Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

"κοριτσάκι μου .." Ν.Καββαδίας



Πρ
ς τ τέλος τς ζως του
 Νίκος Καββαδίας ρωτεύτηκε μία κοπέλα, τ Θεαν Σουν
Πρόκειται γι να π τ ρωτικ γράμματα τ ποα στειλε  ποιητς στν κοπέλα.....



Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο πόψε τ Αγαο. 
Τ διο κι γώ. 
Χθς δν πρόλαβα ν καθίσω στ τραπέζι κι να τηλέφωνο ... μ κατέβασε στ λιμάνι. Στς φτ πο σαλπάραμε, δν μποροσα ν περπατήσω π τν κούραση.
 παρηγοριά μου ταν  «ρα» σου. 
 λύπη μου τι δν κυβέρνησα οτε στιγμ τ καταπληκτικ Θαλασσιν σκαρί, τ κορμί σου. π δείλια κα τζαμοσύνη σήκωσα τ κόκκινο σινιάλο τς κυβερνησίας. 
Εδα χθές, πολλς φορς τν κοπέλα τς πλώρης: Τ λυσίκομη φιγούρα ν σκοτεινιάζει, ν θέλει ν κλάψει. Σ νά χε πιστέψει γι πρώτη φορ τι πέθανε,  Μεγαλέξανδρος, μως τ καρχηδόνιο πίχρισμά του μενε τ διο λαμπρό. Μ τ ατοκρατορικ κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας Rosso romano, πορφυρ τς Δαμασκός.
Βελοδο πο σκεπάζει ερ δισκοπότηρο. στρακο κεάνιο λμυρό. Κρασ βαθυκόκκινο πο δίνει δόξα στ κρύσταλλο.
Πληγ π κοπίδι κινέζικο. 
στραπή. Βυσσιν λιοβασίλεμα. Λαμπάδα τς πίστης μου. 
νοιχτ σημάδι το ρωτά μου 
νειρο κα τροφ τς παραφροσύνης μου

Σ γκαλιάζω.

ΚΟΛΙΑΣ

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012



 «Δεν είναι κάτι καινούριο ότι από ένα λάθος μπορεί να γεννηθεί μια ιστορία. Αν δακτυλογραφώντας ένα άρθρο μου, μου τύχει να γράψω ‘Λαγονία’ αντί ‘Λαπωνία’, να που έχω ανακαλύψει μια νέα χώρα γεμάτη από τα συμπαθητικά τετράποδα:θα ήταν κρίμα να τη σβήσουμε από τους χάρτες του πιθανού με τη γόμα΄ καλύτερα να την εξερευνήσουμε σαν τουρίστες της φαντασίας.

Αν ένα παιδί γράψει στο τετράδιό του ‘νήσος Έγινα’ , έχω δύο επιλογές: ή να διορθώσω το λάθος με μπλε ή κόκκινο στυλό ή να εξετάσω πόσο σημαντικό ‘έγινε’, ώστε να το έχει και ο χάρτης.

Ένα υπέροχο παράδειγμα δημιουργικού λάθους είναι εκείνο που βρίσκουμε, σύμφωνα με τον Τόμσον, στη Σταχτοπούτα του Σαρλ Περό:το γοβάκι αρχικά έπρεπε να είναι από ‘vaire’(ένα είδος γούνας) και μόνο χάρη σ΄ ένα τυχερό ατύχημα έγινε ‘verre’, δηλαδή από γυαλί. Ένα γυάλινο γοβάκι είναι οπωσδήποτε πιο φανταστικό από ένα οποιοδήποτε γούνινο παντοφλάκι, έχει περισσότερη γοητεία, έστω κι αν είναι γόνος καλαμπουριού ή λάθους αντιγραφής.

[…]Από μία μόνο λέξη μπορούμε να εξαγάγουμε πολλά λάθη, δηλαδή πολλές ιστορίες. Για παράδειγμα, από το ‘αυτοκίνητο’: ‘αυτικίνητο’(ένα αυτοκίνητο με αυτιά φαντάζομαι), ‘αστροκίνητο’, ‘αυτοκούνητο’, ‘αυγοκίνητο’ (αυτό πρέπει να χρειάζεται αυγά και όχι βενζίνη για να κινηθεί).]

Kάνοντας λάθη μαθαίνουμε, λέει μια παλιά παροιμία. Η καινούρια θα μπορούσε να είναι ‘κάνοντας λάθη επινοούμε’.»

(Τζιάννι Ροντάρι, Γραμματική της φαντασίας, Μεταίχμιο)

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Όνειρο μέσα σ όνειρο ..



Δέξου ετούτο το φιλί στο μέτωπό σου!
Και τώρα που χωρίζουμε,
Άφησε να σου πω
ότι οι μέρες μου εκύλησαν μέσα στ΄ όνειρο.

Είναι αλήθεια, όπως το λεγες΄
Αν, όμως, η ελπίδα πέταξε
μες σε μια νύχτα ή μια μέρα,
μες σ΄ ένα όραμα ή μες στο τίποτα,
είναι γι΄ αυτό λιγότερο χαμένη;

Όλα όσα βλέπουμε ή ό, τι φαινόμαστε
όνειρο είναι μέσα σε όνειρο.

Στέκομαι ανάμεσα στο βογγητό
μιας θαλασσοδαρμένης ακτής,
και μες στα χέρια μου κρατώ
κόκκους χρυσούς της άμμου.
Πόσοι λίγοι! Κι όμως πως γλιστράνε
από τα δάχτυλά μου και βαθιά πάνε,
καθώς θρηνώ- ω πώς θρηνώ!
Θεέ μου! μήπως θα μπορούσα
μέσα στο χέρι πιο σφιχτά να τους κρατούσα;
Θεέ μου! πώς θα κατορθώσω
μόνο ένα απ΄ το ανήλεο κύμα να γλιτώσω;
Όλα όσα βλέπουμε ή ό, τι φαινόμαστε
όνειρο είναι μονάχα μέσα σε όνειρο;






a dream within a dream (1849)
Edgar Allan Poe (1809-1849)


Take this kiss upon the brow!
And, in parting from you now,
Thus much let me avow
You are not wrong, who deem
That my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
In a night, or in a day,
In a vision, or in none,
Is it therefore the less gone?
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.
I stand amid the roar
Of a surf-tormented shore,
And I hold within my hand
Grains of the golden sand
How few! yet how they creep
Through my fingers to the deep,
While I weep – while I weep!
O God! can I not grasp
Them with a tighter clasp?
O God! can I not save
One from the pitiless wave?
Is all that we see or seem
But a dream within a dream?


(Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στις 31 Μαρτίου 1849, λίγους μόλις μήνες πριν το θάνατο του Poe στις 7 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.)
!






Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Προυντόν, ανέκδοτα αποσπάσματα





Τι πραγματικά γνωρίζουμε από τη σκέψη του Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν, 200 χρόνια μετά τη γέννησή του, στις 15 Ιανουαρίου 1809 ;
Κυρίως μία φράση : « Η ιδιοκτησία είναι κλοπή ».
Λίγα από τα γραπτά του συγγραφέα, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ο μεγαλύτερος Γάλλος φιλόσοφος του 19ου αιώνα, υπάρχουν σήμερα στα βιβλιοπωλεία, ακόμα και της χώρας του. Κι όμως, το θεωρητικό πλαίσιο του αναρχισμού που μας χάρισε ο Προυντόν, επανέρχεται « στη μόδα » αρκετά συχνά. Η έγκυρη γαλλική επιθεώρηση « Le Monde diplomatique » δημοσίευσε ένα εκτεταμένο αφιέρωμα από το οποίο επιλέξαμε να παρουσιάσουμε μερικά ανέκδοτα γραπτά του. Δύσκολα θα διακρίνει κανείς σ’ αυτά το « μυϊκά γέρο ύφος » που διέκρινε ο Μαρξ αφού αφήνεται σε μια ελευθερία, ενδεικτική του αυτοδίδακτου της γραφής του.
Από τις 7 Ιουνίου 1849 ως τις 4 Ιουνίου 1852, ο Προυντόν εκτίει κάθειρξη στη φυλακή της Αγίας Πελαγίας για το αδίκημα της « προσβολής του Προέδρου της Δημοκρατίας ». Ζει εκεί το πραξικόπημα της 2ας Δεκεμβρίου 1851, το οποίο σηματοδοτεί τον θρίαμβο του Λουί Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Τα σημειωματάρια που συμπληρώνει σχολαστικά εκείνη την περίοδο – αποσπάσματα των οποίων δημοσιεύουμε σήμερα– καταδεικνύουν τη βαθιά απογοήτευσή του από την άμεση καθολική ψηφοφορία, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για την εγκαθίδρυση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Εκφράζοντας οργή ανάλογη της απογοήτευσής του, ο Προυντόν στήνει στον τοίχο, δίπλα δίπλα, το « βλακώδες » προλεταριάτο και τη « δειλή » και « άπληστη » μπουρζουαζία, τα οποία προσπαθούσε, ωστόσο, να συμφιλιώσει.




4 Δεκεμβρίου 1851
Σηκώθηκα στις 5.30 το πρωί. Ο ύπνος μου ήταν πυρετώδης, εξημμένος, ενώ οι αρτηρίες μου σφυροκοπούσαν αφόρητα. Η κρίση είναι φρικιαστική (...) Ένας αχρείος τυχοδιώκτης –ο οποίος εκλέχθηκε εξαιτίας της λαϊκής αυταπάτης για να προεδρεύσει επί του πεπρωμένου της Δημοκρατίας–, εκμεταλλεύεται τις πολιτικές μας έριδες για να καταλύσει το Σύνταγμα, να διαβάλει την ισχύ των νόμων, να καταδιώξει και να φυλακίσει τους εκπροσώπους του λαού, να δολοφονήσει διαμέσου των δορυφόρων του όλους όσοι, αντιστεκόμενοι, φέρουν εις πέρας το ιερότερο των καθηκόντων. Τολμά, βάζοντας το μαχαίρι στο λαιμό, να μας ζητά να συναινέσουμε στην τυραννία. Το Παρίσι θυμίζει αυτή τη στιγμή γυναίκα φιμωμένη, δεμένη και βιασμένη από κάποιον ληστοσυμμορίτη. Αν ήμουν ελεύθερος θα θαβόμουν κάτω από τα ερείπια της Δημοκρατίας μαζί με τους πιστούς πολίτες ή, αλλιώς, θα πήγαινα να ζήσω μακριά από μία πατρίδα που δεν αξίζει την ελευθερία.

9 Δεκεμβρίου 1851
Πέρασα άσχημη νύχτα. Το σαράκι με κατατρώγει. (...) Η πρόοδος των επιστημών και της φιλοσοφίας υπονόμευσε αίφνης την ελίτ της διανόησης στην Ευρώπη σε ασύλληπτο βαθμό – οι μάζες διαφέρουν ελάχιστα από εκείνες του Μεσαίωνα. Πιστέψαμε ότι θα μπορούσαμε να τις πάρουμε με το μέρος μας διαμέσου του λόγου, της στήριξης των συμφερόντων τους, της εθνικής αξιοπρέπειας, της αγάπης για την ελευθερία. Τίποτα δεν πιάνει. Τα δύο τρίτα των χωρικών πιστεύουν πιο πολύ τον παπά παρά τον δικηγόρο τους – η γοητεία που τούς ασκεί ο αυτοκράτορας Ναπολέοντας είναι τέτοια που καμία λογική επιχειρηματολογία δεν μπορεί να τη διαλύσει. Ο Λαός είναι ένα τέρας που καταβροχθίζει όλους τους ευεργέτες και τους απελευθερωτές του. Δεν υφίσταται, όπως πιστέψαμε, επαναστατικός λαός – δεν υπάρχει παρά μία ελίτ ανδρών οι οποίοι πίστεψαν ότι θα μπορούσαν, παθιάζοντας το λαό, να εφαρμόσουν τις ιδέες τους για το κοινό καλό. (...) Όλα αποδεικνύουν περίτρανα ότι εκλαμβάνοντας κανείς τον λαό σαν διαιτητή της ίδιας του της σωτηρίας, εξισώνεται τόσο με τους τρελούς όσο και με τους τσαρλατάνους.

15 Δεκεμβρίου 1851
(...) Η Γαλλία είναι πλέον ένα τίποτα : ο Λουί Βοναπάρτης είναι ο εφημέριος των Ιησουϊτών, το δεξί χέρι της Εκκλησίας, ο ταπεινός υπηρέτης του υπηρέτη των υπηρετών του Θεού. (...) Αίσχος για αυτό το έθνος το δειλό, το αποσυντεθημένο από τον μερκαντιλισμό, για τους παράλογους βασιλόφρονες και τους τραμπούκους Ιακωβίνους του, για την μπουρζουαζία του την εγωιστική, την υλιστική, που ούτε πίστη διαθέτει ούτε δημόσιο πνεύμα. Αίσχος για το ηλίθιο προλεταριάτο που είναι πάντα αχόρταγο για συγκινήσεις και πάντα πρόθυμο να εκπορνευτεί με κάθε τρόπο (...) Αίσχος για τον κλήρο τον υποκριτή, τον προδότη, τον αρχιτέκτονα όλων των αχρειοτήτων και των προδοσιών. Αίσχος για αυτόν τον στρατό που στερείται συλλογικού πνεύματος, που συγκροτείται από άγρια ζώα, για τον οποίο, εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, οι πόλεμοι της Αφρικής χρησιμεύουν ως σχολείο για να τη δολοφονία ανθρώπων, δίχως οίκτο και δίχως τύψεις (...) Ω ! Αυτή η αντίδραση είναι ανάξια σωφροσύνης και ανθρωπιάς : τίποτα εκτός από τον πλήρη αφανισμό του δεν μπορεί να αναιρέσει το έγκλημα. (...) Ιούνιος και Δεκέμβριος του 1848, Ιούνιος 1849, Μάιος 1850, Δεκέμβριος 1851 – όλες οι διαπραχθείσες πράξεις δειλίας, όλες οι προσβολές που υπέμεινε αδιαμαρτύρητα θα τον στιγματίζουν αιώνια. Η ελίτ αυτής της χώρας, εκείνη της οποίας η σκέψη, η συνείδηση έδιναν ζωή στο έθνος, είναι νεκρή, εξοστρακισμένη ή φιμωμένη. Απομένουν μονάχα στάχτες !...

21 Δεκεμβρίου 1851
Φανατισμός για την πατρίδα ! Ακόμη μία βδελυρή προκατάληψη που πρέπει να ξεριζωθεί από την καρδιά των ανθρώπων, μαζί με τη λατρεία του καθολικισμού και την πειθήνια υπακοή στους νομοθέτες. Τιμή, Αλήθεια, Ισότητα, Ελευθερία, Τελειοποίηση του ανθρώπου και της ανθρωπότητας – ορίστε οι θεοί ! Ορίστε η πατρίδα ! Χωρίς αυτά, οι συμπολίτες, οι συμπατριώτες, οι ομόθρησκοι, οι συνωμότες δεν είναι παρά ζώα άγρια και φαρμακερά. Γι’ αυτό, επομένως, η πατρίδα, η θρησκεία, όλες αυτές οι λέξεις ισοδυναμούν με ψεύδη που πεδικλώνουν τη συνείδηση και τρέπουν σε φυγή την αρετή.

11 Ιανουαρίου 1852
Αναμφίβολα, επιχειρήσαμε κάτι μεγαλειώδες όταν καλέσαμε δέκα εκατομμύρια πολίτες να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση της πολιτείας, όταν επιχειρήσαμε αυτή τη λαμπρή πρωτοβουλία η οποία θα όφειλε να τερματίσει τα σκάνδαλα όλων των παλαιών εξουσιών. Οι μάζες αψήφησαν τους μύστες τους – το άξεστο προλεταριάτο ψήφισε, επιδεικνύοντας αγνωμοσύνη αλλά και πονηριά, εναντίον εκείνων που τού πρόσφεραν αυτή την προέκταση της ελευθερίας του. Ποιο όνειδος μπορεί να απορρεύσει σε μας ; Γιατί θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ο κήρυκας ατιμάστηκε επειδή, μετερχόμενος μονάχα την πειθώ και προάγοντας την ελευθερία, τού αντιτείνεται η προσβολή, οι διώξεις και η βία ; Ο γαλλικός όχλος αποδεικνύεται ανάξιος της πολιτικής ελευθερίας, επιστρέφει στη δουλεία και στον εξευτελισμό του, κηρύσσει δημόσιους εχθρούς εκείνους οι οποίοι πίστευαν ότι θα τον απελευθερώσουν εκπληρώνοντας τους δικούς του ευσεβείς πόθους ! (...)
1 Μαρτίου 1852
Είμαι σε θέση να πω τη γνώμη μου για την υπόθεση κατά την οποία υπέρτατοι κριτές γίνονται οι βασιλείς, οι νομοθέτες και οι εμπνευστές οι ίδιοι άνθρωποι τους οποίους η κοινωνία οφείλει να διαφωτίσει, να εκπαιδεύσει, να καθοδηγήσει κ.λπ. Η οποία θεωρεί ότι η ευφυΐα και η ισχύς λανθάνουν στην αδρανή και παθητική πλειονότητα, ενώ αναγνωρίζει ως κατεξοχήν ενάρετη, έλλογη, καλή την πολυπληθέστερη και την πλέον φτωχή μερίδα των εθνών, ως εκ τούτου την πιο καθυστερημένη, την πιο αδαή, την πιο φαύλη, την πιο αγνώμονα. (...) Η άμεση και καθολική ψηφοφορία δολοφόνησε τη Δημοκρατία, ενώ η πλειονότητα, αφού εγκατέλειψε και πρόδωσε τους αντιπροσώπους της, εφοδιάστηκε με νέο αφέντη. Εφόσον η εμπειρία του 1799 και του 1804 δεν υπήρξε αρκετή, δεν πείθομαι ότι η αντίστοιχη του 1852, η οποία έχει ιστορικό αιώνων, θα επαρκούσε. (...) Έχει αποδειχθεί ότι ο λαός διάκειται ευνοϊκά προς τον δεσποτισμό, εχθρικά προς την ελευθερία : επίσης, όλες οι τυραννίες συμπεριφέρονται το ίδιο και δεν έχουν παρά μία πολιτική : να καταστρέψουν τις μεσαίες τάξεις, τις λεγόμενες αστικές, και να μην αφήσουν παρά μία τάξη αμόρφωτη, επαιτούσα, με μία αριστοκρατία νομοθετών και στρατηγών και τον κλήρο για αντίβαρο. (...) Ορίστε το διεστραμμένο σχέδιο των Ιησουϊτών στα 1852, ορίστε η συνωμοσία της οποίας αυτουργός είναι ο Λουί Βοναπάρτης.

15 Μαΐου 1853
Το έργο του 19ου αιώνα θα είναι ασύγκριτα σημαντικότερο από εκείνο του 1789, από κάθε άποψη, πιο τρανταχτό ακόμη και από τη διαφορά της άρνησης από την κατάφαση, της καταστροφής από την οικοδόμηση. Βιάζεστε, λοιπόν, αστοί, να ολοκληρώσετε το βιομηχανικό σας έργο, προτού το ανθρώπινο πνεύμα –που βεβαίως δεν εδράζει στις μηχανές ούτε στα μαγαζιά σας– ανακαταλάβει τα δικαιώματά του ; Πιστεύετε ότι θα καταφέρετε για πολύ να ζείτε από τους τόκους και τα επιδόματα, από την πίστωση και τις υποθήκες σας ; Πιστεύετε, παρ’ όλες τις ευκολίες των προαναφερθέντων, ότι η ανθρώπινη σκέψη θα κατορθώσει να αρκεστεί στο μηχανιστικό πλέγμα ; Ή ότι θα είμαστε ικανοποιημένοι όταν δεν θα μας περισσεύουν οι μεταλλουργικές εταιρείες, τα κανάλια, οι σιδηρόδρομοι, οι τράπεζες, οι καταθέσεις, οι αποταμιεύσεις, η ασφάλιση, η κυκλοφορία, το σκόντο, οι αποζημιώσεις, και, μάλιστα, με εγγυημένη μια θέση εργασίας και με χαμηλό κόστος ζωής ; (...) Όλα αυτά είναι ύλη, αποτελούν το σώμα του κοινωνικού : λείπει η ψυχή. Ψυχή έχουμε ανάγκη. Για δείτε λοιπόν τι ψυχή αποκτάτε !...

2 Απριλίου 1854
Το πραξικόπημα της 2ας Δεκεμβρίου εγκαινίασε αμετάκλητα για τη Γαλλία μία νέα περίοδο – σηματοδότησε το αποφασιστικό βήμα στην πρόοδο της αδιαφορίας. Μετά το 1814, η Γαλλία αντελήφθη ότι είχε γίνει απαθής ως προς τη θρησκεία, ενώ η Παλινόρθωση, όπως σήμερα η αυτοκρατορία, προσπάθησε εις μάτην να αναστήσει το πτώμα του χριστιανισμού. (...) Τώρα, μετά από σειρά πολιτικών εγχειρημάτων (δεκατέσσερις αλλαγές κυβέρνησης σε εξήντα πέντε χρόνια), έφτασε στην πολιτική ή δυναστική απάθεια, όπως προηγουμένως οδηγήθηκε στη θρησκευτική. Στη Γαλλία, δηλαδή, καταλαβαίνουμε ότι η μορφή διακυβέρνησης δεν σημαίνει τίποτα, πως δεν είναι παρά δευτερεύον ζήτημα – πως η κυβέρνηση είναι υπονομευμένη, ενώ κρίσιμη δεν είναι η εξουσία του Κράτους αλλά εκείνη των συμφερόντων. Ο νόμος είναι άθεος και αναρχικός : αυτή είναι η αληθινή Γαλλία από το 1852. Είναι εναντίον αυτής της αναγκαιότητας που συσπειρώνεται με μένος η τύρφη των συγγραφέων όλων των κομμάτων.

9 Ιουλίου 1858
Η κατατρυχόμενη Γαλλία. Είναι τέτοια από κάθε άποψη. Σε σχέση με το εξωτερικό, η απομόνωση διαμορφώνεται εκ νέου : Αγγλία, Αυστρία, Πρωσία, Γερμανία, Βέλγιο Ελβετία και Πιεμόν, ο ίδιος ο πάπας – όλοι είναι εχθρικοί απέναντί μας ! Δεν μάς απομένει παρά η επισφαλής και πολύ επικίνδυνη συμμαχία με τη Ρωσία. (...) Στο εσωτερικό –στην οικονομία, στο εμπόριο, στη βιομηχανία, στη γεωργία– δεν μπορούμε πλέον να προοδεύσουμε ούτε βήμα. Τα λαϊκά στρώματα είναι εξουθενωμένα, η αστική τάξη απαξιωμένη, η πλέμπα μισητή και περιφρονημένη, τα κόμματα φθαρμένα. Είμαστε παραδομένοι στο έλεος της δίνης. Γίνεται λόγος για παλινόρθωση των Βουρβόνων. Έτσι ώστε, από το ’89, είχαμε την εμπειρία τεσσάρων δυναστειών, συνυπολογίζοντας και τη Δημοκρατία, οι οποίες, η μία μετά την άλλη, εγκαθιδρύθηκαν, ανατράπηκαν και αποκαταστάθηκαν – δηλαδή οχτώ στο σύνολο ! (...) Ποιος ευθύνεται γι’ αυτό ; Η διαφθορά της αστικής Γαλλίας, η υπερβολική διέγερση των ορέξεων, τα λάθη των κυβερνήσεων που όλες στηρίχτηκαν άλλοτε στην καταστολή, άλλοτε στον μακιαβελισμό, άλλοτε στα πάθη και στα συμφέροντα – ποτέ στο δίκαιο. (...) Ταλαίπωρη μπουρζουαζία ! Υπακούοντας μονάχα στην απληστία, έσκαψε τον ίδιο της το λάκκο, όμοια με τους Σιστερσιανούς μοναχούς όταν νηστεύουν και καταστέλλουν τις επιθυμίες του σώματος. Κι όμως αποστολή της ήταν εύσχημη, αλλά και προσοδοφόρα. Να γίνει καθοδηγητής της πλέμπας, να αναλάβει τα ηνία της μόρφωσης του εργάτη και του αγρότη, να τους μυήσει στην επιστήμη, στον πολιτικό και κοινωνικό βίο. Να επιλέξει στις τάξεις της εύρωστους και έντιμους νέους, όμορφες και συνετές κοπέλες για συζύγους στους κληρονόμους της και για την ανανέωση της γενεαλογίας της. Να τερματίσει την αρχέγονη επέλαση των βαρβάρων και να αποκαθάρει αυτή τη σκουριά που μας ατιμάζει. (...) Αλλά όχι : οι αδηφάγοι χρειάζονται την εκμετάλλευση, τους δουλοπάροικους. Ω ! Της αξίζει να τιμωρηθεί, να αφανιστεί. (...) Το 1852, όλοι επικροτούσαν αυτή την ασύγκριτη κυβέρνηση, η οποία θησαύριζε ως δια μαγείας, στρώνοντας χρυσό χαλί στους αστούς, κερδοσκοπούσε κατά βούληση, διπλασίαζε τα κεφάλαιά της κ.λπ. (...) Τώρα εκείνοι που απολάμβαναν τους καρπούς της αφθονίας θρηνούν – εκτοξεύουν κατηγορίες, ξεσπούν εναντίον του αυτοκράτορα που δεν έκανε άλλο από το να συμμορφωθεί καθ’ υπερβολήν στις επιταγές τους.

 Πηγή :  Le Monde diplomatique 
Μετάφραση Μαριάννα Λεμπρέν

Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ




Νίκος Καζαντζάκης: ''Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ''


Κίνησα το πρωί για τον Διόνυσο, στην Πεντέλη. Κρατούσα τα “Γράμματα” της Ρόζας Λούξεμπουργκ κι ήθελα να τα διαβάσω ψηλά στη μοναξιά, κάτω από τα πεύκα.
Γυάλιζε ο αέρα ακίνητος κι άστραφτε σαν ατσάλι· απάνω του, σαν ξόμπλια σμαλτωμένα, τα δέντρα, οι πεταλούδες, τα σπίτια των ανθρώπων. Η Πεντέλη μπροστά μου, η μάνα, με τον ανοιχτό πληγωμένον κόρφο, που είχε γεννήσει τους Θεούς· ζερβά μου ο Πάρνης γαλάζιος και τραχύς. Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα· οι βελόνες των πεύκων, διχαλωτές, έσταζαν τον ήλιο.

Στο Διόνυσο, βρήκα ένα παλιό μου φίλο. Είχα χρόνια να τον δω. 
Α! τους ηρωικούς αγώνες μας για τη δημοτική γλώσσα, τα μανιφέστα που ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στα υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους που φέρναμε στα κατηχούμενα τούτα να τους φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν’ ανεβούμε από τα υπόγεια, να φωτίσουμε την Ελλάδα.
Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι βαρέθηκαν, άλλοι διορίστηκαν κι ησύχασαν. Όταν τους συναντώ στο δρόμο, κάνω πως δεν τους βλέπω από ευγένεια – φοβούμαι μήπως θυμηθούν και κοκκινίσουν. Μα σήμερα δεν μπόρεσα να ξεφύγω. Μόλις πρόβαλα στο μικρό ξενοδοχείο του Διονύσου, να ο φίλος μου με το μπαστούνι του, με το καπέλο γυριστό, να μην τον κάψει ο ήλιος γλυκοκουβέντιαζε με πέντ’ έξι κοπέλες. 
Πώς πάχυνε! Τα μάτια του ήταν πρησμένα, τα μάγουλά του κρέμουνταν, το πηγούνι του αναπαύονταν απάνου στο διπλό προγούλι.
-Πώς πάχυνες! του είπα.
-Ναι, πήρα τον κατήφορο. Στρώνω τραπέζι για τα σκουλήκια. Γεροντόπαχο. Δε σκοτίζομαι πια για τίποτα, δεν μπορώ να αφομοιώσω καμιά καινούρια ιδέα. Είμαι ήσυχος.
Και σε λίγο πρόσθεσε:
-Άλλαξαν οι συνήθειές μου. Παντρεύτηκα βλέπεις. Δεν περπατώ πια, βαριέμαι. Αγαπώ τις απλές κουβέντες, τη μαστίχα και τα παιδιά μου.

Θέλησα να του θυμίσω τους αγώνες μας. Όλα τα θυμόταν ήσυχα, χωρίς θλίψη, χωρίς ντροπή.
-Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Σήμερα οι νέοι άλλαξαν. Γίνηκαν επαναστάτες, δε σέβουνται.
Μα καθόλου δε θεράπευε πια την καρδιά μου όλη τούτη η ωραιότητα. Σαν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, που μάταια μάχουνταν να μας γοητέψει και να ξεχάσουμε το τραχύ, χωρίς γλύκα κι ωραιότητα σύγχρονο χρέος.

Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στην αγωνία μου. 
Σήμερα μια γυναίκα άσκημη, χλωμή, απελπισμένη, ανένδοτη, ήταν μαζί μου· ως άγγιζες το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι της Ρόζας Λούξεμπουργκ, έφρισσα, σα να με άγγιζε το νευρικό, νεκρό της χέρι και με οδήγαε.

Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: 
«Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!».
Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε πόσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!
Μιαν άλλη μέρα: Είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη Ρωσία.
Άξαφνα, μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. 
Ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα.

Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματα της στην αγαπημένη της φιλενάδα, τη Σόνια:
«Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ΄μαι ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκουμαι σ’ ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση, γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις, πως μεόλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα ή μέσα στη φυλακή…».

Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή.

Και παρακάτω γράφει:
«Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλος μπήκε στο κελί της φυλακής μου· το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του. Τί ωραίος που είναι, τί βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!»

«Σονίτσα» γράφει μιαν άλλη μέρα, 
«παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: «Πώς είναι δυνατόν οι ανθρώποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων;» Αγαπητό μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων, κι η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.
Μονάχα η εξέλιξη, μέσα από αναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τα πιο τρικυμισμένα κεφάλαια της εξέλιξης αυτής και ρωτάς: Προς τί όλα τούτα; Το ερώτημα τούτο δεν έχει νόημα όταν αγκαλιάσεις ολάκερο τον κύκλο της ζωής. Προς τί να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκύτατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό τσι-τσι-μπε να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο.
»Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ίσκιο που περνάει ποπάνω μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.».

Σε ένα άλλο γράμμα της περιγράφει με πόνο τα βουβάλια που σέρνουν μεγάλα κάρα και κουβαλούν στις φυλακές τα αιματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. 
Ένας στρατιώτης τα χτυπούσε και χάραζε, έως το αίμα, τη ράχη τους:
«Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμμένο, ίσα, μπροστά του. Όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση του παιδιού που τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία· έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πώς να γλυτώσει από το μαρτύριο κι από την κτηνώδη βία.
»Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τα δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου· ήσαν τα δάκρυά του. Ω δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένε φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κι οι δυο στο πόνο, στην ανημποριά και στη λαχτάρα!»

Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία.

Κι ακόμα περισσότερο η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: Δεν ήταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν ήταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους – μα ήταν και μια ζωή γιομάτη Πράξη: αμείλιχτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.

«Σονίτσαα, Σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα, με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!»

Και το τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν την σκοτώσουν:
«Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομον’η όλα τούτα τα χρόνια κι αν ήταν άλλοι καιροί, θα ‘κανα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχομαι πια. Να μ’ επιβλέπουν την ‘ωρα που μιλω΄και να να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ότι βαθύτατα μ’ ενδιαφέρει, μου κατήντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ιδωθούμε σαν ελεύτεροι άνθρωποι».

Σε λίγο καιρό, τον Γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!

Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην Πεντέλη, η κραυγή: - Βοήθεια!

Δεν ήταν μια γυναίκα που φώναζε – ήταν η κραυγή, η σημερινή, ολάκερης της Γης.
Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. 
Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. 
Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρινή πολιτεία να φωνάζει, απάνω στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, πειράχτηκα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου. Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: «Θα είναι υστερική· θα την πάντρευα να ησυχάσει». Κι εγώ γέλασα, θυμούμαι.
Φρίσσω λογιάζοντας πόσο κτήνος μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος, χωρίς να το νιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλύτερη αμαρτία δεν έκαμα.
Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκώνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.
Έφυγε η κραυγή από το στήθος της, λευτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλεύει, φωνάζοντας πολεμικά, μέσα στα στήθη των ανθρώπων. ΄

Τέτοια η κραυγή της λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα ν’ ανοίγει το στόμα της, να σηκώνει τα χέρια απάνου σ’ ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τί λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θ’ ακούσουν· κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραυγάζοντας.

Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας:
-Βοήθεια!»

Ο αέρας άλλαξε, αναπνέει μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη θειάφι. Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι άνθρωποι! Κι ύστερα σιωπή· ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε – μέσα στην καρδιά κάθεται η κραυγή και φωνάζει.

Ανίλεη, αυστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους, ας είναι ο ποιητής ουρανού και γης· αυτός ανέλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας. Ο νους μας είναι σαν το «Μικρό Σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.

«Ο μικρός σκορπιός είπε: – Εγώ, ο μικρός σκορπιός ποτέ δε θα επικαλεστώ το όνομα του Θεού. Εγώ, ο μικρός σκορπιός, όταν θέλω να κάμω τίποτα, θα το κάμω με την ουρά μου»!”

Νίκος Καζαντζάκης


Ρόζα Λούξεμπουργκ (5 Μαρτίου 1870 ή 1871 – 15 Ιανουαρίου 1919) Γερμανοεβραία γεννημένη στην Πολωνία, μαρξίστρια πολιτική θεωρητικός, σοσιαλιστική φιλόσοφος και επαναστάτρια που ανήκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και αργότερα στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας.
Ξεκίνησε τη δράση της με την εφημερίδα Rote Fahne (Η Κόκκινη Σημαία) όπου και συνίδρυσε το Σπάρτακουσμπουντ (Spartakusbund), μια μαρξιστική επαναστατική ομάδα από την οποία και δημιουργήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας με το οποίο έλαβε μέρος σε μια ανεπιτυχή επανάσταση στο Βερολίνο τον Ιανουάριο του 1919.

Η εξέγερση εκτελέστηκε ενάντια στις συμβουλές της Ρόζας και συνετρίβη από τα απομεινάρια του μοναρχικού στρατού και από ελεύθερες δεξιές πολιτοφυλακές που συλλογικά ονομάζονταν Φράικορπς (Freikorps), οι οποίες εστάλησαν από την κυβέρνηση. Η Λούξεμπουργκ και εκατοντάδες άλλοι συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν.


Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012






Αυτός που αγαπώ
Μου είπε
Ότι με χρειάζεται


Γι αυτό
Προσέχω τον εαυτό μου
Βαδίζω με προφύλαξη
Και φοβάμαι κάθε στάλα βροχή
Μηδά και με σκοτώσει



Μπέρτολτ Μπρεχτ



Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012






«Αγάπη μου .. 
μου είχες πει κάποτε ότι μ’ αγαπάς επειδή με κάνεις ευτυχισμένη (ίσως να μην το θυμάσαι, λες τόσα πολλά ανόητα πράγματα) λοιπόν αυτή την στιγμή θα πρέπει να μ’ αγαπάς πολύ, γιατί μ’ έκανες ακόμη πιο ευτυχισμένη. 
Υπερκέρασες ακόμη και το πόσο δυστυχισμένο έκανα τον εαυτό μου εξ’ αιτίας σου.
Σ’ ευχαριστώ, είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπάει κανείς, σήκωσες ένα βάρος από την καρδιά μου και τώρα αρχίζω πάλι να ταξιδεύω προς το μέρος σου αργά αλλά σταθερά. Η σκέψη να νοικιάσουμε ένα εξοχικό σπίτι μ’ αρέσει πάρα πολύ.
Θα είμαι τόσο ευγενική και καλή, θα δεις, θα σφουγγαρίζω το πάτωμα, θα σου μαγειρεύω όλα τα γεύματα, θα γράφω το βιβλίο σου μαζί με το δικό μου, θα σου κάνω έρωτα δέκα φορές κάθε νύχτα κι άλλες τόσες κάθε μέρα, ακόμη κι αν αισθάνομαι λίγο κουρασμένη. Αγάπη μου.. είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν έκανες κάποιον τόσο ευτυχισμένο όσο έκανες εμένα.
Μπορείς να είσαι περήφανος. Φαίνεσαι πια τόσο κοντά, αν γυρίσω το κεφάλι μου θα σε δω αναπαυτικά ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου, μισοκοιμισμένο και ζεστό, μου φαίνεται ότι μπορώ όποτε θέλω, να πάω να ξαπλώσω δίπλα σ’ αυτό το ζεστό και δυνατό σώμα. Το λαχταρώ.
Αγαπημένε μου, που είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπώ».

Σιμόν ντε Μπωβουάρ στον Ζαν Πωλ Σαρτρ...

Γεννήθηκε ως Simone Lucie Ernestine Marie Bertrand de Beauvoir στις 9 Ιανουαρίου του 1908 και πέθανε στις 14 Απριλίου του 1986. 
Η γαλλίδα συγγραφέας υπήρξε και φιλόσοφος και φεμινίστρια αλλά ανέπτυξε και πολλές άλλες ιδιότητες κατά τη διάρκεια της ζωής της η οποία σφραγίστηκε από τη σχέση της με τον Ζαν Πολ Σαρτρ.

Στα 15 της αποφάσισε ότι θα γίνει συγγραφέας, δεν παντρεύτηκε ποτέ από άποψη και δεν έκανε ποτέ παιδί με τον άνδρα που σημάδεψε τη ζωή της. Αυτό της έδωσε χώρο και χρόνο να διαβάσει, να διδάξει, να γράψει, να ταξιδέψει και να συνάψει μακροχρόνιες σχέσεις με άντρες και γυναίκες.

( από το ΄Βήμα' )




Ελεύθερη γυναίκα, ελεύθερη σχέση με τον Σαρτρ, δεν έκρυβε ποτέ τις ερωτικές της ιστορίες, ούτε προσπαθούσε να καλυφθεί πίσω από επιφάσεις καθωσπρεπισμού.
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1950, στέλνει επιστολή προς τον Αμερικανό συγγραφέα του μυθιστορήματος "Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι", Νέλσον Άλγκρεν, με τον οποίο διατηρούσε ερωτική σχέση από το 1947, όταν γνωρίστηκαν σε μια επίσκεψη της Μποβουάρ στο Σικάγο. 
Παρόλο που, σε γράμμα της προς τον Σαρτρ, τον περιέγραφε σαν "...τυπικό Αμερικανό με ανέκφραστο πρόσωπο και άκαμπτο σώμα...", ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Όπως διηγείται στην αυτοβιογραφία της, γραμμένη το 1963, πριν φύγει από το Σικάγο είπε στον Άλγκρεν ότι πέρασε πολύ ωραία και ότι χαίρεται που είναι πραγματικοί φίλοι.
 "Δεν πρόκειται για φιλία", απάντησε εκείνος, 
"δεν μπορώ να σου προσφέρω τίποτα λιγότερο από έρωτα".
Συνέχισαν να επικοινωνούν μέχρι το 1964, οπότε εκείνος διέκοψε κάθε επαφή μαζί της, μετά την αμερικανική έκδοση της αυτοβιογραφίας της.


Αποσπάσματα από την επιστολή της Σιμόν Ντε Μποβουάρ προς τον Νέλσον Άλγκρεν

"Ξενοδοχείο Λίνκολν, Νέα Υόρκη
30 Σεπτεμβρίου, 1950

Νέλσον γλυκέ μου αγαπημένε,
είχες μόλις φύγει όταν ήλθε ένας χαμογελαστός άντρας και μου πρόσφερε ένα ωραίο, τρελό λουλούδι με δυο πουλάκια και την αγάπη του Νέλσον. Αυτό ήταν αρκετό για να χαλάσει τη σωστή συμπεριφορά μου. Ήταν δύσκολο να "μην κλαίω πια". Κι όμως, τα καταφέρνω καλύτερα στη στεγνή θλίψη απ' ότι στον ψυχρό θυμό, καθώς δεν έχυσα ούτε δάκρυ ως τώρα, έμεινα στεγνή σαν καπνιστό ψάρι. Η καρδιά μου όμως είναι μαλακή σαν το εσωτερικό σκοτεινής κρέμας. Περίμενα μιάμιση ώρα στο αεροδρόμιο εξαιτίας της κακοκαιρίας. Το αεροπλάνο από το Λος Άντζελες δε μπορούσε να προσγειωθεί γιατί είχε ομίχλη. Καλά έκανες κι έφυγες. Τούτη η τελική αναμονή είναι πάντα ατέλειωτη. Χάρηκα όμως που ήλθες. Σε ευχαριστώ που ήλθες και σε ευχαριστώ για τα λουλούδια και φυσικά για όλα τα άλλα. Περίμενα λοιπόν με ένα βυσσινί λουλούδι στο στήθος κάνοντας ότι διαβάζω ένα αστυνομικό βιβλίο του ΜακΝτόναλντ. Ύστερα φύγαμε. Το ταξίδι ήταν πολύ εύκολο, δεν κουνηθήκαμε καθόλου. 
Δεν κοιμήθηκα, αλλά προσποιήθηκα ότι διάβαζα το βιβλίο ως το τέλος, χαιδεύοντάς σε στα βάθη της σκοτεινής, ανόητης καρδιάς μου.
Η Νέα Υόρκη ήταν πανέμορφη. Ζεστή και ηλιόλουστη και γκρίζα συνάμα. Τι σαγηνευτική πόλη! Δεν πήγα στο Μπρίτανι, γιατί θα ράγιζε η καρδιά μου..."
............
"...Για άλλη μια φορά σε έβλεπα παντού, τα πάντα μου θύμιζαν εσένα....τώρα είναι εννιά...είμαι πολύ κουρασμένη. Ήρθα στο δωμάτιό μου να σου γράψω και να πιω ένα ουίσκυ. Δεν νομίζω όμως να μπορέσω να ξαπλώσω τώρα. Γύρω μου αισθάνομαι τη Νέα Υόρκη, πίσω μου το δικό μας καλοκαίρι. Θα κατέβω να περπατήσω και να ονειρευτώ, ώσπου να εξουθενωθώ τελείως.
Δεν είμαι λυπημένη, κατάπληκτη είμαι μάλλον, τελείως αποστασιοποιημένη από τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να πιστέψω πως τώρα είσαι τόσο μακριά, εσύ που είσαι τόσο κοντά. 
Θέλω να σου πω μοναχά δυο λόγια πριν φύγω και μετά δεν θα ξαναπώ τίποτα, σου το υπόσχομαι. Πρώτα απ' όλα, ελπίζω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, θέλω, έχω ανάγκη να σε ξαναδώ μια μέρα. 
Σε παρακαλώ, όμως, μην ξεχνάς, δεν πρόκειται να ξαναζητήσω να σε δω - όχι από περηφάνεια, γιατί, όπως ξέρεις, δεν έχω περηφάνεια όσον αφορά εσένα. Η συνάντησή μας όμως θα σημαίνει κάτι μόνο αν την επιθυμείς κι εσύ. Οπότε θα περιμένω. Όταν το θελήσεις, δεν έχεις παρά να το πεις. Δεν θα συμπεράνω ότι μ' αγαπάς πάλι, ούτε είσαι υποχρεωμένος να κοιμηθείς μαζί μου και δεν χρειάζεται να μείνουμε πολύ καιρό μαζί. Όπως το αισθάνεσαι, όταν το αισθάνεσαι. Να ξέρεις όμως ότι πάντα θα λαχταρώ να μου το ζητήσεις. Όχι, δεν αντέχω να σκέφτομαι ότι δεν θα σε ξαναδώ ποτέ πιά. Έχασα την αγάπη σου και ήταν (είναι) οδυνηρό, δεν θα χάσω όμως κι εσένα..."
......
"...Σε αγαπώ όπως τότε που βρέθηκα στην απογοητευμένη σου αγκαλιά, δηλαδή με όλο μου το είναι, με όλη τη σκοτεινή μου καρδιά. Δεν μπορώ να σ' αγαπήσω λιγότερο. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να σ' ενοχλήσει, γλυκέ μου, και ούτε θέλω να μου γράφεις από υποχρέωση..."
.......
"...Λοιπόν, τα λόγια ηχούν ανόητα. Σε νοιώθω τόσο κοντά, τόσο κοντά μου, άσε να σε πλησιάσω κι εγώ. Και άσε με, σαν τον παλιό καιρό, άσε με να μείνω ο εαυτός μου για πάντα.
Η δική σου Σιμόν"


Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Εφτά Μικρές Ροδιές




ΕΦΤΑ ΜΙΚΡΕΣ ΡΟΔΙΕΣ




Edward Munch   'Sepatation'



Θα φυτέψω στον κήπο σου
εφτά μικρές ροδιές
για να γεύεσαι τους χυμούς
απ'τα πικρά τους ρόδια
και να μη λαχταράς τα δάκρυά μου.

Θα φυτέψω στον κήπο σου
δώδεκα κόκκινα αμπέλια
για να μεθάς απ' το χρώμα τους
και να μην ματώνεις με φιλιά
τα χείλη τα δικά μου.

Θα στολίσω τον κήπο σου
με σαράντα συντριβάνια
για να ξεγελάς την δίψα σου
και να μην με αφανίζεις
όταν πίνεις από μένα.
Και μετά
επειδή θα μισώ τον κήπο σου....

Θα ξεριζώσω τις μικρές ροδιές
για να γεύεσαι πάλι
τα δάκρυά τα δικά μου.

Θα κάψω τ' αμπέλια
για να ματώνεις τα χείλη μου
με τα φιλιά σου.

Συντρίμια θα κάνω
τα σαράντα συντριβάνια
για να με πίνεις ξανά και ξανά
εμένα να πίνεις μόνο
χωρίς ποτέ να μπορείς
να ξεδιψάσεις.


Ευγένιος Τριβιζάς