρμα η ματωμένη εσωτερική επιφάνεια. Το κρανίο και το πρόσωπό του ήταν εξίσου στενά και μακρουλά' παρόλ' αυτά έμοιαζε με άνθρωπο ή τουλάχιστον με ανθρωποειδές. Εκτός αν λάβουμε υπόψη μας τέτοιες μικρολεπτομέρειες, όπως τα γαλάζια στο χρώμα του αυγού της τσίχλας μαλλιά του, που ταίριαζαν με το μαγιό του, ή όπως τα μάτια και οι μπότες του. Ανοιχτά γαλάζια και κόκκινες σαν αίμα. 

Ο Κάζεϋ, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, ήταν ο πρώτος που τους είδε να 'ρχονται διασχίζοντας την πεδιάδα, ακολουθώντας την οροσειρά προς την ανατολή. Βγήκε στο κατώφλι της πίσω πόρτας της ταβέρνας του για να ανασάνει λίγο δροσερό, έστω ζεστό, αέρα. Τότε βρίσκονταν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά, και μπορούσε να δει την έκδηλη παραξενιά της μορφής που πήγαινε καβάλα στο γάιδαρο. Σε αυτή την απόσταση, μόνο την παραξενιά. Η φρίκη ήρθε μόνο όταν πλησίασαν. Ο Κάζεϋ έμεινε χάσκοντας μέχρι που το παράξενο τρίο έφτασε σ' απόσταση μισού χιλιομέτρου' τότε άρχισε να τους πλησιάζει αργά. 
Υπάρχουν άνθρωποι που το βάζουν στα πόδια στη θέα του άγνωστου, άλλοι που προχωρούν να το συναντήσουν. Ο Κάζεϋ προχώρησε να το συναντήσει. Έτσι λίγο πιο έξω, καμιά διακοσαριά μέτρα από το πίσω μέρος της μικρής ταβέρνας, τους συνάντησε. Ο Νταίηντ Γκραντ σταμάτησε και έριξε χάμω το σκοινί που τράβαγε το γάιδαρό του. Το ζώο στάθηκε ακίνητο και χαμήλωσε το κεφάλι του. Ο άνθρωπος - κλαρί δε χρειάστηκε να σηκωθεί παρά μόνο να πατήσει γερά στη γη και να σταθεί μ' ανοιχτά τα πόδια πάνω από το γαϊδούρι. Πέρασε το ένα πόδι του πάνω από το ζώο και στάθηκε ένα λεπτό στηρίζοντας τα χέρια του στην πλάτη του γαϊδουριού, έπειτα κάθισε πάνω στην άμμο. «Πλανήτης με μεγάλη βαρύτητα», είπε. «Δε μπορώ να σταθώ πολλή ώρα». «Μπορεί φέρει νερό γαϊδούρι;» ρώτησε τον Κάζεϋ ο χρυσοθήρας. «Πρέπει πολύ διψάει τώρα. Εγώ άφησε παγούρια νερό, άλλα πράγματα, μπορέσει ζώο σηκώσει...» 
Έδειξε με το δάχτυλο την κοκκινογάλαζη φρίκη. Ο Κάζεϋ μόλις τώρα άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι ήταν πράγματι φρίκη. Από μακριά ο χρωματικός συνδυασμός ήταν μόνο σε μικρό βαθμό αποτρόπαιος, αλλά από κοντά το δέρμα του ήταν άγριο, φαινόταν να 'χει φλέβες στην επιφάνεια, έμοιαζε υγρό, αν και δεν ήταν, και διάολε, πράγματι το δέρμα του ήταν σαν γδαρμένο, το μέσα έξω. Ή απλώς γδαρμένο, τέρμα. Ο Κάζεϋ δεν είχε δει ποτέ του κάτι τέτοιο, κι ευχόταν να μην ξανάβλεπε ποτέ. Ο Κάζεϋ ένιωσε κάτι πίσω του και γύρισε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Κι άλλοι είχαν δει κι έρχονταν, αλλά πιο κοντά του, σε απόσταση 100 μέτρων, βρίσκονταν δυο παιδιά. «Muchachos» φώναξε. «Agua por el burro. Un pozal. Pronto**». Ξανακοίταξε μπροστά του, κι είπε: «Τι...;» «Ποιος...;» 
«Εγώ Νταίηντ Γκραντ», είπε ο χρυσοθήρας, απλώνοντας το χέρι του, που ο Κάζεϋ κράτησε αφηρημένα. Μετά τη χειραψία, τέντωσε το χέρι του πάνω από τον ώμο του ποντικού της ερήμου, κι έδειξε το πράγμα που καθόταν στην άμμο. «Τ΄ όνομά του Γκαρβάν, όπως μου λέει. Είναι κάτι αλλόκοτο, και κάτι σαν υπουργός». 
Ο Κάζεϋ χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού του τον άνθρωπο - κλαρί κι ευχαριστήθηκε που κι αυτός τον χαιρέτησε μ' ένα γνέψιμο, αντί να του απλώσει το χέρι. «Είμαι ο Μάνουελ Κάζεϋ», είπε. «Τι εννοεί, κάτι αλλόκοτο;» 
Η φωνή του ανθρώπου - κλαριού ήταν απροσδιόριστα βαθιά και παλλόμενη. «Είμαι εξωγήινος. Και με πλήρη εξουσιοδότηση». 
Παραδόξως, ο Κάζεϋ ήταν σχετικά μορφωμένος άνθρωπος και κατάλαβε και τις δυο προτάσεις. Προφανώς ήταν ο μόνος στο Τσέρυμπελ που θα μπορούσε να αντιληφθεί το νόημα της δεύτερης. Λιγότερο παράδοξο, αν λάβουμε υπόψη μας το παρουσιαστικό του ανθρώπου - κλαριού, είναι που τις πίστεψε και τις δυο. 
«Τι μπορώ να κάνω για σας, κύριε;» ρώτησε. «Αλλά πριν απ' όλα, ας τραβηχτούμε στη σκιά». 
«Όχι, ευχαριστώ. Κάνει λίγο περισσότερη ψύχρα από ότι μου 'χαν πει, αλλά νιώθω αρκετά άνετα. Η θερμοκρασία σας αντιστοιχεί με ένα δροσερό ανοιξιάτικο απόγευμα στον πλανήτη μου. Κι όσο για το τι μπορείτε να κάνετε για μένα, μπορείτε να ενημερώσετε τις αρχές για την άφιξή μου. Πιστεύω ότι θα τις ενδιαφέρει». 
Λοιπόν, σκέφτηκε ο Κάζεϋ, από καθαρή σύμπτωση έπεσε πάνω στον πιο κατάλληλο άνθρωπο, τουλάχιστον σε απόσταση 30 χιλιομέτρων. Ο Μάνουελ Κάζεϋ ήταν μισό Ιρλανδός, μισό Μεξικάνος. Είχε έναν ετεροθαλή αδερφό που ήταν μισό Ιρλανδός και μισό Αμερικάνος, κι ο ετεροθαλής αδερφός του ήταν σμήναρχος στην Αεροπορική Βάση Νταίηβις Μόνθαν, στο Τάξον. 
«Ένα λεπτό, κ. Γκαρβάν», είπε. «Θα τηλεφωνήσω αμέσως. Μήπως εσείς κ. Γκραντ θέλετε να 'ρθετε μέσα;» 
«Όχι, ντεν πειράζει. Εγώ κάθε μέρα έξω. Και Γκαρβάν είπε αν μείνει εγώ διαρκώς μαζί του, όσο τελειώσει δουλειά του, δώσει εμένα κάτι πολύτιμο. Κάτι ... ληκτρονικό...» 
«Ένα φορητό ηλεκτρονικό ανιχνευτή μεταλλευμάτων που λειτουργεί με μπαταρία», είπε ο Γκαρβάν. «Ένα απλό μηχανηματάκι που εντοπίζει την παρουσία μεταλλεύματος σε απόσταση 3 χιλιομέτρων, καθορίζει το είδος, το βαθμό, την ποσότητα και το βάθος». 
Ο Κάζεϋ ξεροκατάπιε, ζήτησε συγγνώμη και σπρώχνοντας δεξιά και αριστερά το συγκεντρωμένο πλήθος, έφτασε στην ταβέρνα του. Δε χρειάστηκε πάνω από ένα λεπτό για να μιλήσει στο σμήναρχο Κάζεϋ στο τηλέφωνο, αλλά του χρειάστηκαν άλλα τέσσερα για να τον πείσει ότι ούτε μεθυσμένος ήταν, ούτε αστειευόταν. Είκοσι πέντε λεπτά αργότερα ακούστηκε ένας θόρυβος στον ουρανό που όλο δυνάμωνε ώσπου έσβησε τελείως, καθώς ένα ελικόπτερο τεσσάρων θέσεων προσγειώθηκε κι έσβησε τη μηχανή του δέκα μέτρα πέρα από τον εξωγήινο, δυο άντρες κι ένα γάιδαρο. Μόνο ο Κάζεϋ είχε και πάλι το θάρρος να ξαναπλησιάσει το τρίο' υπήρχαν κι άλλοι θεατές, αλλά αυτοί κρατιόνταν ακόμα σε απόσταση. 
Ο σμηναγός Κάζεϋ, ένας επισμηναγός, ένας σμηναγός κι ένας υποσμηναγός - ο πιλότος του ελικοπτέρου - βγήκαν έξω κι ήρθαν τρέχοντας. Ο άνθρωπος - κλαρί σηκώθηκε σε όλο του το ύψος των 2.70 μέτρων' από την προσπάθεια που έκανε, μπορούσε κανείς να καταλάβει όταν ήταν συνηθισμένος σε βαρύτητα πολύ μικρότερη από αυτήν της γης. Υποκλίθηκε, επανέλαβε το όνομά του και την ιδιότητά του ως εξωγήινου και πλήρως εξουσιοδοτημένου, έπειτα ξανακάθισε χάμω ζητώντας συγγνώμη γι' αυτό, κι εξηγώντας γιατί ήταν απαραίτητο. Ο σμηναγός κι οι τρεις συνοδοί του συστήθηκαν κι αυτοί. «Και τώρα, τι μπορούμε να κάνουμε για σας, κ. Γκαρβάν;» 
Ο άνθρωπος - κλαρί έκανε μια γκριμάτσα - κάτι σαν χαμόγελο. Τα δόντια του είχαν το ίδιο ανοιχτογάλαζο χρώμα των μαλλιών και των ματιών του.
 «Συνήθως λέτε 'οδηγείστε με στον αρχηγό σας'. Εγώ δε ζητάω αυτό. Αντίθετα, πρέπει να μείνω εδώ. Ούτε ζητάω να φέρετε τους αρχηγούς σας σε μένα. Κάτι τέτοιο θα ήταν αγένεια. Είμαι απόλυτα σύμφωνος να τους αντιπροσωπεύσετε εσείς, να συζητήσω μαζί σας και να μου κάνετε διάφορες ερωτήσεις. Αλλά απαιτώ ένα πράγμα. Έχετε μαγνητόφωνα, Ζητώ να φέρετε ένα προτού μιλήσω ή απαντήσω στις ερωτήσεις σας. Θέλω να είμαι σίγουρος ότι το μήνυμα που ίσως λάβουν οι αρχηγοί σας θα είναι πλήρες και ακριβές». 
«Ωραία», είπε ο σμηναγός και στράφηκε στον πιλότο: «Υποσμηναγέ, ειδοποίησε με τον ασύρματο να μας στείλουν ένα μαγνητόφωνο, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Θα μπορούσαν να μας το ρίξουν με αλεξιπ.... Όχι, αυτό θα μας φάει περισσότερη ώρα, να το ετοιμάσουν μόνο και μόνο για να το ρίξουν. Ας το στείλουν με ένα άλλο ελικόπτερο». 
Ο υποσμηναγός ετοιμάστηκε να εκτελέσει τη διαταγή. 
«Άκου! Και καμιά πενηνταριά μέτρα καλώδιο για προέκταση. Θα χρειαστεί να το βάλουμε στη πρίζα της ταβέρνας του Μάνυ». 
Ο υποσμηναγός άρχισε να τρέχει προς το ελικόπτερο. Οι άλλοι κάθισαν ιδρωμένοι και τότε ο Μάνουελ Κάζεϋ σηκώθηκε κι είπε: «Θα περιμένουμε μισή ώρα περίπου. Αν πρόκειται να κάτσουμε έξω στον ήλιο, ποιος θέλει ένα μπουκάλι κρύα μπύρα; Κύριε Γκαρβάν;» 
«Είναι κρύο ποτό; Κρυώνω λιγάκι. Θα προτιμούσα κάτι ζεστό, αν έχετε». 
«Καφέ, αμέσως. Να σας φέρω μια κουβέρτα;» 
«Όχι, ευχαριστώ. Δε χρειάζεται». 
Ο Κάζεϋ έφυγε και σε λίγο ξαναγύρισε κρατώντας ένα δίσκο με καμιά δεκαριά μπύρες κι ένα φλιτζάνι αχνιστό καφέ. Στο μεταξύ είχε γυρίσει κι ο υποσμηναγός. Ο Κάζεϋ ακούμπησε το δίσκο κάτω και σέρβιρε πρώτα τον άνθρωπο - κλαρί, που ρούφηξε τον καφέ κι είπε: «Νοστιμότατος!» Ο Σμηναγός Κάζεϋ ξερόβηξε: «Σέρβιρε το φίλο μας το χρυσοθήρα, Μάνυ. Όσο για μας, απαγορεύεται βέβαια να πιούμε σε ώρα υπηρεσίας, αλλά στο Τάξον η θερμοκρασία είχε φτάσει τους 45 Κελσίου στη σκιά, κι εδώ κάνει πιο ζέστη, και δεν είμαστε και στη σκιά. Κύριοι, θεωρείστε ότι βρίσκεστε επίσημα σε άδεια μέχρι να πιείτε τη μπύρα σας ή μέχρι να ΄ρθει το μαγνητόφωνο, όποιο από τα δυο συμβεί πρώτα». Η μπύρα τελείωσε πρώτη, αλλά μέχρι να τελειώσει και το τελευταίο μπουκάλι, φάνηκε και το δεύτερο ελικόπτερο. Ο Κάζεϋ ρώτησε τον άνθρωπο - κλαρί αν ήθελε και άλλο καφέ, αλλά αυτός αρνήθηκε ευγενικά. Ο Κάζεϋ έγνεψε στον Νταίηντ Γκραντ κι ο ποντικός της ερήμου του ανταπόδωσε το γνέψιμο. Έτσι ο Κάζεϋ πήγε να φέρει άλλα δυο μπουκάλια, ένα για τον καθένα τους, μια που αυτοί ήταν και γήινοι και πολίτες. Επιστρέφοντας συνάντησε τον υπολοχαγό που ερχόταν με το καλώδιο και γύρισε μέχρι το κατώφλι του μαγαζιού του για να του δείξει την πρίζα. Όταν ξαναβγήκε, είδε ότι το δεύτερο ελικόπτερο είχε φέρει, εκτός από το μαγνητόφωνο, ολόκληρο το πλήρωμά του. Είχαν έρθει εκτός από τον πιλότο, ένας σμηνίας - τεχνικός που ήταν έμπειρος στο χειρισμό του μαγνητοφώνου και που τώρα το τακτοποιούσε, ένας αντισμήναρχος και ένας αρχισμηνίας που 'ρθε μαζί τους για τη βόλτα ή από περιέργεια, για να δει γιατί ζητήθηκε εσπευσμένα, εναέρια, ένα μαγνητόφωνο στο Τσέρυμπελ της Αριζόνα. Στεκόντουσαν χάσκοντας μπροστά στον άνθρωπο - κλαρί και σιγοκουβεντιάζοντας μεταξύ τους. 
Ο σμήναρχος είπε ήρεμα: «Προσοχή!» κι όλοι σώπασαν αμέσως. «Καθείστε, κύριοι, παρακαλώ. Σε ένα πρόχειρο κύκλο. Σμηνία, αν τοποθετήσεις το μικρόφωνο στο κέντρο του κύκλου, θα μαγνητοφωνήσει καθαρά ότι ειπωθεί από μας;» 
«Μάλιστα. Είμαι σχεδόν έτοιμος». 
Δέκα άντρες και ένας ανθρωποειδής εξωγήινος κάθισαν σε ένα πρόχειρο κύκλο, με το μικρόφωνο να κρέμεται από 'να μικρό τρίποδο τοποθετημένο περίπου στο κέντρο του κύκλου. Οι άνθρωποι έχυναν άφθονο ιδρώτα' ο ανθρωποειδής εξωγήινος έτρεμε ελαφρά. Ακριβώς έξω από τον κύκλο, ο γάιδαρος στεκόταν κατσουφιασμένος, με το κεφάλι του χαμηλωμένο. Πλησιάζοντας αργά, αλλά πάντα σε απόσταση όχι μικρότερη από πέντε μέτρα βρίσκονταν διασκορπισμένοι σε ένα ημικύκλιο όλοι οι κάτοικοι του Τσέρυμπελ, που πρωτύτερα ήταν στα σπίτια τους' τα μαγαζιά και τα βενζινάδικα που είχαν αδειάσει. Ο σμηνίας - τεχνικός πάτησε ένα κουμπί κι η μαγνητοταινία άρχισε να γυρίζει. «Δοκιμή... δοκιμή...», είπε. Μετά πάτησε δυο άλλα κουμπιά, κι ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε από το μεγάφωνο του μαγνητοφώνου. «Δοκιμή... δοκιμή...» Δυνατά και καθαρά. Ο σμηνίας ξαναγύρισε την ταινία στην αρχή της έσβησε ότι είχε γραφτεί και πάτησε το «στοπ». «Όταν πατήσω το επόμενο κουμπί», είπε στον σμήναρχο, «θα είμαστε έτοιμοι για μαγνητοφώνηση». Ο σμήναρχος στράφηκε στον πανύψηλο εξωγήινο, που του έγνεψε καταφατικά, έπειτα έκανε νόημα στο σμηνία. Αυτός με τη σειρά του πάτησε το κουμπί. 
«Ονομάζομαι Γκαρβάν», άρχισε ο άνθρωπος - κλαρί, αργά και καθαρά. 
«Έρχομαι από έναν πλανήτη ενός άστρου που δεν βρίσκεται στους αστρικούς σας καταλόγους, αν και το σφαιρικό συγκρότημα των 90000 αστέρων στο οποίο ανήκει, σας είναι γνωστό. Η απόστασή του από δω είναι μεγαλύτερη από 4000 έτη φωτός, με διεύθυνση προς το κέντρο του γαλαξία. »Όμως δε βρίσκομαι εδώ σαν αντιπρόσωπος του πλανήτη μου ή του λαού μου, αλλά σαν πληρεξούσιος πρεσβευτής της Γαλαξιακής Ένωσης, μιας Ομοσπονδίας των φωτισμένων πολιτισμών του γαλαξία, που έχει δημιουργηθεί για το κοινό όφελος. Μου έχουν αναθέσει να σας επισκεφθώ και να αποφασίσω, εδώ και τώρα, αν πρόκειται ή όχι να σας προταθεί να προσχωρήσετε στην Ομοσπονδία μας. Μπορείτε τώρα να μου υποβάλετε ελεύθερα ερωτήσεις. Διατηρώ όμως το δικαίωμα να αναβάλω την απάντηση μερικών από αυτές, μέχρι να αποφασίσω οριστικά. Αν η απόφασή μου είναι ευνοϊκή, τότε θα απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις, ακόμα και σε αυτές που στο μεταξύ είχα αναβάλει την απάντησή τους. Είστε ικανοποιημένοι;» 
«Ναι», απάντησε ο σμήναρχος. «Πώς φτάσατε ως εδώ; Με διαστημόπλοιο;»
 «Σωστό. Βρίσκεται από πάνω μας τώρα, σε τροχιά 35000 χιλιομέτρων. Περιστρέφεται δηλαδή γύρω από τη γη και στέκεται ακριβώς πάνω από αυτό το σημείο. Από εκεί με παρακολουθούν, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που προτιμώ να κάθομαι έξω. Θα τους δώσω σήμα, όταν θελήσω να έρθουν να με πάρουν». 
«Πώς γνωρίζετε τη γλώσσα μας τόσο καλά; Έχετε τηλεπάθεια;» 
«Όχι. Και σε κανένα μέρος του Γαλαξία, σε καμιά φυλή δεν υπάρχει ον που να 'χει τηλεπάθεια παρά μόνο ανάμεσα στους δικούς του. Έμαθα τη γλώσσα σας γι' αυτόν ειδικά το σκοπό. Είχαμε παρατηρητές ανάμεσά σας επί πολλούς αιώνες' λέγοντας 'είχαμε' εννοώ φυσικά τη Γαλαξιακή Ένωση. Εγώ βέβαια δε θα μπορούσα να περάσω για άνθρωπος, αλλά είναι άλλα είδη που μπορούν. Θα πρέπει να σας πω ότι δεν είναι ούτε κατάσκοποι, ούτε πράκτορες' δεν προσπάθησαν να σας βλάψουν με κανένα τρόπο' είναι απλά και μόνο παρατηρητές». 
«Τι οφέλη θα 'χουμε αν προσχωρήσουμε στην Ένωση σας, αν φυσικά μας ζητηθεί και δεχτούμε;» ρώτησε ο σμήναρχος. 
«Πρώτα - πρώτα μια γρήγορη εξέλιξη στον τομέα των θεμελιωδών κοινωνικών επιστημών, που θα βάλει τέρμα στην τάση σας να πολεμάτε μεταξύ σας και θα σταματήσει ή τουλάχιστον θα ελέγχει την επιθετικότητά σας. Αν δούμε ότι το πετύχατε αυτό ικανοποιητικά κι ότι είναι ακίνδυνο για σας, θα σας προσφέρουμε διαστημικά ταξίδια και πολλά άλλα, ανάλογα με το ρυθμό που θα τα αφομοιώνετε». 
«Κι αν δε μας ζητηθεί να προχωρήσουμε, ή αν αρνηθούμε;» 
«Τίποτα. Θα μείνετε μόνοι σας' ακόμα κι οι παρατηρητές μας θα αποσυρθούν. Θα αφεθείτε στη μοίρα σας' είτε θα καταστήσετε τον πλανήτη σας ακατοίκητο και μη κατοικήσιμο πια μέσα στον επόμενο αιώνα, είτε θα αναπτύξετε μόνοι σας τις κοινωνικές επιστήμες, θα ξαναγίνετε υποψήφιοι για συμμετοχή και θα σας ξαναπροταθεί να προσχωρήσετε στην Ένωση. Θα κάνουμε έναν έλεγχο κατά διαστήματα κι όταν δούμε ότι δεν πρόκειται να αυτοκαταστραφείτε, τότε θα σας ξαναπλησιάσουμε». 
«Γιατί βιάζεστε τόσο, τώρα που είσαστε εδώ; Γιατί δε μένετε όσο χρειάζεται για να συζητήσετε με τους αρχηγούς μας, όπως τους αποκαλείτε;» 
«Αποκλείεται. Ο λόγος δεν είναι σημαντικός, αλλά πολύπλοκος, κι απλώς δε θέλω να χάσω χρόνο εξηγώντας τον».
 «Ας υποθέσουμε ότι η απόφασή σας είναι ευνοϊκή, πως θα έρθουμε σε επαφή μαζί σας για να σας πούμε τη δική μας; Μας γνωρίζετε, όπως φαίνεται, αρκετά καλά, ώστε να ξέρετε ότι δεν είμαι εγώ αυτός που θα αποφασίσει». 
«Θα μάθουμε την απόφασή σας από τους παρατηρητές μας. Μια προϋπόθεση ότι δέχεστε είναι η πλήρης και όχι λογοκριμένη δημοσίευση στις εφημερίδες σας αυτής της συνέντευξης, λέξη προς λέξη από την ταινία που χρησιμοποιούμε τώρα για να τη μαγνητοφωνήσουμε. Επίσης όλων των συσκέψεων και αποφάσεων της κυβέρνησής σας». 
«Κι οι άλλες κυβερνήσεις; Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε μονόπλευρα για όλο τον κόσμο».
 «Η κυβέρνησή σας εκλέχτηκε για να γίνει μια αρχή. Αν δεχτείτε θα σας υποδείξουμε τις μεθόδους που θα κάνουν τους άλλους να συμφωνήσουν γρήγορα - χωρίς χρησιμοποίηση ή απειλή βίας». 
«Θα πρέπει να είναι καταπληκτικές μέθοδοι», είπε ο σμήναρχος μορφάζοντας, «αν κάνουν μια συγκεκριμένη χώρα, που δεν χρειάζεται να αναφέρω, να συμφωνήσει μαζί μας χωρίς απειλές». «Μερικές φορές η προσφορά μιας ανταμοιβής είναι πιο σημαντική από τη χρήση απειλής. Πιστεύετε ότι η χώρα που δεν θέλετε να αναφέρετε, θα χαρεί αν δημιουργήσετε εσείς αποικίες σε πλανήτες μακρινών αστέρων, προτού καν φτάσουν αυτοί στο φεγγάρι; Αλλά αυτό είναι σχετικά δευτερεύον. Μπορείτε να έχετε εμπιστοσύνη στις μεθόδους μας». 
«Μοιάζει πολύ ωραίο για να είναι αληθινό. Αλλά είπατε ότι πρόκειται να αποφασίσετε, εδώ και τώρα, αν πρόκειται να μας προτείνετε να προσχωρήσουμε ή όχι. Θα μπορούσα να μάθω σε ποιούς παράγοντες θα βασιστείτε;» 
«Ένας είναι ότι θα ελέγξω - ή μάλλον έλεγξα, γιατί το έχω ήδη κάνει - το βαθμό της ξενοφοβίας σας. Με τη χαλαρή έννοια που αποδίδετε στον όρο, αυτό σημαίνει φόβο για τους ξένους. Έχουμε μια λέξη που δεν αντιστοιχεί σε καμιά δική σας: σημαίνει φόβο και απέχθεια για το άγνωστο, το αλλόκοτα 'ξένο'. Διάλεξαν εμένα - ή κάποιον τέλος πάντων του είδους μου - για να έρθω σε μια πρώτη ανοιχτή επαφή μαζί σας. Επειδή είμαι κάτι που θα αποκαλούσατε περίπου ανθρωποειδές - όπως εσείς είστε κάτι που θα αποκαλούσα περίπου ανθρωποειδές - σας είμαι προφανώς πιο φριχτός, πιο απωθητικός από ότι άλλα είδη τελείως διαφορετικά. Επειδή είμαι για σας μια καρικατούρα, ένα κακέκτυπο ανθρώπινου όντος, με βρίσκετε πιο φριχτό από ότι ένα ον που δε θα σας έμοιαζε καθόλου. Μπορεί να σκέφτεστε ότι πράγματι σας προξενώ φρίκη και απέχθεια, αλλά, πιστέψτε με, περάσατε τα τεστ με επιτυχία. Υπάρχουν είδη στο Γαλαξία που δε θα μπορέσουν ποτέ να γίνουν μέλη της Ομοσπονδίας, ανεξάρτητα από την όλη τους ανάπτυξη, γιατί πάσχουν από βίαιη και αγιάτρευτη ξενοφοβία' δε θα μπορούσαν ποτέ να αντικρίσουν ή να μιλήσουν σε έναν 'ξένο' οποιουδήποτε είδους. Ή θα το 'βαζαν στα πόδια ουρλιάζοντας ή θα προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν στη στιγμή. Κοιτάζοντας εσάς κι αυτούς τους ανθρώπους» - είπε δείχνοντας με το μακρύ του χέρι τους πολίτες του Τσέρυμπελ που στέκονταν σε μικρή απόσταση από τον κύκλο τους - «ξέρω ότι νιώθετε απέχθεια στη θέα μου, αλλά πιστέψτε με, είναι σχετικά μικρή κι οπωσδήποτε όχι αγιάτρευτη. Πετύχατε σε αυτό το τεστ ικανοποιητικά». 
«Υπάρχουν κι άλλα τεστ;» 
«Ακόμα ένα. Αλλά πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να...» 

Αντί να τελειώσει την πρότασή του, ο άνθρωπος - κλαρί ξάπλωσε φαρδύς - πλατύς στην άμμο κι έκλεισε τα μάτια του. Ο σμήναρχος αναπήδησε. «Τι διάβολο;» είπε. Πέρασε γρήγορα γύρω από το τρίποδο με το μικρόφωνο κι έσκυψε πάνω από τον ξαπλωμένο εξωγήινο, ακουμπώντας τ΄ αυτί του πάνω στο στήθος του, που έμοιαζε σαν ματωμένο. Καθώς σήκωσε το κεφάλι του, ο Νταίηντ Γκραντ, ο ψαρομάλλης χρυσοθήρας, κάγχασε ελαφρά: «Δε χτυπά η καρδιά του, Σμήναρχε, γιατί δεν έχει καρδιά. Αλλά μπορώ να σας τον αφήσω εδώ σαν αναμνηστικό και θα βρείτε μέσα του πράγματα πολύ πιο ενδιαφέροντα από καρδιές και σπλάχνα. Ναι, είναι μια κούκλα που χειρίστηκα, όπως ο δικός σας, ο Έντγκαρ Μπέργκεν χειρίζεται τον - αλήθεια, πως τον λένε; - α, ναι, τον Τσάρλυ ΜακΚάρθυ του. Τώρα που εκπλήρωσε τον προορισμό του, έχει απενεργοποιηθεί. Γυρίστε στη θέση σας, Σμήναρχε"

Ο Σμήναρχος Κάζεϋ γύρισε στη θέση του αργά. «Γιατί;» είπε. 
Ο Νταίηντ Γκραντ τράβηξε τα γένια του και την περούκα του. Έτριψε με ένα ύφασμα το πρόσωπό του για να το καθαρίσει από το μαίηκ - απ, κι άφησε να φανεί το όμορφο, νεανικό του πρόσωπο. Είπε: «Ότι σας είπε, ή ότι ειπώθηκε μέσω αυτού, ήταν αλήθεια, ως εδώ. Ναι, είναι βέβαια μόνο ένα ομοίωμα και τίποτα παραπάνω, αλλά είναι το ακριβές πανομοιότυπο μιας από τις διακεκριμένες φυλές του Γαλαξία, εκείνης που, σύμφωνα με τους ψυχολόγους μας, θα σας προκαλούσε - αν υποφέρατε από σφοδρή κι αγιάτρευτη ξενοφοβία - την πιο έντονη φρίκη. Αλλά δε φέραμε ένα αληθινό μέλος του είδους του, γιατί πάσχουν από μια δική τους φοβία, την 'αγοραφοβία' - το φόβο του διαστήματος. 
Οι παρατηρητές μας μας βεβαιώνουν ότι εσείς δεν έχετε αυτή τη φοβία. Αλλά δεν ήταν σε θέση να κρίνουν από πριν το βαθμό της ξενοφοβίας σας, κι ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να σας φέρουμε κάτι αντί για κάποιον, για να σας δοκιμάσουμε και για να κάνει προφανώς τις πρώτες επαφές». 

Ο συνταγματάρχης αναστέναξε βαθιά: 
«Δεν μπορώ να πω ότι δεν ανακουφίστηκα από μια άποψη. Θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα με ανθρωποειδή, και θα το κάνουμε όταν χρειαστεί. Αλλά ομολογώ ότι νιώθω ανακούφιση μαθαίνοντας ότι το κυρίαρχο είδος του Γαλαξία, είναι στο κάτω - κάτω ο άνθρωπος κι όχι κάποιο ανθρωποειδές. Ποιο είναι το δεύτερο τέστ;» 
«Το περνάτε αυτή τη στιγμή. Μπορείτε να με λέτε....» χτύπησε τα δάχτυλά του: «Ποιο είναι το όνομα της δεύτερης κατά σειρά κούκλας του Μπέργκεν, μετά τον Τσάρλυ ΜακΚαρθυ;» 

Ο σμήναρχος δίστασε, αλλά ο σμηνίας - τεχνικός απάντησε: «Μόρτιμερ Σνερντ». 
«Σωστά! Να με λέτε λοιπόν Μόρτιμερ Σνερντ, και τώρα νομίζω ότι ήρθε η ώρα να...»
 Ξαπλώθηκε φαρδύς - πλατύς στην άμμο, κι έκλεισε τα μάτια του, όπως ακριβώς είχε κάνει κι ο άνθρωπος - κλαρί λίγο πριν. Ο γάιδαρος ανασήκωσε το κεφάλι του και το 'βαλε μέσα στον κύκλο, πάνω από τον ώμο του λοχία. 
«Τελειώσαμε με τις κούκλες σμήναρχε», είπε. «Και τώρα, τι νόημα έχει αν το κυρίαρχο είδος είναι άνθρωπος ή έστω ανθρωποειδές; 
Τι είναι κυρίαρχο είδος;»


Fredrick Brown "puppet show"  (1962)
μτφ  Νικόλ Αμιέλ 


Ο Fredrick Brown (1906-1972) είναι ένας πολυγραφότατος συγγραφέας διηγημάτων και μυθιστορημάτων στο χώρο του φανταστικού , με ΄ειδικότητα΄ στις μικρές ιστορίες . Λάτρης των λέξεων και των σημείων στίξης, απολάμβανε το παιχνίδι με τις πολλαπλές ερμηνείες που μπορούν να δοθούν σε κάθε φράση



"Ο τελευταίος άνθρωπος στη γη καθόταν στην πολυθρόνα του, όταν χτύπησε η πόρτα.. "  

(κατέχει τον τίτλο της συντομότερης ιστορίας τρόμου)