Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

''Το έλεος. Ενός κατώτερου θεού'' του Λευτέρη Πανούση



Εσυ, Κυριε, το ξερεις καλυτερα απ ολους, ότι ειχαμε παρει εντολη να περιπολουμε ανοιχτα της Καλυμνου, εκεινη τη νυχτα… και θυμασαι, επισης, πως ησαν επικινδυνες οι ημερες… αυτοι εκει πανω συζητουσαν το τι θα γινονταν με τους λαθρομεταναστες και οι δουλεμποροι θα προσπαθουσαν να περασουν οσο το δυνατον περισσοτερους - γιατι ποτε δεν ξερεις τι γινεται…όχι ότι φοβοντουσαν τις διεθνεις συμφωνιες και αλλά τετοια – αυτοι εκει πανω είναι πολύ μακρια για να ασχοληθουν με το τι συμβαινει στην πραγματικοτητα, ωστοσο όταν κλεινονται οι συμφωνιες, ολοι εμεις βρισκομαστε στην τσιτα για λιγο καιρο κι αυτό οσο να ναι δυσκολευει την κατασταση… Μετα ξεχνιεται το πραγμα και δεν μιλανε πια στην τηλεοραση γι αυτά, οποτε ειναι σαν να μην γινονται…

Εκεινη τη νυχτα, Κυριε, λες και το εκαμες επιτηδες, ειχες στειλει θυελλες να οργωνουν τη θαλασσα και ο παγωμενος σου ανεμος μας τρυπουσε τα κοκκαλα και το χειροτερο, ειχες ταξει σε μενα το βαρος να ειμαι υπηρεσια και να σαρωνω την ανταριασμενη επιφανεια των κυματων με τον προβολεα – ολομοναχος στη πλωρη, ενώ η ακατος, μια χανονταν στην αρμυρα Σου, μια προβαλε στο σκοταδι Σου…
Και τοτε, Κυριε, ακουσα τη μηχανη της σαπιοβαρκας, βαρια και παλια μηχανη, που ισα-ισα καταφερνε να σπρωχνει το σκαρι της, πριν να διαλυθει και να σκορπισει στη μανια της θαλασσας Σου… Ναι, Κυριε των προγονων και του Καθηκοντος – το ξερεις πολύ καλα ότι δεν με ειχε παρει ο υπνος εκεινη την ωρα, ότι ημουν πιστος στο χρεος μου και ότι πρωτος απ ολους τους πηρα ειδηση και πως ετοιμαστηκα να εκτελεσω το καθηκον μου και εστησα αυτι να εντοπισω την κατευθυνση του σκαφους τους και να τους ριξω τον προβολεα και να αρχισω να σφυραω με τη σφυριχτρα μου, να ετοιμαστουν οι αντρες, να ξεκινησει η διαδικασια της αναχαιτισης, οπως προβλεπουν ολες οι διεθνεις διαδικασιες…
Τωρα βεβαια, θα μου πεις, ότι κι Εσυ ακομα τις διεθνεις συνθηκες τις εχεις γραμμενες στ Απαυτα Σου, γιατι Κυριε μια ζωη την κανω αυτή τη γαμημενη τη δουλεια και μια ζωη τα ιδια γινονται… Αντι να φοβηθουν οι δουλεμποροι που μια ακατος του Πολεμικου Ναυτικου τους έχει εντοπισει και λογικα θα τους αναγκασει να γυρισουν πισω, από οπου ηρθανε, αυτοι – όπως το ξερεις πολύ καλα Εσυ Κυριε – βυθιζουν το σκαφος τους και μετα την κοπανανε κολυμπωντας, με τα σωσσιβια, μεχρι την τουρκικη ακταιωρο, που θα τους περιμαζεψει, ενώ τους αλλους, τους αμοιρους τους εγκαταλειπουνε ερμαια στα κυματα…
Κι εμεις φυσικα ειμαστε υποχρεωμενοι να τους συμμαζεψουμε, γιαιτ αν δεν το κανουμε, θα πλακωσουν οι Τουρκοι και θα παρουν φωτογραφιες τους πνιγμενους και θα μας κραζουν μετα αυτοι εκει πανω, γιατι δεν εκτελεσαμε το καθηκον μας.
Και ναι μεν εμεις τους μαζευουμε Κυριε, ωστοσο κατι τετοιες νυχτες σαν εκεινη δεν είναι βεβαιο ότι θα τους βρουμε ολους, μεσα στην ανταρα Σου κι ουτε είναι σιγουρο ότι μεχρι να τους μαζεψουμε θα είναι ολοι τους ζωντανοι. Γιατι, βλεπεις Κυριε, εμεις οι ανθρωποι κανουμε οτι μπορουμε αλλά παντα, γαμωτο μου, είναι τοσο λιγο αυτό που μπορουμε…

Κι όμως, εγω Κυριε εκεινη τη νυχτα, ημουν πραγματικα ετοιμος να εκτελεσω το καθηκον μου και ειχα βαλει τη σφυριχτρα στο στομα και ειχα ετοιμασει τον προβολεα, ελα όμως που ακουσα εκεινο το βηξιμο…
Μαλιστα Κυριε του Καθηκοντας και του Πατριου εδαφους – το βηξιμο…
Και ητανε βηχας ενός παιδιου – κοριτσιου κατά πασαν πιθανοτητα και εγω το ακουσα μεσα σε κεινο το πηχτο σκοταδι και τα αλαφιασμενα νερα, όπως ισως δεν θα επρεπε να το ακουσει ανθρωπινο αυτι…Αλλά το ακουσα…γιατι βεβαια οι δουλεμποροι ειχαν ορμηνεψει τους αθλιους να μην βγαζουν τσιμουδια όμως πώς να κρυψει το βηχα του ένα παιδι, Κυριε?
Ναι, το ακουσα…
Και μου επεσε η σφυριχτρα από το στομα…

Ξερεις Εσυ Κυριε,ότι σχεδον παντα αυτά τα σαπια σκαρια των δουλεμπορων χωνουν ανάμεσα στους αντρες και λιγες γυναικες και οπωσδηποτε καποια παιδια, επειδη ετσι ξερουν ότι μας κανουν δυσκολοτερο το να ανοιξουμε πυρ ή να αρχισουμε τους επικινδυνους ελιγμους ή, στο τελος-τελος να τους αφησουμε να πνιγουν, όπως εχει συμβει μερικες φορες…
Ναι, ηταν κάποιο παιδι εκει μεσα, ένα κοριτσακι – αναθεμα με Κυριε και αν μπορουσα να ξερω ποσω χρονω…ωστοσο ένα μικρο παιδι, που θα μπορουσε να ηταν σαν και το δικο μου – γιατι εσυ Κυριε ξερεις ότι εχω και γω μια κορη στην ηλικια της, Εσυ μου την εδωσες και ξερεις καλα Κυριε ότι λιγο καιρο πριν ειχε περασει ένα ασχημο κρυωμα και την ειχα τοσες νυχτες να της αλλαζω τα σκεπασματα, που ετρεμε από τα ριγη και να της αλλαζω τις κομπρεσες με το ξιδι στο μετωπο της και να στεκομαι ολη νυχτα από πανω της για να της σφγουγγιζω τα καστανα της μαλια με τις ελαφριες μπουκλες, που μουσκευονταν στον ιδρωτα…
Να, Κυριε…Εσυ τα ξερεις αυτά και θα επρεπε να καταλαβαινεις πως ενιωσα όταν ακουσα εκεινο το βηχα της μικρης, μεσα στην παγωνια Σου και την ανταρα Σου…
Εκεινη την ωρα Κυριε αυτό το παιδι ριγουσε, καιγονταν από τον πυρετο και δεν υπηρχε κανενα χερι πλαι της να της αλλαξει μια κομπρεσσα, να της σφουγγισει τα μαλλια, που θα ησαν μουσκεμα από ιδρωτα κι αρμυρα – και πανω απ όλα Κυριε, δεν υπηρχε μια κουβερτα…
Καταλαβαινεις Κυριε – μα κουβερτα!
Ισως και να καταλαβαινες αν δεν ησουν, όπως παντα απων.
Εγω όμως Κυριε, ημουν παρων…
Και επρεπε να εκτελεσω το καθηκον μου. Ποιο καθηκον μου? Να τους επισημανω και μετα οι δουλεμποροι να βουλιαξουν τη βαρκα και να τους φουνταρουν ολους στη θαλασσα.
Δηλαδη Κυριε των προγονων και του Καθηκοντος, το καθηκον μου ηταν να στειλω αυτό το παιδι, που θα μπορουσε να είναι και δικο Σου παιδι, στα παγωμενα νερα, ενώ κιολας ριγουσε απο τον πυρετο.
Να, Κυριε…αυτό ηταν το καθηκον μου.
Αλλά εμενα μου επεσε η σφυριχτρα απο το στομα…
Κι αντι να εκτελεσω το καθηκον μου Κυριε, εσβησα τον προβολεα, εχωσα τη σφυριχτρα στην τσεπη και αναψα ένα τσιγαρο.
Κι υστερα ακουγα τη μηχανη να απομακρυνεται σιγα-σιγα και τον βηχα του παιδιου να τον καταπινει το σκοταδι. Τους αφησα στο ελεος Σου Κυριε – ειπα πως θα ηταν καλυτερα να ξεμπαρκαρανε σε κανενα νησι λαθραια, τουλαχιστον να έχει ξημερωσει και μετα ποιος ξέρει, ολοι λενε ότι το ελεος Σου είναι μεγαλο.

Χαραμα μας ειδοποιησαν καποιοι ψαραδες. Υπηρχανε σκοπελοι εκει γυρω, κατι ξεροβραχοι που σχιζουνε την κοιλια της θαλασσας και ξεπεταγονται από το πουθενα. Η ακατος εβαλε πλωρη για εκει που μας εδειχναν.
Οι δουλεμποροι, ατζαμηδες ναυτικοι, μεσα στην σκοτεινια το ειχανε ριξει το σκαφος στα βραχια. Το σαπιοξυλο διαλυθηκε και τωρα βλεπαμε να επιπλεουν στη ραχη της θαλασσας, κατι σανιδια με γαντζωμενους απανω τους οσους ειχαν γλιτωσει.
Λιγους Κυριε… πολύ λιγους… Και μετα την ειδα… Δηλαδη ειδα πρωτα μια πλαστικη κουκλα, χωρις κεφαλι που επεπλεε πλαι σε μια σανιδα και μετα ξεχωρισα τα μαλλια της, που ησαν Κυριε ολοϊδια με της δικιας μου – καστανα με ελαφριες μπουκλες…
Μονον που στα δικα της Κυριε ειχαν κιολας αρχισει να μπλεκονται τα κοραλλια.
Ναι, Κυριε… Ηταν πνιγμενη… Η ζωη της ειχε τελειωσει τη στιγμη που εγω αποφασισα να αναψω ένα τσιγαρο…
Για να την σωσω, υποτιθεται…

Ποσο σκληρα με τιμωρησες Κυριε των προγονων και του καθηκοντος… Χρονια τωρα σερνομαι στις ραχες της γης, αναζητωντας έναν Θεο, που θα μου δειξει το ελεος του αλλά θα πρέπει να είναι ενας κατωτερος Θεος από εσενα Κυριε…
Που θα δεχεται να αναγνωρισει ότι ανάμεσα στα παιδια του, δεν μπορουν να υπαρχουν συνορα….

                                                                                                       Λευτέρης Πανούσης