Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

ο ξεπεσμενος δερβισης









Τον συναντάς συχνά να περιφέρεται ανήσυχος στο δρόμο μ’ ένα μακρύ χιτώνα να σκεπάζει το μελαμψό του δέρμα, λιπόσαρκος και μ’ ένα πρόσωπο σκυθρωπό και ανέκφραστο.


«Ὑψηλὴ μορφή, μὲ λευκὸν σαρίκι, μὲ μαύρην χλαῖναν καὶ χιτῶνα χρωματιστόν…»


Δεν ξέρεις ποιος είναι, πότε και από πού ήρθε στον Τόπο μας, πόσα χιλιόμετρα διάνυσε, τι πέρασε σ’ αυτή την πολύμηνη και εξουθενωτική πορεία. Δεν ξέρεις για ποιο λόγο έφυγε εγκαταλείποντας οικογένεια, συγγενείς, φίλους, γνωστούς.

«Εἶχεν ἀναφανῆ. 
Πότε; Πρὸ ἡμερῶν, πρὸ ἑβδομάδων. 
Πόθεν; Ἀπὸ τὴν Ρούμελην, ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, ἀπὸ τὴν Σταμπούλ. 
Πῶς; Ἐκ ποίας ἀφορμῆς; 
Ποῖος;»


Να ΄ναι Κούρδος πολιτικός πρόσφυγας, που ζητάει πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα;

Αφγανός κυνηγημένος από τους Ταλιμπάν;

Ορφανός από τις πλημμύρες του Μπάγκλα Ντες ;




«Ἦτο εἰς εὔνοιαν, εἰς δυσμένειαν; Εἶχεν ἀκμάσει, εἶχεν ἐκπέσει, εἶχεν ἐξορισθῇ; 
Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ. 
Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι σφαῖρα καὶ γυρίζει.»


Μέρες γυρίζει στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας, άνεργος, ταλαιπωρημένος , διωγμένος ακόμη και από το ερειπωμένο σπίτι, που τις πρώτες ημέρες βρήκε να ακουμπήσει το βασανισμένο σώμα του. Τώρα βρήκε στέγη στον Άγιο Παντελεήμονα σε μια εσοχή πίσω από τις κολώνες της εκκλησιάς.

                                

«Ἐκεῖ διενυκτέρευεν ἀπὸ ἡμερῶν. Ἄστεγος, ἀνέστιος, φερέοικος. 
Τὸ μικρὸν καφενεῖον εἶχε τὴν ἄδειαν νὰ μένῃ ἀνοικτὸν ὅλην τὴν νύκτα.»

Μα κι’ εκεί δεν τον άφησαν να μείνει για πολύ. Ήρθε η αστυνομία και τον έδιωξε μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα.


«Δὲν ἐπετράπη εἰς τὸν Δερβίσην, τὸν ἀνέστιον, τὸν πλάνητα, νὰ μείνῃ, ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι ἔπαιζε τὸ νάϊ, κ’ ἐμάζωνε κόσμον, καὶ δὲν ἄφηνε τοὺς γείτονας νὰ κοιμηθοῦν.»
Του ζήτησαν να δούνε τα χαρτιά του κι’ αυτός τόσκασε τρέχοντας στη Πατησίων.Αχ να μπορούσε να βρει ένα φίλο, ένα αποκούμπι, λίγη αγάπη, λίγη ζεστασιά.


«Ὁ ἴδιος ὁ Λεπενιώτης ὁ λεοντόκαρδος, ὅσον καὶ ἂν ἔτρεφε φιλέκδικον πάθος διὰ τὸν φόνον τοῦ μεγάλου ἥρωος, τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀνίσως τὸ πνεῦμά του περιεφοίτα ἐκεῖ, καὶ ἠδύνατο νὰ ἴδῃ τὸν ἄμοιρον Δερβίσην, διωγμένον, ἐξωρισμένον, ἀνέστιον, ριγοῦντα ἀνὰ τὴν στενωπόν, ἕρποντα ἀναμέσον δύο σειρῶν παλαιῶν οἰκίσκων, θὰ τὸν ἐσπλαγχνίζετο.»


Καταδιωγμένος χωρίς να γνωρίζει κανένα ένοιωθε την κούραση να λυγίζει τα πόδια του.

Είχε φθάσει η νύχτα και δεν είχε που ν’ ακουμπήσει για να κλείσει για λίγο τα τρομαγμένα μάτια του. Στα μάτια του η απόγνωση.

                                    


«Ποῦ νὰ ὑπάγῃ;
Ἔκαμεν ὀλίγα βήματα ἀσκόπως, πέριξ τοῦ καφενείου.
«Παρέκει ἦτο ἡ σῆραγξ. Ἐσκάπτετο, ἦτο σκαμμένη.
Ἔκαμνε ψύχραν, νυκτερινὸν ἀπόγειον. Μία μετὰ τὰ μεσάνυκτα.»


Στο Πεδίο του Άρεως βρίσκει ένα άδειο παγκάκι. Είναι μεσάνυχτα και το κρύο περονιάζει το τυραγνισμένο σώμα του.

Αποκαμωμένος από το κυνηγητό όλης της μέρας , τυλίχτηκε σ’ ένα παλιόκουτο και ξάπλωσε πάνω στο υγρό παγκάκι
.

«Ὁ Δερβίσης ὁ πλάνης κατῆλθεν εἰς τὸ βάθος τῆς σήραγγος. Ἴσως ἤλπιζε νὰ εὕρῃ περισσότερον ἀπάγκειο ἐκεῖ.»


Μεσάνυχτα άρχισε να βρέχει ένα διαβολεμένο χιονόνερο. Τουρτούριζε, έτρεμε, άρχισε να παγώνει. Θα πέθαινε από το κρύο. Προσπάθησε να τρίψει για λίγο το σώμα του, γρήγορα όμως απόκαμε, η νύστα και η κούραση του’ κλειναν τα μάτια.

Το σώμα πάγωνε, πάγωνε και η ψυχή του.

Τα φώτα χαμήλωσαν, οι μακρινές σκιές χάθηκαν από τα μάτια του.


«Ὁ ξένος μουσουλμάνος εἶχε παγώσει ἐκεῖ ὅπου ἐκαθῆτο κ’ ἐνύσταζε. Διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἔβγαλε τὸ νάϊ του καὶ ἤρχισε νὰ παίζῃ τὸν τυχόντα ἦχον, ὅστις τοῦ ἦλθε κατ’ ἐπιφορὰν εἰς τὴν μνήμην…
Πρὸ ὥρας ἤδη εἶχε σιγήσει τὸ ᾆσμα τὸ μυστηριῶδες καὶ μελιχρόν, τὸ νάϊ εἶχε πέσει ἀπὸ τὴν χεῖρα. Ὁ οὐρανός, συννεφώδης, εἶχεν ἀρχίσει νὰ βρέχῃ, ἔβρεξεν ἐπ’ ὀλίγα λεπτά, εἶτα ἔπαυσεν.»


Την άλλη μέρα το πρωί οι οδοκαθαριστές τον βρήκαν πεσμένο στο χώμα, χωρίς χαρτιά, χωρίς φίλους, χωρίς συγγενείς, χωρίς οικογένεια, χωρίς κανένας να νοιάζεται γι’ αυτόν.

                                               

«Ὕστερον, μετ’ ὀλίγας ἡμέρας, ἔγινεν ἄφαντος καὶ δὲν τὸν εἶδε πλέον κανείς. Ζῇ, ἀπέθανε, περιπλανᾶται εἰς ἄλλα μέρη, ἀνεκλήθη ἀπὸ τῆς ἐξορίας, ἐπανέκαμψεν εἰς τὸν τόπον του;
Κανεὶς δὲν ἠξεύρει.
Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ. Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι σφαῖρα καὶ γυρίζει.»
……………………………………………………..



Τα αποσπάσματα είναι από το διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη «Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης»


Το κείμενο υπογράφει ο "αιθεροβάμων" στα λευκαδίτικα νέα   εδώ


Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

η αβοήθητη μοναξιά του άντρα







"......Αποκλεισμένος από το άλλο ανθρώπινο σώμα, 
μη έχοντας ποτέ καμιά ενσυνείδητη συγκοινωνία αίματος με το άλλο σώμα, όπως έχει η γυναίκα με το κύημά της 
ούτε καν έξοδο αίματος, όπως εκείνη, παρά μονάχα όταν το σώμα του εκτεθεί στη βία, 
έχει ένα σώμα μοναχικό κι αδιαπέραστο· 
κλειστό, δηλαδή απειλημένο. 
Που δεν ανοίγει ποτέ, ούτε κατά την ερωτική του δράση, οπότε κλείνει ακόμη περισσότερο και το κάθε σώμα αποχωρεί, 
αποσύρεται στην πιο απόλυτη δική του σιωπή, που είναι η ηδονή. 


Αντίθετα, το σώμα της γυναίκας, προτού κι αυτό απουσιάσει από την ερωτική ένωση, 
είναι ένα σώμα πάντα ανοιχτό 
ο υπέροχος αυτός κάλυκας που είναι φτιαγμένος για να υποδέχεται και για να περιβάλλει. 


Κι αφού η γυναίκα τον άντρα μονάχα να τον αγαπάει μπορεί και τίποτε άλλο, 
θα κάνω εγώ, 
ένας άντρας,
το εγκώμιο γι' αυτό το αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. 


Χαριστικά θα βάλω πρώτη στη σειρά τη συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεσθεί, κυρίως με το ανεκτίμητο (και κατ' εξοχήν γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της.
Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα είχε χαθεί μέσα στις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων 
ένα χάρισμα που η γυναίκα, αν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο αν θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοποιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες,
που χάρη σ' αυτές και αποκλειστικά μ' αυτές ο άντρας επιβιώνει. 


Χειρώνακτας του πολιτισμού αλλά και εγκέφαλός του, έκτισε από την αρχή τον κόσμο με μέτρο τον άνθρωπο. ,
Κι αν αυτός ο κόσμος φαίνεται να είναι ανδροπρεπής, 
εκεί που χρειάζεται γίνεται θηλυκός, 
πολύ τελειότερα απ' ό,τι θα τον έπλαθε η ίδια η γυναίκα: 
χάρη στον άντρα η τέχνη κατοικήθηκε από εξαίσιες (αν και ανύπαρκτες) γυναίκες 
και πήραν γυναικείο όνομα οι πιο αυστηρές εξουσίες της ζωής 
ενώ κράτησε για τον εαυτό του τον δυστυχισμένο ρόλο του ηττημένου, 
δηλαδή αυτός επωμίστηκε με αυταπάρνηση τη μεταφυσική μοίρα της ήττας που βαραίνει το ανθρώπινο γένος. 
Δεν δέχθηκε χαρμόσυνους αγγέλους όπως η Θεοτόκος, δεν έπεσε σε ερωτική έκσταση όπως η Αγία Θηρεσία· ταπεινά κι αγόγγυστα υπηρέτησε τη θητεία του στα τάγματα του Θεού. 


Δεν είχε μεγαλομανιακές ακουστικές ψευδαισθήσεις όπως η Ιωάννα της Λορραίνης ανώνυμος αφανίσθηκε σε ατέλειωτους και άδικους πολέμους (και καμιά δεν έχει σημασία ότι ο ίδιος τους ξεκίνησε), 
εξοντώθηκε σε ισόβιες δουλείες. 
Ανιδιοτελής, αθώος αλλά ευφυής, εύπιστος με τη θέλησή του εύθραυστος 
και χωρίς - σε αντίθεση με τη γυναίκα - να επιζεί του θρυμματισμού του· 
ασκημένος από ένστικτο να επινοεί τεχνάσματα του κυνηγιού για την τροφή της ομάδας, 
να αγρυπνάει για τους κινδύνους· από γεννήσεως ανυπεράσπιστος, γιατί η φύση τού πήρε πίσω όλα τα όπλα του, 
έμεινε πάντα πολεμιστής,
άοπλος 
και με χίλιους τρόμους γενναίος. 


Εκπνευμάτωσε τη φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη, κυρίως τόλμη, μυαλού και κραδασμό ιδεών.


Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες νύχτες

κι όλα αυτά από το τίποτα, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από κανέναν.
Έχοντάς τα όλα αντίξοα, και πιο πολύ αντίξοη τη γυναίκα που τον αγάπησε.



Και λυπηθείτε τον, 
με την πιο ευγενικιά, την πιο τρυφερή λύπη, 
γι' αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του.

Και μη του μιλάτε, 
αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. 



Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, 


ποτέ μην τον ρωτήσετε γιατί. 






Απόσπασμα
από το εξαιρετικό άρθρο του Γ. Χειμωνά.
"η αβοήθητη μοναξιά του άντρα..." 

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Youkali





Εκεί, σχεδόν προς το τέλος του κόσμου
το περιπλανόμενο καράβι μου
ξεφεύγοντας απ' την θέληση των κυμάτων
μ΄οδήγησε μια μέρα


Ήταν ένα μικρό νησάκι
αλλά η ευγενική νεράιδα που μένει εκεί
μας προσκαλεί
να ρίξουμε μια ματιά

Γιουκάλι
είναι η γη των επιθυμιών μας
Γιουκάλι
είναι η ευτυχία, η ευχαρίστηση
Γιουκάλι
είναι η γη όπου ξεχνούμε όλες τις ανησυχίες μας
είναι στη νύχτα μας, σαν ένα λαμπερό άνοιγμα
το άστρο που ακολουθούμε...
Γιουκάλι...

Γιουκάλι,
είναι ο σεβασμός όλων των όρκων που έχουμε δώσει
Γιουκάλι
είναι η γη της αμοιβαίας αγάπης

είναι η ελπίδα
που υπάρχει σε κάθε ανθρώπινη καρδιά
η απελευθέρωση
που περιμένουμε για το αύριο
Γιουκάλι
είναι η γη των επιθυμιών μας
Γιουκάλι
είναι ευτυχία, ευχαρίστηση,

...αλλά είναι ένα όνειρο, μια τρέλα...

Δεν υπάρχει Γιουκάλι

Κι η ζωή μας πάει μακριά
κουραστικά μέρα με τη μέρα

αλλά η φτωχή ανθρώπινη ψυχή
ψάχνοντας την λησμονά παντού
προσπαθώντας ν' αποδράσει απ' τον κόσμο
κατάφερε να λύσει το μυστήριο..
μέσα του πέφτουν τα όνειρά μας
σε κάποιο Γιουκάλι

Αλλά είναι ένα όνειρο, μια τρέλα..

...Δεν υπάρχει Γιουκάλι





... ένα τραγούδι του Kurt Weil 
που μιλά για το πάθος του ανθρώπου ν' αναζητήσει έναν παράδεισο...
 των πιο βαθιών ονείρων κι επιθυμιών του, 

ένα πάθος όμως... που καταλήγει σ' αναπόφευκτες απογοητεύσεις...


ένα απ' τα τραγούδια του μιούζικαλ Marie Galante, 
όπου η ηρωίδα, αφού έχει απαχθεί και συρθεί δια της βίας στην πορνεία στην Ν. Αμερική 
προσπαθεί με χίλια βάσανα να εξοικονομήσει ένα εισιτήριο επιστροφής της στο Παρίσι. 

Μπλέκεται και σε κάποιες πολιτικές ίντριγκες για κατασκοπεία έναντι αδρής αμοιβής
 όπου και ανόητα συνεργάζεται.

 Μετά από πολύ κόπο καταφέρνει και μαζεύει χρήματα για το πολυπόθητο εισιτήριο.
 Όμως όταν ετοιμάζεται για το ταξίδι, 
κάποιος αόρατος δράστης την πυροβολεί 

...κι έτσι ποτέ δεν βρήκε τον τόπο των ονείρων της.

Ο Tsamatsui  - ο άνθρωπος που την πλήρωνε για την κατασκοπεία,-  
έβαλε το πτώμα της σ' ένα φέρετρο 
και το έστειλε στο Παρίσι ....

επέστρεψε.. 
στο Παρίσι της ..




Είναι όμως ;
ένα όνειρο .... μια τρέλα .....   ;

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Ο δικός μου εσταυρωμένος






Ο δικός μου εσταυρωμένος γεννήθηκε προ Χριστού.
Του δικού μου εσταυρωμένου η μάνα δε μύρισε τον κρίνο.
Μύρισε αυτό που μυρίζουν όλες οι μανάδες του κόσμου.
Ο δικός μου εσταυρωμένος γεννήθηκε μέσα στο αίμα και στο σκατό,
όπως γεννιόντουσαν οι άνθρωποι μέχρι πρότινος.

Ο δικός μου εσταυρωμένος δεν υπήρξε θείο βρέφος.
Ο δικός μου εσταυρωμένος δεν είχε αν - αρχο πατέρα.
Ο δικός μου εσταυρωμένος δεν κρατάει σκήπτρα εξουσίας.
Ο δικός μου εσταυρωμένος δεν απέκτησε οπαδούς και πιστούς ηγεμόνες και αυτοκράτορες.

Τον δικό μου εσταυρωμένο φοβήθηκαν και μίσησαν όλοι οι αυτοκράτορες. 

Ο δικός μου εσταυρωμένος είναι ο Σ Π Α Ρ Τ Α Κ Ο Σ

Ανασταίνεται κάθε φορά που υπάρχει όπου γης μια εξέγερση.
Ανασταίνεται κάθε φορά που υπάρχει όπου γης κοινωνική επανάσταση.
Σταυρώνεται και πεθαίνει κάθε φορά που η επανάσταση οπισθοδρομεί και δε διαρκεί.

Καλή Επ-ανάσταση, σύντροφοι.

Γ. Μεριζιώτης

If you Forget me...



If you Forget me....



Αν με ξεχάσεις... 
Ένα
θέλω να ξέρεις.

Ξέρεις πώς είν'αυτό:
κοιτάζω
το κρυστάλλινο φεγγάρι, το κόκκινο κλαδί
του αργού φθινοπώρου στο παράθυρό μου,
αγγίζω
πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
κι όλα με φέρνουν σε σένα,
λες και ό,τι υπάρχει,
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου που με περιμένουν.

Ωστόσο,
αν λίγο λίγο πάψεις πια να μ'αγαπάς
θα πάψω κι εγώ να σ'αγαπώ λίγο λίγο.

Κι αν ξαφνικά
με ξεχάσεις
μην ψάξεις να με βρεις,
θα σ'έχω λησμονήσει.

Αν θεωρήσεις ότι κρατάει πολύ κι είναι τρελός
ο άνεμος από σημαίες
που περνάει απ'τη ζωή μου
κι αποφασίσεις
να με αφήσεις στην όχθη
της καρδιάς που έχω ρίζες,
σκέψου
πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.

Όμως
αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα,
νιώθεις προορισμένη για μένα
με γλυκύτητα αψεγάδιαστη.
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει,
αχ αγάπη μου, αχ δικιά μου,
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται,
μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί,
η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου, αγαπημένη,
κι όσο θα ζεις θα είναι μες στην αγκαλιά σου
χωρίς απ' τη δική μου να φύγει.

Pablo Neruda

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

λαχταρώ . .







Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου.
Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου,
Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου,
Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό,
Και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ” αρέσουν τα παπούτσια σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο,
Και να σου τρίβω το σβέρκο σου,
Και να σου φιλάω τα πόδια σου,
Και να σου κρατάω το χέρι σου,
Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου,
Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου,
Και να γελάω με την παράνοια σου,
Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς,και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες,και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο,
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι,
και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν,
Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα,
Και να σ” αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα,
Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,
Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ,
Και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ” αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα.
Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου.
Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ,
Και να τρελαίνομαι όταν αργείς,
Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα,
Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια,
Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός,
Και νάμαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο,
Και νάμαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς,
Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου,
Και να παρακαλάω να σ” ήξερα μια ζωή.
Και ν” ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου,
Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου,
Και να τρομάζω όταν θυμώνεις,
Και τόνα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο,
Και να σ” αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,
Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς,
Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω,
Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,
Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι,
Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου,
Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες,
Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις,
Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς,
Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω,
Και ν” αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ” το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω,
Και ν” αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι,
Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ” αγαπούσε,
Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις,
Και να σ” αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια,
Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα,
Και να μη σ” αφήνω να σηκωθείς απ” το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις,
Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω,
Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι,
Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα,
Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα,
Και να θέλω ότι θέλεις,
Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής,
Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου,
Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο
Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω
Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς,
Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ” ζωή σου,
Και να ξεχνάω ποιος είμαι,
Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί,
Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο
Τον ακάθεκτο
Τον ακατάλυτο
Τον ακατάσβεστο
Τον μεταρσιωτικό
Τον ψυχαναλυτικό
Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
Ερωτά μου για σένα .. 



Sarah Kane, Crave
Σάρα Κέην, Λαχταρώ (Δίψα), Μτφρ. Τζένη Μαστοράκη

(ένα απόσπασμα)



Η Σάρα Κέην γεννήθηκε στην Αγγλία το 1971. Η θεατρική της δραστηριότητα ήταν έντονη, ακραία κι ολιγόχρονη και τερματίστηκε από τον εκούσιο θάνατο της το Φεβρουάριο του 1999. Η ίδια προτιμούσε να μιλάει για βιωματικό θέατρο, είχε πει ότι προτιμά «να ριψοκινδυνέψει τις πιο βίαιες αντιδράσεις κι άμυνες εκ μέρους των θεατών παρά να ανήκει σε μια κοινωνία που έχει αυτοκτονήσει». Το έργο της πολεμήθηκε πολύ από τους σύγχρονους της κριτικούς και προκάλεσε πικρόχολες αντιδράσεις.
«Δεν είναι ότι δεν ξέρουμε, αλλά ότι δε νιώθουμε.»
Η βία κι η σκληρότητα που βρίσκονται στα έργα της Κέην συναντώνται και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα αυτού του κόσμου. Η αγάπη είναι λύση, σανίδα σωτηρίας. Μέσα από τα κείμενα της φαίνεται ένας άνθρωπος που μπορεί να αγαπήσει, που είναι ικανός να νιώσει.
Να νιώσει στο πετσί του τον πόνο και να κραυγάσει στην ύστατη προσπάθεια να τον νικήσει. Να νιώσει την αδιαφορία και να θελήσει να τη διαπεράσει. Κανείς δεν μπορεί να πληγεί τόσο βαθιά εάν δεν διαθέτει ο ίδιος μεγάλο βάθος. Ποιος είναι τελικά ο άρρωστος και ποιος ο υγιής;
Πού σταματά η πραγματική αγωνία και πού αρχίζει η αναπαράσταση της;...

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011





Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.

Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους -
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.

Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:

χίλιοι τη χαίρονται - ένας την πληρώνει.



*Ντίνος Χριστιανόπουλος*


Τετάρτη 13 Απριλίου 2011





"..Καταλάβαινε τη μαγεία .
Οπως κι οι μουσικοί της τζαζ την καταλαβαίνουν...

Αρχισε να μιλάει , κι ήταν σα να χε ανοίξει μια βρύση
Δεν ανέφερε ποτέ το επίθετο της γυναικας ,δεν είπε ποτέ πού έγιναν αυτά.
Αλλά, άνθρωπέ μου, γινόταν ποιητής όταν μιλούσε γι αυτήν.
Και έκλαιγε καθώς μιλούσε .
Εκλαιγε με δάκρυα , από κείνα που μόνο απ τα μάτια ενός γέρου μπορούν να τρέξουν ,
από κείνα που μόνο ένα σαξόφωνο μπορεί να παίξει
Και, άνθρωπέ μου ,
άρχισα ν αγαπάω εκείνον τον τύπο ..
Οποιος μπορεί ν αγαπήσει έτσι μια γυναίκα ,αξίζει κι αυτος ν αγαπηθεί ..

Κι είπα στον εαυτό μου "Πρέπει να παίξω αυτή τη δύναμη, αυτή την ερωτική ιστορία .."
Ηθελα να την κρατήσω απλή .
Τα περίπλοκα πράγματα εύκολα τα εκφράζεις . Η πρόκληση είναι στην απλότητα.
Και το δούλευα καθημερινά .
Και κάποια νύχτα, το έπαιξα κείνο το κομμάτι.
Εκανα την κόρνα μου να ηχήσει, όπως δεν είχε ηχήσει ποτέ μέχρι τότε,
την έκανα να κλάψει ,
για όλα τα μίλια , 
τα χρόνια , 
τα πρέπει που τους χώριζαν ..

Κι ακόμη, μετά τόσα χρόνια ,
με κυνηγάει η ιστορία που μου είπε για τον ίδιο και για τη γυναίκα .
Στέκομαι λοιπόν εδώ , το σούρουπο ,
κάνοντας την παλιά μου κόρνα να κλαίει, και παίζω αυτό το σκοπό ,

για έναν άντρα που αγάπησε πολύ,
και για μια γυναίκα που εκείνος την έλεγε .... "

~ ~ ~ ~ ~

Ενα απόσπασμα συνέντευξης με το Nighthawk Καμμινγκς
από τον Ρόμπερτ Ουώλλερ για καληνύχτα ..
για κάθε άντρα που αγάπησε,
κι αγαπήθηκε ..

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

σε περιμένω . .

















"Σε περιμένω. 
Μη ρωτάς γιατί. Μη ρωτάς γιατί περιμένει εκείνος 
Που δεν έχει τι να περιμένει.. 
Και όμως περιμένει. 

Γιατί σαν πάψει να περιμένει 
Είναι σα να παύει να βλέπει 
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό 
Να παύει να ελπίζει 
Σα να παύει να ζει. 


Αβάσταχτο είναι... 
Πικρό είναι ..
Να σιμώνεις αργά στ' ακρογιάλι 
Χωρίς να είσαι ναυαγός 
Ούτε σωτήρας 


Παρά ναυάγιο... "



Μενέλαος Λουντέμης

Μείνε λιγάκι ..











"....Μείνε λιγάκι ακόμη. Βράδιασε. Το χρυσόμαλλο δέρας που λέγαμε ..
- Ω, η σκέψη έρχεται αργά σ' εμάς τις γυναίκες - ξεκουράζει κάπως. 

Αντίθετα,
οι άντρες δε σταματούν ποτέ τους να σκεφτούν, - ίσως φοβούνται, ίσως δε
θέλουν να δουν κατάματα το φόβο τους, να δουν την κούρασή τους, να ξε-
κουραστούνε - δειλοί, ματαιόδοξοι, πολυάσχολοι, προχωρούν στο σκοτάδι. 
Τα ρούχα τους μυρίζουν πάντα καπνό 
από μια πυρκαγιά που πλάι της ή μέσα της είχαν περάσει χωρίς να το ξέρουν. 
Γδύνονται γρήγορα, 
ρίχνουν τα ρούχα τους στο πάτωμα, πέφτουν στην κλίνη.
 Όμως και το ίδιο τους το σώμα μυρίζει καπνό, - τους ναρκώνει. 
Μες στο τρίχωμα του στήθους τους έβρισκα, σαν κοιμόνταν πια, κάτι λεπτά, καμμένα φύλλα
ή κάτι πούπουλα σταχτόμαυρα από πουλιά σκοτωμένα. 

Τότε
εγώ τα μάζευα και τα φυλούσα σε μια κασετίνα - τα μόνα σημάδια μιας μυστικής επαφής - 
ποτέ δεν τους τάδειξα - δε θα τ' αναγνώριζαν. 


Κάποιες στιγμές, ω, ναι, ήταν ωραίοι - έτσι γυμνοί, παραδομένοι στον ύπνο,
εντελώς απροσποίητοι, αφημένοι, με τα μεγάλα, δυνατά σώματά τους
υγρά, μαλακωμένα, σαν θορυβώδη ποτάμια 
που κυλήσαν από ψηλά βουνά σε γαλήνια πεδιάδα, 
ή σαν παιδιά εγκαταλειμμένα. 
Τότε τους αγαπούσα πράγματι, σα να τους γέννησα εγώ. 
Παρατηρούσα τα μακριά ματόκλαδά τους
κ' ήθελα να τους πάρω μέσα μου για να τους προφυλάξω, ή έτσι να ζευγαρώσω μ' ολόκληρο το σώμα τους. 
Κοιμόταν. 
Κι ο ύπνος σου επιβάλλει  το σεβασμό, 
γιατί 'ναι τόσο σπάνιος. 

Πάνε κι αυτά. 
Ξεχαστήκαν.... " 

από την " Ελένη "  του Γ. Ρίτσου 

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011









"..Έτσι κι αλλιώς μια μέρα θα χωρίσουμε.
Από έρωτα,
από θάνατο,
από χρόνο.

Θα ήθελα όμως να χωρίσουμε μαζί.
Όχι χώρια...."


Στίχοι μιας καληνύχτας ,
μιας καληνύχτας που θέλω εγώ ..
από το Νίκο Δήμου 

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

ένα μόνο δε μου δίνει το Όνειρο . Το όριο.






Φυσικά και ονειρεύομαι .
Ζει κανείς μόνο μ έναν ξερό μισθό ;

Πόσο συχνά;
Κάθε που εγκαταλείπουν συχνότατα όλοι.

Επηρεάζουν τους απόντες τα όνειρά σας;
Βέβαια. Το ξανασκέφτονται καλά
και μάλλον μετανιώνουν οριστικά τους όλοι.

Είναι ελευθέρα η είσοδος;
'Οχι εντελώς. Ζητάω την αδεια του ονείρου
πριν ελπίσω. Μου την δίνει εν γένει
μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές.

Να πιστέψω δίχως ν αγγίξω
να μη μιλήσω διόλου στον καπνό
γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει μόνο διά του βλέμματος
ν αφήσω το αίτημά μου στην κρεμάστρα
ό,τι μου δοθεί να το δεχτώ κι ας μην έχει καμία ομοιότητα μ αυτό που ζωγραφίζει η έκκλησή μου 

-θα την επανέβρει μόλις ξαναχαθεί..

'Ενα μόνο δε μου δίνει τ όνειρο.
Το όριο.
Ως πού να κινδυνέψω. 

Γιατί τότε πια δεν θα ήταν 'Ονειρο ..
Θα ήταν γεράματα.





Κική Δημουλά..

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

αρνούμαι . .



"..-Όσο υπάρχουν δυό άνθρωποι... ένας άνθρωπος κι ένας άλλος άνθρωπος...
αυτοί οι δυο άνθρωποι, είναι μια βεβαιότητα...
....
-Το πρώτο είναι η αντίσταση...
ναι, το πρώτο είναι να πω ΑΡΝΟΥΜΑΙ σ' αυτόν εδώ τον παράλογο κόσμο... αλλά και μαζί να πω
ΑΡΝΟΥΜΑΙ στο θάνατο... στην υποταγή... στη φυγή... στη λιποταξία...

Μια συγκεχυμένη βουή ερχότανε από το βάθος... η πόλη ανάσαινε μές στη νύχτα...
η ζωή κυκλοφορούσε στους μεγάλους δρόμους και στους μικρούς δρόμους...
η ζωή, η ζωή που άξιζε να σταθεί σαν Κυναίγειρος με τα δόντια και
να πει ΑΡΝΟΥΜΑΙ στο θάνατο,
να πει ΑΡΝΟΥΜΑΙ στην άρνηση της ζωής...
η ζωή που αξίζει γι' αυτήν να σταθεί πάνω στη βεβαιότητα που τώρα είχε να σταθεί και να παλέψει...
λιγότερο ασφυκτική...
για να γίνει αυτός εδώ ο κόσμος ένας κόσμος καινούργιος...
ένας κόσμος αλλιώτικος...
ένας κόσμος που επιτέλους θα δώσει σ' όλους τους ανθρώπους ελευθερία
και ειρήνη ....."



από το "Αρνούμαι" 
του Αντώνη Σαμαράκη