Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

η αναζήτηση του Ίρανου ....







Είναι που κάποιες νύχτες..
το μυαλό ταξιδεύει..
παρασυρμένο λίγο..


Είναι ακόμη..
που δε μπορώ ν αντισταθώ 
στη μαγεία , στο Παραμύθι, στ΄'Ονειρο..










"Ο νεαρός με τ΄αμπελόφυλλα στα μαλλιά μπήκε στη γρανιτένια πόλη του Τελόθ ..
......


"Είμαι ο Ίρανος κι έρχομαι από την Άιρα" είπε
"μια μακρυνή πόλη που μονάχα αμυδρά θυμάμαι και γυρεύω να βρω ξανά.
Είμαι τροβαδούρος και τραγουδώ τραγούδια που έχω μάθει σ΄εκείνη τη μακρυνή πόλη..
μόνη μου επιθυμία είναι να δημιουργώ ομορφιά από τα πράγματα που θυμάμαι από παιδί.
Η περιουσία μου είναι μικρές αναμνήσεις και Ονειρα..και μια Ελπίδα.."


Όταν οι κάτοικοι του Τελόθ άκουσαν αυτά τα λόγια άρχισαν να μουρμουρίζουν ..γιατί, αν και στη γρανιτένια πόλη δεν ακούγονται γέλια και τραγούδια, αυτοί οι κακόθυμοι άνθρωποι μερικές φορές κοιτάζουν την άνοιξη..

Κείνο το απόγευμα ο 'Ιρανος τραγούδησε, και κάποιος γέρος προσευχόταν κι ένας τυφλός είπε πως είδε..  Όμως οι περισσότεροι χασμουριόνταν, άλλοι γελούσαν και μερικοί τράβηξαν για ύπνο, γιατί ο Ίρανος δεν έλεγε τίποτε χρήσιμο.. απλά τραγουδούσε τις αναμνήσεις, τα όνειρα και τις ελπίδες του..

"Αχ Άιρα, πόλη από μάρμαρο και βήρυλλο....πόσο σ΄ έχω πεθυμήσει, Άιρα..
'Ημουν μικρός σα φύγαμε στην εξορία. Μα ο πατέρας μου ήταν βασιλιάς σου, κι εγώ θα ξαναγυρίσω μια μέρα σ΄εσένα, γιατί έτσι έχει ορίσει η Μοίρα.
Σ΄επτά χώρες σ΄έχω γυρέψει.. κάποια μέρα θα σε βρω , θα βασιλέψω στους δρόμους και στα παλάτια σου, και θα τραγουδώ γι ανθρώπους που με καταλαβαίνουν..
Είμαι ο Ίρανος, που κάποτε ήμουν πρίγκηπας της ΄Αιρα.."

Κείνη τη νύχτα οι κάτοικοι του Τελόθ έβαλαν τον ξένο να κοιμηθεί σ ένα στάβλο..

 (Μα το πρωί.. τον ανάγκασαν να διαλέξει..ή θα δούλευε σαν όλους..ή θα φευγε..
'Εφυγε, παρέα μ΄ένα μικρό αγόρι, με μεγάλα θλιμμένα μάτια ..ν΄αναζητήσουν  μαζί  την Άιρα )

"Εσύ θα με μάθεις πώς να ταξιδεύω, κι εγώ θ΄ακούω τα τραγούδια σου κάθε σούρουπο,
όταν τ΄αστέρια ανάβουν ένα ένα, φέρνοντας όνειρα στα μυαλά των ονειροπόλων.." είπε το αγόρι..
και κίνησαν μαζί..
Ταξίδευαν χρόνια.. από πολιτεία σε πολιτεία..το αγόρι μεγάλωσε, πολλά χρόνια θα πρέπει να ήρθαν και να φυγαν..
Το αγόρι δεν ήταν πια αγόρι, αλλά ο Ίρανος έμενε πάντα ίδιος, στόλιζε τα ξανθά μαλλιά του με αμπελόφυλλα και αρωματικά ρετσίνια από τα δάση..
Κι ήρθε μια μέρα που το αγόρι φαινόταν μεγαλύτερος απ΄ότι ο Ίρανος
Και κάποια νύχτα, ενώ το Φεγγάρι ήταν ολόγιομο, οι ταξιδιώτες έφτασαν σε μια πολιτεία...δεν ήταν η Άιρα..μα έμειναν, επειδή ο λαός του είχε πετάξει λουλούδια...κι είχε χειροκροτήσει τα τραγούδια του..

Δεν είναι γνωστό πόσο καιρό έμειναν εκεί,
μα κάποια μέρα ο βασιλιάς έφερε στο παλάτι κάποιες χορεύτριες από την έρημο του Λιράν και μελαμψούς αυλητές από το Ντρίνεν της Ανατολής, και μετά απ΄αυτό οι γιορταστές δεν πετούσαν και τόσο πολύ τα λουλούδια στον ΄Ιρανο όσο στις χορεύτριες..
Αν κι ο 'Ιρανος ένοιωθε βαθιά θλίψη, δεν έπαυε να τραγουδά τα όνειρά του για την 'Αιρα, την πόλη από μάρμαρο και βήρυλλο.
Υστερα, κάποια νύχτα το αγόρι, ένας χοντρός γέρος πια , πέθανε μέσα στα μετάξια του ντιβανιού του..
.κι ο 'Ιρανος έφυγε, ντυμένος μόνο στο πορφυρό ρούχο με το οποιο είχε έρθει και στολισμένος με καινούρια αμπελόφυλλα..
Περιπλανήθηκε στο ηλιοβασίλεμα, ψάχνοντας ακόμη τη χώρα που ΄χε γεννηθεί..και κάποιους που να τον καταλαβαίνουν , και να εκτιμούν τα όνειρα και τα τραγούδια του...

'Ετσι μια νύχτα, έφτασε στο χαμηλό καλύβι ενός γερου βοσκού...
"Μήπως ξέρεις πού μπορώ να βρω την 'Αιρα, την πόλη από μάρμαρο και βήρυλλο, εκεί όπου κυλάει ο γυάλινος Νιθρά κι οι καταρράχτες του τραγουδούν μέσ΄απο πράσινες κοιλάδες και δασωμένους λόφους?"
Ο βοσκός , τον κοίταξε για ώρα πολλή, παράξενα. λες και θυμόταν κάτι πολύ μακρινό....

Τελικά απάντησε..

"Ξένε, έχω πράγματι ακούσει γι αυτήν την ΄Αιρα και τ΄άλλα ονόματα που ανέφερες, αλλά έρχονται στο μυαλό μου μέσα απ΄την έρημο πολλών χρόνων.
Τα είχα ακούσει στη νιότη μου από τα χείλη ενός παιδικού μου φίλου, το γιο ενός ζητιάνου, που 'ταν παραδομένος σ΄αλλόκοτα όνειρα, κι έφτιαχνε ιστορίες για το Φεγγάρι, τα λούλουδα και το νοτιά..
Εμείς τον κοροϊδεύαμε, μ΄αυτός θεωρούσε τον εαυτό του γιο βασιλιά...
'Ηταν όμορφος σαν εσένα..μα γεμάτος τρέλλα.
Το ΄σκασε μικρός, για να βρει κάποιους ν΄ακούσουν τα τραγούδια και τα όνειρά του..
Μίλαγε για την Αιρα, πως κάποτε κατοικούσε κει σαν πρίγκηπας..αν κι εμείς τον ξέραμε από γεννησιμιού του...
'Οχι πως υπήρξαν ποτέ μαρμάρινη πόλη που να τη λένε ΄Αιρα, ή κάποιοι που να τους αρέσουν τα παράξενα τραγούδια, παρά μόνο μέσα στα παράξενα τραγούδια του παιδικού μου φίλου , του ΄Ιρανου, που ΄χει πια χαθεί...."
Και μέσα στο δειλινό, καθώς τ΄αστέρια έβγαιναν ένα ένα,
και το φεγγάρι έριχνε πάνω στο βάλτο μια ακτινοβολία σαν αυτή που ένα παιδί βλέπει την ώρα που το νανουρίζουν πλάι σ΄ένα παράθυρο,
ένας γέρος κατευθύνθηκε προς την κινούμενη άμμο του βάλτου.

Φορούσε ένα κουρελιασμένο πορφυρό ρούχο, κι ένα στεφάνι από μαραμένα αμπελόφυλλα,
και κοιτούσε μπροστά του λες κι έβλεπε τους χρυσούς θόλους μιας πανέμορφης πολιτείας που οι κάτοικοί της μπορούν να καταλάβουν το Ονειρο..

Εκείνη τη νύχτα,
έσβησε κάτι από τη νιότη και την ομορφιά του αρχαίου κόσμου..."


Αποσπάσματα από το διήγημα "η αναζήτηση του Ιρανου"
του Φιλιπ Λαβκραφτ
σε μια υπέροχη μετάφραση του αξεπέραστου Γ. Μπαλάνου

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011


Ήταν που λέτε μια φορά.....





Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα 'μοιαζε μ' όλα τα' άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια. Μόλις σουρούπωνε, το 'σκαγε απ΄ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν
να πιουν νερό...
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί κι ασβοί και βατραχάκια...
Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό.
Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:

- Μπορείς να μ' αγαπάς;

Τα πιο πολλά γελούσαν. Αλλα δεν έμπαιναν στον κόπο να απαντήσουν. Και άλλα του έλεγαν: Δεν έχω χρόνο - ή δεν ξέρω τι είναι ν' αγαπάς...
Κι αυτό γινόταν κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:

- Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.

- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! Πες μου, όμως, τι πά' να πει ν' αγαπηθούμε;

- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις.
Και τώρα άκου: Ν' αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά' να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.

Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια για μερόνυχτα...

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι βέβαια. Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό.
Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.

Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα!...

- Τι ωραίο να σ' αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε;

- Όχι ακόμα. Γιατί ν' αγαπηθούμε πά' να πει και να 'χουμε κάτι ο ένας απ' τον άλλον.

 Δώσ' μου λίγο απ' το καστανόμαυρο τρίχωμά σου κι εγώ θα σου δώσω απ΄ το κίτρινο των ματιών μου.

Κι έκαναν έτσι...
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. 
Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο.
Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά,
και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν αχτίδα από φως.
Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.

- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεεεεεεεε... ωπ!

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Τώρα.

Και που λέτε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγινε κι έτρεχαν για τον ήλιο.
Κι άρχισε να πέφτει βροχή, γλυκιά σα μέλι.
Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ' την τεράστια ταχύτητα - που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ' αστέρια - έγιναν ένα...
Κι ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ' τα σύννεφα...
Και πέρασε καιρός.

Να 'τανε χρόνια, να 'τανε ένα λεπτό μονάχα,...
κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψιθύρισε:

- Κουράστηκα.
Μη σου κακοφανεί.
Μπορεί και να ζαλίστηκα απ' το τρέξιμο.
Θα 'θελα να γυρίσω πίσω.

- Κουράστηκες;
Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα.
Είναι το φως που μας κουβαλάει.
Δεν είναι κουραστικό.

- Για μένα είναι.
Έπειτα το 'χω ξανακάνει.
Λίγοι το αντέχουν δεύτερη φορά.
Είν' επικίνδυνο.
Γυρίζω πίσω...

Αυτά είπε. Και με μεγάλη ευκολία, πήδηξε σ' ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε...

- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι.
Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω,
κι είν' αστείο να τρέχω μόνος μου στον ουρανό...

Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως - δε σας τ' ορκίζομαι - το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.

- Εεεεεεε... ωωωωωωωωωω...
Είναι κανείς εδώ; Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο.
Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξαναγυρίσω πίσω;

Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανένας.

- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα.
Κι άρχισα να κρυώνω.
Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα;
Εεεεεεε... ωωωωωωωωω... Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ;

Τότε, μια μικρή φωνούλα έφτασε στ' αφτιά του,
τόσο γλυκιά και σιγανή σα να 'βγαινε από μέσα του.

- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!

- Μου μίλησε κανείς; Τίποτε δεν βλέπω.

- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου.
Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στον Γαλαξία.
Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Ακου.
Μόνο εγώ μπορώ να σε γυρίσω πίσω.
Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω από τη γη,
ύστερα σιγά-σιγά θα κατέβουμε.
Μόνο που 'χω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα
κι η ενέργειά μου έχει σχεδόν εξαντληθεί.
Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα,
να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...

- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω;

- Ξέρω κι εγώ;... Το τρίχωμά σου, τις πατούσες σου,
ένα κομμάτι από την καρδιά σου...

- Το τρίχωμά μου, οι πατούσες μου, δικά σου.
Μόνο που καρδιά δεν έχω πια.
Την πήρε ο ασβός μαζί του.
Κι αυτό δεν αλλάζει...

- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου.
Ελπίζω να μας φτάσουν.
Καίω την πρώτη...
Μην πονάς πολύ.
Μην κλαις, δεν το αντέχω.
Ησύχασε.
Κρατήσου τώρα.
Αλλάζουμε πορεία.

Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά... Το σκιουράκι μ' ένα πόδι,
κοίταζε τη γη - τόσο μικρούλα - κι όμως του φαινότανε
πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του.

Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι' αυτό.
Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτ' άλλο.

- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά.
Το κέντρο της ζωής σου είν' αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του.
Κι όμως είν' άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις,
ούτε και να ξεφύγεις απ' αυτό...


- Σσσσσσστ! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η ηλιαχτίδα.
Καίω τη δεύτερη πατούσα.
Καταβαίνουμε...

Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα,μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε.
Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα, τα πουλάκια, το ποτάμι και ξαφνικά... Πλατς!... Και μετά τίποτα...

Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται,
πόναγε σ' όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του έβαζε οινόπνευμα κι ύστερα φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του 'βαζε κομπρέσες κι επιδέσμους και το χάιδευε...

- Ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.

Όμως, είδε να σκύβει πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ' αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες
πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του.
Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε.
Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα, ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα...

- Μπορείς να μ' αγαπάς;

Το σκιουράκι αναστέναξε, χωρίς καθόλου λύπη.

- Φοβάμαι πως δεν μπορώ.
Δεν έχω πια καρδιά για ν' αγαπήσω...

- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ'τη δικιά μου.

- Όμως ν' αγαπηθούμε πά'να πει να τρέχουμε μαζί - κι εγώ δεν έχω πόδια.

- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί;

Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο,
όπως μπορούμε.
Το πιο σπουδαίο είναι να 'μαστε οι δυο μας,
και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε,
ούτε που θα πάμε...
Μικρό μου σκιουράκι,
αν μπορείς να μ'αγαπάς,
θα σου φτιάξω δεκανίκια από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς.
Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια.
Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα 'ναι πιο όμορφα,
γιατί θ' ακούω την ανάσα σου
κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου
και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ,
εγώ ή εσύ,
θα 'μαστε εμείς...


Τι έγινε μετά, κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα - κι εγώ που να το ξέρω;
Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή,
περπατώντας με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε...
Ο απόηχος απ' το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δένδρων - λένε...

Πάντως, ποτέ - μα ποτέ - κανείς πια δεν τους ξανάδε....


Ενα παραμυθάκι, από την Λιλη Λαμπρελλη 

για την καληνύχτα σας.. 


Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011


Ατς νθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανε
ς δν ξέρει ν πε γιατί
Κάποτε νομίζουν π
ς εναι ο χαμένες γάπες
Σ
ν κι ατς πο μς βασανίζουνε τόσο
Στ
ν κροθαλασσι τ καλοκαίρι μ τ γραμμόφωνα

Ο
λλοι νθρωποι φροντίζουν τς δουλειές τους
τέλειωτα χαρτι παιδι πο μεγαλώνουν
Γυνα
κες πο γερνονε δύσκολα
Α
τς χει δυ μάτια σν παπαρονες
Σ
ν νοιξιάτικες κομμένες παπαρονες
Κα
δυ βρυσολες στς κόχες τν ματιν

Πηγαίνει μέσα στο
ς δρόμους ποτ δν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρ
τετράγωνα στ ράχη τς γς
Μηχαν
μις πέραντης δύνης
Πο
κατάντησε ν μν χει σημασία

λλοι τν κουσαν ν μιλ μοναχ καθς περνοσε
Γι
σπασμένους καθρέφτες πρν π χρόνια
Γι
σπασμένες μορφς μέσα στος καθρέφτες
Πο
δν μπορε ν συναρμολογήσει πι κανες
λλοι τν κουσαν ν λέει γι τν πνο
Ε
κόνες φρίκης στ κατώφλι το πνου
Τ
πρόσωπα νυπόφορα π τ στοργή

Τ
ν συνηθίσαμε εναι καλοβαλμένος κι συχος
Μονάχα πο
πηγαίνει κλαίγοντας λοένα
Σ
ν τς τις στν κροποταμι πο βλέπεις π᾿ τ τρένο
Ξυπνώντας
σχημα κάποια συννεφιασμένη αγ

Τ
ν συνηθίσαμε δν ντιπροσωπεύει τίποτα
Σ
ν λα τ πράγματα πο χετε συνηθίσει
Κα
σς μιλ γι᾿ ατν γιατί δ βρίσκω τίποτα
Πο
ν μν τ συνηθίσατε
Προσκυν


φήγηση - Γ. Σεφερης